Ὑποδοχὲς λοιπὸν θριαμβευτῶν καὶ νικητῶν ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Ἀλλὰ ὅλες αὐτὲς οἱ ὑποδοχές, ποὺ ἔκαναν οἱ λαοὶ γιὰ τοὺς νικητὰς καὶ θριαμβευτάς των, εἶνε πολὺ μικρὲς καὶ ὠχριοῦν μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν θριαμβευτικὴ εσοδον τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα.
Θά ᾿θελα νά ᾿μουν ζωγράφος. Θά ᾿θελα νά ᾿χα χρώματα ζωηρά, νὰ πάρω τὸ πινέλλο καὶ μπροστὰ στὰ μάτια σας νὰ ζωγραφίσω τὴν ὑπέροχον αὐτὴν εἰκόνα, τοῦ ἀσυλλήπτου μεγαλείου, τὴν εἰκόνα τῆς θριαμβευτικῆς εἰσόδου τοῦ Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα.

   Καὶ ἐν πρώτοις, ἂς ἐρωτήσωμεν· Πῶς εἰσῆλθε ὁ Χριστὸς στὰ Ἰεροσόλυμα;

Οἱ βασιλιᾶδες, ποὺ ἀναφέραμε, καὶ οἱ αὐτοκράτορες ἐκάθηντο ἐπάνω σὲ ἄλογα ὑπερήφανα, σὲ ἄλογα ἄσπρα χρυσοστολισμένα, ἢ ἐκάθηντο ἐπάνω σὲ ἅμαξες πολυτελέστατες. Λένε μάλιστα, γιὰ κάποιον τέτοιο βασιλιᾶ καὶ αὐτοκράτορα ὅτι, γιὰ νὰ τρομοκρατήσῃ τὸ λαὸ καὶ νὰ φανῇ ὅτι αὐτὸς εἶνε πιὸ μεγάλος καὶ πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ κάθε ἄλλον βασιλιᾶ, διέταξε τὸ ἁμάξι του νὰ μὴ τὸ σέρνουν ἄλογα, ἀλλὰ νὰ τὸ σέρνουν λιοντάρια. Φαντασθῆτε ἕνα ἁμάξι νὰ τὸ σέρνουν λιοντάρια, τί τρόμος ἦταν στὴ Ῥώμη.

Καὶ ἄλλοι ἐκάθησαν ἐπάνω σὲ ἐλέφαντας, καὶ ἄλλοι ἐπάνω σὲ ἄγρια θηρία.

Ἀλλὰ κοιτάξτε, τί διαφορὰ ἔχει ὁ Χριστός μας! Εἶνε ὁ βασιλιᾶς, εἶνε ὁ ποιητὴς τοῦ παντός. Εἶνε ἐκεῖνος ποὺ ἔφτειασε τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη, τὰ ἄστρα· ποὺ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπο «κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1,26). Εἶνε, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας, «ὁ τοῖς Χερουβὶμ ἐποχούμενος καὶ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφίμ» (δοξ. ἑσπ. Ὑπαπαντῆς).
Αὐτός, ἐξ ἄκρας ἀγάπης καὶ συγκαταβάσεως πρὸς τὸν ἄνθρωπον, συγκαταβαίνει, ταπεινώνεται τόσο πολύ, ὥστε ἀπ᾿ ὅλα τὰ ζῷα νὰ διαλέξῃ ἕνα γαϊδουράκι, ἕνα «πῶλον ὄνου» (ἔ.ἀ. 12,15), καὶ ἐπάνω στὴ ῥάχι ἑνὸς τέτοιου ζῴου νὰ καθήσῃ ὁ Χριστός.

Καὶ μᾶς διδάσκει μὲ τὸ παράδειγμά του, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ὅτι πρέπει νὰ είμεθα ταπεινοὶ στὸν κόσμο αὐτόν. Μᾶς διδάσκει αὐτὸ τὸ γαϊδουράκι, ὁ «πῶλος ὄνου», ὅτι πρέπει ν᾿ ἀγαπήσωμεν τὴν ταπείνωσιν, ἂν θέλουμε νὰ είμεθα Χριστιανοί.


Ἕνας φίλος μου ἱεροκήρυξ μοῦ ἔλεγε τὸ ἑξῆς. Κάποτε περιόδευε καὶ ἔφθασε κουρασμένος σ᾿ ἕνα χωριό. Ὅταν ἔφθασε, ἐπῆγε στὴν πλατεῖα νὰ μιλήσῃ. Δὲν ἔδειξαν μεγάλη προθυμία οἱ ἄνθρωποι γιὰ ν᾿ ἀκούσουν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μολονότι ὁ ἱεροκήρυξ περνοῦσε μιὰ φορὰ τὸ χρόνο· ἔπρεπε ν᾿ ἀφήσουν κάθε δουλειὰ καὶ νὰ πᾶνε ν᾿ ἀκούσουν τὰ ζωντανὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ.

Ἐνῷ λοιπὸν ὁ ἱεροκήρυκας ἦταν στὴν πλατεῖα καὶ ἔβλεπε ὅτι ὁ λαὸς δὲν ἔχει προθυμία, ξαφνικὰ ἔρχεται καὶ σταματᾷ ἀπὸ κάτω του ἕνα πουλαράκι καὶ τέντωσε τ᾿ αὐτιά του. Ὅση ὥρα μιλοῦσε ὁ ἱεροκήρυκας, αὐτὸ δὲν κουνήθηκε ἀπὸ τὴ θέσι του. Αὐτὸ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι στὸν ἱεροκήρυκα καὶ ἄρχισε νὰ λέγῃ·

Ἦρθα στὸ χωριό σας, καὶ σεῖς ποὺ ἔχετε αὐτιά, σεῖς ποὺ ἔχετε λογικό, σεῖς ποὺ ἀκούσατε τὴν καμπάνα νὰ χτυπᾷ, δὲν ἤρθατε. Τὸ γαϊδουράκι αὐτὸ ἄφησε τὴ μάνα του, ἄφησε τὸ χορτάρι του, καὶ ἦρθε καὶ στάθηκε ἐδῶ...


Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα πράγματα γίνονται, γιατὶ τὰ ζῷα εἶνε ἀθῷα, ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος ἔχει καταντήσει ἕνας διάβολος. Τὰ ζῷα εἶνε πολὺ ἀνώτερα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Καὶ ἂν κανεὶς ἀπὸ σᾶς ἀμφιβάλλῃ, ἂς ἀνοίξῃ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη γιὰ νὰ δῇ κάτι ἀνώτερο. Βλέπουμε ἕνα γαϊδουράκι, αὐτὸ ποὺ εἶχε ὁ προφήτης Βαλαάμ, νὰ ὁμιλῇ (βλ. Ἀριθμ. 22,28). Ἐλάλησε τὸ γαϊδουράκι καὶ ἤλεγξε τὸν προφήτη, ποὺ ἔκανε μιὰ ἀτοπία καὶ κάποιο παράπτωμα.

Γι᾿ αὐτὸ μᾶς συμβουλεύει ἡ ἁγία Γραφή, ὅτι πρέπει ν᾿ ἀγαποῦμε τὰ ζῷα. Μάλιστα πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ εἶνε κάποια ἄγρια φυλὴ ποὺ ἐπίστευσε στὸ Χριστό, καὶ ἀπὸ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο τὰ γαϊδουράκια δὲν τὰ φορτώνουν οὔτε κάθεται κανεὶς στὰ γαϊδουράκια. Γιατὶ λένε· Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἐκάθησε στὴ ῥάχι τους ὁ Χριστός, πρέπει νὰ τ᾿ ἀφήσωμε ἐλεύθερα, νὰ βόσκουν ἐλεύθερα, πέραν τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.


Φεύγοντας ο Κύριος την άλλη μέρα το πρωί από την Βηθανία, για να εισέλθη στα Ιεροσόλυμα, παρεμβαίνει και στις εκδηλώσεις όπως είναι γνωστό, όχλος πολύς. Πρωτοφανής και επιβλητική υπήρξε η Είσοδος του Κυρίου μας στην Αγία Πόλη της Ιερουσαλήμ. Εσείσθη, λέει, η πόλις.

Όλος ο κόσμος ξεσηκώθηκε και επικρατούσε ένας απερίγραπτος ενθουσιασμός. Μία μόνο φωνή ηκούετο. «Έρχεται ο Μεσσίας! Έρχεται ο Χριστός, ο Βασιλεύς του Ισραήλ!» Παλλαϊκή και αυθόρμητη ήταν η υποδοχή του Κυρίου. Μια υποδοχή στην οποίαν έλαβε μέρος όλος ο κόσμος των Ιεροσολύμων, ακόμα και τα παιδιά. Πολλοί έκοβαν τα κλαδιά από τα βαΐα των φοινίκων, τα έσειαν, τα κουνούσαν θριαμβευτικά και ζητοκράυγαζαν με όλη τους την καρδιά.

«Ωσαννά, ευλογημένος ο Ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου», ενώ άλλοι έστρωναν τα ενδύματά τους εις τους δρόμους.
Ο αυθόρμητος αυτός ενθουσιασμός έκαμε τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, τους άρχοντας και τους Αρχιερείς να πρασινίσουν απ’ το κακό τους.

Από τα όσα θαυμαστά έγιναν από της αναστάσεως του Λαζάρου μέχρι και της θριαμβευτικής Εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, έκαμαν τους Αρχιερείς, τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, ώστε από κείνης της ημέρας «συνεβουλεύσαντο ίνα θανατώσωσιν τον Ιησούν».
Εμείς βέβαια δεν θα σταθούμε στο μίσος και στην κακία των αρχόντων, που είδαμε πού οδήγησαν τελικά τον Κύριο στη Σταυρική Θυσία, αλλά αυτή ήταν και ο θρίαμβος του απολυτρωτικού έργου του Κυρίου μας. Θα σταθούμε για λίγο στη διαγωγή του όχλου.

Η Μαρία η αδελφή του Λαζάρου, με την πράξη της, έδειξε ότι είχε αληθινή αγάπη και αληθινή λατρεία προς τον Ιησούν Χριστόν, τον Σωτήρα της, όχι μόνον επειδή ανέστησε τον αδελφό της τον Λάζαρο, αλλά γιατί έτσι ήταν διαθέσιμη η καρδιά της πάντοτε από τότε που γνώρισαν τον Κύριο, μέχρι και της τελευταίας στιγμής. Εν αντιθέσει βέβαια προς τον ενθουσιασμό του όχλου.
  Αλλά ο ενθουσιασμός είναι κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας ένα πολύ ασταθές στοιχείο. Είναι της στιγμής, έρχεται και φεύγει, και αυτό φάνηκε μέσα σε πέντε μέρες. Αλίμονον.

Πόσο γρήγορα άλλαξε το σημερινό «Ωσαννά, ωσαννά, Ευλογημένος !», και τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ, τη νύχτα, με την Παρασκευή το πρωί να γίνει «άρον, άρον, σταύρωσον Αυτόν…».

Όποιος δεν έχει βαθιά πίστη έχει και μεταπτώσεις. Και αυτό πρέπει να το φοβηθούμε, και το βλέπουμε πολλές φορές από τον πόλεμο που δεχόμαστε ακόμη και εναντίον του Πνευματικού μας με τους λογισμούς που ενσπείρει ο διάβολος και κλονίζει την πίστη μας, όχι μόνον προς τους ιερείς, τους διακόνους και τους επισκόπους, αλλά και προς αυτήν την Εκκλησία του Χριστού, και προς τα Πανάγια μυστήρια και προς τον ίδιον τον Θεάνθρωπον Κύριον και το λυτρωτικό Του έργο. Να φοβούμεθα λοιπόν τον ενθουσιασμό.

Περισσότερη και στερεά πίστις απαιτείται από όλους μας στις καρδιές μας, γιατί και ενθουσιαστικές εκδηλώσεις του όχλου έμοιαζαν λίγο με κάποιες άλλες, αλλά δεν υπήρχε όμως η αληθινή πίστις, δεν πίστευαν ότι ήταν ο Μεσσίας, ο Λυτρωτής, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, που σαρκώθηκε εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου στο πρόσωπον του Ιησού Χριστού, για να σώσει το γένος των ανθρώπων από την αμαρτία, από το θάνατο, από το διάβολο. Γι’ αυτό και βρέθηκαν πολύ εύκολα όλοι εκείνοι, που κάποτε ενθουσιάζονταν, όπως ήταν ο λαός, και όπως είναι πολλοί από μας σήμερα, για να βρίσκονται με πολλή ευκολία στην απέναντι όχθη, στην όχθη του Ιούδα.
Λαός λοιπόν δυσεβής και παράνομος. Γενεά άπιστος και διεστραμμένη.

Και όμως αυτή η γενεά η άπιστος και διεστραμμένη είδε τα πεινασμένα πλήθη να χορταίνουν, τους τυφλούς να βλέπουν, τους βουβούς να ομιλούν, τους κουφούς να ακούν, τους παραλύτους να περπατούν, οι νεκροί να ανασταίνονται, άνθρωποι δαιμονισμένοι να ελευθερώνονται και οι λεπροί να καθαρίζονται. Εκτός βέβαια από τις αναστάσεις των νεκρών, που ήσαν τρείς, τα υπόλοιπα των θαυμάτων εγένοντο μπροστά σε δεκάδες, και εκατοντάδες, και μερικές φορές μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους. Και όμως ο λαός απεδείχθη αγνώμων και αχάριστος. Και αντί του μάννα, Του έδωσε χολήν και αντί του ύδατος Τον επότισε με όξος.

Χριστιανοί μου,
Από σήμερα το βράδυ θα αρχίσει η Μεγάλη Εβδομάδα. Ασφαλώς μερικές φορές θα συγκινηθούμε και θα δακρύσουμε, πιθανόν δε να γεμίσουμε και από τα συναισθήματα της Μαρίας.

Προσοχή όμως, γιατί υπάρχει κίνδυνος μέσα σε μια βδομάδα, σε δέκα μέρες, σε ένα μήνα, να αλλάξουμε διαθέσεις, και να περάσομε στην αντίπερα όχθη, και αντί για τον Χριστόν να προτιμήσουμε χίλιες φορές τον χρυσόν. Και αντί του Ευαγγελίου να προτιμήσουμε της σαρκός την απώλεια.

Χριστιανοί μου,
Εμείς όλοι που βρισκόμαστε σήμερα σ’ αυτόν εδώ τον μικρόν ναόν, ας υμνήσομε τον Χριστόν μαζί με τους αγγέλους, και ας Τον δοξολογήσουμε μαζί με τα παιδιά, όπως τότε. Ας ζήσουμε μαζί με την Μαρία την αδελφή του Λαζάρου, την Μάρθα και τον Λαζαρον χαρμόσυνα, να ζήσουμε τα χαρμόσυνα πνευματικά σκιρτήματα και ας αναστηθούμε μαζί με τον Λάζαρον από τα νεκρά μας έργα. Μαζί με τους τυφλούς που απέκτησαν φως, ας φωνάξουμε και μείς, βλέποντας το φως του Θεού, «είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον».

Και ας στρώσουμε καλά κάτω στο δρόμο της ζωής μας τα ενδύματα της μετανοίας, τα βάγια της αγάπης, της πίστεως και της ελπίδος και ιδιαιτέρως, τα βάγια της υπομονής. Ας στρώσουμε κάτω τους κλάδους της Θείας Λατρείας και των Θείων αρετών. Δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά. Είναι δύσκολα. Χρειάζεται κόπος και πόνος, και βαθύς στεναγμός και καμιά φορά δάκρυα πολλά.

Χρειάζεται κόπος για να σηκώσουμε τον Σταυρόν του Κυρίου μας. Να απαρνηθούμε τις αδυναμίες μας, να καταπολεμήσουμε τα πάθη μας, και εν συνεχεία με τα Πανάγια Μυστήρια να τα μπολιάσουμε και να τα μεταβάλουμε σε Θείες Αρετές. Γιατί μόνον έτσι θα μπορέσουμε να σωθούμε.

Επειδή όμως ζει Κύριος ο Θεός, εμείς θα βάλουμε την προσπάθεια, και την καλή βία, διατί οι βιασταί αρπάζουσι την Βασιλεία των Ουρανών, και όλα τα υπόλοιπα είναι του Αγίου Θεού. Και από την Σταυρωμένη ζωή μας να βρεθούμε στην Ανάσταση της Βασιλείας του Θεού. Αυτήν την Ανάσταση, εκείνης όμως, εκείνη την Ανάσταση, στη Βασιλεία του Θεού, την εύχομαι σε όλους σας, και σείς να την εύχεστε στον πνευματικό σας, και σε όλον τον Ορθόδοξο κλήρο της Ελλάδος,

Αμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος