Καί βέβαια πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν Πίστη μας, ἀλλά σύμφωνα μέ τούς νόμους τοῦ Χριστοῦ, καί ὄχι τοῦ διαβόλου, δηλαδή μέ μῖσος, μέ μνησικακία στήν καρδιά μας, καί τά σχετικά παρόμοια ποέ ξέρου.

Ἕνας Ἱερέας, ὀνόματι Κάρπος ἐκμυστηριεύθηκε στόν Ἅγιο Διονύσιο Ἐπίσκοπο Ἀθηνῶν: Εἶχε στήν ἐνορία του ἕναν εἰδωλολάτρη, ὁ ὁποῖος παρέσυρε στήν εἰδωλολατρεία καί ἄλλον ἐνορίτη του.

Ὁ Ἱερέας προσευχόταν στόν Κύριο νά τούς ἐξαφανίσει καί τούς δύο. Καθώς προσευχόταν, ἔγινε σεισμός. Τό πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ του κόπηκε στή μέση, ἀνοίγοντας μιά βαθιά χαράδρα.

Στήν ἄκρη τῆς χαράδρας στέκονταν ἔντρομοι οἱ δύο ἐνορίτες του! Εἶχαν περικυκλωθεῖ ἀπό φίδια! Ἕτοιμα νά τούς ρίξουν στά βάθη τῆς χαράδρας καί νά τούς ἐξαφανίσουν. Ὁ Ἱερέας χάρηκε...!

Καί εἶδε τόν Χριστό νά ἀφήνει τόν θρόνο του, καί νά κατεβαίνει στήν ἄκρη τῆς χαράδρας, γιά νά τούς σώσει!

Καί εἶπε στόν Ἱερέα:

«Εἶμαι ἕτοιμος νά πάθω καί νά ὑποφέρω χίλιες φορές γιά τήν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων! Καί ἐσύ δέν λυπᾶσαι γιά τήν ἀπώλεια τῶν ἀδελφῶν σου. Πρόσεξε! Μήπως ἐξ' αἰτίας τῆς μνησικακίας σου, πᾶς στή Κόλαση» (Ἀπό τόν βίο τοῦ Ἁγίου Διονυσίου, Ἐπισκόπου Ἀθηνῶν).

Θά πρέπει νά προβληματισθοῦμε, μήπως ἀγωνιζόμαστε καί ἐμεῖς γιά τήν Πίστη, μέ τό ἴδιο φρόνημα, πού ἀγωνιζόταν καί ὁ Ἱερέας Κάρπος! Μήπως πολεμώντας τούς αἱρετικούς, καλλιεργοῦμε καί ἐμεῖς στήν ψυχή μας τό πάθος τῆς μνησικακίας! Μήπως δηλαδή μισοῦμε τόν αἱρετικό καί ὄχι τήν πλάνη του!

Καλά, καλά δέν ἀγαπᾶμε αὐτόν πού ἔχει μαζί μας τήν ἴδια Πίστη, θά ἀγαπᾶμε αὐτόν πού βρίσκεται σέ πλάνη;! Ὁ προφήτης Δαβίδ, ὅποιον «λάθρα» κατέκρινε τόν πλησίον, τόν ἔδιωχνε! (Ψλμ. 100:5).Ἐμεῖς θά τόν διώχναμε μόνο ἄν ἡ κατάκριση στρεφόταν ἐναντίον μας.

Μέ τέτοιο φρόνημα εἶναι εὔκολο νά εἰσέλθει στήν ψυχή μας ἡ μνησικακία, πολεμώντας τούς αἱρετικούς. «Πρόσεξε! Μήπως ἐξ' αἰτίας τῆς μνησικακίας σου, πᾶς στή Κόλαση», εἶπε ὁ Κύριος στόν Ἱερέα Κάρπο! «Κανένας δέν χαλάει τό δικό του σπίτι, γιά νά κτίσει τό σπίτι τοῦ γείτονα» (Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος).

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες δέν ἁγίασαν, ἐπειδή ἁπλά ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά ἐπειδή ἀγωνίσθηκαν σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ, μέ ἀγάπη, μέ ταπείνωση, μέ φόβο Θεοῦ, μέ πόνο γιά τήν κατάντια τοῦ «ἀντιπάλου» τους. Μπορεῖ καί αὐτοί νά «ὕβριζαν» τούς αἱρετικούς, ὅμως ἡ «ὕβρη» τους, προερχόταν ἀπό «καρδίαν καθαράν καί συντετριμμένην».

Ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος ἤλεγξε σκληρά τά μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, γιατί δέν πίστευαν στόν Χριστό (Πρ. 7:51). Καί τό πρόσωπό του «ἔλαμπε σάν νά ἦταν πρόσωπο ἀγγέλου» (Πρ. 6:15). Καί μέ αὐτόν τόν ἅγιο, ἀνεξίκακο ἔλεγχο, ἁγίασε ἀκόμα πιό πολύ τήν ἤδη ἁγιασμένη του ψυχή.

Ἐμεῖς, τό μόνο πού κάνουμε, πολεμώντας τούς «ἀντιπάλους» μας, εἶναι νά ὀργιζόμαστε ἐμπαθῶς, βγάζοντας τά ἀπωθημένα μας, ἤτοι τήν ἐμπάθειά μας. Ὅμως, ὁ Κύριος δέν θέλει ὡς «σύμμαχο» οὔτε αὐτόν πού πέφτει στό «συγγνωστό» ἁμάρτημα τῆς καταλαλιᾶς...! (Ψλμ. 49:16, 19).

Καί προειδοποιεῖ: «Ἐκείνη τήν ἡμέρα πολλοί θά Μοῦ λένε: «Κύριε, Κύριε, δέν ἔκανα ἐγώ στό ὄνομά Σου προφητεῖες; Δέν ἔβγαλα ἐγώ στό ὄνομά Σου δαιμόνια; Δέν ἔκανα ἐγώ στό ὄνομά Σου θαύματα πολλά;» (Μτ. 7:22-23).

Θά λέγαμε: Δέν ἐργασθήκαμε στήν Ἐκκλησία καί γιά τήν Ἐκκλησία; Ναί, ἀλλά πῶς;!Δέν πολεμήσαμε μέχρις ἐσχάτων τόν αἱρετικό Πάπα καί ἄλλους; Ναί!
Ἀλλά, πῶς;! «Καί τότε θά τούς πῶ κι ἐγώ: «Ποτέ δέν σᾶς ἤξερα· φύγετε μακριά Μου, ἐργάτες τῆς ἀνομίας» (Μτ. 7: 24), ἐργάτες τῆς ἐπάρσεως, τῆς λοιδορίας, τῆς μνησικακίας καί τῶν σχετικῶν παθῶν.

«Στή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέν θά μποῦν ἐκεῖνοι πού Μοῦ λένε συνεχῶς «Κύριε, Κύριε», ἀλλά ἐκεῖνοι πού κάνουν τό θέλημα τοῦ Πατέρα Μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Μτ. 7:21). Πρόσχωμεν, γιατί «ὁ διάβολος ἔχει πολλά ποδάρια...»