Ὁ νέος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου τὰ εἶχε ἐφαρμόσει ὅλα αὐτά. Ἐμεῖς, τί λέτε, τηροῦμε αὐτὲς τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου; Δυστυχῶς ὄχι.
Γιὰ τὴν ἐντολὴ λ.χ. «Μὴ ψευδομαρτυρήσῃς» ρωτῆστε νὰ μάθετε τί γίνεται στὰ δικαστήρια. Ἁπλώνουν τὸ βρωμερό τους χέρι καὶ παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ μὲ τὰ ψέματά τους στέλνουν στὴ φυλακὴ ἀθῴους, ἐνῷ οἱ ἐγκληματίες κυκλοφοροῦν ἐλεύθεροι.
«Μὴ κλέψῃς», λέει ἡ ἐντολή. Ἡ πικρὰ ἀλήθεια εἶνε, ὅτι ἐμεῖς σβήσαμε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν ἁμαρτιῶν τὴν κλοπὴ καὶ γράψαμε· «Ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ᾿χῃς». Αὐτὸ εἶνε τὸ σύνθημα ὅλων. Παντοῦ ἐπικρατεῖ τὸ φοβερὸ πάθος τῆς κλοπῆς.

Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος χρεωκοπεῖ καὶ δὲν εἶνε εἰς θέσιν ν᾿ ἀνταποκριθῇ σὲ ἐπείγουσες ἀνάγκες.

Καὶ ἡ ἐντολὴ «Μὴ φονεύσῃς»; Στὸν κατηραμένο αἰῶνα μας δὲν ἐφαρμόζεται. Ἔγιναν δύο παγκόσμιοι πόλεμοι καὶ σκοτώθηκαν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι, τὰ ἐκλεκτότερα παιδιὰ τῆς ἀνθρωπότητος. Τὸ αἷμα, ποὺ χύθηκε, θὰ σχημάτιζε ἕνα ποταμὸ μεγαλύτερο ἀπὸ τὸν Ἀξιὸ καὶ τὸν Ἁλιάκμονα. Θὰ κολυμποῦσε τὸ ἄλογο μέχρι τὰ χαλινάρια (βλ. Ἀποκ. 14,20).

Ἀλλὰ οὔτε τὸ «Μὴ μοιχεύσῃς» τηρεῖται. Παλαιότερα διαζύγιο δὲν ὑπῆρχε στὴν Ἑλλάδα. Μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χώριζε τὸ ἀντρόγυνο.

Τώρα φρίκη· οἱ μισοὶ γάμοι διαλύονται. Πραγματοποιεῖται μιὰ προφητεία ποὺ λέει· Θὰ ἔρθουν χρόνια, ποὺ ἡ γυναίκα θ᾿ ἀλλάζῃ τὸν ἄντρα της μὲ ὅση εὐκολία ἀλλάζει τὴ ρόμπα της, καὶ ὁ ἄντρας θ᾿ ἀλλάζῃ τὴ γυναῖκα του ὅπως ἀλλάζει τὸ πουκάμισό του!

* * *

Ὁ νέος τοῦ Εὐαγγελίου τήρησε αὐτὲς τὶς ἐντολές, καὶ μποροῦσε νὰ πῇ· «Ὅλα αὐτὰ τὰ φύλαξα ἀπὸ νέος» (Λουκ. 18,21). Δὲν ψευδομαρτύρησα, δὲν ἔκλεψα, δὲν σκότωσα, δὲν μοίχευσα, τιμῶ τὸν πατέρα καὶ τὴ μητέρα μου. Ζητοῦσε ὅμως κάτι ἀνώτερο. Ἤθελε τὴν τελειότητα. Ἦταν σκουλήκι, καὶ ἤθελε νὰ γίνῃ ἀετός. Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ λέει· «Ἕνα ὑπολείπεται, ἕνα ἀκόμα σοῦ λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς» (ἔ.ἀ. 18,22).
Ποῦ νὰ τὸ ποῦμε καὶ νὰ τὸ φωνάξουμε ἐμεῖς αὐτό! Εἶνε λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ποιός τὰ ἐφαρμόζει; Ἔχουμε παραδείγματα ἁγίων, ὅπως ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ ἄλλοι, ποὺ τὰ ἐφήρμοσαν. Πούλησαν ὅλη τὴν περιουσία τους καὶ τὴ μοίρασαν στοὺς φτωχούς.
Τί σημαίνει αὐτό; Ἡ πίστι μας δὲν εἶνε μόνο ἄρνησις, ἀλλ᾿ εἶνε καὶ θέσις. Ἡ ἄρνησις εἶνε τὸ «Μή», π.χ. «Μὴ φονεύσῃς». Θέσις εἶνε· ὄχι μόνο νὰ μὴν κάνουμε τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ νὰ κάνουμε τὸ καλό. Μερικοί, ὅταν τοὺς λές, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, Νὰ πᾷς στὸν πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθῇς, ἀπαντοῦν· Ἐγὼ δὲ᾿ σκότωσα, δὲν ἔκλεψα, δὲ᾿ μοίχευσα, δὲν ψευδομαρτύρησα… Βάζουν τὸ «δέν». Ἀλλὰ ἔτσι δὲν πᾷς στὸν παράδεισο. «Ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ καὶ ποίησον ἀγαθόν» (Ψαλμ. 33,15). Γιὰ νὰ μπῇς στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πρέπει ὄχι μόνο νὰ μὴν κάνῃς τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ νὰ κάνῃς τὸ καλό.
Σκληρὲς ὅμως εἶνε οἱ καρδιὲς καὶ δὲν συγκινοῦνται νὰ βοηθήσουν τοὺς γύρω τους. Αὐτὲς τὶς μέρες συνήθως γίνεται ἔρανος γιὰ τοὺς φτωχούς, ἀλλὰ πολλοὺς δὲν τοὺς νοιάζει. Δὲ᾿ βαριέσαι, λένε· καλὰ νὰ εἶνε ἡ γυναίκα μου καὶ τὰ παιδιά μου, καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους δὲ᾿ μοῦ καίγεται καρφί… Αὐτὴ εἶνε ἡ νοοτροπία τοῦ σημερινοῦ ἰδιοτελοῦς κόσμου.
Ἂν ἔχῃς τὴν εὐχέρεια νὰ κάνῃς τὸ καλὸ καὶ δὲν τὸ κάνῃς, δὲν ἔχεις θέσι μὲ τὸ Χριστό. «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς». Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· Δὲ᾿ μπορεῖς νὰ τὰ δώσῃς ὅλα στοὺς φτωχούς; δῶσε τὰ μισά· δὲ᾿ μπορεῖς τὰ μισά; δῶσε τὸ ἓν τρίτον· οὔτε κι αὐτὸ μπορεῖς; δῶσε κάτι ἐλάχιστο. Δῶσε σὲ φτωχούς, σὲ σχολεῖα, στὴν Ἐκκλησία… Τίποτε δὲν δίνουν οἱ ἰδιοτελεῖς ἄνθρωποι, οἱ φιλάργυροι καὶ τσιγγούνηδες.
Παλαιότερα ἡ μικρή μας πατρίδα ἦταν πιὸ φτωχή, ἀλλὰ ἔβγαζε εὐεργέτας.

Γιὰ ν᾿ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα, ἀπὸ τὴν Ἤπειρο ἔφυγε ξυπόλητο ἕνα φτωχαδάκι. Τίποτε δὲν πῆρε μαζί του, μόνο τὴν εὐχὴ τῆς μάνας του. Πῆγε κάτω στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, δούλεψε σκληρὰ καὶ ἀπέκτησε τεράστια περιουσία. Δὲν κράτησε ὅμως τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του· οὔτε μιὰ λίρα. Ὅλα τὰ ἔδωσε γιὰ τὴν πατρίδα.

Καὶ μ᾿ αὐτὰ ἡ φτωχὴ Ἑλλάδα ἀγόρασε τὸ θωρηκτὸ «Ἀβέρωφ». Αὐτό, μὲ ἕναν ἐνάρετο καὶ εὐσεβῆ πλοίαρχο, τὸν Παῦλο Κουντουριώτη, ἐμάντρωσε στὰ Δαρδανέλλια τριάντα τούρκικα καράβια, καὶ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴ νίκη. Εἶνε τὸ καράβι πού, ὅπως λένε οἱ ἱστορικοί, ἄλλαξε τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἕνα φτωχαδάκι ἔκανε ἔλεος στὴν πατρίδα.
Στὴν Ἀθήνα ὑπάρχουν πολλὰ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα (γηροκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, οἰκοτροφεῖα, νοσοκομεῖα), ποὺ δὲν τὰ ἔκτισε τὸ κράτος, ἀλλὰ ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν ἀγάπη.
Κ᾿ ἐγὼ στὴν Κοζάνη, ποὺ βρέθηκα τὰ σκληρὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, στὴν πεῖνα τὴ μεγάλη, μαζὶ μὲ ἐκλεκτοὺς συνεργάτας κάναμε ἔρανο. Καὶ ἔγινε ἕνα θαῦμα.

Ἀπὸ τὰ πενήντα πιάτα, ποὺ δίναμε στοὺς φτωχούς, φτάσαμε ὀκτὼ χιλιάδες πιάτα ἡμερησίως!

Σ᾿ αὐτὸ τὸν ἔρανο μὲ συγκίνησε ἕνα μικρὸ παιδάκι ὀκτὼ – ἐννέα ἐτῶν. Εἶχε στὸ σπίτι του ἕνα μικρὸ ἀρνάκι – ποὺ τὰ μικρὰ παιδάκια πολὺ τ᾿ ἀγαποῦν αὐτά. Ἄκουσε τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἔλεγε, Δῶστε ὅ,τι ἔχετε, γιὰ νὰ μὴν πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα οἱ ἀδελφοί μας. Κι αὐτὸ ἕνα πρωῒ ἔφερε στὴν Ἑστία τὸ ἀρνάκι του καὶ εἶπε· «Πᾶρτε το γιὰ τοὺς φτωχούς». Ἕνα εἶχε, καὶ τὸ ἔδωσε. Ὤ χαριτωμένο παιδάκι! Πᾶνε πλέον αὐτά.
Ἀλλ᾿ ὅποιος ἔχει καὶ δὲν δίνει, ἁμαρτάνει. Αὐτὸ ποὺ περισσεύει δὲν εἶνε δικό σου· «εἶνε τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, καὶ μὴν τὸ σπαταλᾶτε». «Τὸν ἄσπλαχνο μὲ τοὺς ἀθέους θὰ κατακρίνῃ ὁ Χριστός».

* * *

Ἀδελφοί μου! Μὴν τὰ δίνουμε ὅλα στὸ διάβολο καὶ τίποτε στὸ Χριστό. Ἂν δείξουμε ἀσπλαχνία, θὰ τιμωρηθοῦμε. Δὲν θὰ δικαστοῦμε μόνο γιὰ τὰ κακὰ ποὺ κάνουμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ καλὰ ποὺ δὲν κάνουμε.
Ἐμπρὸς λοιπόν· νὰ ἐφαρμόσουμε τὸ Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ ἔρθῃ ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι μας. Ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος