Αφού προσκηνήσαμε εντός του Ι.Ναού κατευθυνθήκαμε στην μικρούλα έκθεση , όπως πάντα , για να αγοράσουμε καμιά ευλογία για τα παιδιά και τα εγγονάκια μας αλλά και για να ενισχύσουμε το πτωχό Μοναστήρι.Μαζί με εμάς έψαχνε στα ράφια της Έκθεσης  και ο αναφερόμενος υψηλός κύριος.

Τότε με περισσή ευγένια και με  καλωσύνη τον ερωτά η Ηγουμένη.

-- Θέλεις να σε βοηθήσω παιδί μου; Ψάχνεις κάτι για την γυναίκα σου;

Και εκείνος απαντά αγέρωχος και με θράσος

--Όχι για την γυναίκα μου, αλλά για τον άντρα μου !!!

Η Ηγουμένη ταρακουνήθηκε, σαν να μην άκουσε καλά και τον ξαναρωτά ,όπου   λαμβάνει και την ίδια απάντηση.

--Ρέ σύ, και συ μ’ «αυτούς» είσαι; του λέει.

-...

-- Ρέ δεν ντρέπεσαι !, ρέ φύγε από ΄δω !!!

-...

- Τόσες γυναίκες ρέ, και σύ  πάς με άντρες; Και το καυχιέσαι κιόλας;

Η πίεσή της θα είχε φτάσει τουλάχιστον στο εικοσιπέντε και η μαύρη κεφαλομαντήλα κόντευε να εξαερωθεί από την αγανάκτησή της.

Δεν περίμενε τούτη η Μοναχούλα να γίνει παλλικάρι και φοβισμένος με την ουρά στα σκέλια την κοπάνησε ο «τοιούτος» σαν βρεγμένη γάτα, δίχως να μπορεί να απολογηθεί.

Ακούγοντας , όσο μπορούσε  να αφουγκρασθεί, η γερόντισσα... 90 χρονών τώρα κατέφθασε με την μαγκουρίτσα της στην έκθεση

-Τι έγινε βρε παιδιά;

-Τι έγινε; Ήρθε ένας «τοιούτος» !

-Ένας πτυχιούχος;

Εν τω μεταξύ ο περήφανος κίναιδος είχε εξαφανισθεί και τότε πιο ήρεμη η Ηγουμένη , καθισμένη σε μία παλαιά καρέκλα μονολογούσε στεναχωρημένη.

-Βρε τον ευλογημένο! Και μεις αμαρτωλοί είμαστε, όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε, ο καθείς με τα πάθη του και τα λάθη του, αλλά ας έχουμε και λίγο αυτογνωσία και μετάνοια και όχι  να σου έρχεται με θράσος μέσα στο Μοναστήρι του Θεού και να καυχιέται κιόλας που είναι τοιούτος;

Τότε επενέβην και εγώ.

--«Το αμαρτάνειν ανθρώπινον , το εμμένειν Σατανικόν».

-- Γειά στο στόμα σου παιδί μου.Τα ύστερα του κόσμου.Τί να κάνω; να τον χαϊδέψω; Στο Χριστό πάμε με αληθινές κουβέντες και όχι με παραμύθια.

Και αφού κερασθήκαμε ένα ωραίο γλυκό κουταλιού, λάβαμε την ευλογία από την Γερόντισσα , μία σύγχρονη Μπουμπουλίνα, και με ελπίδα,διότι υπάρχουν ακόμη Λεωνίδες, πορευτήκαμε εις το  κλεινόν αστυ.

«Δάσκαλος»