* * *

Παῦλος Απόστολος, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ !

Ἂν θέλετε νὰ δῆτε μέχρι ποιού σημεῖου καταπτώσεως φτάνει ὁ ἄνθρωπος, δέστε τὸν Ἰούδα τὸν προδότη· κι ἂν θέλετε νὰ δῆτε μέχρι ποιό ὕψος φτάνει ὁ ἄνθρωπος, τότε δέστε τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὁμιλεῖ γι᾿ αὐτὸν μὲ μεγάλη θερμότητα. Ἀφ᾿ ὅτου ἔγινε ὁ κόσμος, λέει, πολλὲς ἅγιες μορφὲς ἔζησαν· ἀλλ᾿ ἀνώτερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἁγίους εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιατί όμως;

Εἶνε ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἄβελ, τὸ ἄκακο ἐκεῖνο ἀρνάκι ποὺ ἔσφαξε μὲ τὸ μαχαίρι ὁ κακοῦργος ἀδελφός του ὁ Κάιν. Γιατὶ ὁ Παῦλος κατεδιώκετο ὄχι ἀπὸ ἕναν ἀλλ᾿ ἀπὸ πολλοὺς Κάιν, τοὺς ἀπίστους Ἰουδαίους, ποὺ σὲ κάθε βῆμα τὸν κατεδίωκαν καὶ ἤθελαν νὰ πιοῦν τὸ αἷμα του. Ἀνώτερος τοῦ Ἄβελ· διότι ὁ Παῦλος ὄχι μόνο μιὰ μέρα, ἀλλὰ κάθε μέρα ἐθυσιάζετο γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ἔλεγε· «Καθ᾿ ἡμέραν ἀποθνῄσκω» (Α΄ Κορ. 15,31).

Ἀνώτερος λοιπόν ἀπὸ τὸν Ἄβελ ὁ Παῦλος. Ἀλλ᾿ ἀνώτερος, λέει ὁ Χρυσόστομος, κι ἀπὸ τὸ Νῶε, ποὺ ἔφτιαξε κιβωτό, μέσα στὴν ὁποία διασώθηκαν 8 μόνο ψυχὲς καὶ ἔγιναν ὁ σπόρος μιᾶς νέας ἀνθρωπότητος. Διότι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔφτιαξε μιὰ κιβωτὸ ὄχι ἀπὸ σανίδια καὶ πίσσα, ἀλλὰ κιβωτὸ ἄφθαρτη, ποὺ ἔσωσε ὄχι 8 , ἀλλὰ μυριάδες ψυχές.

Καὶ ἡ πνευματικὴ κιβωτὸς τοῦ Παύλου εἶνε ἡ διδασκαλία του, είναι οἱ 14 ἐπιστολές του, πού, μέσα σ᾿ ἕναν ἄλλο κατακλυσμό, διαπορθμεύουν πρὸς τὸν οὐρανὸ μὲ ἀσφάλεια κάθε ψυχὴ ποὺ καταφεύγει ἐκεῖ.

Ἀνώτερος τοῦ Ἄβελ, ἀνώτερος τοῦ Νῶε· ἀλλ᾿ ἀνώτερος καὶ τοῦ Ἀβραάμ, ποὺ ἐγκατέλειψε πατέρα καὶ πατρίδα γιὰ ν᾿ ἀκολουθήσῃ τὸ Θεὸ ἐκεῖ ποὺ τοῦ ὑπεδείκνυε. Διότι ὁ Παῦλος, μετὰ τὸ ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, ἐγκατέλειψε περισσότερα, ἄφησε τὰ πάντα γιὰ τὸ Χριστό· ὄχι μόνο τὸ σπίτι καὶ τὴν πατρίδα του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἑβραϊκή του καταγωγή, καὶ τὴν ἰουδαϊκὴ θρησκεία, καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ Φαρισαίου, καὶ ὅ,τι ἄλλο ἐπίγειο, καὶ ἔλεγε· «Τὰ πάντα ἐζημιώθην, καὶ ἡγοῦμαι σκύβαλα εἶναι ἵνα Χριστὸν κερδήσω» (Φιλιπ. 3,8). Ὅλα ὅσα ἐκτιμᾷ ὁ κόσμος, τὰ θεωρῶ σκουπίδια ἐμπρὸς στὸ Χριστό.

Ὁ Ἰὼβ ἦταν ἥρωας ὑπομονῆς στοὺς πειρασμούς. Πάλεψε μὲ δοκιμασίες οἰκογενειακὲς καὶ προσωπικές. Ἀνώτερος ὅμως ἀνεδείχθη ὁ Παῦλος. Διότι ὡς ἀπόστολος ὑπέφερε ὄχι γιὰ ἕνα μόνο χρονικὸ διάστημα, ἀλλὰ γιὰ ὅλη του τὴ ζωή. Καὶ ὄχι γιὰ μιὰ δική του οἰκογένεια ἀλλὰ γιὰ τὴ μεγάλη οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Εἶχε τὴ «μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν» (Β΄ Κορ. 11,28). Συνέπασχε κάθε στιγμὴ γιὰ κάθε τι μὲ τὸν καθένα. Ἔγινε «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα» (Α΄ Κορ. 9,22).

Ποιός μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὶς περιπέτειες, τοὺς διωγμούς, τὶς στερήσεις, τοὺς κινδύνους, τὰ ναυάγια, τὶς κακουχίες, τὶς συλλήψεις, τοὺς ῥαβδισμούς, τὶς ἁλυσίδες, τὶς φυλακίσεις, τὶς δίκες, τὶς ἐγκαταλείψεις φίλων, τὸν «σκόλοπα τῇ σαρκί» (Β΄ Κορ. 12,7), τὰ αἵματα, τὸ μαρτυρικό του θάνατο;
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνεδείχθη, ἀκόμη, ἀνώτερος καὶ τοῦ Δαυΐδ. Διότι ἂν ὁ Δαυῒδ μετανόησε, πολὺ περισσότερο ὁ Παῦλος· καὶ ἂν ἐκεῖνος ἔγραψε ψαλμοὺς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Παῦλος συνέθεσε ποιήματα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἁγίων καὶ προφητῶν ἀνώτερος ὑπῆρξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος· ἀνώτερος τοῦ Ἠσαΐου, ἀνώτερος τοῦ Ἰερεμίου, ἀνώτερος τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ἀνώτερος ἀκόμα καὶ τῶν ἀγγέλων. Δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ Χρυσόστομος. Γιατὶ ―δὲν εἶνε ψέμα― εἶχε φτερὰ ἀγγέλων καὶ μ᾿ αὐτὰ πέταξε πολὺ ψηλά, πάνω ἀπὸ τὰ ἄστρα, πέρα ἀπὸ τοὺς γαλαξίες καὶ τὶς ἐσχατιὲς τῆς δημιουργίας, μέχρι «τρίτου οὐρανοῦ», «καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β΄ Κορ. 12,2,4).

* * *

Αὐτὸς εἶνε ὁ Παῦλος. Μὰ πῶς ἔφτασε σὲ τέτοιο ὕψος; Ἔφτασε, διότι εἶχε πολλὲς ἀρετές. Ἡ κυριωτέρα ἀρετή του ―ποὺ ἐμεῖς ἀπ᾿ αὐτὴν δὲν ἔχουμε οὔτε κουκούτσι― εἶνε ἡ ταπείνωσι.

Ἂν καὶ εἶχε χαρίσματα, ἂν καὶ ἔκανε θαύματα, ἐν τούτοις αὐτὰ δὲν τὰ θεωροῦσε δικά του· τὰ ἀπέδιδε στὸ Θεό. «Ὁ Θεὸς μὲ ἔσωσε», ἔλεγε, «ὁ Χριστὸς μὲ λύτρωσε», «ὁ Χριστὸς μὲ δυνάμωσε» (βλ. Α΄ Τιμ. 3,11· 4,17)· «εὐχαριστῶ τὸ Θεὸ διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν» (βλ. Ῥωμ. 1,8). Δικά του θεωροῦσε μόνο τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔκανε· ὅτι κάποτε ἦτο διώκτης καὶ βλάσφημος.

Κι ὅταν μετανόησε, ἔκλαιγε γι᾿ αὐτὰ καὶ ταπείνωνε τὸν ἑαυτό του ὅλο καὶ περισσότερο. Στὴν ἀρχὴ ἔλεγε· «Ἐγώ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων» (Α΄ Κορ. 15,9). Μετὰ ἔλεγε· Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἁμαρτωλότερος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς Χριστιανούς, ὁ «ἐλαχιστότερος πάντων τῶν ἁγίων» (Ἐφ. 3,8). Κι ὅταν πλέον πλησίαζε τὸ τέλος του, ἔγραψε· Εἶμαι ὁ πιὸ ἁμαρτωλὸς ὅλου τοῦ κόσμου, ὅλων τῶν ἀνθρώπων· «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ» (Α΄ Τιμ. 1,15). Ὤ μεγαλεῖο, ὤ «ὑψοποιὸς» ταπείνωσις!

Ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὴν ταπείνωσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε τὴν ἀγάπη. Ἀγάπη ὄχι πρὸς συγγενεῖς καὶ φίλους μόνο· ἀγάπη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς, τοὺς διώκτας του. Καὶ πρὸ παντὸς ἀγάπη, θεῖον ἔρωτα, στὸ Χριστό. Διαβάστε δύο ὡραιότατες περικοπές. Ἡ μία εἶνε ἀπὸ τὸ ὄγδοο κεφάλαιο τῆς πρὸς Ῥωμαίους ἐπιστολῆς καὶ λέει· Ποιός μπορεῖ νὰ μὲ χωρίσῃ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Τίποτε (βλ. Ῥωμ. 8,35 κ.ἑ.). Ἡ ἄλλη εἶνε τὸ δέκατο τρίτο κεφάλαιο τῆς Πρώτης πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς καὶ ζωγραφίζει τὰ γνωρίσματα τῆς ἀπεράντου ἐν Χριστῷ ἀγάπης (βλ. Α΄ Κορ. κεφ. 13ο).

Εἶχε ἀκόμη ζῆλο. Ζῆλο σὰν τὸν κυνηγὸ καὶ σὰν τὸν ψαρᾶ. Σὰν κυνηγὸς καὶ σὰν ψαρᾶς ἔρριξε τὰ δίχτυα του καὶ στὴν Ἀθήνα, καὶ στὴν Ἔφεσο, καὶ στὰς Κολασσάς, καὶ στὴ Γαλατία, καὶ παντοῦ στὰ ἔθνη. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του χρεώστη σὲ ὅλους. Φωτιὰ ἔκαιγε μέσα του γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν.

Καὶ ἔλεγε· «Ἂς πάω ἐγὼ στὴν κόλασι, ἀρκεῖ νὰ σωθοῦν οἱ ἀδελφοί μου» (βλ. Ῥωμ. 9,3). Τὸ ῥητὸ ποὺ ταιριάζει κατ᾿ ἐξοχὴν στὴν φλογερὰ ψυχὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶνε «Ὁ ζῆλος τοῦ οίκου σου κατέφαγέ με» (Ψαλμ. 68,10).
Δὲν ἦταν αὐτὸς ἀπὸ λάσπη, ἦταν ἀπὸ ἀσήμι· δὲν ἦταν αὐτὸς ἀπὸ ἀσήμι, ἦταν ἀπὸ χρυσάφι· δὲν ἦταν ἀπὸ χρυσάφι, ἦταν ἀπὸ διαμάντι, ἀδαμάντινη ψυχή. Ἂν σὲ μιὰ ζυγαριά, λέει ὁ Χρυσόστομος, βάλουμε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὅ,τι πολύτιμο ἔχει ὁ κόσμος (διαμάντια, χρυσάφια κ.λπ.), κι ἀπὸ τὴν ἄλλη βάλουμε τὴν ψυχὴ τοῦ Παύλου, ἡ ζυγαριὰ θὰ κλίνῃ ἐκεῖ ποὺ εἶνε ἡ ψυχὴ τοῦ Παύλου.

* * *

Γεννᾶται, ἀδελφοί μου, τὸ ἐρώτημα· ἐμεῖς τιμοῦμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο; Δυστυχῶς δὲν τὸν τιμοῦμε. Ἀπόδειξις, ὅτι δὲν ὑπάρχουν πολλοὶ ναοὶ στὸ ὄνομά του, οὔτε δίδεται στὰ παιδιὰ συχνὰ τὸ ὄνομα Παῦλος. Καὶ ὅμως μετὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἅγιος ἀπὸ αὐτόν.

Οἱ Ῥῶσοι τὸν τιμοῦν περισσότερο ἀπὸ μᾶς. Ἂς σκεφτοῦμε ὅτι, ἂν δὲν ἐρχόταν ὁ Παῦλος στὴν πατρίδα μας γιὰ νὰ κηρύξῃ τὸ Χριστό, θὰ ἤμασταν ἀκόμα εἰδωλολάτρες, μακριὰ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ θὰ προσκυνούσαμε τὶς πέτρες.
Είθε ὁ Κύριος διὰ τῶν πρεσβειῶν του νὰ μᾶς ἐλεήσῃ καὶ νὰ μᾶς σώσῃ.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

=======================

Η ΓΙΟΡΤΗ ΣΤΟΝ ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟ…

 

«…Θα μαζευτούν λοιπόν και δεσποτάδες με τα εγκόλπιά τους και με τις σπινθηροβολούσες μίτρες τους, θα μαζευτούν όλοι επάνω στον Άρειο πάγο, εκεί στο σημείο πού μίλησε στην Αθήνα. 

 Ε, Χριστιανοί μου, σας ενθουσιάζει αυτή η πανήγυρις; σας ενθουσιάζουν αι στολαί αι λαμπραί των παπάδων μας και τα ραβδιά τα δεσποτικά και τα στέμματα και οι φωνές και οι πανηγύρεις; 
Δεν ξέρω.


«…Σας κάνω μια υπόθεσι μόνο. 
Φαντασθήτε την ώρα εκείνη, που είνε όλοι αυτοί μαζεμένοι εκεί, στον βράχο του Αρείου Πάγου τιμώντες την ομιλία του στην Αθήνα, να ᾽ρχεται ο απόστολος Παύλος· με το ραβδί του, χωρίς να ᾽χη μίτρες στο κεφάλι…

Πώ πώ! δεν μπορώ να φαντασθώ τον Παύλο με μία μίτρα, δεν μπορώ να φαντασθώ τον Παύλο με μπαστούνια και πολυτέλεια, δεν μπορώ να φαντασθώ τον Παύλο με αυτοκίνητα πολυτελείας, δεν μπορώ να φαντασθώ τον Παύλο με διαταγάς και αστραπάς και βροντάς· δεν μπορώ να φαντασθώ τον Παύλο σαν Αλή πασά να κυβερνά τους πιστούς. 
Δεν μπορώ να φαντασθώ έτσι τον Παύλο· είνε μια άρνησις του Χριστιανισμού όλη αυτή η εμφάνισις του ιερατείου μας.


Εάν πραγματικώς λοιπόν, με αλεξίπτωτο του ουρανού, έπεφτε από πάνω από τα ουράνια κάτω στη γη την ώρα εκείνη και έλεγαν «Ο Παύλος ο Απόστολος!», –ω τότε, αδελφοί μου– θα άλλαζε όλη αυτή η ψευδής σκηνοθεσία, όλο αυτό το φεστιβάλ το οποίο εορτάζουνε όλοι αυτοί οι ψαλτάδες, οι παπάδες με τα λαμπρά τους άμφια, οι δεσποτάδες). 
Και μόνον αυτοί; 
Και εμείς όλοι, αδελφοί μου· και όλη η Αθήνα, και όλη η Ελλάδα, με το λαό και τον κλήρο της, με τους φτωχούς, με τους πλουσίους, με τους βασιλιάδες της. 
 Εάν μας στίψης όπως στίβεις το λεμόνι, αν μας στίψης όλους (παπάδες, ψαλτάδες, δεσποτάδες, καλογέρους, ασκητάδες, ιεροκήρυκας, θεολόγους), εάν μας στίψης όλους, το νυχάκι του Παύλου δεν κάνουμε.

Αχ Χριστιανοί μου! 
 Ένας Παύλος ήταν αυτός –όταν το σκέπτομαι κλαίω–, και έγινε ηλεκτρική σκούπα και καθάρισε την Ελλάδα· ογδόντα δεσποτάδες, εκατό ιεροκήρυκες, οκτώ χιλιάδες παπάδες εμείς, και η Ελλάδα εβρώμισε. 
Που, αν είχαμε Πνεύμα Θεού, θα είχαμε ανακαινίσει τον κόσμο όλο.  
Αχ Παύλε, αχ Παύλε!

 

Και αν ήρχετο όχι στο 53 μ.Χ. που ήρθε ο απόστολος Παύλος, αλλά αν ερχόταν σήμερα στο «κλεινόν άστυ» ο απόστολος Παύλος, θα είχε και σήμερα εχθρούς. 
 Αλλά ας με συχωρέση ο Θεός γι᾽ αυτήν την πικράν αλήθεια που θα πω.  

Αν και ξέρω ότι μέσα στο ακροατήριό μου έχω κατασκόπους οι οποίοι παρακολουθούν το γνήσιο και αποστολικό και ριζοσπαστικό κήρυγμά μου, μιλώ καθαρά ενώπιον Θεού και ανθρώπων, και οποιοσδήποτε και αν είνε ας προσπαθήση να με διαψεύση και να κατηγορήση ο,τι θέλει. 
 Εάν ερχότανε ο απόστολος Παύλος στην Αθήνα μέσα, στην Ελλάδα μέσα, οι μεγαλύτεροι εχθροί του, που δεν θα τον αφήνανε να μείνη ούτε εικοσιτέσσερις ώρες, ούτε να πιή ένα ποτήρι νερό, θα ήτανε – ποιοί, αδελφοί μου; 
Δεν το λέτε· θα ήταν οι δεσποτάδες!


Όμως, όχι αγαπητοί μου όλοι !

Όχι όλοι, αλλά οι κακοί εκείνοι επίσκοποι, οι οποίοι εδίωξαν ένα Μέγα Βασίλειο, ένα Χρυσόστομο και αργότερα ένα Μέγα Αθανάσιο· οι κακοί επίσκοποι, περί των οποίων είπε ο Χρυσόστομος ότι «Ουδέν δέδοικα ως επισκόπους πλην ενίων» (τίποτα δεν φοβήθηκα όσο τους επισκόπους εκτός από μερικούς). 

Οι κακοί επίσκοποι δεν θα τον αφήνανε να μείνη ούτε εικοσιτέσσερις ώρες. 
Δεν θα τολμούσε. 
Που να πάη ο Παύλος; 
Να πάη στο Μεσολόγγι; 
Οι παράνομοι και αντικανονικοί δεσποτάδες –γιατί θα είχε ένα ραβδί φωτιά και λαύρα– θα του έλεγαν· «Εμείς εδώ στο Μεσολόγγι έχουμε ιεροκήρυκας σπουδαίους και μεγάλους». 

Θα πήγαινε στα Γιάννενα; «Έχουμε ιεροκήρυκας». 
Θα πήγαινε στο Βόλο; «Έχουμε ιεροκήρυκας».  
Όπου να πήγαινε, δεν θα μπορούσε να σταθή. Ευγενέστεροι ήσαν οι Αθηναίοι τα χρόνια εκείνα· τον ανεβάσανε επάνω στο βήμα του Αρείου πάγου (βλ. Πραξ. 17,19 κ.ε.). 

 Αν ερχόταν τώρα, η δημοσία ασφάλεια θα τον συνελάμβανε ως επικίνδυνο και θα τον οδηγούσε στην εξορία, δεν θα τον άφηνε να μείνη ούτε εικοσιτέσσερις ώρες.

Ω θεομπαίκτες, ω υποκριταί, ω φεστιβάλ θρησκευτικό!…  
Όταν παρουσιαστή πνεύμα το οποίον έχει σπινθήρα αποστόλου Παύλου, δεν γίνεται δεκτός.  
Εντός ολίγου μέσα εις την Ελλάδα δεν θα υπάρχη θέσι [γι᾽ αυτόν].  
Εάν κατισχύση η ανομία, η ασέβεια, η αμαρτία, δεν θα ᾽χη θέσι. 
Κάθε τίμιος κληρικός που πιστεύει στον Εσταυρωμένο, κάθε κληρικός με παρρησία και έλεγχο, δεν θα ᾽χη θέσι. 
Μέσα στην φαυλοκρατούμενη εκκλησία δεν θα ᾽χουν θέσι οι τίμιοι άνθρωποι.


Αλλ᾽ ω Παύλε απόστολε.  
Εσύ που αγάπησες το γένος μας, ελθέ και πάλι εν μέσω ημών. 
Παρηγόρησέ μας, ενίσχυσέ μας, δώσε μας και πάλι την Ελλάδα μας. 
Και τότε, τα βράχια θα τινάξουν ρόδα προς τιμήν της αγίας Τριάδος εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν.

 

† Επίσκοπος Αυγουστίνος

 

Πηγή άρθρου: http://www.augoustinos-kantiotis.gr/?p=29729