Βλέποντας την επιμονή της, την άφησα· και βλέποντας την αγάπη και αφοσίωση, την περιποίηση και τη φροντίδα που είχε και σ’ εμένα και στη μητέρα της, χαιρόμασταν και νομίζαμε ότι είμαστε ευτυχείς και θα είμαστε για πάντα έτσι, και πολλοί μας μακάριζαν που είχαμε τέτοια χαριτωμένη κόρη, και λησμονήσαμε ότι η χαρά και η ευτυχία η διαρκής, δεν είναι στην παρούσα πρόσκαιρη ζωή, αλλά στη μέλλουσα…

Δεν πέρασε πολύς καιρός και αρρώστησε βαριά και οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι θα πεθάνει. Η χαρά μας μεταβλήθηκε σε ανείπωτη λύπη. Στην απελπισία μου κατέφυγα στη γοργή βοήθεια, στην ελπίδα και προστασία και καταφυγή των Χριστιανών, στη σπλαχνικότατη Μητέρα του Θεού, την Παναγία τη Μεγαλόχαρη Ευαγγελίστρια.

Πήγα στον ιδιόκτητο Ναό της, τον οποίο είχα κληρονομιά από τους γονείς μου, κοντά στο σπίτι μου, έπεσα στα γόνατα μπροστά στην εικόνα Της και Την παρακαλούσα με θερμά δάκρυα να σώσει την κόρη μου από τον θάνατο, ή να πάρει το αγόρι μου και να μου αφήσει το κορίτσι, που ήταν τόσο καλό. Η Παναγία δεν με άκουσε και πέθανε η κορούλα μου.

Όταν πέθανε, κι εγώ και η σύζυγός μου είμασταν απαρηγόρητοι· τίποτε άλλο δεν κάναμε, μόνο μέρα και νύχτα θρηνούσαμε τη δυστυχία μας. Επί δεκαπέντε μέρες έμενα κλεισμένος με τη σύζυγό μου στο σπίτι μας και κλαίγαμε διαρκώς.

Αφού συμπληρώθηκαν δεκαπέντε μέρες πήγα στην Εκκλησία κοντά στο σπίτι μου και άναψα την κανδήλα της Παναγίας. Θυμήθηκα τότε ότι Την παρακαλούσα να σώσει την κόρη μου και δεν την έσωσε, έσβησα την κανδήλα και είπα προς την εικόνα της Παναγίας με θυμό: «Επειδή δεν με άκουσες, Παναγία, κι εγώ σου σβήνω την κανδήλα», και πήγα στο σπίτι μου...

Μόλις πλάγιασα στο κρεβάτι μου, ήρθαν δύο αστραπόμορφοι νέοι, με παρέλαβαν, με έβγαλαν από το σπίτι και περπατούσαμε σε μια πεδιάδα.

Φοβήθηκα και τους είπα: «Πού με πηγαίνετε;» «Σε πηγαίνουμε», μου είπαν, «να δεις την κόρη σου». «Η κόρη μου», τους είπα, «είναι δεκαπέντε μέρες που πέθανε, δεν υπάρχει». Τότε με ύφος αυστηρό μου είπαν:

«Άπιστε, ακόμη δεν πιστεύεις; Έλα να τη δεις ».

Καί αφού προχωρήσαμε λίγο, φτάσαμε σε έναν κήπο θαυμάσιο που έμοιαζε με τον Παράδεισο. Στο μέσο του Παραδείσου ήταν ένα μεγαλοπρεπέστατο ανάκτορο κτισμένο από λαμπερό χρυσάφι. Μου έδειξαν μια μεγάλη πύλη χρυσή και μου λένε: «Μπες από αυτή την πύλη στο ανάκτορο, εκεί θα δεις την κόρη σου».

Μπήκα από την πύλη και βλέπω μια αίθουσα βασιλική απέραντη. Στην αίθουσα εκείνη ήταν μυριάδες παρθένων, που κάθονταν σε θρόνους χρυσούς και δεξιά και αριστερά τους ήταν λαμπάδες. Τα πρόσωπα των παρθένων άστραφταν περισσότερο από τον ήλιο, το δε φως των λαμπάδων και γενικά οι θρόνοι των παρθένων, το κάλλος της αίθουσας και του ανακτόρου ήταν απερίγραπτο και ασύλληπτο.

Παρατηρώντας τις παρθένες βλέπω την κόρη μου σε θρόνο χρυσό να αστράφτει από το κάλλος, αλλά οι λαμπάδες της ήσαν σβησμένες.

Μόλις την είδα, την αναγνώρισα. Τρέχω με χαρά να την αγκαλιάσω, να τη φιλήσω, αλλά μόλις πλησίασα, σηκώθηκε από τον θρόνο και με βλέμμα αυστηρό με κοίταξε και μου λέει:

«Φύγε απ’ εδώ! Πώς τόλμησες και ήρθες κι εδώ να με ενοχλήσεις;» Και μ’ έβγαλε από την αίθουσα και κάθισε πάλι στον θρόνο της.

Εγώ άρχισα να παραπονούμαι και να της λέω: «Κόρη μου, γιατί δεν με δέχεσαι; Δεν ξέρεις πόσο σε αγαπούσα; Εγώ παρακαλούσα την Παναγία να πεθάνει ο αδελφός σου για να ζήσεις εσύ, να σ’ έχω μαζί μου, και συ με διώχνεις;»

--«Πάψε», μου λέει, «να λες ότι με αγαπάς, γιατί αν με αγαπούσες, έπρεπε να χαιρόσουν με την ευτυχία μου, τη δόξα μου, την τιμή μου και όχι να λυπάσαι. Έπρεπε να ευχαριστείς τον Θεό και την Παναγία που με αξίωσαν τέτοιας ευτυχίας και δόξας και όχι να γογγύζεις».

Τότε της λέω:

--«Κόρη μου, γιατί των άλλων παρθένων οι λαμπάδες είναι αναμμένες, ενώ οι δικές σου είναι σβησμένες;» Μου απάντησε:

--«Εσύ και η μητέρα μου μου τις σβήσατε με τα δάκρυά σας, και αν δεν πάψετε να κλαίτε, να μη λέτε ότι είμαι κόρη σας».

Αυτή τη στιγμή ξύπνησα και στοχαζόμενος εκείνα τα μεγαλεία που είδα και τη δόξα των παρθένων και της κόρης μου και το ανείπωτο κάλλος, έμεινα αρκετή ώρα εκστατικός. Αφού συνήλθα, διηγήθηκα στη σύζυγό μου τα όσα είδα και παρηγορήθηκε αρκετά.

Στο μεταξύ έγινε μέρα, και τρέχω στην Εκκλησία, πέφτω στα γόνατα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και με δάκρυα μετάνοιας και χαράς ζητούσα συγχώρηση:

--«Παναγία μου, παρηγορήτριά μου και προστασία και εμού και όλων των Χριστιανών, συγχώρησέ με για τα άσκοπα και άπρεπα λόγια που σου είπα. Η πολλή θλίψη μού προξένησε παραφροσύνη. Σ’ ευχαριστώ μυριάδες φορές, σ’ ευχαριστώ και θα σ’ ευχαριστώ μέχρι το τέλος της ζωής μου και θα σου ανάβω το καντήλι μέρα και νύχτα».

Επέστρεψα στο σπίτι μου, φόρεσα τα γιορτινά μου και βγήκα στην αγορά περπατώντας χαρούμενος στον κεντρικό δρόμο. Μόλις με είδαν οι άνθρωποι, έτρεχαν να με συλλυπηθούν.

Εγώ τους έλεγα: «Δεν δέχομαι συλλυπητήρια. Δέχομαι συγχαρητήρια».

Μερικούς από τους φίλους και γνωστούς τούς άκουσα να ψιθυρίζουν και να λένε: «Τι κρίμα! Ο μπάρμπα-Πέτρος τα έχασε από την πολλή λύπη». Εγώ τους πλησίασα και τους είπα: «Όχι, δεν τα έχασα· πριν να δω την κόρη μου τα είχα χάσει, αλλά τώρα που την είδα, είδα ότι ζει και βρίσκεται σε μεγάλη δόξα, τιμή και ευτυχία· είναι στον χορό των παρθένων, στον ουράνιο Νυμφώνα, έγινε νύμφη του Ουράνιου Βασιλιά. Έχω χαρά μεγάλη και θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή, διότι έχω κόρη νύμφη του Ουράνιου Νυμφίου».

Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος

Από το βιβλίο: Μοναχού Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ. Εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2007

--------------------

Η Ελλάδα, όπως πάει, θα ζήσει για λίγο ακόμη κακήν κακώς ! Κι΄ άν δεν μετανοήσει θα χαθεί...



«…Εις τας περισσοτέρας εκκλησίας είχον τα λεγόμενα δικτυωτά, διά να μη βλέπουν οι άνδρες τίς γυναίκας, δι' αυτό αι πορνείαι, αι μοιχείαι, αι εκτρώσεις, τα διαζύγια εσπάνιζον, η δε αποφυγή της τεκνογονίας ήτις εγενικεύθη ακόμη και εις τα μικρότερα χωρία της Ελλάδος και εις τα αγροικίας, ήτο άγνωστος καθώς ήτο άγνωστον και το τσιγάρο και η χαρτοπαιξία στίς γυναίκες.

Ομοίως πολλοί άνδρες μεταβαίνοντες εις Ευρώπην και μαθόντες ότι εκεί υπάρχουν Μασόνοι έχοντες Μασονικάς στοάς, εμιμήθησαν τούτους και επιστρέψαντες εις την Ελλάδα, μετελαμπάδευσαν και μετεφύτευσαν τον Μασονισμό, ιδρύσαντες στοάς, αγωνιζόμενοι όπως προσελκύσουν και προπαγανδίσουν, όσους δυνηθούν εις την μασονίαν· άλλοι εγένοντο χιλιασταί, κομμουνισταί, πνευματισταί, αιρετικοί, κακόδοξοι και αφού εγένοντο υιοί του σκότους οι πρώην υιοί του φωτός, προσπαθούν με φανατισμόν να σκοτίσουν και άλλους και ει δυνατόν να κάμουν πάντας ομοίους των.

Αλλά το πλέον λυπηρόν και άξιον θρήνων είναι ότι και κληρικοί μεταβαίνοντες εις Ευρώπην και Αμερικήν εκτός σπανίων εξαιρέσεων έπαθον τα όμοια· βλέποντες του ετεροδόξους κουρευμένους, ξυρισμένους χωρίς ράσα, ως λαϊκούς ενδεδυμένους, τους εμιμήθησαν δικαιολογούμενοι και προφασιζόμενοι προφάσεις εν αμαρτίαις, ότι δήθεν οι Ευρωπαίοι κληρικοί είναι καλλίτεροι από ημάς, είναι πολιτισμένοι, ενώ ημείς είμεθα απολίτιστοι, ασυγχρόνιστοι, με τα ράσα δε και με τα γένεια είμεθα άγριοι, και ότι τα ράσα δεν κάνουν τον παπά και ότι οι ξένοι όταν φορώμεν ράσα μας χλευάζουν. Ταλαίπωροι! Πόσον πλανάσθε!!

Ώστε οι Άγιοι Προφήται, οι Άγιοι Απόστολοι, οι Άγιοι Πατέρες, ο Αγιώτερος πάντων των ανθρώπων Τίμιος Πρόδρομος, αυτός ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός, ο διά την ημετέραν σωτηρίαν γενόμενος άνθρωπος που είχαν γένεια και μύστακα, ήσαν άγριοι απολίτιστοι!

Ντροπή σας!

Παρά λίγο να μας πείτε τώρα ότι και ο Θεός, ο Ουράνιος Πατήρ θα είναι απολίτιστος και ασυγχρόνιστος διότι παραγγέλλει εις το Λευϊτικόν (κεφ. ΙΘ', 27) κοινώς εις πάντας, ιδιαιτέρως δε εις τους ιερείς να μη ξυρίζωσι το γένειον «Ου φθαρείτε την όψιν του πώγωνος υμών.»

Συμφωνώ και εγώ ότι τα ράσα δεν κάμνουν τον παπά, τον κάμνουν τα καλά έργα, αλλά και παπάς χωρίς ράσα δεν μπορεί να είναι παπάς. Παπάς δε κουρεμένος, ξυρισμένος τελείως, παπάς με γυναικείαν όψιν, γυναικοπρόσωπος, δεν ειμπορεί να είναι παπάς.

Παπάς φοιτών εις θέατρα, παίζων, διασκεδάζων, χορεύων, πηδών και κατόπιν τελών τα φρικτά μυστήρια, δεν είναι παπάς, είναι θεομπαίκτης, είναι καραγκιόζης! Παπάς όστις φοβούμενος μήπως τον χλευάσουν οι αλλόθρησκοι βγάζει τα ράσα του, εάν του χλευάσουν και την πίστιν του επόμενον να την αρνηθή!

Διότι «ο ευχερώς υπό των μικρών ηττώμενος, ευχερώς και υπό των μεγάλων ηττηθήσεται» λέγει ο σοφός Μάρκος ο Ασκητής.

Αρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος,