«Ξέρω πάλι άλλους. στην αρχή ρωτούσαν για να μάθουν την ευχή, αλλά από το θέλημά τους δεν βγαίνουν. Θεληματάρης και ευχή, μέρα με τη νύχτα. Θέλημα, σημαίνει εγωισμός. Αποτέλεσμα: που να βρουν ευχή! Τα βρήκαν μπαστούνια. Απογοητεύτηκαν, σταμάτησαν την ευχή, και το φοβερό, έγιναν οι μεγαλύτεροι πολέμιοι της νοεράς προσευχής».

***

Έλεγε σε κάποιο κοσμικό: «Εσύ ποθείς να αποκτήσεις νοερά προσευχή. Ξέρεις τι θα πει καθαρή προσευχή; Ξέρεις τι θα πει να κολλήσει ο νους στην καρδιά; Να ξεπατώσεις από μέσα όλη την σκουριά και να προσηλωθείς, να κολλήσεις μόνο στο νόημα της ευχής; Έτσι εύκολα βγαίνουνε οι σκουριές; Όμως, για να καθαρίσει ο νους θέλει ησυχία. Όχι με το ένα κουτάλι να βγάζεις και με το άλλο να βάζεις. Αγωνίζεσαι την νύχτα να τα διώξεις, την άλλη μέρα ξανά γυρνάς πίσω στα ίδια. Αν την ημέρα πέρασες μέσα σε θέατρα, σε χορούς και τραγούδια, τότε αν μπορείς το βράδυ διώξε τα για να πεις καθαρά, έστω και μια ευχή. Ούτε όρεξη για προσευχή δεν θα έχεις».

***

«Προχθές ήρθε ένας γύφτος για πανταχούσα (ελεημοσύνη). Αυτός μια ζωή, έτσι γυρνά και μαζεύει. Δεν μπορώ και να τον διώξω. Σε παρακαλά τόσο ταπεινά, μέχρι που πέφτει στα πόδια σου. Από την μια, καταλαβαίνεις ότι είναι απατεώνας, από την άλλη δεν μπορείς και να μην ελεήσεις. Ε,  αν αυτός για τα υλικά παρακαλά τόσο ταπεινά, πόσο εμείς πιο πολύ για τα πνευματικά!

Ο άνθρωπος τον συνάνθρωπό του τον λυπάται και τον ελεεί, πόσο μάλλον ο Πανάγαθος Θεός λυπάται και ακούει αυτούς που τον παρακαλούν! Αυτό μου φαίνεται εννοεί ο Χριστός εκεί που λέει στο Ευαγγέλιο, ότι οι υιοί του κόσμου τούτου είναι σοφότεροι από τους υιούς της βασιλείας του Θεού. Όσο μπορείς, παιδί μου, με φόβο Θεού νοερώς να πέσεις και συ, σαν τον γύφτο, στα πόδια του Χριστού μας».

***

Είπε για την ευχή ο Γέροντας: «Όσες εικόνες του κόσμου έχεις μέσα σου, όλες, σαν ταινία θα σου τις γυρίζει ο πειρασμός στο μυαλό. Εσύ την ευχή. Επιμονή, υπομονή, και βία. Όσο μπορείς διώχνε οποιαδήποτε φαντασία καλή, κακή. Μόνο τα πέντε αυτά λόγια της ευχής, να βιαστείς όσο μπορείς να τα κατανοείς».

***

«Από όσα γράφουν οι άγιοι Πατέρες, αλλά και από την πείρα μου, βλέπω ότι η νοερά προσευχή είναι για όλους τους Χριστιανούς. Όχι όμως για τους αιρετικούς, και ακόμα πιο δύσκολα για τους αλλόδοξους».

***

«Ο Χριστιανός με το βάπτισμα, βάζει μέσα του την χάρη, βάζει μέσα του τον Χριστό. Όταν όμως αμαρτήσει, διώχνει την χάρη. Η αμαρτία μας χωρίζει, σαν ένα τείχος, από τον Χριστό. Φωνάζεις “ Κύριε Ιησού Χριστέ…”, αλλά η πόρτα είναι κλειστή.

Με την μετάνοια και την εξομολόγηση πέφτει η αμαρτία. πέφτει ο τοίχος. Συμφιλιώνεται ξανά ο άνθρωπος με τον Θεό.

Είναι για παράδειγμα, σαν να είχες κάποιον άρχοντα φίλο σου. Σε μια στιγμή κάτι του έφταιξες και τα χαλάσατε. Έλα όμως που τον έχεις ανάγκη. Θέλεις, δεν θέλεις, ταπεινώνεσαι και του βάζεις μετάνοια. Αφού ξανασυμφιλιώθηκες, τότε έχεις θάρρος να του πεις: “Φίλε, σε παρακαλώ, κάμε μου μια χάρη”. Χάριν της φιλίας δεν θα σε ακούσει; Ε, πόσο μάλλον ακούει ο Χριστός, όταν ο άνθρωπος συμφιλιωθεί μαζί Του».

***

-Αχ, Γέροντα, καλή και η εξομολόγηση, αλλά ο κόσμος δεν μας αφήνει να σωθούμε. βγαίνεις από το εξομολογητάρι. πάλι βλέπεις τα ίδια, ακούς τα ίδια, σκανδαλίζεσαι, θυμώνεις, φθονείς, κατακρίνεις…

-Εσύ δεν μιλάς σωστά. Ο Χριστός είπε, αν σε πειράζει το μάτι σου βγάλε το, δεν είπε βγάλε του αλλουνού. Βλέπεις μια γυναίκα ντυμένη άσεμνα. αυτή τη δουλειά της, εσύ τη δουλειά σου. Βγάλε το μάτι σου, σημαίνει κατέβασέ το κάτω, να μη περιεργάζεσαι. Αν είσαι τόσο αδύνατος και ούτε αυτό δεν κάνεις, τότε μην αιτιάσαι άλλους. Να λές, “αλλοίμονό σου ταλαίπωρε, φιλήδονε, μοιχέ. σου αρέσει ώστε η αμαρτία!”.

Ο τέλειος, βλέπει και δεν σκανδαλίζεται. ο αγωνιστής φεύγει όσο μπορεί τα αίτια. Ο χαύνος, μπαίνει μόνος του στη λαύρα της αμαρτίας και μετά… φταίνε οι άλλοι. Δικαιολογία… όπως η Εύα».

***

«Ξέρεις πόσες τέτοιες περιπτώσεις έχω, όπου με αφορμή κάποιον πειρασμό έμαθαν οι ίδιοι να προσεύχονται και με την σειρά και την υπομονή κέρδισαν και τους άλλους;»


«ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ» Ιωσήφ Μ.Δ.


Από τις πολλές αρετές που κοσμούσαν την απλή και καθαρή ψυχή του Ηγουμένου παπα-Χαραλάμπους Διονυσιάτου, ξεχώριζε η ελεημοσύνη. Δεν είχε όρια. Τα έδινε όλα. Κανείς δεν έφευγε με άδεια χέρια.

Καμμία άλλη αρετή δεν εξομοιώνει τόσο τον άνθρωπο με τον Θεό, όσο η ελεημοσύνη, κατά τον άγιο Χρυσόστομο. Και τον Γέροντα παπα-Χαράλαμπο που είχε την αρετή της ελεημοσύνης, τον συγχωρούν όσοι ευεργετήθηκαν απ’ αυτόν, και φυσικά και ο ίδιος ελεήθηκε από τον Θεό. Αιωνία η μνήμη του π. Χαραλάμπους του ελεήμονος.

Μερικά περιστατικά θα δείξουν το μέγεθος της ελεημοσύνης του, που στην εποχή του δεν είχε τον όμοιό του. Θα του άξιζε να χαρακτηρίζεται “νέος ελεήμων”, σαν τον άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα.

Όταν εγκαταστάθηκε στο Κελλί Μπουραζέρι με την συνοδεία του οι προκάτοχοί του Ρώσσοι του άφησαν κληρονομιά αρκετές λίρες. Ο παπα-Χαράλαμπος. επειδή αυτές δεν τις απέκτησε με τον ιδρώτα του, τις πήρε και τις μοίρασε στα Μοναστήρια.

Πολλές φορές, όταν του ζητούσε βοήθεια κάποιος φτωχός, έδινε όλα τα χρήματα που είχε το ταμείο του Κελλιού και υστέρα δεν είχαν να αγοράσουν τρόφιμα.

Οι πατέρες καλλιεργούσαν τον κήπο. Άφηναν έξω από την μάνδρα στον δρόμο, καφάσια με κηπευτικά και μπορούσαν οι περαστικοί να παίρνουν όσα ήθελαν.

Όταν ήταν στο Μπουραζέρι, πολλοί πατέρες της Καψάλας τον είχαν παρηγοριά, Ό,τι χρειάζονταν, πήγαιναν εκεί να το ζητήσουν. Και ο ίδιος με χαρά έδινε περισσότερα απ’ ό,τι του ζητούσαν. Όταν ήθελαν ζώο για να μεταφέρουν κάτι, πήγαινε ο ίδιος να το σαμαρώσει. Όταν στην θεία Λειτουργία έρχονταν πατέρες, ο ίδιος πήγαινε μετά την θεία Λειτουργία στην πόρτα, μην προλάβουν και φύγουν, για να τους κρατήσει να φάνε στην τράπεζα, ή να τους δώσει κουμπάνια. Μία φορά έδωσε σ’ έναν ασκητή ένα καρπούζι τόσο μεγάλο, που εκείνος δεν μπορούσε να το σηκώσει.

Πέρασε κάποτε από ένα γυναικείο μοναστήρι της Ηπείρου. Είπε στις αδελφές να τον αφήσουν λίγο να προσευχηθεί μόνος του στην θαυματουργό εικόνα της Παναγίας. Έπειτα άφησε έναν φάκελλο με αρκετά χρήματα. Οι αδελφές συγκινήθηκαν αλλά και θαύμασαν, γιατί τότε είχαν μεγάλη ανάγκη από αυτά τα χρήματα.

Όταν έγινε Ηγούμενος στου Διονυσίου, μοίραζε ευλογίες σε όλους. Έβλεπες στην πύλη του Μοναστηριού αραδιασμένες φιάλες, μπετόνια, νταμιτζάνες που έφερναν οι πατέρες από την έρημο, τις οποίες με εντολή του γέμιζαν κρασί, ρακί, λάδι και τις έδιναν ευλογία στους ασκητές μαζί με κηπευτικά, ψωμί και άλλα τρόφιμα.

Το μοναστήρι του Διονυσίου έχει ένα Μετόχι στην Χαλκιδική χιλιάδων στρεμμάτων δασικής έκτασης. Όταν του ζήτησε γνωστός του Γέροντας μία μικρή έκταση για το Ησυχαστήριό του, ο παπα-Χαράλαμπος ήθελε να του δώσει την μισή.

Ως Ηγούμενος λειτουργούσε κάθε μέρα. Τα χρήματα που του έδιναν για τις Λειτουργίες διάφοροι, δεν τα έβαζε στο ταμείο της Μονής, αλλά τα μοίραζε ελεημοσύνη.

Όταν περνούσε φτωχός με πανταχούσα, ρωτούσε τον κάθε Προϊστάμενο πόσα να του δώσουν. Έπειτα ρωτούσε, πόσο κάνουν όλα μαζί αθροισμένα αυτά που πρότειναν οι προϊστάμενοι και συμπλήρωνε: «Και άλλα τόσα από μένα».

Κάποτε έβαλε κανόνα σε νέο να κάνει έναν αριθμό μετάνοιες. Του φάνηκαν πολλές. «Άφησέ τις», του είπε ο παπα-Χαράλαμπος, «θα τις κάνω εγώ». Ο νέος φιλοτιμήθηκε και ύστερα τις έκανε.

Ζήτησε να εξομολογείται στον παπα-Χαράλαμπο ο διακο-Διονύσιος ο Φιρφιρής και του είπε: «Αν θέλεις να έρθεις σε μένα, πρέπει πρώτα να κλείσεις το μαγαζί». Ο γερο-Διονύσιος τον άκουσε και έκλεισε το μαγαζί εκκλησιαστικών ειδών που είχε στις Καρυές.

Κάποιος ανέφερε στον παπα-Χαράλαμπο ότι ένας γνωστός παπάς λέγει ότι η κανδήλα της Παναγίας στων Ιβήρων δεν κουνιέται μόνη της, αλλά την κουνούν οι καλόγεροι, και του απάντησε: «Να του πεις να βγάλει τα ράσα».

Κάποτε του είπε γνωστός του ότι ο Πατριάρχης ζητά να προσεύχεται γι’ αυτόν. Απορούσε, έκανε τον Σταυρό του και έλεγε: «Και πού με ξέρει έμενα;». Και στενοχωρημένος συμπλήρωνε: «Αλλοίμονο στον μοναχό που έχει όνομα και δεν έχει χάρη».

Κάποτε βρέθηκε στο Κονάκι τους στην Θεσσαλονίκη. Εκείνη την ημέρα είχε εκεί κοντά λαϊκή αγορά. Πήγαινε με τον μοναχό που τον συνόδευε στον κάθε μικροπωλητή, και από την ελεήμονα διάθεσή του αγόραζε κάτι για να τους βοηθήσει. Από την μεγάλη του απλότητα, όταν πέρασε μπροστά από κάποιον που πουλούσε γυναικεία καλλυντικά, χωρίς να γνωρίζει τι είναι αυτά, αγόρασε και από εκεί κάτι, ενώ το καλογέρι του έλεγε να μην πάρουν για να μη σκανδαλίσουν.

Διηγείτο ο παπα-Χαράλαμπος:

«Τις πρώτες δύο-τρεις βραδιές που ήρθα και έμενα στο ασκητήριο του γερο-Ιωσήφ ως κοσμικός, ο διάβολος τέτοια λύσσα είχε, που δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ και να κάνω προσευχή. Πάω να κοιμηθώ και να, ο διάβολος επάνω μου ολόκληρος. Πότε σαν σκύλος, πότε σαν άνθρωπος, πότε σαν λιοντάρι. Εγώ από τον φόβο μου σηκωνόμουν και έκανα προσευχή.

Έμεινα άυπνος τελείως και την ημέρα δεν μπορούσα να κάνω τα καθήκοντά μου, να προσευχηθώ. Όταν με ρώτησε ο Γέροντας  πώς περνώ, του είπα τι συμβαίνει· με συμβούλεψε, όταν κοιμάμαι και έρχεται ο διάβολος από το ένα μέρος, να γυρίζω από το άλλο. Να κάνεις τον Σταυρό σου, να γυρίζεις από το άλλο πλευρό και θα φύγει, Μη δίνεις σημασία. Θα μάθεις να τον πολεμάς και ύστερα δε θα τον προσέχεις καθόλου. Έτσι πράγματι και έγινε».

«Αφού έπαθα μερικές φορές από το θέλημά μου και είδα ότι ο Γέροντας έχει δίκαιο, έπειτα έβαλα μυαλό. Από τότε ούτε σκεπτόμουν τι θα κάνω. Ό,τι πει ο Γέροντας. Τίποτα δε σκεπτόμουν. “Κάνε παπά αυτό”, μου έλεγε, “ να ‘ναι ευλογημένο”, “Πήγαινε, παπά, εκεί”, “να ‘ναι ευλογημένο”. Σαν υποτακτικός δεν είχα στόμα. Μόνο αυτιά. Μου έλεγε ο Γέροντας κάτι και αμέσως έτρεχα να κάνω την εντολή του Γέροντα. Έκτοτε πήρα πολλή χάρη. Όταν άρχισα να μην αντιλέγω στον Γέροντα και στους αδελφούς ακόμη, με επισκεπτόταν η χάρις συχνά. Πλημμύρισα από χάρι κάνοντας υπακοή».

Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, ενώ δούλευε ως συνήθως πάρα πολύ, εξομολογούσε, έκανε τη νύχτα αγρυπνία και πολλές μετάνοιες, δεν έτρωγε τίποτε. Όταν το στόμα του ξηραινόταν, έπινε μόνο λίγο νερό.

Δύο μοναχοί επισκέφθηκαν το μοναστήρι του Διονυσίου. Ζήτησαν να δουν τον γνωστό τους ηγούμενο παπα-Χαράλαμπο και τους είπαν ότι είναι στο γραφείο του. Χτύπησαν την πόρτα λέγοντας το «Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Άνοιξε λίγο την πόρτα, έβγαλε μόνο το κεφάλι του έξω ο πανοσιώτατος Καθηγούμενος να δει ποιος είναι, και με απλότητα και φυσικότητα τους είπε: «Θέλω ακόμα εικοσιπέντε μετάνοιες να τελειώσω τον κανόνα». Έκλεισε την πόρτα, τελείωσε τις μετάνοιες και ύστερα απλά και εγκάρδια τους κάλεσε να μπουν στο ηγουμενικό γραφείο. Οι πατέρες θαύμασαν την ακρίβεια στην άσκηση και την απλότητα του αγίου Γέροντος.

Ο παπα-Χαράλαμπος κάποια μέρα έβγαζε με ένα καλογέρι του κοκκινόχωμα, και πέρασε κάποιος έφιππος. Το ζώο φοβήθηκε και τον έριξε κάτω. Εκείνος άρχισε να βρίζει τον παπα-Χαράλαμπο με τα χειρότερα λόγια. Ο Γέροντας, ενώ άκουγε τις βρισιές, δεν είπε τίποτε και ήταν ήρεμος.

Έλεγε: «Η μικρή αμέλεια φέρνει την μεγάλη και μετά την πτώση. Η μικρή βία, την μεγάλη βία και αυτή ύστερα τον αγιασμό».

«Εμείς οι Πνευματικοί, θα πάμε στην κόλαση από τις πολλές οικονομίες που κάνουμε».

Αγαπούσε ιδιαίτερα τους μοναχούς που έκαναν πολλά κομποσχοίνια. Κάποιος έκανε σε έξι ώρες αγρυπνία με 120 τριακοσάρια.

Ήταν τόσο καθαρός και ασκανδάλιστος, ώστε έλεγε: «Να με βάλεις να κοιμηθώ σ’ ένα μπουλούκι γυναίκες μέσα, δεν αισθάνομαι τίποτε». Σε όλη του την ζωή μία φορά έπαθε ενυπνιασμό.

Έλεγε ο παπα-Χαράλαμπος ότι τις σαρκικές αμαρτίες τις αγνοούσε παντελώς. Σαν Πνευματικός, αργότερα έμαθε ότι γίνονται και σαρκικές αμαρτίες. Τόση καθαρότητα είχε.

Άκουγε στην εξομολόγηση βαρείες αμαρτίες και με απλότητα και απορία έλεγε:

«Αλήθεια είναι; Μά καλά κάνουν όλα αυτά;».

Κάποιος μοναχός στο Μοναστήρι συχνά παρεξηγείτο με τον Ηγούμενο. Πήγαινε το πρωί ο πα­πα-Χαράλαμπος, χτυπούσε την πόρτα του και εκείνος δεν απαντούσε από πείσμα. Του έλεγε παρακλητικά και ταπεινά: «Πάτερ… άνοιξε να συγχωρεθούμε, θα λειτουργήσω», και ήθελε να του βάλει μετάνοια.

Έλεγε: «Όποιος θέλει να πάει στην έρημο πρέπει να έχει δάκρυα. Αν δεν έχει να μην πάει μόνος του».

Έλεγε: «Ο νους στην ακολουθία να πηγαίνει στην ευχή όχι στα ακούσματα».

Ο παπα-Χαράλαμπος ήταν πολύ γερός οργανισμός και επί ώρες προσευχόταν όρθιος. Στην θεία Λειτουργία έκλαιγε συνέχεια και το πρόσωπό του αλλοιωνόταν, γινόταν αγγελικό, έτσι που δεν τον γνώριζες. Όταν τελείωνε την Λειτουργία, το πρό­σωπό του ερχόταν στο φυσικό.

(«Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση», Άγ. Όρος 2011, σ. 655-662)

Πηγή: fdathanasiou.wordpress.com