Ἂν καταρτιζόταν καὶ δημοσιευόταν ἕνας χρονολογικὸς πίνακας ὅλων τῶν σπουδαίων ἐνεργειῶν τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνον­τας σὲ παράλληλες στῆλες τὰ ἐπιτεύγματα τῶν διαφόρων ἐθνῶν, ποιά στή­λη θὰ ἦταν ἡ πλουσιώτερη; Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ τὸ ποῦμε ἐμεῖς, τὸ φωνάζει ἡ Ἱστο­ρία. Καὶ «οἱ λίθοι κεκράξονται» (πρβλ. Λουκ. 19,40). Ἕνας ἱστορι­κὸς ἡμεροδείκτης τῆς πα­τρίδος μας, ποὺ θὰ συνέτασσαν εἰδήμονες, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι σήμερα, στὸ φύλλο τῆς κάθε ἡμέ­ρας θὰ σημείωνε ὄχι μία μόνο ἀ­ξιοθαύμαστη πρᾶξι τῶν προγόνων μας ἀλλὰ πολλές.

Ἄλλων ἐθνῶν οἱ ἱστορικοὶ ἡμεροδεῖ­κτες θὰ εἶχαν τὰ περισσότερα φύλλα τους λευκά· ὁ ἡμεροδείκτης τῆς Ἑλλάδος θὰ ἦταν κατάμεστος. Δὲν ὑπάρχει ἡμέρα τοῦ ἔτους κα­τὰ τὴν ὁποία ἡ Ἑλλάδα δὲν παρουσίασε διὰ τῶν εὐγενῶν της τέκνων, τῶν ἡρώων καὶ ἁγίων της, μία ἀξιομνημόνευτη πρᾶξι. Καὶ ἂν ἐπρόκειτο ὅλες αὐτὲς οἱ πράξεις νὰ πανηγυρίζωνται στὴν ἐπέτειό τους, ἡ Ἑλλάδα θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκεται σὲ διαρκῆ σημαιοστολισμό.

* * *

Ἀπ᾿ ὅλες τὶς χρονολογίες τοῦ ἱστορικοῦ ἡ­μεροδείκτη τῆς Ἑλλάδος μερικὲς διακρίνον­ται, ὅπως λ.χ. ἡ σημερινή. Εἶνε οἱ ἐπέτειοι μεγά­λων γεγονότων, ποὺ μποροῦν νὰ ὀνομασθοῦν ὁρόσημα τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας, δεῖ­κτες ποὺ δείχνουν πρὸς ποιές κατευθύνσεις πρέπει νὰ πορεύεται τὸ γένος μας.
Ὅταν ὑπὸ τὴν ἔνδοξη ἡγεσία τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ ὁ Ἰσραὴλ κατὰ θαυμαστὸ τρόπο πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ μπῆκε στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ὁ Κύριος διέταξε νὰ στήσουν 12 λίθους, ὅσες καὶ οἱ φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ διατηρῆ­ται ζωηρὴ ἡ ἀνάμνησι τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος, στὸ ὁποῖο γιὰ μία ἀκόμη φορὰ φάνηκε ἡ θεία πρόνοια.

«Γιὰ νὰ τοὺς ἔχετε αὐτοὺς σὰν σημάδι ποὺ θὰ μένῃ ἐκεῖ γιὰ πάντα, ὥστε ὅταν σὲ ρωτάῃ αὔριο ὁ γυιός σου καὶ λέῃ, Γιατί τοὺς ἔχουμε αὐτοὺς τοὺς λίθους; ἐσὺ θὰ ἐξηγήσῃς στὸ γυιό σου καὶ θὰ πῇς· Ἐπειδὴ σταμάτησε ὁ Ἰορδάνης ποταμὸς ἐμπρὸς στὴν κιβωτὸ τῆς δι­αθήκης τοῦ Κυρίου ὅλης τῆς γῆς, ὅταν τὸν περ­νοῦσε· καὶ θὰ σᾶς εἶνε αὐτοὶ οἱ λίθοι ὑπενθύμισι γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες αἰωνίως» (Ἰησ. Ναυ. 4,6-7).

Καὶ ἐμεῖς, ὅπως ὁ Ἰσραήλ, πρέπει νὰ ἀναζωο­γονοῦμε στὴ μνήμη τῶν νεωτέρων τὴν ἀνάμνη­σι τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος μὲ κάθε τρόπο· ν᾽ ἀνοικοδομήσουμε, ὅπως ὁ Σολομῶν καὶ ὁ Ἰ­ουστινιανός, ναὸ περίλαμπρο μὲ πέτρες ἀπ᾽ ὅλη τὴ γῆ τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουμε ἱερὸ τάμα τῶν προγόνων μας· νὰ στήνουμε μνημεῖα, ἀναμνηστικὲς στῆλες καὶ προτομὲς ἡρώων· νὰ ἐκδίδουμε βιβλία· νὰ κάνουμε ὁμιλίες καὶ διαλέξεις· νὰ παρουσιάζουμε στὴ νεολαία κινηματογραφικὰ ἔργα καὶ θεατρικὲς παραστάσεις, μὲ τὶς ὁποῖες θ᾽ ἀναπαριστάνωνται ζωηρὰ ἱστορικὲς στιγμὲς τοῦ ἔθνους.
Μόνο ἐχθροὶ τῆς πατρίδος ἀποστρέφονται καὶ μισοῦν τὶς ἐθνικὲς ἐπετείους. Κρυφὴ ἐπιθυμία τους εἶνε αὐτὲς νὰ καταργηθοῦν. Ὀπαδοὶ αὐτοὶ νέων κοσμοθεωριῶν, ξένοι πρὸς τὴν ἱστορία μας, θὰ ἤθελαν νὰ ἑορτάζουμε ἄλλες ἐπετείους… Τὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς (1941-1944) οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἑλλάδος δὲν ἤθελαν νὰ ἑορ­τάζεται ἡ 25η Μαρτίου. Ἔτρεμαν μήπως ἡ ἀ­νάμνησί της ξεσηκώσῃ τοὺς Ἕλληνες καὶ σπά­σουν τὰ νέα δεσμά.

Οἱ ἐχθροὶ τῆς πατρίδος μας εἶνε ὅπως ἐκεῖνος ὁ Ἀντίγονος πού, ὅταν κατέκτησε διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου τὸν Ἰσρα­ήλ, ἀπηγόρευσε τὶς ἑορτὲς καὶ πανηγύρεις του. Τὸ διάταγμά του ἦταν· «οὔτε νὰ τηροῦν τὴν ἀρ­γία τοῦ Σαββάτου οὔτε νὰ κρατοῦν τὶς πατρο­παράδοτες ἑορτὲς οὔτε κἂν νὰ ὁμολογοῦν ὅ­τι εἶνε Ἰουδαῖοι» (Β΄ Μακκ. 6,6), ἀλλὰ νὰ ἑορτάζουν τὴν …ἡμέρα τῶν γενεθλίων τοῦ τυράννου τους μὲ διονυσιακὲς ἐκδηλώσεις.

Οἱ γενναῖοι ὅμως Μακκαβαῖοι περιφρόνησαν τὸ διάταγμα, ἀντιστάθηκαν καὶ ἑώρταζαν τὶς ἑορτές τους στὰ βουνά, καὶ ἔτσι διέσῳζαν τὴ μνήμη τοῦ παρελ­θόντος τους. Στὰ αὐτιὰ τῶν γενναίων ἐκεί­νων παιδιῶν ἔφθανε ἡ φωνὴ τοῦ προφήτου· «Ἑόρταζε, Ἰούδα, τὶς ἑορτές σου, ἀνάπεμψε τὶς προσευχές σου» (Ναούμ 2,1).
Καὶ σύ, πατρίδα μας Ἑλλάδα, ἑόρταζε τὶς ἑορτές σου, ἀνάπεμψε τὶς προσ­ευχές σου, γιὰ νὰ δοξολογῆται ὁ Θεός, γιὰ νὰ μνημονεύωνται μὲ εὐγνωμοσύνη οἱ ἥρωές σου, γιὰ νὰ εὐφραίνεται ὁ λαός σου, γιὰ νὰ χαίρωνται οἱ φίλοι σου καὶ νὰ λυποῦνται οἱ ἐχθροί σου.

* * *


Μοιραῖες ὀνομάζουν κάποιοι ἱστορικοὶ τέτοιες στιγμές. Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει μοῖρα καὶ τύ­χη καὶ μοιραῖα γεγονότα. Ἡ Θεία Πρόνοια διέπει τὰ ἀνθρώπινα. Ὁ Θεὸς δικάζει τὰ ἔθνη, ὑψώνει καὶ ταπεινώνει. Ἡ «μοιραία» στιγμὴ εἶ­νε ἀ­ποτέλεσμα πνευματικῆς καταπτώσεως, διαβρώσεως τοῦ ἁγνοῦ θρησκευτικοῦ καὶ ἐ­θνι­κοῦ βίου. Καί, γιὰ νὰ μιλήσουμε μὲ τὴ γλῶσ­σα τῆς Γραφῆς, οἱ συμφορὲς ἢ ἡ καταστροφὴ ἑνὸς ἔθνους εἶνε τὸ ἀποτέλεσμα ἁμαρτιῶν ἀρχόν­των καὶ ἀρχομένων. Διότι «ἡ δικαιοσύνη ἀνυψώνει ἕνα ἔθνος, ἐνῷ οἱ ἁμαρτίες ἐ­λαττώνουν τὶς φυλές»· καὶ «ὃ ἐὰν σπείρῃ ἄν­θρωπος, τοῦτο καὶ θερίσει», ὅ,τι θὰ σπείρῃ κανεὶς αὐτὸ καὶ θὰ θερίσῃ (Παρ. 14, 34. Γαλ. 6,7).
Εἴθε νὰ μὴν κυριεύσῃ τὶς νέες γενεὲς τῶν Ἑλλήνων ἡ λησμονιά, ἀλλὰ ἡ μνήμη τοῦ παρελθόντος νὰ διατηρῆται ζωηρή, κίνητρο γιὰ μεγαλουργία, γιὰ τὴν ὁποία καὶ πλάστηκαν οἱ νέοι. Εἴθε οἱ νέοι μας, ἐνθουσιαζόμενοι ἀπὸ ἱε­ρὲς ἐπιθυμίες καὶ φλογεροὺς πόθους, νὰ γρά­ψουν νέες σελίδες τιμῆς καὶ δόξης καὶ νὰ ἐπα­ναλάβουν τὸ τραγούδι τῶν νέων τῆς ἀρχαίας Σπάρτης· «Ἐμεῖς θὰ γίνουμε πολὺ καλύτεροι».

Να Εξομολογηθείτε ( ειλικρινά, όχι με ψέμματα ), και μετά να κοινωνήσετε...

Δόξα τῷ Θεῷ, στὴ πόλι σας ὑπάρχουν πνευματικοὶ πατέρες. Νὰ μεταβῆτε, νὰ ἐξομολογηθῆτε τὰ ἁμαρτήματά σας καὶ νὰ πλησιάσετε τὸ μέγα μυστῆριο τῆς Θείας κοινωνίας. Καὶ ὄχι μόνον ᾿σεῖς νὰ κοινωνήσετε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἶμα τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλά καὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια.

Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ―τὰ πρόλαβα ἐγὼ τὰ χρόνια αὐτά― τέτοιες μέρες ὅλοι, ὅλη ἡ οἰκογένεια πήγαινε στὴν Ἐκκλησία. Ὅπως τώρα τρέχουν ὅλοι στίς ντισκοτέκ, ὅπως τρέχουν στοὺς κινηματογράφους, ὅπως στὰ θέατρα, στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ὅλη ἡ οἰκογένεια πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Μπροστὰ πήγαινε ὁ πατέρας, πίσω ἡ μάνα, μετὰ τὰ 4, 5, 6, 7, 8 παιδιά. Ὅλοι κοινωνούσανε καὶ φεύγανε σὰν ἄγγελοι· Καὶ μέσ᾿ τὸ σπίτι παράδεισος ἤτανε. Διότι ὅπου εἶνε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ εἶνε ἡ χαρὰ. Ὅπου εἶνε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ εἶνε ἡ ἀγάπη. Ὅπου εἶνε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ εἶνε ὁ παράδεισος. Δὲν ᾿νε ψέματα αὐτά, εἶνε ἀλήθεια. Ζωντανὴ ἀλήθεια.
Ὤ, Θεέ μου! ποῦ πῆγε αὐτὴ ἡ κοινωνία; Μᾶς ἔφαγε ὁ διάβολος. Φύγαμε ἀπὸ τὸ Θεό καὶ κτήνη γινήκαμε.

Ἀδελφοί μου,


μολονότι ἁμαρτω­λὸς καὶ ἀνάξιος δοῦλος τοῦ Θεοῦ, σας προειδοποιῶ καὶ σᾶς λέγω·Ἡ μετάνοια θὰ μᾶς σώσῃ. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ φάρμακο ποὺ θὰ θεραπεύσῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι, Ἀνατολὴ καὶ Δύσις, Ἀμερικὴ καὶ ῾Ρωσία, Εὐρώ­πη καὶ Βαλκάνια.
Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι, μεγάλοι καὶ μικροί, γυναῖκες καὶ ἄντρες, ἀγράμματοι καὶ σο­φοί, κλῆρος καὶ λαός. Ὅλοι ν᾽ ἀλλάξουμε δρό­μο, ν᾽ ἀκολουθήσουμε τὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ. Διότι ἕνας εἶναι ὁ δρόμος ποὺ σῴζει, μόνο αὐ­τός, δὲν ὑπάρχει ἄλλος. Διαφορετικά, τί μᾶς περιμένει; Μόνο ἁμαρτίες κάνουμε· βλαστήμιες, ψευδορκίες, μοιχεῖες, πορνεῖες, κλεψιές, ἀτιμίες, καταχρήσεις, διαρρήξεις, ἐγκλήματα…

Εἴμαστε δέντρα ἄκαρπα. Τί περιμένουμε; Τσεκούρι καὶ φωτιά. Δηλαδή; Πόλεμος, πυρηνικὸς ὄλεθρος, μία βόμβα σὲ κάθε πρωτεύουσα, ποὺ θὰ πέφτῃ ἀπὸ τ᾽ ἀεροπλάνα, τὰ «μαυροπούλια» τοῦ θανάτου, καὶ σβήσαμε…

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος