Ὅμως καὶ τὸ ποίμνιο του τὸν ὑπεραγαποῦσε καὶ τὸν προστάτευε, ὅσο μποροῦσε, ἀπὸ τοὺς διαφόρους ὲπίβουλους:

«Τὸ στρατηγεῖο τοῦ ΕΛΑΣ συνῆλθε καὶ ἀποφάσισε νὰ μὲ πάρουν μὲ τὸ μέρος τους… : Ἤθελαν νὰ μὲ δώσουν ἕνα ἄλογο νὰ γυρίζω στὰ χωριὰ γιὰ καθοδήγησι καὶ 4 ἄνδρες γιὰ σωματοφυλακὴ, νὰ μὲ φυλάγουν. Τὸ μεγαλύτερο σατανικὸ ἀξίωμα. Ἔρχονται στὸ χωριό. Συναθροίζονται ὅλοι τῆς περιφέρειας τὰ ὑπεύθυνα πρόσωπα καὶ ἀναφέρουν τὴν διαταγή. Ὅλοι οἱ χωρικοὶ ἐταράχθησαν. Τί πράγματα εἶναι αὐτὰ, εἶπαν, καὶ δὲν ἀφήνετε ἥσυχο τὸν παπᾶ μας; Ἐσεῖς θέλετε μὲ αὐτὸ νὰ τὸν καταστρέψετε..

Τί συμβαίνει πάλι τοὺς ἐρωτῶ; Μὲ δείχνουν τὴν διαταγή. Τὴν διαβάζω καὶ τοὺς λέγω: Αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ ζητᾶτε ἐσεῖς ἐγὼ δὲν ἤμπορῶ νὰ τὰ κάνω. Αὐτὴ ἡ δουλειὰ θέλει ἄνθρωπο μορφωμένο καὶ ἔμπειρο. Καὶ ὕστερα ἐγὼ τὸ ἔχω δηλώσει νὰ πεθάνω πραγματικὸς παπᾶς καὶ ὄχι μασκαρᾶς.

Δὲν ἀναλαμβάνω τέτοια δουλειὰ καὶ ὅ,τι θέλει ἄς γίνει. Τί σήμερα, τί ἀργότερα, ἐγὼ εἶμαι ἔτοιμος γιὰ τὸν Χριστὸ, νὰ θυσιαστῶ ὅποια ὥρα θέλήσετε. Τὸ χωριὸ ὑπὲρ ἐμοῦ… Ἔφυγαν καὶ πάλι ἄπρακτοι. Βλέπετε πόσον ἡ θρησκεία μας εἶναι ζωντανή!» σελ.74-75

«Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1943 ὁ Δεσπότης Κοζάνης Ἰωακείμ ἐξέδωκε καταδικαστικὴ ἀπόφασι, δὶς εἰς θάνατον.

Ὁ πρῶτος ποὺ ὑπέγραψε τὴν καταδίκη μου, ἐρήμην, ἦταν ὁ Δεσπότης ( σσ. ώς φίλος των ανταρτών).

Ἐστειλε καὶ τὸν Ἀρχιμανδρίτη του, παπᾶ Κοσμᾶ, μὲ πέντε ἀντάρτες νὰ μὲ ἐκτελέσουν καὶ ἡσυχάσουν, ἐπειδὴ πολὺ τοὺς ἀνησυχοῦσα καὶ τοὺς χαλνοῦσα τὰ σχέδια τους, καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ κάνουν δουλειὰ στὸ χωριό. Οἱ ἑνορίτες μου μὲ ἄκουγαν, ἐπειδὴ πρῶτος ἐγὼ ἔτρεχα στοὺς κινδύνους, γιὰ νὰ τοὺς σώσω, μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο μποροῦσα». σελ.47

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κοίταζε πρὸς τὰ πάνω καὶ ρύθμιζε τὶς πράξεις καὶ τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴν οὐράνια, αἰώνια πραγματικότητα. Ἄν κοίταζε καὶ ἔκρινε μὲ τὰ κάτω καὶ μὲ τοὺς γύρω του ἀναπόφευκτα καὶ ὁ βίος του θὰ ἦταν ἀντίστοιχος (Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου· ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου):

«Μεταχειρίστηκαν καὶ ἄλλα σατανικά μέσα. Ἔβαλαν τοὺς ἄλλους ἱερεῖς νὰ ποῦν τὴν παπαδιά:

Μήπως μονάχα αὐτὸς δὲν θέλει τὸν κομμουνισμό; Καὶ ἐμεῖς δὲν τὸν θέλουμε. Τί νὰ κάνωμε ὅμως; Ἄς τοὺς κάνωμε τώρα τὸ κέφι καὶ ἄμα ἀλλάξει ἡ κατάστασις, αὐτοὺς θὰ λογαριάσωμε; Καὶ τὸ ἐπέτυχαν. Ἡ παπαδιὰ ἄρχισε νὰ μὲ γκρινιάζῃ καὶ νὰ φωνάζῃ ἐναντίον μου». σελ.78

«Μοῦ λέγει ἡ παπαδιά:

-- Πράγματι χαζάθηκες. Ἐσὺ θὰ φέρης ἀποτέλεσμα μόνος; Δὲν βλέπεις τοὺς ἄλλους παπάδες τῶν γύρω χωριῶν, ποὺ κάθονται στὰ σπίτια τους, δουλεύουν, τρῶγουν καὶ πίνουν μὲ τὶς οἰκογένειές τους; Ὅτι θὰ γίνῃ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο θὰ γίνῃ καὶ γιὰ ἐμᾶς. Τῆς λέγω:

-- Εγώ θὰ πεθάνω γιὰ τὸν Χριστὸ, καὶ ὄχι γιὰ τὸν χρυσό. Κομμουνιστὴς δὲν γίνομαι». σελ.66-67

«Μὲ δάκρυα στὰ μάτια μοῦ λέγουν: Πῶς κατάντησες νὰ ὑποφέρῃς τόσα πράγματα καὶ σὲ αὐτὰ τὰ χάλια; Τοὺς ἀπαντῶ: Ὑπέφερε ὁ Χριστὸς γιὰ ἐμᾶς, πρέπει τώρα καὶ ἐμεῖς νὰ ὑποφέρουμε γιὰ τὸν Χριστὸ. Θὰ ἔλθῃ ἡ ὥρα ποὺ θὰ φύγῃ αὐτὴ ἡ καταχνιὰ καὶ ἡ βρωμιά καὶ θὰ λάμψῃ πάλιν ἡ Ἐκκλησία». σελ.67

Ἀγράμματος μὲν, θεόπτης δὲ, εἶχε ἐνεργὰ τὰ Ορθόδοξα αἰσθητήρια καὶ ἀντιλαμβανόταν κάθε παρέκλισι καὶ θρηνοῦσε καὶ ἐκτενέστερον προσηύχετο:

«Ἔχει δίκαιον ὁ λαὸς νὰ μᾶς κατηγορῇ ἐμᾶς τοὺς κληρικοὺς, διότι ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ εἴμεθα ἐμεῖς οἱ παπάδες». σελ513-514

«Ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς ἔχει χάσει τὴν πνευματικότητά του καὶ πάντα συζητοῦνται ὑλικὰ καὶ πολιτικὰ πράγματα». σελ.514

«Μεγάλο κατήφορο πῆρε ὁ λαὸς καὶ ὁ κλῆρος πρώτα. Τί νὰ πῶ! Νὰ πέφτω ἐγὼ ἔξω δικαιολογημένον, διότι εἶμαι ἀγράμματος καὶ ἠμπορῶ νὰ γελαστῶ, ἀλλὰ ἕνας Πατριάρχης καὶ Δεσπότης ποὺ τὰ εἶδεν ὅλα, τὰ διάβασεν καὶ τὰ ἄκουσε, καὶ γνωρίζει καλῶς τοὺς κανόνας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας; Λοιπόν δὲν δικαιολογούμεθα. Μᾶλλον αὐτοὶ περισσότερον». σελ.337

«Πολὺ χάρηκα ποὺ εἶδον νὰ εἶστε καλά, ἀλλὰ λυπήθηκα γιὰ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Κρήτης. Νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Φραγκόπαπαν καὶ τοὺς ἄλλους; Συνεργάζονται μὲ τοὺς αἱρετικούς; Θέλω νὰ μάθω τί πιστεύουν αὐτοὶ οἱ κληρικοὶ, ποὺ κάθε ἡμέραν ἐργάζονται εἰς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Κυρίου; Τυπικὰ ἐργάζονται; Δὲν μοῦ τὸ χωράει τὸ μυαλό μου…

Σήμερον ποὺ σοῦ γράφω, εἶχα λειτουργία εἰς τοὺς Ταξιάρχας. Εἶχαν ἔλθει προσκυνηταί… Κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐγέμισεν ἡ Ἁγία Τράπεζα ἀπὸ ἐξαιρετικὸν ἄρωμα, ποὺ ἦτον χαρὰ Θεοῦ καὶ εὐλογία Κυρίου. Αὐτοὶ δὲν βλέπουν τίποτας; Πωρώθηκεν ἡ ψυχή τους καὶ μολύνονται μὲ τοὺς ἀκαθάρτους;» (19/6/1970) σελ.537

Συνεργάζονται μὲ τοὺς αἱρετικούς; Τί πιστεύουν αὐτοὶ οἱ κληρικοὶ; Τυπικὰ ἐργάζονται; Καὶ τίνος τὸ μυαλὸ τὰ χωράει ὅλα αὐτά, ἅγιε τοῦ Θεοῦ; Πάντως σίγουρα οὔτε ἡ ἁγία τράπεζα γεμίζει ἀπὸ ἐξαιρετικὸν ἄρωμα τὴν ὥρα τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν λειτουργοῦν, οὔτε οἱ Ἀρχάγγελοι τοὺς ὁμιλοῦν καὶ, ἐπίσης, σίγουρα πορώθηκεν ἡ ψυχή τους καὶ μολύνονται μὲ τοὺς ἀκαθάρτους.

Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἅγιε μου.

Αλλά άν ψελίσει κανεὶς τίποτα, αὐτοὶ οἱ πορωμένοι τὸν κατηγοροῦν ὡς φανατικὸ καὶ ζηλωτή καὶ ἐπηρμένο υπερήφανο. Καὶ μεῖς -ποὺ ἔχωμε πάρει τὸν κατήφορο καὶ δικαίως πάσχομεν γιὰ τὶς πολλὲς ἁμαρτίες μας, μεγαλύτερη ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἡ ἀδιαφορία καὶ ἡ νοθρώτης καὶ ἡ τυποποίησις τῆς πνευματικῆς ζωῆς- σὲ παρακαλοῦμε ἐκεὶ ποὺ εἶσαι νὰ παρακαλέσεις τὸν Κύριο νὰ μὴν μᾶς συνεριστῇ ἀλλὰ νὰ στείλῃ μερακλῆδες παπάδες, σὰν καὶ ἐσένα, καὶ νὰ φωτίσῃ τοὺς ἀρχιερεῖς μας γιατί «Ὁ Σατανᾶς σὲ μεγάλους φωλιάζει διὰ νὰ ἔχει κῦρος ἡ δουλειά του». σελ.421

Γιὰ τὴν ἀντιγραφή: Γεώργιος Τζανάκης. Ἀκρωτήρι Χανίων. 29.1.2020

UP