Ο Σπυρίδωνας αποδέχτηκε το θρόνο με σύνεση και ευθύνη, αναλαμβάνοντας το βαρύ έργο της διακονίας και ποιμαντορίας του ποιμνίου του. Και πράγματι αναδείχθηκε πατέρας των ιερέων και του λαού του. Προστάτευε τους ασθενείς και παρηγορούσε τους πενθούντες.

Ένας χωρικός πήγε στον επίσκοπο του, τον Άγιο Σπυρίδωνα σαν μόνη ελπίδα για να τον βοηθήσει χρηματικά γιατί δεν είχε ούτε χρήματα για να αγοράσει σπόρο να φυτέψει αλλά ούτε και φαΐ να φάει.

Άγιος Σπυρίδωνας: Βίος

 

Ο επίσκοπος ήταν το ίδιο φτωχός με τον χωρικό πιστό, αλλά για να τον βοηθήσει βγήκε έξω στην αυλή του σπιτιού του και βλέποντας ένα φίδι προσευχήθηκε στον Θεό, και ο Θεός θαυματουργώντας για τον Άγιο του, μετέτρεψε το ζωντανό φίδι, σε χρυσάφι άψυχο.

Ο χωρικός, πήρε το αγιασμένο δώρο με πολλή ευγνωμοσύνη και μπόρεσε να το δώσει ενέχυρο για μερικούς σάκους σιτάρι.

Με αυτό το σιτάρι μπόρεσε ο χωρικός να χορτάσει την οικογένεια του αλλά και να καλλιεργήσει καινούρια σοδειά. Έτσι έδωσε πίσω καρπόν από την σοδειά του και πήρε πίσω το ενέχυρο από τον δανειστή του.

Τότε λοιπόν ο χωρικός μετά από ένα χρόνο περίπου επιστρέφει πίσω το χρυσό φίδι στον επίσκοπο του γεμάτος από ευγνωμοσύνη.

Τότε ο Άγιος το αφήνοντας πίσω το φίδι στο χώμα όπου το βρήκε, προσευχήθηκε για άλλη μια φορά και ξανά το θαύμα, το χρυσό φίδι ξαναγίνεται ζωντανό και σέρνεται γρήγορα να κρυφτεί στο φυσικό περιβάλλον του.

Άλλοτε πάλι, η Κύπρος περνούσε μια μεγάλη ανομβρία και η πείνα και οι αρρώστιες ήταν καθημερινό φαινόμενο.

Οι κάτοικοι της Τριμυθούντας παρεκάλεσαν τον επίσκοπο του να δεηθεί στον Κύριο για να στείλει βροχή, για να μπορέσουν να καρποφορήσουν τα χωράφια τους και να ξεδιψάσουν και οι ίδιοι από την δίψα αλλά και από την κάψα την ανομβρίας.

Ο Άγιος εισάκουσε το ποίμνιο του, και με θέρμη, παρεκάλεσε τον Κύριο να στείλει βροχή στο νησί. Αμέσως ο ουρανός σκεπάστηκε από σύννεφα και άρχισε να βρέχει ασταμάτητα.

Η βροχή έπεφτε για τρία μερόνυχτα και δεν σταματούσε, και οι κάτοικοι της Τριμυθούντας φοβήθηκαν να μην πνιγούν από την ατελείωτη βροχή του Θεού.

Άγιος Σπυρίδωνας: Θαύματα

Τότε ξαναπαρακάλεσαν τον Άγιο επίσκοπο τους να δεηθεί στον Θεό να σταματήσει την βροχή γιατί θα πνίγονταν όλοι. Ξανά ο Άγιος με την προσευχή του, που ήταν ευπρόσδεκτη από τον ουράνιο Θεό, εισακούστηκε και η βροχή σταμάτησε.

Τα χωράφια των χωρικών καρποφόρησαν, οι άνθρωποι ξεδίψασαν και τα δέντρα άνθισαν χαρίζοντας χαρά σε όλους.

Όταν ξέσπασε ο διωγμός του Μαξιμιανού εναντίον των χριστιανών, πολλοί φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν. Μαζί μ’ αυτούς ήταν και ο Επίσκοπος Τριμυθούντος.

Τον έστειλαν στα κάτεργα της Κιλικίας και εκεί δούλευε στα καταναγκαστικά έργα, μαζί με άλλους χριστιανούς.

Έμεινε εκεί οκτώ ολόκληρα χρόνια, μέχρι που αυτοκράτορας έγινε ο Μέγας Κωνσταντίνος και με διατάγματα του για ανεξιθρησκεία, επέστρεψε στην πατρίδα του ο Άγιος. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με χαρά και αγαλλίαση, με ύμνους και ψαλμούς.

Στα χρόνια της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ξέσπασε η φοβερή αίρεση του Αρείου, που κήρυττε ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά κτίσμα και πλάσμα του Θεού.

Για να καταπολεμήσουν αυτήν την αίρεση, 318 Θεοφόροι Πατέρες, συγκεντρώθηκαν στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ., με σκοπό να αντιμετωπίσουν την αίρεση του Αρείου.

Άγιος Σπυρίδωνας: Κέρκυρα

Σ’ αυτή την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, έλαβε μέρος και ο Άγιος Σπυρίδωνας, ο οποίος συνέβαλε τα μέγιστα και με θαυματουργικό τρόπο, αντιμετώπισε προσωπικά τον Άρειο.

Ο Άρειος μέσα στη Σύνοδο, φώναζε τις απόψεις του, υπερασπίζοντας τις απόψεις του χρησιμοποιώντας την μεγάλη φιλοσοφική μόρφωση και την ρητορική ικανότητα του.

Συμπαραστάτες της πλάνης του, ήσαν και άλλοι μεγάλοι ρήτορες που με τις ομιλίες τους χτυπούσαν απειλητικά την Εκκλησία του Ιησού Χριστού.

Οι Πατέρες αντέκρουαν όλες τις ρητορείες τους και πολλές φορές γελοιοποιούσαν αυτήν τη σατανική πλάνη του Αρείου. Ένας από τους ρήτορες υποστηρικτής του Αρείου όμως, ήταν πολύ δυνατός και πολύ ικανός ρήτορας και με τα λόγια του και την εμπειρία του αποστόμωνε πολλούς.

Άγιος Σπυρίδωνας: Αγία Τριάδα

 

Τότε ο Άγιος Σπυρίδωνας, βλέποντας τον ρήτορα να μιλάει και να ψεύδεται υποστηρίζοντας την βλάσφημη αίρεση που υποστήριζε ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν κτίσμα του Θεού και όχι ο ίδιος ο Θεός, σηκώθηκε και είπε απλά και ξεκάθαρα μπροστά από όλη την Σύνοδο:

Ο Θεός αν και είναι τρία Πρόσωπα και τρεις υποστάσεις (ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα) εντούτοις είναι Ένας- Και παίρνοντας στα χέρια του ένα κεραμίδι και αφού προσευχήθηκε, είπε:

«Εις το όνομα του Πατρός», και αμέσως από το κεραμίδι ανέβηκε φωτιά προς τα πάνω, «Και του Υιού» και από το ξερό κεραμίδι έτρεξε νερό προς τα κάτω, «Και του Αγίου Πνεύματος», και στα χέρια του έμεινε χώμα.

Ο Άγιος με αυτό το θαύμα ανέτρεψε όλες τις ρητορείες και τα επιχειρήματα των αιρετικών.

Τους εξήγησε ότι τα τρία υλικά, η φωτιά, το νερό και το χώμα που αποτελούσαν το κεραμίδι βρίσκονταν μαζί σε ένα σώμα. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αγία Τριάδα.

Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, αποτελείται από τρεις υποστάσεις αλλά είναι μία ουσία, αδιαίρετη. Μετά από αυτό το υπερφυές θαύμα που εξέπληξε τους πάντες, πολλοί αλλόθρησκοι πίστεψαν στον αληθινό Θεό.

Όταν ο Άγιος επέστρεψε στην Κύπρο, μετά την Α'  Οικουμενική Σύνοδο, με πολλή θλίψη έμαθε πώς η κόρη του Ειρήνη είχε προ πολλού κοιμηθεί.

Ο πιστός Επίσκοπος δέχθηκε και αυτή την δοκιμασία με παραδειγματική πραότητα.

Άγιος Σπυρίδωνας – έθιμα και παραδόσεις

 

Μερικές μέρες αργότερα, μια γυναίκα ήρθε σ’ αυτόν και με κλάματα του ζήτησε ένα κόσμημα που είχε δώσει στην κόρη του να το φυλάξει, γιατί αυτή ταξίδευε και φοβόταν μήπως της το κλέψουν.

Ο Άγιος σηκώθηκε και με προσοχή ερεύνησε όλο το σπίτι, για να βρει το ξένο πράγμα.

Δυστυχώς όμως, πουθενά δεν το βρήκε.

Τότε χωρίς καμιά αναβολή, τράβηξε για τον τάφο της κόρης του.

Σαν έφτασε εκεί, ανάπεμψε μια θερμή προσευχή κι ύστερα, αφού έσκυψε πάνω από τον τάφο, κάλεσε τη νεκρή κόρη του να του πει πού είχε βάλει το κόσμημα που της έδωσαν να φυλάξει. Την ίδια στιγμή μια φωνή από τα βάθη του τάφου ακούστηκε να του λέει:

– Πατέρα μου, αυτό θα το βρεις πίσω από την εικόνα της Παναγίας που έχουμε στο σπίτι.

Τότε ο Άγιος της είπε: Κοιμήσου κόρη μου ήσυχα. Κοιμήσου μέχρι την ημέρα εκείνη που ο Κύριος μας, θα σε αναστήσει στην κοινή ανάσταση όλων μας.

Όσοι είδαν αυτό το θαύμα τρόμαξαν και έφριξαν. Συλλογίζονταν τη δύναμη με την οποία ο Πανάγαθος Θεός χαρίτωσε τον απλοϊκό Επίσκοπο τους.

Ήλθε όμως ο καιρός που η ευλογημένη αυτή ζωή της πραότητας και ταπεινοφροσύνης, της αγάπης και καλοσύνης να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταβεί στο ουράνιο σκήνωμα του Θεού, για να συνεχίσει εκεί τις διακονίες του.

Άγιος Σπυρίδωνας: Ιερά Λείψανα

Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. με τον θάνατο του Αγίου στην γενέτειρα του Τριμυθούντα.

Έφυγε ο καλός ποιμένα, όμως η αγάπη και το ενδιαφέρον του για τα λογικά του πρόβατα του Χριστού, που ζητάνε τις μεσιτείες και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν.

Το 1984 το Άγιο σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα.

Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο επισκέπτονται τον ναό του Αγίου για να προσκυνήσουν το Άγιο λείψανο του, που παραμένει άφθαρτο και ακέραιο!

 

Ο Άγιος Σπυρίδωνας και η σωτηρία της Κέρκυρας

 

Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Άγιος Σπυρίδωνας έχει βοηθήσει και σώσει το νησί της Κέρκυρας.

Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο Άγιος Σπυρίδωνας με ουράνια στρατιά κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διασκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν…

Στις αρχές του 17ου αιώνα μ.Χ. μια τρομερή ανομβρία κτύπησε τα νησιά του Ιόνιου Πελάγους και ιδιαίτερα την Κέρκυρα. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί; Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό.

«Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» (Ησαΐα, ν’ 5) φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στην εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου, ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.

Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά.

Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές. «Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα». Σε λίγο, τα καράβια φτάνουν στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη.

Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται.

Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο.

Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της όρισε κάθε Μεγάλο Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.

Γύρω στα 1629-30 μ.Χ. καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά.

Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει.

Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει ολόκληρο το νησί.

Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να ζητήσει τη μεσιτεία του.

Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια.

Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε τότε, περιγράφει ότι η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας.

Ήταν το σημάδι πως ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.

Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673 μ.Χ. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους.

Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλοσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να ζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του.

Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσέ με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαι σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ’, 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα.

Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ’ αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ’ ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί.

Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.

Το 1715 μ.Χ. ο καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα – πρώτα βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.

Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 μ.Χ. η τουρκική στρατιά με επικεφαλής το σκληρό στρατηγό της πολιόρκησε την πόλη κι απ’ την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη.

Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς ζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σαν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορότερα το έργο τους.

Απ’ την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι’ αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.

Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του.

Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους.

Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε’, 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ’ αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θα τον εγκαταλείψει.

Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.

Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε.

Σαν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ’ αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Εντωμεταξύ ξημέρωσε για καλά.

Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;

Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντροπιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!

Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διασκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν . Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη.

Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή: «Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ… δόξα τω ενεργούντι δια σου… Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου».

Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον Άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο.

Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του.

Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη.

Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ’ αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία. Στη σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη.

Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα. Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους.

Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι’ αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους. Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του.

Ο διοικητής με το δικαίωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου.

Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.

Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.

Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι’ αυτό το θέμα, θα τους έστελε φυλακή στη Βενετία.

Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.

Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ’ ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε: «Ποιός είσαι; Πού πάς»; Μια φωνή του απήντησε. «Είμαι ο Σπυρίδων».

Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια.

Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχό-καστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως.

Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακριά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.

Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν.

Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 μ.Χ., η Κέρκυρα δεχόταν επί ένα έτος τις καθημερινές αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών αεροπόρων, εν τούτοις οι ζημιές υπήρξαν ελάχιστες.

Κατά τις επιδρομές αυτές που δεν σταμάτησαν ούτε και τα Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι το πολύ περίεργο. Αν και τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν συνήθως πολύ χαμηλά, μια και η Κέρκυρα δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, εν τούτοις οι βόμβες τους κατά κανόνα δεν έπεφταν μέσα στην πόλη, αλλά μακριά στη θάλασσα.

Λες και κάποιο χέρι τις έσπρωχνε εκεί. Κι όταν κάποτε σ’ ένα βομβαρδισμό μια βόμβα έπεσε στον γυναικωνίτη της εκκλησίας του αγίου, που ας σημειωθεί ήταν γεμάτη από γυναικόπαιδα, η βόμβα δεν εξερράγη.

Ο πυροδοτικός της μηχανισμός δεν λειτούργησε. Ο Άγιος δεν το επέτρεψε.

Ποιος μπορεί σ’ αυτή, μα και σ’ άλλη παρόμοια περίπτωση να σιωπήσει και να μην αναφωνήσει: «Δοξασμένον το Πανάγιον Όνομα σου εις τους αιώνας, γλυκύτατε Ιησού».

ΠΗΓΗ: EKKLHCIA  ONLINE