-Και πώς να γίνει αυτό; (τους απάντησε)

– Είναι εύκολο.

Εκεί πού είσαι πεσμένος μπρούμυτα, νά σηκώνεσαι, νά σταυρώνεις τα τίμια Δώρα, νά λες την ευχή και νά τελειώνεις.

-Tην ευχή τη γνωρίζω, είναι γραμμένη και στη φυλλάδα, αλλά δεν μπορώ.

– Γιατί δεν μπορείς, πάτερ; Συγχώρεσέ μας, αλλά δεν είναι δύσκολο!

– Αυτό δεν εξαρτάται από μένα, απάντησε ο π. ‘Ιωάννης.

Μόλις αρχίσω να διαβάζω την ευχή, η Aγία Tράπεζα κυκλώνεται από θεϊκή φωτιά πού φτάνει τα δύο-τρία μέτρα ύψος.

Έτσι δεν μπορώ να πλησιάσω για να σφραγίσω τα τίμια Δώρα.

Με πιάνει φόβος και τρόμος.

Δεν ξέρω τι να κάνω...

Πέφτω τότε στο έδαφος, κλαίω, αναστενάζω και ικετεύω τον Κύριο να παραμερίσει τις φλόγες για να συνεχίσω.

Ύστερα σηκώνω τα μάτια. Αν έχουν χαθεί οι φλόγες, σηκώνομαι και σφραγίζω τα τίμια Δώρα.

Αν. όχι, τότε συνεχίζω την ικεσία με δάκρυα και στεναγμούς μέχρι να σβήσει η φωτιά ή να βρεθεί άλλος τρόπος, πού θα μου επιτρέψει να μην καώ.

Πότε-πότε σβήνει η φωτιά και γίνονται όλα όπως πριν ή άλλοτε πάλι χωρίζουν οι φλόγες δεξιά κι αριστερά σχηματίζοντας καμάρα, οπότε κάνω το τόλμημα, πλησιάζω τρέμοντας και σφραγίζω τα τίμια Δώρα.

Ακούγοντας οι χριστιανοί αυτά τα εξαίσια δεν τον ενόχλησαν άλλη φορά.

Ήταν άλλωστε πολύ ευλαβής και εξαιρετικά κατανυκτικός όταν λειτουργούσε.

Γι’ αυτό στην ενορία του εκκλησιάζονταν πιστοί κι από γειτονικά χωριά, που περπατούσαν ώρες για να φτάσουν.

Μερικές φορές έρχονταν στη λειτουργία χίλιοι και περισσότεροι πιστοί. Και όλοι αυτοί κατανύγονταν κι έκλαιγαν.

Στο τέλος μάλιστα της θείας αυτής μυσταγωγίας, το δάπεδο της εκκλησίας ήταν βρεγμένο από τα δάκρυά τους, λες και κάποιος είχε ρίξει νερό!.

 

UP