– Ἔ, κάπως ἔτσι, παππού…

Κούνησε τὸ κεφάλι του λυπημένος ὁ γέροντας. Χαμήλωσε κουρασμένο τὸ βλέμμα του, ἔμεινε γιὰ λίγο σκεφτικός, κι ἔπειτα, χωρὶς νὰ τὸ σηκώσει πάλι, μονολόγησε:

– Δὲν πᾶμε καλά. Τὸ λέω ἐγώ. Θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός !

Καὶ βύθισε πιότερο τὸ κεφάλι στὸ στέρνο του.

– Παππού, θυμᾶσαι – τὸν ἔβγαλε ἀπ’ τὸν μελαγχολικό του βυθισμὸ ὁ ἐγγονός – θυμᾶσαι ποὺ ἐρχόμασταν μέρες Πάσχα στὸ χωριό, ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό, κι ἔτρεχα μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ ποιὸς θὰ χτυπήσει τὴν καμπάνα Μεγάλη Παρασκευή, ὅλη τὴ μέρα πένθιμα, καὶ μετά, τὴν Ἀνάσταση…; Τί γινόταν τότε!… Ἔ, θυμᾶσαι;

– Ἄχ, καλό μου παιδί, ἐσὺ μόνο αὐτὸ θυμᾶσαι! Φυσικὸ εἶναι. Στὴν πόλη μεγάλωσες, δὲ νογᾶς τί θὰ πεῖ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας. Γιὰ μᾶς στὸ χωριὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ξέρεις τί ἦταν ἡ καμπάνα;

Ὅλη ἡ ζωή μας μὲ τὴν καμπάνα κυλοῦσε. Θὲς χαρά, θὲς γάμος, θὲς πανηγύρι, θὲς θλίψη καὶ πένθος, κίνδυνος, φωτιά, μάζωξη τοῦ χωριοῦ στὴν πλατεία, ὅλα μὲ τὴν καμπάνα σημαίνουνταν. Μὲ τὴν καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς. Καταλαβαίνεις τί θὰ πεῖ αὐτό; Ἡ ἐκκλησιὰ ἦταν ἡ μάνα μας, καὶ ἡ καμπάνα ἡ φωνή της.

Ἔτσι τὴ νιώθαμε, γιόκα μου. Μιλοῦσε ὁ ἦχος της. Μὲ πιάνεις; Μιλοῦσε… Νά, τώρα δά, μοῦ ʼρθε στὴ σκέψη καὶ ὁ Παναής…

– Ποιὸς εἶπες, παππού;
– Ξέρεις τί θαῦμα ἔγινε μὲ δαῦτον τὸν ἄνθρωπο, παλληκάρι μου, μὲ τὴν καμπάνα; Σὰν τώρα θυμᾶμαι τὰ λόγια του, ποὺ μᾶς διηγιόταν στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ…

Ὁ Παναής, ποὺ λές, ἦταν φοβερὸς ἄνθρωπος. Ἀγρίμι σωστό. Ἀλειτούργητος καὶ ἀλιβάνιστος. Τσομπάνης πάνω στὸ βουνό, μὲ τὶς στάνες του καταγίνουνταν ὁλοχρονίς. Τὸ πόδι του εἶχε χρόνια ὁλόκληρα νὰ τὸ πατήσει στὴν ἐκκλησιά. «Δὲν πατάω ἐγὼ στὸ μαγαζὶ τοῦ παπᾶ», ἔλεγε. Δὲν ξέρω, κάτι, φαίνεται, παλιά, μιὰ παραξήγηση, κι οὔτε ἀπ’ ἔξω ἀπ’ τὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἤθελε νὰ περάσει, ἕνα σταυρὸ νὰ κάνει ὁ βλογημένος! Ἀλειτούργητος χρόνια καὶ ἀκοινώνητος, παιδί μου. Εἶχε ἀγριέψει τὸ πρόσωπό του. Κι ἀπ’ τὴν κοινωνία μέσα ξεχωρίστηκε, σάν – τί νὰ πῶ; – σὰν ἀφορεσμένος ἐκεῖ πὰ στὸ βουνό, ἀλάργα, στὶς στάνες…

Αὐτόν, ποὺ λές, τὸν Παναή, μιὰ μέρα τὸν εἴδαμε στὴν ἐκκλησιά. Κοιταχτήκαμε ἀναμεταξύ μας. Τί ἔπαθε ὁ Παναής; Τὸ κεφάλι χαμηλά, ἀξύριστο, ἄλουστο τὸ πρόσωπό του, κι οὔτε ποὺ τὸ σήκωνε μιὰ στάλα. Κάθισε σ’ ὅλη τὴ Λειτουργία καὶ μετὰ ἔφυγε σὰν κυνηγημένος. Καὶ τὴν ἄλλη φορὰ πάλι, καὶ πάλι.

Πρῶτος στὴν ἐκκλησιὰ Παναής. Ἡμέρεψε τὸ πρόσωπό του. Γιὰ καιρὸ ὅμως δὲ μιλοῦσε. Μιλιά, σοῦ λέω. Ἔπειτα ἀπὸ καιρὸ μᾶς βρῆκε στὴν πλατεία. Τὸν φωνάξαμε γιὰ καφὲ κι ἐκεῖ μᾶς τά ’πε ὅλα.

– Τί εἶπε, παππού;
– Σὰν τώρα θυμοῦμαι τὰ λόγια του: «Τί ’ναι αὐτὸ ποὺ μοῦ γίνηκε, ὠρὲ παιδιά; Δὲν μπορῶ νὰ τὸ γροικήσω. Μπορεῖτε σεῖς νὰ μοῦ τὸ ξηγήσετε; Ἤμαν, μαθές, πάνω κεῖ κι ἔβοσκα τὰ πρόβατα. Ἀπόβραδο, καὶ θὰ τά ’μπαζα σὲ λίγο στὴ στάνη. Ἔκατσα μιὰ στιγμὴ στὸ χορτάρι, ἔτσι φρέσκο πού ’ταν, Ἀπρίλης μήνας βλέπεις. Φύσαε στρωτὸ μαϊστράλι. Πεθαμένους ἀνάσταινε, τέτοια φυσηματιά. Ἔτσι μὲ ’σύχασε αὐτὸ τὸ ἀπόγι καὶ δὲν ἔλεα νὰ σηκωθῶ ἀπ’ ἐκεῖ. Καὶ τότε ἦταν… Ἦρθε στ’ αὐτιά μου ἡ καμπάνα. Ἡ καμπάνα τοῦ ἁϊ-Γιώργη, ἐδῶ, τῆς ἐκκλησιᾶς. Μπὰς καὶ πρώτη φορὰ τὴ γροικοῦσα; Κάθε μέρα δὲ χτύπαγε; Ἔ, σᾶς λέω, πρώτη φορὰ τὴ γροίκησα πραγματικά.

Δηλαδή, πῶς νὰ σ’ τὸ πῶ, βάρεσε μέσα μου ὁ χτύπος, κατάλαβες; Τινάχτηκα πάνου.

Γιὰ μένα βαράει ἡ καμπάνα, εἶπα. Γιὰ μένα! Τό ’νιωθα αὐτὸ τὸ πράμα, κατάλαβες; Κι ἀμέσως, σάν – τί νὰ πῶ; – σὰ λιβάνι νὰ μοῦ ’ρθε. Ἔπαθα, σοῦ λέω! Μ’ ἔπιασαν τὰ δάκρυα. Γιὰ μένα βαράει ἡ καμπάνα, ἔλεγα, γιὰ μένα! Νά, αὐτὸ ἔπαθα. Μπορεῖς τώρα σὺ νὰ τὸ ξηγήσεις;».

Αὐτὰ εἶπε ὁ Παναής. Καὶ τότε, ποὺ λές, γιόκα μου, σηκώθηκε ὁ γεροντότερος καὶ στάθηκε ἀναμεσά μας κι ἔδωσε ἑρμηνεία:

«Αὐτό, χωριανοί, δὲν εἶναι τυχαῖο πράμα. Παναή, αὐτὴ δὲν ἦταν ἡ φωνὴ τῆς καμπάνας. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ! Κατάλαβες; Μὲ τὴ φωνὴ τῆς καμπάνας σοῦ μίλησε ὁ Θεός. Σοῦ ’δωσε νόημα ὁ Θεὸς νὰ σὲ μπάσει στὴν ἐκκλησιά. Πῶς σὺ σφυρᾶς καὶ μπάζεις τὰ πρόβατα στὴ στάνη; Ἔτσι καὶ ὁ Θεός. Καὶ τό ’πιασες, Παναή, τὸ νόημα. Τό ’πιασες! Καὶ δὲν εἶσαι τώρα ὁ ἀλειτούργητος καὶ ὁ ἀκοινώνητος. Κατάλαβες, αὐτὸ ἦταν».

– Αὐτὸ ἦταν, γιόκα μου. Ἡ καμπάνα! Καὶ τώρα μοῦ λές, θὰ σημαίνει τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί, καὶ ὁ κόσμος θὰ βγαίνει στὴν ἀγορὰ γιὰ ψώνια. Ἄχ, καὶ θὰ μᾶς χάσει ὁ Θεός, παλληκάρι μου. Τί νὰ πῶ, δὲν ξέρω…( Περιοδικό «Ο Σωτήρ)

Τότε πού υπήρχε ευσέβεια… Οι  προσκυνητές του

Παναγίου Τάφου…
  

 

Είναι πανάρχαια ευλαβική συνήθεια των Χριστιανών η προσκύνηση του Παναγίου Τάφου του Χριστού και των Αγίων Τόπων. Από πόθο και ευλάβεια με κόπους, θυσίες και κινδύνους, πήγαιναν πολλοί έστω και μία φορά στην ζωή τους να προσκυνήσουν τα μέρη που έζησε και περπάτησε ο Χριστός.


       Πήγαιναν προετοιμασμένοι όσο το δυνατόν, καθαροί και Εξομολογημένοι. Άλλοι έκαναν την θυσία να πηγαίνουν με τα πόδια. Άλλοι μετέφεραν χρήματα και ευλογιές στα προσκυνήματα ως κτίστες και εργάτες. Προσκυνούσαν σ' όλα τα πανάγια προσκυνήματα, βαφτίζονταν στον Ιορδάνη ποταμό και έπαιρναν μαζί τους το Άγιο φως και διάφορες ευλογίες όπως σταυρουδάκια, σάβανα, κεριά κ.α.
      

Όταν επέστρεφαν στο χωριό όλοι οι κάτοικοι με τον ιερέα τους υποδέχονταν έξω από το χωριό, χτυπούσαν την καμπάνα και με  πομπή τους συνόδευαν μέχρι την Εκκλησία. Για την ευλογία που αξιώθηκαν να προσκυνήσουν στους Αγίους Τόπους τους έδειχναν σεβασμό και τους άλλαζαν και το όνομα, προσθέτοντας το τιμητικό Χατζής. Π.χ. ο Γιάννης ο Χατζής.

Το όνομα αυτό το κληρονομούσαν και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Η γυναίκα του Χατζή ήταν «Χατζέσκα» ή «Χατζίνα» ή «Χατζάνα» (οι ηλικιωμένες ) και τα παιδιά και τα εγγόνια του ήταν «Χατζούδες». Ο ιερέας, όταν μνημόνευε τα ονόματα των Χατζήδων, πρόσθετε και το προσκυνητής, ή προσκυνήτρια. Π.χ. Ερμιόνης προσκυνήτριας.
      

Οι Χατζήδες με το προσκύνημα τους δεν άλλαζαν μόνο το όνομά τους αλλά και την ζωή τους. Αφιερώνονταν  περισσότερο στην Εκκλησία με πιο τακτικό εκκλησιασμό, νηστείες, προσευχές, εξομολόγηση και θεία Κοινωνία αλλά περισσότερο απ' όλα πρόσεχαν να είναι δίκαιοι.

Απέφευγαν πάρα πολύ τη αδικία. Το χαρακτηριστικό τους ήταν ότι σ' όλη τους την ζωή δεν έπιαναν ζυγαριά να ζυγίσουν για να μην αδικήσουν στο ζύγι. Ακόμη και τα παιδιά τους δεν ζύγιζαν. Ζύγιζαν οι άλλοι και αυτοί γύριζαν το κεφάλι τους να μην βλέπουν αδιαφορώντας για το ενδεχόμενο να αδικηθούν. Μάλιστα στο ζυγισμένο σιτάρι άνοιγαν το τσουβάλι και έβαζαν και δυο χούφτες επιπλέον. Ή όταν κάτι αγόραζαν πάντα πλήρωναν κάτι παραπάνω από το κανονικό.
      

Κάποτε, σ' ένα χωριό ένας καρβουνιάρης περνούσε με το κάρο του πουλώντας κάρβουνα. Πήγε ένας να αγοράσει. Λέγει ο καρβουνιάρης. «Τα  κάρβουνα εσύ θα τα ζυγίσης, επειδή εγώ είμαι Χατζής και δεν ζυγίζω» Του απαντά και ο άλλος: « Και εγώ δεν ζυγίζω. Και εγώ είμαι χατζής».  Έτσι περίμεναν στον δρόμο μέχρι που πέρασε ο πρώτος περαστικός και ζύγισε εκείνος τα κάρβουνα.
      

Το προσκύνημα των Χατζήδων έδειχνε την αγάπη και την ευλάβεια τους προς τον Χριστό, αποτελούσε σταθμό στην ζωή τους, συγχρόνως δε και αφετηρία για καινή και πνευματική πολιτεία.

Η ενθύμιση του προσκυνήματος συντηρούσε και έτρεφε όπως το λάδι την φλόγα του καντηλιού, την αγάπη  τους προς τον Χριστό και την Παναγία, των οποίων αξιώθηκαν να προσκυνήσουν τον τόπο όπου έζησαν και πάτησαν τα άχραντα πόδια Τους.