Η Μαρία τον πίστεψε και έκανε αυτό που της είπε ο Γέροντας. Σιγά σιγά άρχισε να γίνεται καλύτερα και μετά θεραπεύτηκε τελείως. Έγινε πνευματικό παι­δί του πατρός Σεραφείμ.

Μετά την επανάσταση του 1917, όταν δύσκολα μπορούσε κανείς να βρει δουλειά, η Μαρία με την προσευχή του Γέροντα βρήκε μία θέση σ’ ένα από τα υποκαταστήματα της Κρατικής τράπεζας. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 της είχε συμβεί ένα περιστατικό που το διηγείται η ίδια.

«Την ημέρα που έγιναν όλα αυτά έπεσε μία πολύ δυνατή βροχή. Τα χρήματα ήδη τα είχαμε στείλει στην Κεντρική τράπεζα και εγώ νόμιζα ότι με περιμέ­νει μία ήσυχη νύχτα. Αλλά έκανα λάθος γιατί αυτή ακριβώς την νύχτα στην τράπεζά μας ήλθαν οι ληστές. Με έβαλαν στον τοίχο και οι ίδιοι άρχισαν να ψά­χνουν στα ταμεία αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίπο­τα.

Ένας απ’ αυτούς με πλησίασε με το πιστόλι και άρχισε να με απειλεί, λέγοντας ότι θα με σκοτώσει αν δεν θα τους πω που είναι κρυμμένα τα λεφτά. Τους εί­πα ότι όλα τα χρήματα τα πήγαν στην Κεντρική τρά­πεζα. Αλλά δεν με πίστεψαν.
Αυτή την στιγμή, βλέποντας μπροστά μου τον θά­νατο άρχισα να εξομολογούμαι φωναχτά τις αμαρτίες μου και μετά φώναξα:

-Παππούλη μου, με ακούς;

-Ποιον φωνάζεις; – με ρώτησαν οι ληστές.
-Φωνάζω τον πνευματικό μου πατέρα που με θε­ράπευσε από μία ανίατη ασθένεια και που μπορεί και εσάς να βοηθήσει αν μετανοήσετε.

-Μη μας κάνεις κήρυγμα, – είπε ένας απ’ αυτούς.

-Δεν σας κάνω κήρυγμα, θέλω μόνο να μου συγ­χωρήσει ο Θεός τις αμαρτίες μου πριν πεθάνω.
Μετά με σηκωμένα χέρια άρχισα να τους λέω για τον Γέροντα. Προς μεγάλη μου έκπληξη αυτοί με ά­κουγαν με προσοχή. Ένας απ’ αυτούς (ίσως ο ηγέτης τους), είπε:

-Αλήθεια λέει αυτή, τα χρήματα δεν υπάρχουν. Αυτός ο Γέροντάς της, πιο σωστά το όνομά του, της έσωσε την ζωή.
Οι ληστές έφυγαν χωρίς να μου κάνουν κακό. Εγώ ευχαρίστησα τον Κύριο και την επόμενη μέρα πρωί πρωί έτρεξα στον Γέροντα στην Λαύρα.
Τον βρήκα μέσα στο ναό του Αγίου Πνεύματος. Δεν πρόλαβα να ανοίξω το στόμα μου και αυτός μου είπε:

- Για την μετάνοιά σου, σε έσωσε ο Κύριος.
Ευχαρίστησα τον αγαπητό μου Γέροντα που δεν αφήνει ποτέ τα πνευματικά του παιδιά. Αυτός και με­τά βοηθούσε πολύ και εμένα και την οικογένειά μου».
Μια φορά ο Γέροντας είπε:

-Σε λίγο θα με κλείσουν στη φυλακή. Εσύ όταν θα με ξαναδείς μετά, μη φωνάξεις.
Αυτό έγινε λίγο πριν τον συλλάβουν οι αρχές.

Πέρασαν κάποια χρόνια και μία μέρα μία γνωστή είπε στη Μαρία:
-Έλα μαζί μου, θα σε πάω σ’ έναν άνθρωπο στην Βίριτσα.
Φτάσανε στην Βίριτσα στο σπίτι όπου ζούσε ο πα­τήρ Σεραφείμ. Δεν είχαν μπει ακόμα στο κελί του ό­ταν ο Γέροντας φώναξε:

-Έλα εδώ Μαρία μου!

Η Μαρία κατάλαβε ότι είναι ο Γέροντάς της και ήθελε να φωνάξει αλλά αμέσως θυμήθηκε τα λόγια που της είπε κάποτε: «Όταν θα με ξαναδείς μετά, εσύ μη φωνάξεις».
Και πάλι η ζωή της Μαρίας και όλης της οικογένειάς της συνεχίστηκε κοντά στον Γέροντα και δεν έ­καναν τίποτα χωρίς την ευλογία του. Το 1934 ο πατήρ Σεραφείμ τους είπε:

-Να πουλήσετε όλα που έχετε στο Λένινγκραντ και να χτίσετε σπίτι εδώ στη Βίριτσα. Θα γίνει πόλε­μος και δεν θα μπορέσετε να επιβιώσετε αν θα μείνετε στο Λένινγκραντ.
Πραγματικά έχτισαν σπίτι στην Βίριτσα όπου με­τακόμισαν λίγο πριν αρχίσει ο πόλεμος.

Με τις ευχές του Γέροντα κανείς από την οικογένειά τους δεν πέθα­νε, ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι του Λένινγκραντ πέ­θαναν από την πείνα όταν οι Γερμανοί πολιορκούσαν την πόλη. Και όλα τα παιδιά της Μαρίας που πολεμούσαν στο μέτωπο γύρισαν στο σπίτι. Επίσης ο Γέ­ροντας της έλεγε:

-Δεν θα αφήσω εσένα και την οικογένειά σου και μετά το θάνατό μου. Θα σας φροντίζω μέχρι το τέλος της ζωής σας και στην άλλη ζωή δεν θα σας αφήσω.
Και αυτά τα λόγια του πατρός Σεραφείμ έγιναν πραγματικότητα. Ένας εγγονός της Μαρίας έλεγε αργότερα ότι πάντα στη ζωή του αισθανόταν την παρου­σία του Γέροντα. Με τις ευχές του έγινε ιερέας και αργότερα αρχιερέας.

Θαύματα του Αγίου Σεραφείμ της Βίριτσα