Είδα δάχτυλα γδαρμένα και βασανισμένα από το μεροδούλι και την βιοπάλη από της Δραπετσώνας τον μαχαλά, μα είδα και δάκτυλα απαλά και βαμβακένια με περιποιημένα μανικιούρ από τα μέρη της Κηφισιάς.

Είδα ανθρώπους ταλαιπωρημένους απ’ το άστυ και τις καπνισμένες πολυκατοικίες μα είδα και ανθρώπους ορεσίβιους και χωριάτες απ‘ τα ορεινά του Ολύμπου και της Σπάρτης.

Είδα στεριανούς, μα είδα και περήφανους Κρητικούς και νησιώτες με τον καφέ στο χέρι ύστερα από τ’ αγρύπνι στο πλοίο.

Είδα Καλόγριες με το κομβοσχοίνι στο χέρι και δεσποινίδες της «Χριστιανικής Εστίας» ενώ δίπλα τους να βοούνε με την ίδια φωνή γυναίκες με υπερβολικά μίνι και φτιασίδια που μόλις αναβαίνανε απ΄την οδό «Συγγρού».

Είδα νευρικούς μα και ήσυχους ανθρώπους …δίκαιους, αγίους, μα και αμαρτωλούς. Είδα πλούσιους (απ’ότι απομείνανε…) μα είδα και φτωχούς πατεράδες που αναμετρούσανε τα ψιλά στην φούχτα τους να δουν αν φθάνουν για να αγοράσουν να φάνε κάτι τα παιδιά τους...

Είδα καθωσπρέπει δεξιούς μα και απογοητευμένους αριστερούς… είδα λογικούς μα είδα και «τρελούς» με την καλή την τρέλα.

Ο καθείς εκπροσωπούσε αληθινά όλη του την πατρίδα με τα καλά και τα άσχημα της, με τα ίσια και τα στραβά της, με τον πόνο και τα οράματά της.

Ήταν πάνω του εκατομμυρίου, μα εμένα μου εφάνη πως ήταν εκεί όλος ο ντουνιάς και ολάκερη η Ελλάς ..δεν έλειπε κανείς.

Παρόντες και απόντες ήντουσαν παρόντες, όπως τότε στου Κυρίου την αδέκαστη Δευτέρα Του Παρουσία…»

π. Διονύσιος Ταμπάκης