Ἡ Παναγία πῆρε στὴν ἀγκαλιά της τὸ Χριστὸ καὶ μαζὶ μὲ τὸν δίκαιο Ἰωσὴφ τὸν προστά­τη πῆ­γαν στὸ ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Μαζί της πῆγαν κι ἄλλες γυναῖκες πλούσιες. Τὰ μάτια τῶν ἀν­θρώπων εἶνε στοὺς πλουσίους. Ἐκείνη ἦταν φτωχιὰ καὶ κανείς δὲν τὴν πρόσεχε. Ἀλλὰ τί λέω; Κάποιος τὴν πρόσεξε.

Ποιός; Ἕ­νας γέρον­τας ποὺ τὸν ἔλεγαν Συμεών. Τί ἦ­ταν αὐτός; Αὐτὸς διάβαζε τὴν ἁγία Γραφή, διάβαζε τοὺς προφήτας, καὶ ἀπὸ ᾿κεῖ ἔμαθε, ὅτι μιὰ μέρα «θὰ ἀνατείλῃ ἕνα ἄστρο» στὸν κό­σμο· ἔμαθε, ὅτι θὰ ἔρθῃ «ἕνας ἄνθρωπος», ὁ Μεσσίας, ὁ Λυτρω­τὴς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός (βλ. Ἀριθμ. 24,17). Ὁ Συμεὼν ὅ­μως λυ­πό­ταν ὅτι δὲν θὰ ζήσῃ νὰ δῇ τὸ Χριστό. Τέτοια λαχτάρα εἶχε. Καὶ ἔλεγε· Θεέ μου, ἄφησέ με νὰ ζήσω· ἂς δῶ τὸ Χριστὸ κι ἂς πεθά­νω!… Καὶ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του.

Τὴν ὥρα ποὺ ἡ Παναγία ἔφθανε στὸ ναό, ὁ Συμεὼν ἄκουσε φωνή· Πήγαινε τώρα στὸ ναό, κ᾿ ἐκεῖ θὰ δῇς τὸ Χριστό!… Ἔκανε φτε­ρὰ στὰ πόδια ὁ γέροντας καὶ νάτον στὸ ναό. Ἀλλὰ ἐκεῖ ἦταν πολλὲς γυναῖκες· ποιά ἀπ᾿ ὅ­λες ἦταν ἡ Παναγία;

Καί όπως ὁ Θεὸς φώτισε τὸν ᾿Iω­άννη τὸν Πρόδρομο καὶ ἀνάμεσα στὶς χιλιάδες ποὺ βαπτίζονταν ἐκεῖ στὸ ποτάμι δι­έκρινε τὸ Χριστό, ἔτσι κι΄ ἐδῶ τὸ Πνεῦμα τὸ Άγιο φώ­τισε τὸν Συμεὼν νὰ διακρίνῃ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ κα­ταλάβῃ ποιά εἶνε ἡ Παναγία. Καὶ τότε πλησίασε κοντά. Τὰ μάτια του βούρκωσαν. Ὕ­ψω­σε τὸ βλέμμα στὸν οὐρανό, πῆρε στὴν ἀγ­­καλιά του τὸ Χριστό, ἔκανε τὴν προσευχή του καὶ εἶπε· «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ…»· τώρα, λέει, ἂς πεθάνω· εἶδα τὸ Χριστό (Λουκ. 2,29).

Μετὰ ὁ Συμεὼν εἶπε· Αὐτὸ τὸ παιδὶ θὰ συγ­­κλονίσῃ τὸν κόσμο. Κανένας ἄλλος δὲν θ᾽ ἀλ­­λάξῃ τὸν κόσμο ὅπως αὐτό. Αὐτὸ τὸ παιδὶ ἄλ­λοι θὰ τὸ ἀγαπήσουν καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη του θὰ θυ­σιάσουν τὰ πάντα, κι ἄλλοι θὰ τὸ μισήσουν… Καὶ ἔτσι εἶνε.

Τὸν Χριστὸ ἢ θὰ τὸν ἀγαπήσῃς ἢ θὰ τὸν μισή­σῃς. Καὶ θὰ γίνῃ πόλεμος μεγάλος· οἱ ἀντίχριστοι θὰ τὸν πολεμοῦν, οἱ ἄλλοι θὰ τὸν λατρεύουν, καὶ τέλος θὰ νικήσῃ ὁ Χριστός.
Φαντάσου τώρα τὸ Συμεὼν νὰ βλέπῃ ἕνα μι­κρὸ παιδάκι καὶ νὰ λέῃ αὐτὰ τὰ πράγματα! Καὶ τὰ βλέπουμε σήμερα πραγματοποιούμενα.


Κατόπιν συνέχισε πρὸς τὴν Παναγία· Μάνα εὐλογημένη, μάνα εὐτυχισμένη, ἀλλὰ καὶ μά­να πικραμένη! Εὐλογημένη, γιατὶ γέννησες τὸ Χριστό. Πικραμένη, γιατὶ θὰ τὸν δῇς τὴ Με­γάλη Παρασκευὴ νὰ τὸν καρφώνουν οἱ ἀντίχριστοι, κ᾿ ἐσένα μαχαίρι δίκοπο θὰ πε­ράσῃ τὴν καρδιά σου… Αὐτὰ εἶπε ὁ Συμεών.
Στὸ ναὸ ἦταν τότε καὶ μιὰ γριὰ χήρα 84 χρο­­νῶν, ἡ Ἄννα.

Αὐτὴ παντρεύτηκε, ἔζησε 7 χρό­νια μὲ τὸν ἄντρα της, μετὰ χήρευσε καὶ δὲν ἦλθε σὲ δεύτερο γά­μο, δὲν ξαναπαν­τρεύ­τηκε. Γιατὶ μιά φορὰ παντρεύονται οἱ ἄνθρωποι. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔτσι ἦταν. Γιὰ ἰδέστε καὶ τὰ τρυγόνια. Ἔχουν ἀγάπη. Σκότωσε ὁ κυ­νη­γὸς τὸ ἀρσενικό; τὸ θηλυκὸ δὲν ζευγαρώνει πλέον μὲ ἄλλο ἀρσενικό. Γι᾿ αὐτὸ λένε «ἀγα­πιοῦν­­­ται σὰν τὰ τρυγόνια». Τώρα ὅμως βλέπεις τὸν ἄλλο, ἀκόμα δὲν ἔθαψε τὴ γυναῖ­κα του καὶ ζητάει νέα γυναῖκα· καὶ βλέπεις τὴν ἄλλη, ἀκόμα δὲν ἔθαψε τὸν ἄντρα της καὶ ζητάει δεύτερο ἄντρα. Ὄχι, δὲν εἶνε ἔτσι τὰ πράγματα. Ἕνας ἄντρας καὶ μιά γυναίκα εἶνε ὁ ἰδεώδης γάμος ποὺ εὐλογεῖ ὁ Χριστός.

Ἔτσι ἔζησε ἡ Ἅννα. Καὶ τώρα δὲν πήγαινε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι νὰ κουτσομπολεύῃ καὶ νὰ κα­τακρίνῃ. Ἦταν διαρκῶς στὸ ναό, νήστευε, προσευχόταν, ὑπηρετοῦσε τὸ Θεὸ καὶ διά­βα­ζε τὴ Γραφή. Κι ὅταν εἶδε τὸ Χριστὸ στὴν ἀγ­καλιὰ τοῦ Συμεών, ἔτρεξε κι αὐτὴ κοντά, δο­ξολογοῦσε τὸ Θεὸ καὶ κήρυττε τὸ Χριστὸ στοὺς προσκυνητάς.

* * *

Αὐτὴ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς. Μπορεῖ τώρα κάποιος νὰ πῇ· Ἄχ πόσο ἤθελα κ᾿ ἐγὼ νὰ ζοῦσα τότε καὶ νὰ δῶ τὸ Χρι­στό!… Ὑπάρχει σήμερα τέτοια λαχτάρα; Ἐ­­πιθυμοῦμε νὰ δοῦ­με τὸ Χριστό, ὅπως ὁ Συμεὼν καὶ ἡ Ἄννα;
Ἀλλ᾿ ἂν ζητοῦμε αὐτό, τὸ ἔχουμε. Ὑπάρχει τρόπος νὰ δῇς τὸ Χριστό. Ποῦ νὰ τὸν δῇς; ᾿E­δῶ. Δὲν εἶνε ἀνάγκη οὔτε στὰ Ἰεροσόλυμα νὰ πᾷς, οὔτε στὰ οὐράνια ν᾿ ἀνεβῇς, οὔτε ὁράμα­τα νὰ δῇς. Μπορεῖς νὰ δῇς τὸ Χριστὸ στὴν Ἐκκλησία! Ἀπίστευτο, ἀλλὰ ἀληθινό.
Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἅ­γιοι, ἂς μὴν εἶχαν σχολεῖα, εἶχαν ὅμως Θεό. Ἔρχονταν στὴν ἐκκλησία, κι ὅταν ἔβγαινε τὸ δι­σκοπότηρο, –δὲν εἶνε ψέμα– ἔβλεπαν τὸ Χριστό, τὴν Παναγιά, ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους· γιατὶ εἶχαν μάτια ἀγγελικά.

Ἐμεῖς τώρα ἔχουμε μάτια κτηνώδη (μάτια σκύλου, μάτια χοίρου, μάτια τίγρεως, μάτια λιονταριοῦ). Καὶ τέτοια μάτια δὲν εἶνε ἄξια νὰ βλέπουν τέτοια ὁράματα. Ὅταν τὰ χέρια καὶ τὰ κορμιὰ εἶνε ἀ­κάθαρτα, τότε καὶ τὰ μάτια εἶνε ἁμαρτωλὰ καὶ ἀνάξια. Γιὰ νὰ δῇς τὸ Χριστό, πρέπει νὰ ᾿χῃς καθαρὴ τὴν καρδιά (βλ. Ματθ. 5,8).

Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός. Ὅσα λέει ὁ παπᾶς κι ὁ ψάλτης, ὅλα εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ. Μὰ δὲν τὰ καταλαβαίνουμε. Γιατὶ ἂν πάρῃς μιὰ κιθάρα ἢ ἕνα βιολὶ καὶ πᾷς καὶ παίξῃς σ᾿ ἕνα στάβλο, τὰ γαϊδούρια δὲν καταλαβαίνουν τὴ μουσική σου· αὐτὰ θέλουν σανό. Καὶ ἂν μπρο­στὰ στὰ γουρού­νια πετά­ξῃς διαμάντια, δὲν συγκινοῦν­ται· αὐτὰ θέλουν λάσπη καὶ ἀκαθαρσία.

Καὶ οἱ ἄν­θρωποι σήμερα δὲν θέλουν διαμάντια καὶ πο­λύτιμα πράγματα· θέλουν ψευ­τιές, ποὺ ἔχει τὸ ῥάδιο καὶ ἡ τηλεόρασι. Ἐκεῖ τὸ αὐτάκι μας καὶ ἐκεῖ τὰ μάτια μας, ὧρες ὁλόκληρες, νὰ δοῦμε κορ­μιὰ γυμνά, ν᾿ ἀκούσουμε τραγούδια αἰσχρά…

Ἀδέρφια μου, δὲν λέω ψέματα. Σᾶς λέω τὴν ἀλήθεια, ποὺ κι ἂν ἐμεῖς τὴν ἀρνηθοῦμε, κι αὐτὲς οἱ πέτρες θὰ τὴ φωνάξουν· ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ ἀληθινὸς Θεός! Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, εἶνε ἡ ἀλήθεια· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, εἶνε τὸ ψέμα.

Ὅπου εἶνε ὁ Χριστός, εἶνε ἡ δι­καιοσύ­νη, ἡ λευτεριά, ἡ ἀγάπη, ἡ εἰρήνη, ὁ πα­ράδει­σος· ὅπου λείπει ὁ Χριστός, εἶνε ἡ ἀ­δικία, ἡ σκλαβιά, τὸ μῖσος, ὁ πόλεμος, ἡ κόλασι. Διαλέξτε καὶ πάρτε.

Κλεῖστε τὰ ῥαδιόφω­να, κλεῖ­στε τὶς τηλεοράσεις, κι ἀνοῖξτε τὴν καρ­διά σας νὰ μπῇ ὁ Χριστός, νὰ δῆτε τὸ Χριστό· ὅν, παῖ­δες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάν­τας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος