Λοιπόν ας ετοιμαζόμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον συνειδητά τον θάνατο. Να έχουμε τη συνείδηση να μη μας κατηγορεί δυνατά. Θα φύγουμε πάλι με πταίσματα, δεν θα είμαστε λευκή περιστερά, αλλά αυτά που θα έχουμε να μην είναι αυτά που θα μας βουλιάξουν, πού θα μας εμποδίσουν να πάμε κοντά στον Χριστό !

Διότι θα έχουμε και αντιστάθμισμα, θα έχουμε και καλά έργα, τα οποία να είναι δυνατά, τα οποία θα τεθούν στο άλλο μέρος της «πλάστιγγος» κι έτσι να υπερακοντίσουν τα αμαρτήματα τα απλά, διότι τα άλλα θα τα έχουμε ξεκαθαρίσει με το μυστήριο της ειλικρινούς Ιεράς Εξομολογήσεως.

Θα έχουν φύγει, θα είναι τα απλά, τα οποία τα έχει ακόμη και ο άγιος άνθρωπος. Διότι και μια σκέψη, και ο θυμός είναι αμάρτημα, «το εκ συναρπαγής ουκ αφαιρεί την αγιότητα του ανθρώπου».

Υπάρχουν αμαρτήματα που είναι τόσο ελαφρά και δεν προσβάλουν την αγιότητα ενός αγίου ανθρώπου, αλλά απλώς επιτρέπονται από τον Θεό για να τον κρατάει τον άγιο στην ταπείνωση.

Διότι καμία αρετή δεν τελειώνεται μέχρι τέλους τελείως. Η μετάνοια ποτέ δεν τελειώνει, αλλά πάντα είναι ανοιχτή, γιατί είναι άνθρωπος κι ενδέχεται να πέσει...

Επομένως, επειδή όλα αυτά είναι αλήθειες αναντίρρητες, θεμελιωμένες μέσα στον λόγο του Θεού, πρέπει να μας γίνουν ζωή, να μας γίνουν πίστη, να μας γίνουν το μεγαλύτερο μέλημα της υπάρξεώς μας. Όπως τώρα έχουμε το πώς θα ζήσουμε, το πώς είναι τα παιδιά μας και η υγεία μας.

Πέρα όμως απ’ όλα αυτά, αυτό που θα με συνέχει είναι αν είμαι έτοιμος. Κι όπου βλέπετε ότι κάπου κουτσαίνετε, κάτι δεν πάει καλά, μην το αφήνετε, βάλετε «φάρμακο» να γίνει καλά.

Διότι όλους από κάπου πάει να μας πιάσει, κι όταν το δούμε αυτό τότε άς πέσουμε στα γόνατα έτοιμα στην προσευχή μετά δακρύων:

«Κύριε, πρόφθασον, διόρθωσέ με σ’ αυτό, διόρθωσέ με σ’ εκείνο πού πέφτω…».

Όταν δεν θα έχουμε βασικά σφάλματα –θανάσιμα αμαρτήματα–, τα πλημμελήματα και τα μη θανάσιμα δεν μας απειλούν άμεσα με τον κίνδυνο της Κολάσεως. Διότι βοηθά η μετάνοια, τα καλά έργα, η Εκκλησία…

(Απόσπασμα ομιλίας)

Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» 17, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, άρθρο «Ητοιμάσθην και ουκ εταράχθην», σελ. 178.