Ἔτσι, ἔχοντας ὁ Παῦλος τὴν πατρίδα μας ὡς πεδίο ἱεραποστολικῆς δράσεως, ἔκανε τὸ ὄ­νομα τῆς Ἑλλάδος ἀκόμη λαμπρότερο σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ὅπου κυκλοφορεῖ ἡ Καινὴ Διαθή­κη –καὶ κυκλοφορεῖ σήμερα σὲ 1.000 καὶ πλέον γλῶσσες καὶ διαλέκτους– τὰ ὀνόματα τῶν Φιλίππων, τῆς Θεσσα­λονίκης, της Μακεδονίας, τῆς Βεροίας, τῆς Κορίνθου, τῆς Ἐφέσου, τῆς Νικοπόλεως εἶνε γνωστὰ – πασίγνωστα· τὰ ξέρουν καὶ τὰ παιδιὰ τῶν κατηχητι­κῶν σχολείων, τὰ ξέρουν ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων καὶ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου.

Πλῆθος Χριστιανοὶ ζητοῦν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὰ μέρη ὅπου πρωτοαντήχησε ἡ φωνὴ τοῦ πρωταθλη­τοῦ τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Στὴ Βέροια εἶ­δα στρατιῶτες ἀπὸ διάφορες χῶ­ρες τῆς Εὐ­ρώπης, τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Ἀνατολῆς, περνώντας ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ αὐτὴ πόλι, νὰ κατε­βαίνουν ἀπὸ τὰ στρατιωτικὰ αὐ­τοκίνητά τους καὶ ν᾽ ἀναζητοῦν, ποῦ εἶνε τὸ βῆμα ἀπ᾽ ὅπου κήρυξε ὁ μεγάλος ἀπόστολος.

* * *

Ἀλλὰ ὁ Παῦλος, ποὺ πρὶν ἀπὸ 2.000 χρόνια μίλησε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἑλλάδα, ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ ὁμιλῇ σ᾽ ἐμᾶς τοὺς νεώ­τερους Ἕλληνες. Μᾶς ὁμιλεῖ γραπτῶς, διὰ τῶν ἐπιστολῶν του, καὶ ἰδιαιτέρως ἐκείνων ποὺ ἀπευθύνονται στὶς ἑλληνικὲς πόλεις. Μᾶς ὁ­μιλεῖ μὲ ἀγάπη καὶ τρυφερότητα πατρικῆς καρδιᾶς. Εἶνε ἡ ἴδια καρδιὰ ποὺ ἔγραφε στοὺς προγόνους μας· «Τὸ στόμα ἡμῶν ἀνέῳγε πρὸς ὑμᾶς, Κορίνθιοι, ἡ καρδία ἡμῶν πεπλάτυνται· οὐ στενοχωρεῖσθε ἐν ἡμῖν,… πλατύνθητε καὶ ὑ­­μεῖς» (Β΄ Κορ. 6, 11-13)· σᾶς μιλῶ μὲ θάρρος καὶ πλατειὰ καρδιά, ἀνοῖξτε κ᾽ ἐσεῖς τὶς καρδιές σας.

Μέσα στὴν πλατειὰ καρδιὰ τοῦ Παύλου βρίσκουν θέσι ὅλοι οἱ Ἕλληνες. Πρὸς ὅλους ἀν­εξαιρέτως ἀπευθύνει τὸ μήνυμα· Ἕλ­ληνες, πι­στέψτε στὸν Κύριο ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί σας. Πιστέψτε ἀκράδαντα. Μετανοῆστε εἰλικρινὰ γιὰ τὴν ἀποστασία σας. Τότε μόνο θὰ σωθῆτε «ἐκ τῆς ὀργῆς τῆς ἐρχομένης» (Α΄ Θεσ. 1,10).

Γιὰ ὅλους μαζὶ τοὺς Ἕλληνες ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν καθένα ἰδιαιτέρως κάτι μεγάλο, σοφὸ καὶ σωτήριο ἔχει νὰ πῇ καὶ σήμερα ὁ Παῦλος, ὁ κοι­νός μας διδάσκαλος, παιδαγωγὸς καὶ πατέρας. Ὤ ἐὰν θὰ θέλαμε ν᾽ ἀνοίξουμε τὰ αὐτιά μας ὅλοι ν᾽ ἀκούσουμε καὶ νὰ δεχτοῦμε τὴ φω­νή του, πόσο θὰ εἴχαμε νὰ ὠφεληθοῦμε! Νά λοιπόν· ὁ μεγάλος ἀπόστολος μᾶς ἐπισκέ­πτε­ται νοερὰ καὶ ἀπευθύνει στὸν καθένα μας τὶς συμβουλές του, τὰ σωτήρια φάρμακά του.

Διὰ τῶν ἐπιστολῶν του εἰσέρχεται κατ᾽ ἀρ­χὴν στὸ ἄδυτο τῆς ἑλληνικῆς οἰκογενείας καὶ παραγγέλλει.

Στοὺς ἄντρες· «Οἱ ἄνδρες ἀγα­πᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησε τὴν ἐκκλησίαν». 

 

Στὶς γυναῖκες· «Αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ».

 

Στοὺς γονεῖς· «Οἱ πατέρες μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ᾿ ἐκ­τρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου».

Καὶ στὰ παιδιά· «Ὑπακούετε τοῖς γονεῦ­σιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ» (Ἐφ. 5, 25,22· 6,4,1).

Στοὺς πλουσίους, ποὺ μέσα σ᾽ ἕνα λαὸ ποὺ δυστυχεῖ ἔχουν τὴ μανία νὰ θη­σαυρίζουν, ὁ Παῦλος ἐπισείει καὶ τώρα τοὺς τρομεροὺς κιν­δύνους τῆς μαμωνολατρίας· «῾Ρίζα πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία… Τοῖς πλουσί­οις ἐν τῷ νῦν αἰῶνι παράγγελλε μὴ ὑ­ψηλοφρο­νεῖν, μηδὲ ἠλπικέναι ἐπὶ πλούτου ἀ­δηλότητι, ἀλλ᾿ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζῶντι,… ἀγαθοερ­γεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐμεταδότους εἶναι, κοινωνι­κούς» (Α΄ Τιμ. 6,10,17-18)· πὲς στοὺς πλουσίους νὰ μὴ στηρίζωνται στὰ πλούτη τους, ἀλλὰ νὰ ἐλεοῦν τοὺς φτωχούς.

Γιὰ ἐκείνους ποὺ σὰν κη­φῆ­νες τρῶνε τὸ μέλι τῆς κοινωνικῆς κυψέλης ζώντας εἰς βάρος τοῦ συν­όλου ὁ Παῦλος ἐκ­σφενδονίζει τὸ θεμελιῶδες ἐκεῖνο «Εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω» (Β΄ Θεσ. 3,10).
Στοὺς ὑλιστὰς καὶ ἀθέους ἐπιστήμονες, ποὺ καυχῶνται γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἀκάρπων γνώσε­ών τους, ὁ μεγάλος ἀπόστολος τονίζει, ὅτι πά­νω ἀπὸ τὴ γνῶσι, ἡ ὁποία «φυσιοῖ», φουσκώνει ἐγωιστικὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶνε ἡ ἀγάπη ποὺ «οἰκοδομεῖ» (Α΄ Κορ. 8,2), καὶ ψάλλει τὸν ὑπέροχο ἐ­κεῖνον ὕμνο τῆς ἀγάπης (βλ. Α΄ Κορ. 13,1-13). Ἡ περικο­πὴ αὐτὴ θὰ ἔπρεπε νὰ χαραχθῇ μὲ χρυσᾶ γράμμα­τα σὲ μαρμάρινες πλάκες καὶ νὰ ἐντειχισθῇ στὰ σχολεῖα καὶ τὰ πανεπιστήμιά μας. Λείπουν πλέον αἰσθητὰ ἐπιστήμονες ποὺ νὰ θυσι­άζωνται στὴν ὑπηρεσία τῆς κοινωνίας.
Στὰ στρατευμένα παιδιὰ τῆς πατρίδος, ποὺ φρουροῦν τὰ ἐδάφη της, ὁ Παῦλος θὰ μποροῦ­σε νὰ ἐπαναλάβῃ ὅ,τι εἶπε πάνω στὸν Ἄρειο πάγο, ὅτι δηλαδὴ τὰ ὅρια τῶν ἐθνῶν –ἑπομένως καὶ τὰ ὅρια τῆς μικρῆς μας χώρας– τὰ ὁ­ρίζει ὄχι ἡ αὐθαιρεσία τῶν τυράννων καὶ ἡ ἰ­δι­οτροπία τῶν ἰσχυρῶν τῆς γῆς, ἀλλὰ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ποὺ κατὰ τὸ σοφό του σχέδιο «ἐποίησεν ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁ­ροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν» (Πράξ. 17,26).

Στὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ ὁ Παῦλος στρέφεται καὶ μὲ ἰδιαίτερη στοργὴ τοὺς ἀπευθύνει τὸ μεγαλύτερο κήρυγμα, τὸ κήρυγμα τῆς ἀ­­ναστάσεως· Ἀπροστάτευτα πλάσματα, οἱ πα­τέρες σας, οἱ σύζυγοί σας, οἱ ἀδελφοὶ καὶ τὰ παιδιά σας δὲν πέθαναν· κοι­μήθηκαν. Μιὰ μέρα θ᾽ ἀναστηθοῦν. Μὴ λυ­πᾶ­στε λοιπὸν κ᾽ ἐ­σεῖς «καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐ­τῷ… Ὥστε παρακαλεῖ­τε ἀλλήλους ἐν τοῖς λό­γοις τούτοις» (Α΄ Θεσσ. 4,13-18).

Σ᾽ ἐκείνους πάλι τοὺς Ἕλληνες ποὺ ἀναίσθητοι συνεχίζουν νὰ ἀκολασταί­νουν, νὰ πλεονεκτοῦν, νὰ βάφουν τὰ χέρια τους σὲ ἀδελφι­κὸ αἷμα καὶ σὰν δαίμονες τῆς κολάσεως νὰ στήνουν μακάβριο χορὸ γύρω ἀπὸ τὰ θύματά τους, ὁ Παῦλος ὑ­πενθυμίζει τὴν ἀναπόφευκτη ὀργὴ τοῦ Κυρίου· «Μὴ πλανᾶσθε· οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλο­λάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔ­τε ἀρσενο­κοῖται οὔτε πλεονέκται οὔτε κλέπται οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασι­λείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. 6,9-10).

Τέλος στοὺς συνειδητοὺς Χριστιανούς, ποὺ ζοῦν τὴ ζωὴ τῆς πίστεως καὶ μὲ λόγια καὶ ἔρ­γα κάνουν καθημερινὰ τὴν ὁμολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Παῦλος ἐπαναλαμβάνει τὸ παράγγελμά του· «Ὡς τέκνα φωτὸς περιπα­τεῖτε», «ἄμεμπτοι καὶ ἀκέραιοι, τέκνα Θεοῦ ἀ­μώμητα ἐν μέσῳ γενεᾶς σκολιᾶς καὶ διεστραμ­μένης, ἐν οἷς φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ» (Ἐφ. 5,8. Φιλιπ. 2,15).

* * *

Αὐτὴ εἶνε, ἀγαπητοί μου, ἡ πατρικὴ καὶ μεγαλειώδης φωνὴ τοῦ Παύλου πρὸς τὴν σύγχρονη Ἑλλάδα.
Ὦ Κύριε! Ἐσύ, ποὺ κοντὰ στὸν ποταμὸ τῶν Φιλίππων «ἄνοιξες τὴν καρδιὰ» τῆς πρώτης Ἑλληνίδος γυναίκας, τῆς Λυδίας, «προσέχειν τοῖς λαλουμένοις ὑπὸ τοῦ Παύλου» (Πράξ. 16,14), ἄ­νοιξε σὲ παρακαλοῦμε καὶ τὶς καρδιὲς τῶν ση­μερινῶν Ἑλλήνων, τὶς καρδιὲς ὅλων μας, γιὰ νὰ προσέχουμε σὲ ὅσα διὰ τῶν θεοπνεύστων ἐπιστολῶν του ἐξακολουθεῖ νὰ διδάσκῃ ἐμᾶς ὁ μεγάλος σου ἀπόστολος, αὐτὸς ποὺ τόσο ἀγάπησε τὴν πατρίδα μας καὶ τόσο ἀγαπήθηκε ἀπὸ αὐτήν.

Οὐράνιε Πατέρα, κάνε ὥστε ἡ φωνὴ τοῦ Παύλου ν᾿ ἀντιλαλήσῃ, νὰ εἰσδύσῃ καὶ πάλι βαθειὰ μέσα στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν Ἑλλήνων, ὥστε ἡ Ἑλλάδα, μέσα στὸ σημερι­νὸ κόσμο ποὺ παραπαίει, ν᾽ ἀναδειχθῇ, «γένος ἐκλεκτόν, βασί­λειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅ­γιον, λαὸς εἰς περι­ποίησιν» (Α΄ Πέτρ. 2,9), ποὺ θ᾽ ἀ­κτινοβολῇ τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀναστάντος Κυρίου μέχρις ἐσχάτου γῆς· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος