Με πολλήν δυσκολία σαν χελώνα προχώρησα λίγα μέτρα. Βάζω τον σταυρό μου και λέω: «Παναγία μου, δι’ ευχών του Γέροντά μου, βοήθησέ με». Μετά απ’ αυτήν την μικρήν προσευχήν αισθάνθηκα ότι το βαρέλι στην πλάτη ξελάφρωσε λιγάκι. Προχωρώ ακόμα· αισθάνομαι ακόμα πιο ελαφρά. Αρχίζω πια να περπατώ κανονικά.

Όμως σε λίγο αισθάνομαι ότι έφυγε όλο το βάρος. Μόλις δε άρχισα ν’ ανεβαίνω τ’ απότομα σκαλιά πίστεψέ με, αισθανόμουν σαν κάποιος από πίσω να μ’ έσπρωχνε. Τότε ανέβαινα σχεδόν τρεχάτος τα σκαλιά λέγοντας συγχρόνως συνέχεια και την ευχήν: «Κύριε, Ιησού Χριστέ…».

Στην απόστασιν από τον αρσανάν μέχρι τα καλυβάκια μας, ένα φορτωμένο μουλάρι θέλει περίπου δυο ώρες. Σε διαβεβαιώ, λιγώτερο από μια ώρα ανέβηκα φορτωμένος πενήντα οκάδες λάδι στην πλάτη. Μόλις έφθασα συνάντησα μπροστά μου τον Γέροντα. Λέω:

– Γέροντα, θαύμα μέγα το και το… και πάλι δεν συγκρατήθηκε ο Γέροντας. Αφού μ’ έσφιξε στην αγκαλιά του μου λέγει:
– Αυτό παιδί μου, είναι καρπός της τελείας υπακοής. Θέλεις όμως να σου πω κι εγώ; Από την ώρα που κατέβηκες μέχρι και τώρα με ασταμάτητα δάκρυα σου τραβούσα κομποσχοίνι».

 

Αυτό το θαύμα το πρωτοδιηγήθηκε ο Γέροντας Χαράλαμπος σ’ ένα αρχάριον αδελφόν, με αφορμή κάποιο παρόμοιο περιστατικό όταν εγκαταβιούσαμε στην Ν. Σκήτη.

Μόλις βράδυασε ακούγεται στον αρσανά κάποιος να φωνάζει μέσα από το καραβάκι: «Πατάτες-πατάτες… Παπα-Χαράλαμπε, έφερα τις πατάτες». Ακούει ο αδελφός αυτός τον Γέροντα να λέη:

– Αχ, τον ευλογημένον. Τέτοια ώρα ποιος να πάη στον αρσανάν;
Και ο αδελφός:
– Έχει ευλογία να πάω εγώ Γέροντα;
– Πήγαινε, παιδί μου, και η ευχή μου θα σε βοηθήση.

Κατεβαίνει ο αδελφός, αρπάζει το τσουβάλι και ανεβαίνει. Μόλις όμως ανηφορίζει, αισθάνεται και αυτός με την σειρά του τόσον ανάλαφρα, ώστε σε μερικά λεπτά έφθασε κιόλας στο καλύβι. Παρατηρεί τον Γέροντα, με το κομποσχοίνι και τα μάτια βουρκωμένα, ασυγκράτητα να τον αγκαλιάζη.

Δεν γνωρίζω αυτός ο αδελφός αν προόδευσε, όμως ο Γέροντας με την φυσικήν του απλότητα και το ξεχείλισμα της αγάπης του λέει:

– Θάρρος, παιδί μου, εσύ μια μέρα θα προκόψης στην καλογερική. Στην συνέχεια θυμήθηκε το θαύμα του βαρελιού και το διηγήθηκε στον αδελφόν αυτόν καταλεπτώς.

Από το βιβλίο του Ιωσήφ Μ. Δ., “Ιερομόναχος Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Ο διδάσκαλος της νοεράς προσευχής”.

Πηγή: www.pemptousia.gr

--------------------

Πόσο ταπεινώνεται ο άνθρωπος στα γεράματα! Οι γέροι σιγά –σιγά χάνουν τις δυνάμεις τους και μοιάζουν σαν το γερασμένο γεράκι. Όταν γεράσει το γεράκι ,πέφτουν τα φτερά του και οι φτερούγες του μετά είναι σαν σπασμένες τσατσάρες.

Θυμάμαι, στην Μονή Φιλοθέου ήταν ένας Προϊστάμενος που είχε πάει το 1914 εθελοντής από την Σμύρνη στην Αλβανία για να εκδικηθή τους Τούρκους, που είχαν σφάξει τον πατέρα του.

Μια φορά έπιασε ένα Τούρκο και πήγε να τον σφάξη. Εκείνος του είπε: « Η δική μας θρησκεία είναι άχαρη. Μας λέει και να σφάζουμε και να σκοτώνουμε. Η δική σας όμως δεν είναι τέτοια. Ο Χριστός σας λέει να μην σκοτώνετε » .

Μόλις το άκουσε αυτό τόσο συγκινήθηκε που πέταξε το ντουφέκι και σηκώθηκε και πήγε στο Άγιον Όρος ,για να γίνη καλόγερος. Έγινε καλόγερος, έγινε και Προϊστάμενος ,αλλά το αντάρτικο δεν του έφυγε.

Είχε όλα τα διακονήματα και όλα τα κλειδιά από τις αποθήκες τα είχε περασμένα στη ζώνη του. Κανείς δεν τολμούσε να του μιλήση. Αν ξεχνούσε κανένας Πατέρας να τον φωνάξη με τον τίτλο του, « Γέροντα Σπυρίδων », γινόταν θηρίο.

Μία Μεγάλη Σαρακοστή πήγαν στο μοναστήρι συμμορίτες και τους ζήτησαν τυριά. « Βρε γουρούνια, τους λέει αυτός, την σαρακοστή ζητάτε τυριά; » . Τους πέταξε έξω .

Μια άλλη φορά οι Πατέρες είχαν λύσει τους πολυελαίους ,για να τους καθαρίσουν. Είδαν οι συμμορίτες τα διάφορα εξαρτήματα που γυάλιζαν και νόμιζαν ότι ήταν χρυσά .

Πήγαν , τα έβαλαν σε τσουβάλια και μάζεψαν τα ζώα της περιοχής , για να τα μεταφέρουν. Μόλις τους είδε αυτός, τους πιάνει και παίρνει και τα αδειάζει από τα τσουβάλια. « Βρε σαβούρες, τους λέει, μπρούντζα είναι αυτά, μπρούντζα σαν εσάς! » . Καθόλου δεν δείλιαζε.

Στα γεράματά του όμως είχε αρρωστήσει και είχε ταπεινωθεί Με είχαν βάλει να τον βοηθώ λιγάκι. Μια φορά μου είπε: « Κάνε προσευχή. Αβέρκιε, δεν νιώθω καλά ».

Σηκώθηκα και άρχισα να κάνω κομποσχοίνι: « Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον τον δούλον σου, τον Γέροντα Σπυρίδωνα » . Μωρέ τον « Σπύρο » ,πες! μου λέει.

Πόσο τον είχαν ταπεινώσει η αρρώστια και τα γεράματα! Πρώτα που να τολμούσες να μην τον πεις « Γέροντα Σπυρίδωνα » !

Να, και ο πατέρας μου στα γεράματά του από μια μύγα ταπεινώθηκε. Μια μέρα τον βρήκε η αδελφή μου να κλαίη. « Τι έπαθες ,πατέρα; τον ρωτάει. Μήπως κανένα εγγονάκι σε πείραξε; » .

« Όχι, όχι , της λέει. Τι είναι ο άνθρωπος! Προσπαθούσα να σκοτώσω μια μύγα με τη μυγοσκοτώστρα και δεν μπορούσα. Έκανα έτσι να την χτυπήσω, έφευγε από εδώ. Έκανα έτσι, έφευγε από εκεί.

Εγώ, Όταν ήμουν νέος ,είχα τέτοιο σημάδι που τους Τσέτες δεν τους σκότωνα. Τους σημάδευα γύρω γύρω και τους ανάγκαζα να παραδοθούν.

Δεκαέξι χρόνων σημάδεψα ένα λιοντάρι ,το πλήγωσα και πάλεψα με το λαβωμένο λιοντάρι, και τώρα μια μύγα να μην μπορώ να την σκοτώσω! Α, τίποτε δεν είναι ο άνθρωπος » .

Ένιωθε ο καημένος ένα τίποτε ,σαν να μην είχε κάνει τίποτε στην ζωή του.

Και στο Άγιον Όρος ,στα γηροκομεία των Μονών, πόσο ταπεινώνονται τα γεροντάκια! Περνούν και δεύτερη… κουρά! Τους κόβουν τα μαλλιά ,για να μην έχουν πολλά και δυσκολεύονται να τα λούζουν.

Τους κόβουν και τα γένια, γιατί τρέχουν τα σάλια ,τα φαγητά ,και πώς να τα καθαρίσουν; Αυτή είναι η τελευταία κουρά. Η ταπεινή κουρά!

Από το βιβλίο «Οικογενειακή ζωή» του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου