Νὰ σᾶς παρουσιάσω μερικὲς εὐχάριστες εἰδήσεις ποὺ περιμένουν οἱ ἄνθρωποι, ἀναλόγως τῆς καταστάσεως ποὺ βρίσκονται.

; Ἕνας λόγου χάριν εἶνε χρεωμένος, βουτηγμένος μέσα στὰ χρέη , καὶ τὸν κυνηγοῦν ἡ ἐφορία, ἡ τράπεζα, οἱ δανεισταί του. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα κινδυνεύει νὰ τὸν συλλάβῃ ἡ ἀστυνομία νὰ τὸν ῥίξῃ στὴ φυλακή, κι αὐτὸς κρύβεται. Ἐνῷ λοιπὸν δὲν ἔχει μιὰ δραχμὴ γιὰ νὰ ἐλαφρώσῃ τὸ χρέος του καὶ βρίσκεται σὲ δύσκολη θέσι, ξαφνικὰ παρουσιάζεται κάποιος φίλος του, πηγαίνει στὴν τράπεζα καὶ ἐξοφλεῖ  ὅλο τὸ χρέος του. Ἔ, ἡ εἴδησις αὐτή, ὅτι βρέθηκε τέτοιος εὔσπλαχνος ἄνθρωπος, ἐὰν γιὰ μᾶς τοὺς ἄλλους ποὺ δὲν ἔχουμε χρέη εἶνε ἀδιάφορη, γι᾿ αὐτὸν ὅμως ποὺ εἶνε χρεωμένος, εἶνε χαρμόσυνη εἴδησι, αληθινό εὐαγγέλιο

 

. Νά ἕνας ἄλλος· εἶνε στὴ φυλακή . Ἔχει καταδικασθῆ εἰς θάνατον, καὶ τρέμει ὅταν ἀκούῃ κλειδιὰ στὴν πόρτα τοῦ κελλιοῦ· περιμένει νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν τόπο τῆς ἐκτελέσεως.Ἀλλ᾿ ἐνῷ βρίσκεται σ᾿ αὐτὴ τὴ στενοχώρια, ἔρχεται ὁ δεσμοφύλακας καὶ τοῦ λέει· Σήμερα ὁ ἀνώτατος ἄρχων ὑπέγραψε διάταγμα χάριτος· σοῦ χαρίζει τὴ ζωή!…

Αὐτὴ ἡ εἴδησι, ἐὰν γιὰ μᾶς ποὺ εἴμαστε ἔξω καὶ δὲν ἔχουμε καμμία ποινὴ εἶνε ἀδιάφορη, γι᾿ αὐτὸν τὸν κατάδικο εἶνε  χαρᾶς εὐαγγέλιο

 

. Κάποιος ἄλλος εἶνε ἐξόριστος σ᾿ ἕνα ξερονήσι. Δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τίποτα. Μόνο πηγαίνει κάθε βράδυ κοντὰ στὴ θάλασσα, παίζει μὲ τὰ βότσαλα, ἀγναντεύει τὸ πέλαγος, καὶ τὰ δάκρυά του πέφτουν στὸ ἁλμυρὸ κῦμα. Ἕνα πρωὶ ὅμως ὁ τηλεγραφητὴς τοῦ ἀναγγέλλει· Ἦρθε τηλεγράφημα· εἶσαι ἐλεύθερος, αὔριο μπορεῖς ν᾿ ἀναχωρήσῃς!… Φαντάζεστε τὴ χαρά του; Μόνο ὅσοι ἔκαναν ἐξόριστοι καὶ ἀπομονωμένοι, μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν. Ἡ εἴδησι αὐτὴ εἶνε γι᾿ αὐτὸν εὐαγγέλιο

 

. Κάποιος ἄλλος πάσχει ἀπὸ ἀσθένεια ἀνίατη , ποὺ ἐγὼ τὴ θεωρῶ κατάρα τῆς ἀνθρωπότητος, πληγὴ φαραώ. Οἱ γιατροὶ τοῦ δίνουν δύο - τρεῖς μέρες ζωή. Ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτιστὸ διάστημα αὐτὸ ἀκουστῇ ἀπὸ τὸ ῥαδιόφωνο, ὅτι «Ἀνακαλύφθηκε τὸ φάρμακο τοῦ καρκίνου!…», φαντάζεστε τί χαρὰ θὰ αἰσθανθῇ αὐτὸς καὶ τὸ σπίτι του; Γι᾿ αὐτὸν ἡ εἴδησι αὐτὴ θὰ εἶνε εὐαγγέλιο 

 

. Ἕνα παράδειγμα τώρα, ὄχι πλέον γιὰ ἄτομα ἀλλὰ γιὰ ὁλόκληρο ἔθνος, εἶνε τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα. Τὸ ἔθνος μας ἔζησε 400  χρόνια σκλαβιά Ὅλοι οἱ Ἕλληνες, γονατιστοὶ στὰ ἐξωκκλήσια καὶ στὰ μοναστήρια, παρακαλοῦσαν τὴν Παναγία καὶ τὸ Χριστὸ νὰ μᾶς ἐλευθερώσῃ. Ὅταν λοιπὸν ἦρθε ἡ ἅγια αὐτὴ μέρα, κι ἀκούστηκε ὅτι ἡ πατρίδα ἐλευθερώνεται, μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τὴ χαρά;…

 

Ἀλλὰ δὲν σᾶς εἶπα τίποτα ακόμη. Ὦ ἀδελφοί μου, ἔφθασα στὴν οὐσία τοῦ θέματος. Ἂν δὲν τὸ καταλάβουμε αὐτό, μάταιες οἱ γιορτές μας, μάταια τὰ ψαλσίματα, μάταια ὅλα.

Μέσα στὰ τόσα «εὐαγγέλια» τοῦ κόσμου, ἕνα εἶνε τὸ εὐαγγέλιο . Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὑπὸ τὸν οὐρανόν. Καὶ τὸ εὐαγγέλιο αὐτό, ὅπως μᾶς τὸ κηρύττει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ποιό εἶνε;

 

Πίσω ἀπὸ τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου (τὴ ζωή, τὴν ὑγεία, τὸν πλοῦτο, τὸ γάμο, τὴ διασκέδασι…), βρίσκεται κάτι ποὺ ὅλα τὰ ἐκμηδενίζει…Καὶ αὐτὸ εἶνε ὁ θάνατος ! Καὶ πίσω ἀπὸ τὸ θάνατο εἶνε κάτι ἄλλο ἀκόμη πιὸ φοβερό, μιὰ ἄλλη συμφορά, ἀπ᾿ τὴν ὁποία προέρχονται ὅλες οἱ θλίψεις· καὶ αὐτὴ εἶνε ἡ  ἁμαρτία . Ποιός λοιπὸν κατώρθωσε νὰ ἐκμηδενίσῃ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία;

Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ σήμερα ἔγινε καὶ Υἱὸς τῆς Παρθένου . Νά γιατί ἡ ἡμέρα αὐτὴ εἶνε ἡμέρα τοῦ μεγαλυτέρου Εὐαγγελίου  . Εἶνε ἡ ἡμέρα ποὺ «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τὸ Χαῖρε» (Ἀκάθ. ὕμνος) . Χαρᾶς εὐαγγέλια,διότι θὰ γεννηθῇ Ἐκεῖνος ποὺ θὰ νικήσῃ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε λόγια οὐράνια, λόγια ποὺ κι ὁ πιὸ ἀπελπισμένος, ἂν τὰ δεχτῇ, τὸν κάνουν νὰ θέλῃ νὰ ζήσῃ· ἀλλὰ καὶ ὁ θεωρούμενος ὡς πιὸ εὐτυχής, ἂν τὰ δεχτῇ, θέλει νὰ φύγῃ καὶ νὰ πάῃ στοὺς οὐρανούς. Ναί, τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἡ χαρμόσυνη εἴδησι τοῦ ἀγγέλου, ὅτι τὰ δεινὰ τῆς ἀνθρωπότητος παύουν, ὅτι χαρὰκαὶ ἀγαλλίασις ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο.

 

Ἀδελφοί μου, ώς ἀλήθεια καὶ ὡς περιεχόμενο, τὸ εὐαγγέλιο πρέπει νὰ μπῇ στὴν καρδιά μας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὡς βιβλίο δὲν ἀρκεῖ νὰ τὸ ἔχουμε ἀργυρὸ καὶ χρυσὸ πάνω στὴν ἁγία τράπεζα ἢ ψηλὰ στὰ εἰκονίσματα.Ἄσε σήμερα καὶ παρελάσεις καὶ ὅλα τὰ ἄλλα.Κάθησε στὸ σπίτι, πάρε τὸ Εὐαγγέλιο στὰ χέρια σου καὶ μελέτησέ το. Ἔτσι θὰ γίνῃ καὶ προσωπικό.

Καὶ ἂν μπορῇς, πὲς μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο τὰ λόγια αὐτά· «Ἐγώ, Κύριε , ὄχι ἄλλος, εἶμαι ὁ χρεώστης, καὶ σὺ ἐκεῖνος ποὺ ἐξοφλεῖ τὸ χρέος μου.Ἐγὼ εἶμαι ὁ θανατοποινίτης, καὶ σὺ ὑπέγραψες τὸ διάταγμα τῆς ἀμνηστείας μου. Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἐξόριστος ἀπὸ τὴν πατρίδα· καὶ σὺ μὲ ἐπανέφερες σ᾿ αὐτήν. Ἐγὼ ὁ καρκινοπαθής, καὶ σὺ μοῦ δίνεις τὸ φάρμακο· ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός, καὶ σὺ ὁ Σωτήρας μου· ἐγὼ τὸ ἀπολωλός, καὶ σὺ ὁ ποιμὴν ὁ καλός…».

Ἔτσι νὰ τὸ αἰσθανθοῦμε, ἀδελφοί μου, τὸ εὐαγγέλιο  . Νὰ τὸ αἰσθανθῇ καὶ ὁ μικρὸς καὶ ὁ μεγάλος.

Νὰ μπῇ στὸ σπίτι καὶ στὴν καρδιά μας, νὰ μπῇ στὰ σχολεῖα, στοὺς στρατῶνες,στὰ ἐργοστάσια, στὰ δικαστήρια –ὄχι γιὰ νὰ τὸ παλαμίζουμε–, στὶς στεριὲς καὶ στὶς θάλασσες, παντοῦ , ἀπὸ τὶς καλύβες μέχρι τὰ ἀνάκτορα.

 

Νὰ μὴν ὑπάρχῃ ψυχὴ ποὺ νὰ μὴν ἔχῃ τὸ Εὐαγγέλιο. Νὰ μπῇ μέσα στὶς φλέβεςμας, στὸ αἷμα μας, στὶς ἶνες μας. Κι ὅταν τὸ Εὐαγγέλιο γίνῃ ἡ ζωή μας, ὁ ἥλιος καὶ τὸ φῶς, τὸ φάρμακό μας, ὅταν γίνῃ ὁ ἄξονας τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, ὤ, τότε «Εὐαγγελίζου,γῆ, χαρὰν μεγάλην, αἰνεῖτε, οὐρανοί, Θεοῦ τὴν δόξαν» (μεγαλυν.)

 

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος-