Ἀλλ᾽ ἀντὶ χαρὰ συνάντησε λύπη. Καὶ κατήντησε αὐτός, παιδὶ ἑνὸς πλουσίου, νὰ γίνῃ ζητιάνος, χοιροβοσκός· αὐτός, ποὺ ζοῦσε σὲ παλάτι, νὰ κοιμᾶται στὸ στάβλο. Καὶ ἂν δὲν μετανοοῦσε καὶ δὲν ἐπέστρεφε στὸ σπίτι τὸ πατρικό, θὰ πέθαινε μέσα στὸ βρωμερὸ στάβλο καὶ τὸ σῶμα του θά ᾽μενε ἄταφο.
* * *
Ὁ ἄσωτος ὅμως αὐτός, ἀγαπητοί μου, ποὺ τόσο ζωντανὰ μᾶς ζωγραφίζει στὴν παραβολή του ὁ Χριστός, δὲν εἶνε ὁ μόνος. Κοντὰ σ᾽ αὐτὸν ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ἄλλοι. Ἡ ἐποχή μας –ἀλλοίμονο– εἶνε ἐποχὴ ἀσωτίας. Λίγοι ἔμειναν, πολὺ λίγοι, στὸ παλάτι τοῦ Χριστοῦ. Οἱ περισσότεροι, ἑκατομμύρια ἀμέτρητα, μὲ ὄνειρο τὴν εὐτυχία ἐγκαταλείπουν τὸ σπίτι τοῦ Πατέρα, παίρνουν τοὺς δρόμους καὶ τὰ σοκάκια τῆς ἁμαρτίας, τὸ ὄνειρό τους ἐξανεμίζεται, καὶ ζοῦν σὲ θλῖψι καὶ στέρησι. Αὐτοὶ εἶνε οἱ σύγχρονοι ἄσωτοι. Θέλετε νὰ σᾶς ἀναφέρω μερικοὺς ἀπὸ αὐτούς;
Ἄσωτος εἶνε π.χ. ὁ οἰκογενειάρχης ἐκεῖνος πού, ἐνῷ ἔχει γυναῖκα καὶ παιδιά, τοὺς ἀφήνει καὶ τρέχει στὰ σπίτια τῆς ἁμαρτίας, στὶς πόρτες τῆς κολάσεως, στὸ στάβλο τοῦ διαβόλου· καὶ μολονότι ἡ κοινωνία βοᾷ, οἱ ἄγγελοι κλαῖνε καὶ ἡ οἰκογένειά του δυστυχεῖ, αὐτὸς δὲν ἐννοεῖ νὰ γυρίσῃ στὸ σπίτι του.
Ἄσωτη εἶνε ἡ γυναίκα ποὺ ἄφησε τὸν ἄντρα καὶ τὰ παιδιά της καὶ χρόνια τώρα ζῇ στὴν παρανομία, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται οὔτε γιὰ τὴν ψυχή της οὔτε γιὰ τὰ παιδιά της οὔτε γιὰ τὸν ἄντρα της, οὔτε ἐπὶ τέλους γιὰ τὴν κοινωνία ποὺ τὴν ἔχει γραμμένη στὸ μαῦρο πίνακα.
Ἄσωτος εἶνε τὸ παιδὶ ποὺ δὲν ἀκούει πατέρα καὶ μάνα, συναναστρέφεται μὲ κακὲς παρέες, δὲν ἐννοεῖ νὰ συμμαζευτῇ.
Ἀλλὰ ἄσωτοι δὲν εἶνε μόνο αὐτοί· ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ἄλλοι· κι ἀνάμεσά τους ὑπάρχει φόβος μήπως εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς, ἀδελφοί μου. Διότι ἄσωτος λέγεται ἐκεῖνος ποὺ ἀσωτεύει, σπαταλᾷ καὶ καταστρέφει, ὅ,τι πολύτιμο τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς· ἀντὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσῃ γιὰ τὸ καλὸ τὸ δικό του, γιὰ τὸ καλὸ τοῦ συνανθρώπου του καὶ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς τὸ χρησιμοποιεῖ πρὸς βλάβη ὅλων.
Τέτοιος ἄσωτος εἶνε π.χ. ὁ πλούσιος ποὺ δαπανᾷ τὰ χρήματά του μαζὶ μὲ τὸν διάβολο στὰ διάφορα κέντρα διασκεδάσεως. Ἰδίως τὶς ἡμέρες αὐτὲς τοῦ Τριῳδίου τί ποσὰ δὲν θὰ ξοδέψουν οἱ ἄσωτοι πλούσιοι γιὰ νὰ κάνουν τὰ ἁμαρτωλά τους κέφια!
Ἄσωτος εἶνε ὁ νέος ἢ ἡ νέα ποὺ φθείρουν τὰ νειᾶτα καὶ τὴν ὑγεία τους μὲ καταχρήσεις, μὲ κακὲς ἕξεις καὶ συνήθειες (πιοτό, κάπνισμα, βλαβερὲς οὐσίες), ἐλαττώματα καὶ πάθη.
Ἄσωτοι τέλος εἴμαστε ὅλοι, γιατὶ σπαταλοῦμε κάτι ποὺ ἔχει δώσει σὲ ὅλους ὁ Θεός· κάτι ποὺ φεύγει καὶ δὲν ξαναγυρίζει, κάτι ποὺ ἀξίζει περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ κόσμου· κι αὐτὸ εἶνε ὁ χρόνος τῆς ζωῆς! Κάθε στιγμή του ἔχει γιὰ μᾶς ἀξία τόση ὅση δὲν μποροῦμε τώρα νὰ φανταστοῦμε· γι᾽ αὐτὸ τὸν ἀφήνουμε νὰ χάνεται ἀσυλλόγιστα.
Ἀκοῦς καὶ λένε κάποιοι ὅτι «σκοτώνουν τὸν καιρό τους», κυριολεκτικά. Πῶς; εἴτε σὲ ἀργολογίες, εἴτε σὲ φλυαρίες, εἴτε σὲ κατακρίσεις, εἴτε σὲ αἰσχρολογίες, εἴτε σὲ βλασφημίες, εἴτε σὲ χαρτοπαιξίες, εἴτε σὲ χορούς, εἴτε σὲ ἄσεμνα νυχτερινὰ θεάματα…
* * *
Γι᾽ αὐτὸ εἶπα, ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἄσωτοι καὶ πλανώμεθα στὴ χώρα τῆς ἁμαρτίας ζαλισμένοι ἀπὸ τὴ μέθη τῶν αἰσθήσεων. Πότε θὰ ξυπνήσουμε; πότε θὰ ἐπιστρέψουμε στὸ πατρικό μας σπίτι; πότε θὰ ποῦμε τὸ «Ἥμαρτον»; (Λουκ. 15,18,21). Ὁρίστε ζητήματα σοβαρά, νά ἐρωτήματα σπουδαῖα ποὺ θά ᾽πρεπε νὰ μᾶς ἀπασχολοῦν.
Ἀλλὰ προσέξτε κάτι. Ὁ ἄσωτος δὲν εἶπε τὸ «Ἥμαρτον» ὅσο εὐτυχοῦσε. Πότε τὸ εἶπε· τὸ εἶπε ὅταν δυστύχησε, ὅταν σώθηκαν τὰ χρήματά του, ὅταν ἔπεσε πεῖνα· τὸ εἶπε ὅταν πείνασε. Αὐτὸ λοιπὸν ἰσχύει καὶ γιὰ μᾶς.
Φαίνεται ὅτι, ἀφοῦ μὲ ἄλλα μέσα δὲν μετανοοῦμε, αὐτὸ τὸ μέσον, τὸ σκληρὸ μέσον, θὰ μεταχειρισθῇ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μᾶς φέρῃ κοντά του· θὰ μᾶς στείλῃ μιὰ στέρησι σοβαρή, μιὰ θλῖψι μεγάλη· θὰ μᾶς στερήσῃ ἀπὸ πολλὰ σημαντικὰ πράγματα, ἀναγκαῖα γιὰ τὴ ζωή.
Ὁ ἄσωτος δὲν ἄκουσε κανέναν. Μάταια ὁ πατέρας, ἄδικα ἡ μάνα τὸν συμβούλευαν· τ᾽ ἀδέρφια, ὅλοι οἱ οἰκιακοί, ὣς καὶ αὐτοὶ οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἀρχοντικοῦ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνῃ κοντά τους. Τίποτε. Θὰ φύγω! εἶπε. Καὶ ἔφυγε. Ἀλλ᾽ ὅταν αἰσθάνθηκε τὴν πεῖνα, τότε θυμήθηκε τὸ πατρικὸ σπίτι καὶ ἐπέστρεψε.
Αὐτὸ ἐπαναλαμβάνεται καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις, ἐπαναλαμβάνεται καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Ματαίως μᾶς παρακαλεῖ ὁ Θεός, ματαίως προσπαθοῦν νὰ μᾶς προλάβουν φίλοι καλοὶ ποὺ πονοῦν γιὰ μᾶς. Ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ, ἱερεῖς καὶ κήρυκες, μᾶς ἐξηγοῦν τί εὐλογία εἶνε νὰ μένῃ κανεὶς στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ· εἶνε τόσο ὡραῖο μᾶς λένε, ὥστε ἕνας θεόπνευστος ψαλμῳδὸς ἔλεγε, ὅτι προτιμᾷ νά ᾽νε μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ ἔστω καὶ παραπεταμένος, παρὰ νὰ κατοικῇ μέσα σὲ μέγαρα μαζὶ μὲ ἀσώτους καὶ ἁμαρτωλούς· «Ἐξελεξάμην παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον ἢ οἰκεῖν με ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν» (Ψαλμ. 83,11).
Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ δὲν τοὺς ἀκοῦμε.
Φαίνεται ὅμως ὅτι ξεπεράσαμε κάθε ὅριο ἀσωτίας καὶ πλησιάζει πιὰ νὰ ξεσπάσῃ «ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 5,6. Κολ. 3,6).
Πολλὰ μέσα καὶ πολλοὺς τρόπους μεταχειρίστηκε ὣς τώρα ὁ Κύριος γιὰ νὰ μᾶς ξυπνήσῃ· ἔρχεται λοιπὸν ἡ ὥρα νὰ χρησιμοποιήσῃ τὸ τελευταῖο μέσο τῆς πατρικῆς του φροντίδας, τὴν πεῖνα, μήπως ἔτσι ἔρθουμε σὲ μετάνοια. Οἱ δυστυχίες, ποὺ ἀκοῦμε σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, τί εἶνε; εἶνε ἡ πεῖνα τοῦ ἀσώτου (βλ. Λουκ. 15,14).
Ἐκεῖνος μὲ τὴν πεῖνα «ξύπνησε», ἐπέστρεψε, σώθηκε. Μακάρι κ᾽ ἐμεῖς νὰ ἐπιστρέψουμε, νὰ πέσουμε στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ποῦμε ἐκεῖνα τὰ δικά του λόγια· «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου» (Λουκ. 15,18-19,21).
* * *
Ἀδελφοί μου, ἂς τὸ καταλάβουμε. Καλύτερα δοῦλοι καὶ ὑπηρέτες στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ παρὰ βασιλιᾶδες στὰ πονηρὰ ἀνάκτορα τῆς ἁμαρτίας. Νὰ μετανοήσουμε· σήμερα, ὄχι αὔριο, καὶ νὰ ἐπιστρέψουμε ὅλοι στὸν Πατέρα μας σὰν τὸν ἄσωτο.
Ἔτσι ὁ κόσμος θὰ δῇ πάλι ἡμέρες χαρᾶς καὶ εὐτυχίας, τὶς ὁποῖες δὲν βλέπει ὅσο μένει μακριὰ ἀπ᾽ τὸ Θεό. Γιατὶ μόνο στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία, τὴν ὁποία εἴθε ὅλοι ν᾽ ἀπολαύσουμε.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος