Xristos-3                    XRISTOS timoni                                                            

                                   Xristos-2                                

 

«Εγώ ειμί το Φώς τού κόσμου· ο ακολουθών εμοί ού μή περιπατήσει έν τή σκοτία, αλλ ΄ έξει το Φώς τής ζωής» ( Ιωάν. η΄ 12).

                            


Η
πρώτη καί η τρίτη εικόνα τού ίδιου τού Χριστού στόν αέρα, βρέθηκαν  σε εμφάνιση φίλμ από φωτογράφιση σε έναν ερειπωμένο ναό καί χωρίς να υπάρχει μέσα τέτοια Εικόνα! 

Τό βλέμμα Του, βαθύ, στοχαστικό, καί λυπημένο, είναι σάν να απευθύνεται σ΄ εναν κόσμο πού χάνεται, καί πού δέν λέει να μετανοήσει...

 

VatikanoGOverno


Ο Χριστός καί οί Άγιοι Απόστολοι δέν είχαν Κράτος ούτε Κυβέρνηση όπως συμβαίνει μέ τό Βατικανό σήμερα...




Το παρακάτω άρθρο του τότε ιεροδιακόνου π. Παύλου Μπάλλεστερ - Κονβαλιέρ δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Κιβωτός», Ιούλιος 1953, σελ. 285 - 291 και Δεκέμβριος 1953, σελ. 483 - 485.Ο μεταστραφείς στην Ορθοδοξία πρώην Φραγκισκανός μοναχός προήχθη σε τιτουλάριο επίσκοπο Ναζιανζού της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής με έδρα το Μεξικό. Εκεί είχε μαρτυρικό τέλος ο ομολογητής αυτός της Ορθοδόξου πίστεως. Την είδηση της δολοφονίας του ανέγραψε στην πρώτη σελίδα η εφημερίς «Καθημερινή» (Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 1984) δια των εξής :

"ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΜΕΞΙΚΟ Ο ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ".


" Όπως έγ
ινε γνωστό από την πόλη του Μεξικού πέθανε προχθές ο επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Ντι Μπάλλεστερ της ελληνικής αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Ο θάνατος προήλθε από δολοφονική ενέργεια ατόμου ηλικίας 70 ετών, Μεξικανού πρώην στρατιωτικού και πάσχοντος από ψυχασθένεια. Στην κηδεία του επισκόπου πήγε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο οποίος και εξήρε το έργο του δραστήριου επισκόπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο επίσκοπος Παύλος είναι ισπανικής καταγωγής, ασπάσθηκε ενήλικος την ορθοδοξία και διέπρεψε ως ποιμένας και συγγραφέας. Οι αρχές του Μεξικού δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ο δράστης να κατέχεται από μία ιδιάζουσα θρησκομανία...".  


ΓΙΑΤΙ  ΕΦΥΓΑ  ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ...



" ....Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία άρχισε μια μέρα, που διόρθωνα τους καταλόγους της βιβλιοθήκης του μοναστηριού στο οποίο ανήκα. Το μοναστήρι αυτό ήταν του Τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου και βρίσκεται στην πατρίδα μου την Ισπανία.

Ενώ ταξινομούσα διάφορα παλαιά έγγραφα σχετικά με την Ιερά Εξέταση, έπεσε στα χέρια μου ένα έγγραφο αληθινά καταπληκτικό, χρονολογούμενο από το έτος 1647.

Στο έγγραφο αυτό αναφερόταν μια απόφαση της Ιεράς Εξετάσεως, που αναθεμάτιζε ως αιρετικό κάθε χριστιανό ο οποίος θα τολμούσε να πιστέψει, να παραδεχθεί και να μεταδώσει σε άλλους το ότι ο Απόστολος Παύλος στηριζόταν στο αποστολικό κύρος του.

Επρόκειτο για ένα εύρημα φρικτό, που δε μπορούσε να χωρέσει ο νούς μου. Σκέφθηκα αμέσως, για να καθησυχάσω την ψυχή μου, ότι ίσως επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος ή για μια πλαστογράφηση, πράγμα που άλλωστε ήταν συνηθισμένο στην Δυτική Εκκλησία εκείνης της εποχής, στην οποία αναφερόταν το κείμενο.  

Αλλά η ταραχή και η έκπληξή μου έγινε μεγαλύτερη όταν ερεύνησα και διαπίστωσα ότι εκείνη η απόφαση της Ιεράς Εξετάσεως που αναφερόταν στο έγγραφο ήταν όντως αυθεντική. 

Πράγματι, ήδη σε δύο περιπτώσεις προγενέστερες, δηλαδή στα 1327 και 1351, οι Πάπες Ιωάννης ΚΒ’ και Κλήμης ΣΤ’ διαδοχικώς είχαν καταδικάσει και αναθεματίσει κάθε έναν που θα τολμούσε να αρνηθεί ότι ο απόστολος Παύλος, καθ΄ όλη τη διάρκεια του αποστολικού του βίου, είχε απολύτως υποταχθεί στην μοναρχική εκκλησιαστική αυθεντία του πρώτου Πάπα και Βασιλέως της Εκκλησίας, δηλαδή του Αποστόλου Πέτρου. 

Και πολύ αργότερα, ο Πίος Ι’ στα 1907 και ο Βενέδικτος ΙΕ’ στα 1920 είχαν επαναλάβει τα ίδια αναθέματα και τις ίδιες καταδίκες { σε όποιον έλεγε ότι ο Παύλος ήταν ίσος με τόν Πέτρο! Όχι, ο Απόστολος Πέτρος, ο ιδρυτής τής Εκκλησίας τής Ρώμης, ήταν ανώτερος τού Παύλου ( ! )}

Έπρεπε λοιπόν να αποκλείσω κάθε πιθανότητα αβλεψίας ή πλαστογραφήσεως. Κι έτσι αντιμετώπισα αμέσως ένα σοβαρό πρόβλημα συνειδήσεως.

Προσωπικά, μου ήταν αδύνατονα παραδεχθώ ότι ο Απόστολος Παύλος διατελούσε κάτω από οιοδήποτε Παπικό πρόσταγμα. 

Η ανεξαρτησία του αποστολικού του έργου ανάμεσα στα έθνη απέναντι εκείνης που χαρακτήριζε την αποστολή του Πέτρου ανάμεσα στους περιτετμημένους ήταν για μένα ένα ατράνταχτο γεγονός που το φώναζε η Αγία Γραφή.

Το πράγμα ήταν για μένα ολοφάνερο, αφού οι εξηγητικές εργασίες των Πατέρων σ’ αυτό το σημείο δεν αφήνουν τόπο στην παραμικρά αμφιβολία. «Ο Παύλος- γράφει ο ιερός Χρυσόστομος- διακηρύσσει την ισότητά του με τους άλλους αποστόλους και θέλει να συγκριθεί, όχι μονάχα με όλους τους άλλους, αλλά και με τον πρώτο απ’ αυτούς, για ν’ αποδείξει ότι ο καθένας τους είχε το ίδιο κύρος».

Πράγματι, ομοθυμαδόν όλοι οι Πατέρες παραδέχονται ότι «όλοι οι λοιποί απόστολοι ήσαν το ίδιο που ήταν ο Πέτρος, δηλαδή ήσαν περιβεβλημένοι την ίδια τιμή κι’ εξουσία». 

Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε απ’ αυτούς να ασκούσε εξουσία ανώτερη στους άλλους, διότι ο αποστολικός τίτλος που είχε ο καθένας τους ήταν «η μεγαλύτερη αυθεντία, η κορυφή όλων των εξουσιών». «Όλοι ήσαν ποιμένες, ενώ τι ποίμνιο ήταν ένα. Και το ποίμνιο αυτό ποιμαινόταν από τους αποστόλους με ομόθυμη όλων συγκατάνευσι».

Το ζήτημα ήταν, λοιπόν, κατακάθαρο. Κι όμως, η Ρωμαϊκή διδασκαλία εδώ, ήταν αντίθετη από τα πράγματα. Έτσι εισήλθα για πρώτη φορά στη ζωή μου σ’ ένα τρομακτικό δίλημμα. 

Τι θα διάλεγα; 

Από το ένα μέρος ήταν το Ευαγγέλιο και ή Ιερά Παράδοση, καί από το άλλο μέρος ήταν η διδασκαλία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας μου! 

Σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή θεολογία είναι απαραίτητο για τη σωτηρία να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία είναι καθαρή μοναρχία, της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας. Έτσι, η σύνοδος του Βατικανού, συνοψίζοντας όλες τις προγενέστερες καταδίκες, διεκήρυξε επίσημα ότι «εάν κανείς πη…ότι ο Πέτρος ( θεωρούμενος ως ο πρώτος Πάπας τής Ρώμης ) δεν διορίσθηκε από τον Χριστό ως αρχηγός των Αποστόλων και Κεφαλή ορατή όλης της Εκκλησίας, τότε αυτός ο άνθρωπος είναι υπό...ανάθεμα»!!!


Απευθύνομαι στο εξομολόγο μου...

 

MpayiesterPAUL


" Η μεταστροφή μου στήν Ορθοδοξία", ένα βιβλίο σταθμός στήν αντιπαπική βιβλιογραφία...



Μέσα σ’ αυτό το ψυχικό κλονισμό, απευθύνθηκα στον πνευματικό μου και του εξέθεσα με αφέλεια το ζήτημα. Ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς ιερείς του μοναστηριού μας. Με άκουσε με στενοχώρια, καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο για πολύ δύσκολο πρόβλημα. Αφού σκέφθηκε μερικές στιγμές, αναζητώντας ματαίως μια ικανοποιητική λύση, μου είπε τέλος τα εξής, που ομολογώ δεν τα περίμενα:

-Η Γραφή και οι Πατέρες, σάς έκαμαν φαίνεται κακό, τέκνο μου. Βάλτε κι αυτή κι εκείνους κατά μέρος και περιορισθείτε στο να ακολουθείτε πιστά τις αλάθητες διδασκαλίες της Εκκλησίας μας και μην αφήνετε τον εαυτό σας να γίνεται λεία τέτοιων σκέψεων. Μην επιτρέψετε ποτέ να σκανδαλίζουν την πίστη σας στο Θεό και την Εκκλησία πλάσματα του Θεού, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτά, ( εννοώντας προφανώς τούς Αγίους καί τούς Πατέρες τής Εκκλησίας...)

Αυτή η απάντηση που εδόθη με πολλή φυσικότητα, συνετέλεσε ώστε η σύγχυσή μου να μεγαλώσει. Πάντοτε παραδεχόμουν ότι ο Λόγος τού Θεού είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να παραμερίσει. Χωρίς να μου δώσει καιρό να προβάλω καμιά ένσταση, ο πνευματικός μου πρόσθεσε:

- Για αντάλλαγμα, θα σας δώσω ένα κατάλογο διακεκριμένων συγγραφέων, στα έργα των οποίων θα αναπαυθεί και θα στηριχθεί η πίστη σας. Διότι σ’ αυτά θα βρείτε τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας χωρίς αγκάθια

Και ρωτώντας με αν είχα κάτι άλλο «πιο ενδιαφέρον» να του εκθέσω, έθεσε τέρμα στη συνομιλία μας...

Μερικές μέρες αργότερα, ο πνευματικός μου αναχώρησε από το μοναστήρι σε μία περιοδεία κηρυγμάτων που θα έκανε σε διάφορες εκκλησίες του Τάγματος. Μου άφησε τον πίνακα των συγγραφέων, συνιστώντας μου να τους διαβάσω. Και με παρεκάλεσε να του κάνω γνωστές τις προόδους μου σ’ αυτό το διάβασμα με γράμματα που θα του έστελνα.

Αν και τα λόγια του δεν με είχαν πείσει καθόλου, μάζεψα αυτά τα βιβλία και άρχισα να τα διαβάζω με όλη τη δυνατή αντικειμενικότητα και προσοχή. Τα περισσότερα από τα βιβλία αυτά ήσαν θεολογικά κείμενα και εγχειρίδια παπικών αποφάσεων, καθώς και «οικουμενικών» συνόδων. Ρίχθηκα στη μελέτη τους με ειλικρινές ενδιαφέρον, έχοντας ως μόνο οδηγό μου την Αγία Γραφή, «λύχνον τοις ποσί μου και φως εις τας τρίβους μου».

Καθώς προχωρούσα στο διάβασμα των βιβλίων εκείνων, καταλάβαινα ολοένα και καλύτερα, ότι ως τότε αγνοούσα αρκετά τη φύση της Εκκλησίας μου. 

Έχοντας προσηλυτισθεί στον Χριστιανισμό και βαπτισθεί μόλις τελείωσα τις εγκύκλιες σπουδές μου, ακολούθησα κατόπιν φιλοσοφικές σπουδές και τότε που σας μιλώ βρισκόμουν μόλις στις αρχές των θεολογικών μελετών. Επρόκειτο για μια επιστήμη ολότελα νέα για μένα. Μέχρις εκείνη την ώρα Χριστιανισμός και Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν για μένα ένα αμάλγαμα, κάτι το αξεχώριστο απολύτως, Στη μοναστική μου ζωή με απασχολούσε μονάχα η καθαρώς υπερφυσική τους όψη και δεν μου είχε δοθεί ακόμη η ευκαιρία να εξετάσω κατά βάθος τις βάσεις και τους λόγους της οργανικής συστάσεως της Εκκλησίας μου...


Η τερατώδης περί τού Πάπα διδασκαλία... 


Ακριβώς, λοιπόν, μέσα σ’ εκείνη την ανθοδέσμη κειμένων που σοφά είχε συνθέσει ο πνευματικός μου προϊστάμενος, άρχισε να μου αποκαλύπτεται στην πραγματική φύση του ο παράξενος αυτός μοναρχικός θρησκευτικός οργανισμός, που λέγεται Ρωμαϊκή Εκκλησία. Υποθέτω, ότι μια σύνοψη των χαρακτηριστικών της δεν είναι εδώ περιττή.

Πρώτα-πρώτα, για τον Ρωμαϊκό καθολικισμό η Χριστιανική Εκκλησία «δεν είναι παρά μια απόλυτη μοναρχία», της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας, ενεργώντας σε κάθε τομέα ως τέτοιος. Στην παπική αυτή μοναρχία «υφίσταται όλη η δύναμις και η στερεότητα της Εκκλησίας», η οποία «αλλιώς δεν θα υφίστατο». Ο ίδιος ο Χριστιανισμός στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην παποσύνη. Κάτι πιο πολύ ακόμη. «Η παποσύνη, είναι το πιο σπουδαίο στοιχείο του Χριστιανισμού», «η αποκορύφωσή του και η ουσία του».

Η μοναρχική αυθεντία του Πάπα ως Αρχηγού υπέρτατου και ως κεφαλής ορατής της Εκκλησίας, ώς Ακρογωνιαίου λίθου, Παγκοσμίου Αλάθητου Διδασκάλου της Πίστεως, Αντιπροσώπου του Θεού πάνω στη Γη, Ποιμένος των Ποιμένων και Άκρου Αρχιερέως, είναι πλήρως δυναμική και εξουσιαστική και αγκαλιάζει όλα τα διδασκαλικά και νομοθετικά δικαιώματα που έχει η Εκκλησία. 

Εκτείνεται «Θείω δικαίω» πάνω σε όλους και χωριστά πάνω σε καθένα βαπτισμένο άνθρωπο σ΄ όλον τον κόσμο. Αυτή η δικτατορική εξουσία μπορεί όθεν οποτεδήποτε να ασκηθεί απ’ ευθείας σε οποιονδήποτε χριστιανό, είτε λαϊκός είναι αυτός είτε κληρικός, και σε οποιαδήποτε Εκκλησία οποιουδήποτε λειτουργικού τύπου και γλώσσης κι’ αν είναι, δεδομένου ότι ο Πάπας είναι ο υπερεπίσκοπος σε κάθε εκκλησιαστική επισκοπή του κόσμου.

Όσοι αρνούνται να του αναγνωρίσουν όλη αυτή την εξουσία και δεν υποτάσσονται σ’ αυτή τυφλά είναι σχισματικοί, αιρετικοί, ασεβείς και ιερόσυλοι και οι ψυχές τους είναι από τώρα προορισμένες για την αιωνία καταδίκη, διότι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας να πιστεύουμε στο θείο καθίδρυμα της παποσύνης και να υποτασσόμαστε σ’ αυτή και στους εκπροσώπους της. Ο Πάπας έτσι ενσαρκώνει εκείνον τον φανταστικό Άρχοντα, που ο Κικέρων προφήτεψε, γράφοντας ότι θα πρέπει όλοι να τον αναγνωρίσουν για να σωθούν.

Πάντα κατά την Ρωμαϊκή διδασκαλία, «δεδομένου ότι ο Πάπας έχει το δικαίωμα να επεμβαίνει και να κρίνει όλα τα πνευματικά ζητήματα όλων και καθ’ ενός ξεχωριστά των χριστιανών, πολύ περισσότερο έχει το δικαίωμα να κάνει το ίδιο και στις κοσμικές υποθέσεις τους. Δεν μπορεί να περιορισθεί μόνο στο να δικάζει με πνευματικές ποινές, στερώντας την αιωνία σωτηρία σ’ εκείνους που δεν τού υποτάσσονται, αλλά έχει επίσης και το δικαίωμα να ασκεί και κοσμική εξουσία πάνω στους πιστούς. Διότι και η Εκκλησία τού Πάπα έχει δύο μάχαιρες, σύμβολο της πνευματικής και της κοσμικής δυνάμεως. Η πρώτη απ’ αυτές είναι στο χέρι του κλήρου, η άλλη στο χέρι των βασιλέων και των στρατιωτών, οι οποίοι όμως είναι και αυτοί κάτω από τη θέληση και στην υπηρεσία του κλήρου».

Ο Πάπας, ισχυριζόμενος ότι είναι στη γη αντιπρόσωπος Εκείνου του οποίου «η βασιλεία ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου», Εκείνου που απαγόρευσε στους Αποστόλους να μιμούνται τους βασιλείς της γης οι οποίοι «κυριεύουσι των εθνών», αυτοτιτλοφορείται και κοσμικός βασιλεύς, συνεχίζοντας έτσι την ιμπεριαλιστική παράδοση της Ρώμης. 

Κατά διαφόρους καιρούς έγινε πράγματι κύριος μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, έκαμε αιματηρούς πολέμους εναντίων άλλων Χριστιανών βασιλέων για την απόκτηση και άλλων εδαφών, ή απλώς διψώντας κι’ άλλα πλούτη και εξουσίες. Είχε μυριάδες σκλάβους... 

Έπαιζε ουσιαστικό ρόλο και πολλές φορές αποφασιστικό στην πολιτική ιστορία. Το καθήκον των χριστιανών αρχόντων είναι να υποχωρούν μπροστά στον «θείω δικαίω βασιλέα» παραχωρώντας του αυτό το βασίλειο κι αυτόν τον θρόνο τον πολιτικο-εκκλησιαστικό, «που έγινε για να εξευγενίσει και να στερεώσει όλους τους άλλους θρόνους του κόσμου». Σήμερα το κοσμικό βασίλειο του Πάπα είναι περιορισμένο στην πόλη του Βατικανού. 

Πρόκειται για Κράτος αυτόνομο με διπλωματικούς εκπροσώπους στις κυβερνήσεις και των δύο ημισφαιρίων, με στρατό, όπλα, αστυνομία, φυλακές, νόμισμα κ.λ.π.

Και ως κορώνα και κορυφή της παντοδυναμίας του ο Πάπας κατέχει ακόμη ένα τρομερό προνόμιο, μοναδικό στον κόσμο. ¨Ένα τερατώδες και εξωτικό προνόμιο, που ούτε οι πιο ποταπές ειδωλολατρίες δεν είχαν τη φαντασία να το συλλάβουν: 

είναι αλάθητος δήθεν "Θείω δικαίω", σύμφωνα με δογματικό όρο της Συνόδου του Βατικανού, που έγινε στα 1870. 

Από τότε και πέρα «σ’ αυτόν η ανθρωπότητα οφείλει να αποτείνει τους λόγους που προηγουμένως απέτεινε στον Κύριο: Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις». 

Από εδώ και πέρα δεν υπάρχει ανάγκη του Αγίου Πνεύματος, για να οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν». Δεν υπάρχει ανάγκη της Αγίας Γραφής ούτε της Ιεράς Παραδόσεως, διότι είναι πλέον ένας θεός πάνω στη γη, με εξουσία να αχρηστεύει και να διακηρύσσει ως πλανερές τις διδασκαλίες του Ουρανίου Θεού. 

Με βάση αυτό το αλάθητο, ο Πάπας είναι ο μόνος κανόνας της Πίστεως και μπορεί να εκφράσει, ακόμη και αντίθετα προς το κριτήριο όλης της Εκκλησίας, καινούργια δόγματα, τα οποία όλοι οι πιστοί οφείλουν να τα παραδεχθούν για να μην αποκοπούν από τη σωτηρία. «Εξαρτάται μόνο από τη θέλησή του και τη διάθεσή του να θεωρεί ό,τι αυτός θέλει, ως ιερό ή ως άγιο, μέσα σ’ ολόκληρη την Εκκλησία» και οι decretalies επιστολές του πρέπει να θεωρούνται, να πιστεύονται, και να χρήζουν υπακοής «ως κανονικές επιστολές». 

Αφού είναι αλάθητος ο Πάπας, πρέπει να απολαβαίνει τυφλή υπακοή. Ο καρδινάλιος Βελλαρμίνος, που ανακηρύχθηκε «άγιος» από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, λέγει τα εξής με φυσικότατο ύφος: 

«Αν ο Πάπας καμιά μέρα επιβάλει αμαρτίες και απαγορεύσει αρετές, η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να πιστέψει ότι οι αμαρτίες αυτές είναι καλές και ότι οι αρετές εκείνες είναι κακές».


Η απάντηση του εξομολόγου μου...


Αφού διάβασα όλα εκείνα τα βιβλία, αισθανόμουν τον εαυτό μου σαν ξένο μέσα στην Εκκλησία μου, της οποίας η οργανική σύσταση δεν είχε σχέσιη, με την Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος, που οργάνωσαν οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους, και που οι Άγιοι Πατέρες εννοούσαν. Κάτω απ’ αυτήν την πεποίθηση έγραψα το πρώτο μου γράμμα στον πνευματικό μου.

-Διάβασα τα βιβλία σας. Δεν θα παραβώ ποτέ τα θεία εντάλματα, για να δώσω πίστη σε ανθρώπινες διδασκαλίες, που δεν έχουν την παραμικρή βάση στην Αγία Γραφή. Τέτοιες διδασκαλίες είναι η σειρά των ανοησιών για την παποσύνη. Με δεδομένα από την Αγία Γραφή μπορούμε να εννοήσουμε τη φύση της Εκκλησίας κι’ όχι μ’ αποφάσεις και θεωρίες ανθρώπινες. Η αλήθεια της πίστεως δεν πηγάζει παρά από την Αγία Γραφή και από την Παράδοση της συνόλου Εκκλησίας»


Η απάντησή του ήλθε γρήγορα:


-
Δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή μου, παραπονιόταν ο πνευματικός μου, -κι’ αφήσατε την ψυχή σας έκθετη στην επικίνδυνη επίδραση της Αγίας Γραφής, η οποία, όπως και η φωτιά, κατακαίει και μαυρίζει όταν δεν φωτίζει. Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις σαν την δική σας οι Πάπες έχουν αποφανθεί ότι «είναι σκανδαλώδης πλάνη να πιστεύει κανείς ότι όλοι οι χριστιανοί μπορούν να διαβάζουν την Αγία Γραφή» και οι θεολόγοι μας βεβαιώνουν ότι η Αγία Γραφή «είναι ένα σκοτεινό σύννεφο». «Το να πιστεύει κανείς στη φωτεινότητα και τη σαφήνεια της Γραφής είναι δόγμα ετερόδοξο», λέγουν οι αλάθητοι Αρχηγοί μας. Όσο για την Παράδοση, δεν θεωρώ αναγκαίο να σας υπενθυμίσω ότι πρέπει «να ακολουθούμε πρωτίστως τον Πάπα όταν πρόκειται για ζητήματα πίστεως. Ο Πάπας αξίζει σ’ αυτή την περίπτωση όσο δεν αξίζουν μυριάδες Αυγουστίνοι, Ιερώνυμοι, Γρηγόριοι, Χρυσόστομοι…»

Το γράμμα αυτό ενίσχυσε αντί να γκρεμίσει την πεποίθησή μου. Μου ήταν αδύνατο να θέσω σε δεύτερη μοίρα από τον Πάπα την Αγία Γραφή. Χτυπώντας την Γραφή, η Εκκλησία μου έχανε κάθε αξιοπιστία μπροστά μου, γινόταν ένα με τους αιρετικούς, οι οποίοι, «ελεγχόμενοι από την Γραφή, στρέφονται εναντίον της». Ήταν καί η τελευταία επαφή που είχα με τον πνευματικό μου...


Ο Πάπας είναι το πάν, και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε !


Αλλά δεν σταμάτησα εκεί. Είχα ήδη αρχίσει να «εκτροχιάζομαι από τον εκτροχιασμό» της Εκκλησίας μου. Είχα πάρει ένα δρόμο όπου δεν έπρεπε να σταθώ έως ότου βρω μια θετική λύσι. Το δράμα μου εκείνων των ημερών ήταν ότι είχα αποξενωθεί από τον Παπισμό, αλλά δεν πλησίαζα καμιά άλλη εκκλησιαστική πραγματικότητα. 

Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός ήσαν για μένα τότε ιδέες συγκεχυμένες και δεν είχα φθάσει ακόμη στην ώρα και στην ευκαιρία να διαπιστώσω ότι μπορούσαν να προσφέρουν κάτι στην αγωνία μου. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσα να αγαπώ την Εκκλησία μου που με είχε κάνει χριστιανό και που φορούσα το σχήμα της. Μου χρειαζόταν ακόμη πολλή εμβάθυνση και σκέψη για να φθάσω σιγά-σιγά, με κόπο και οδύνη, στο συμπέρασμα ότι η Εκκλησία που αγαπούσα δεν υφίστατο μέσα στο παπικό σύστημα...

Πράγματι, απέναντι της μονοκρατορικής εξουσίας του Πάπα, η αυθεντία της Εκκλησίας και του επισκοπικού σώματος δεν υφίσταται ουσιαστικά εκεί. Διότι σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία «η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνο, όταν χαρακτηρίζεται και εναρμονίζεται με τη θέληση του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωση, εκμηδενίζεται». Έτσι, είναι το ίδιο πράγμα ο Πάπας με την Εκκλησία και ο Πάπας χωρίς την Εκκλησία, δηλαδή ο Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε. Πολύ σωστά έγραψε ο επίσκοπος Μαρέν: 

« Οί Ρωμαιοκαθολικοί θα ήταν πιο ακριβείς, αν εκφωνώντας το "Πιστεύω" έλεγαν:  " πιστεύω και εις ένα Πάπα" παρά να λένε:  "και εις μίαν… Εκκλησία ».

Η σημασία και ο ρόλος των επισκόπων μέσα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπηση της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι επίσκοποι υποτάσσονται όπως οι απλοί πιστοί. Αυτό το καθεστώς προσπαθούν να το στηρίξουν στο ΚΒ΄ κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου σύμφωνα με τη ρωμαϊκή ερμηνεία, «ο Κύριος εμπιστεύεται στο απόστολο Πέτρο, τον πρώτο Πάπα, την ποίμανση των αρνίων του και των προβάτων του, δηλαδή του αναθέτει το έργο υπερτάτου Ποιμένος με αποκλειστικά δικαιώματα σε όλους τους πιστούς, που είναι τα αρνία, και σε όλους τους άλλους Αποστόλους και επισκόπους, που είναι τα πρόβατα».

Αλλά οι επίσκοποι δεν είναι στη ρωμαϊκή Εκκλησία ούτε κάν διάδοχοι των Αποστόλων, διότι όπως δογματίζει η Ρώμη, αυτή «η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους Αποστόλους και δεν μετεδόθη στους διαδόχους της επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποία βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, μετεδόθη στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες». Οι επίσκοποι, λοιπόν, μη έχοντας κληρονομήσει καμιά αποστολική εξουσία, δεν έχουν άλλη εξουσία παρά εκείνη που τους παραχωρήθηκε, όχι απ’ ευθείας από τον Θεό, αλλά από τον Άκρο Ποντίφηκα της Ρώμης.

Και οι Οικουμενικές Σύνοδοι επίσης δεν έχουν άλλη αξία παρά εκείνη που τους παραχωρεί ο επίσκοπος της Ρώμης, διότι «δεν είναι, ούτε μπορούν να είναι άλλο πράγμα παρά συνέδρια του Χριστιανισμού, που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα». Αρκεί ο Πάπας να βγεί από την αίθουσα της Συνόδου λέγοντας: «Δεν βρίσκομαι πλέον εκεί μέσα», για να παύση από εκείνη τη στιγμή η Οικουμενική Σύνοδος να έχει κύρος. Οι όροι της Συνόδου επίσης δεν έχουν καμιά αξία, αν δεν εγκριθούν και δεν επικυρωθούν από το Πάπα, ο οποίος και θα τους επιβάλει με την αυθεντία του στους πιστούς.


Η φοβερή απάντησις ενός Ιησουΐτη...


Είχα, καθ’ όλο εκείνο το διάστημα σχεδόν παρατήσει τις μελέτες μου, επωφελούμενος όλες τις ώρες που ο κανονισμός του Τάγματος επέτρεπε να αποτραβηχτώ στο κελί μου, όπου δεν σκεπτόμουν τίποτε άλλο παρά το μεγάλο μου πρόβλημα. Επί μήνες ολόκληρους μελετούσα την σύσταση και την οργάνωση της αρχαίας Εκκλησίας, απ’ ευθείας από τις Αποστολικές και Πατερικές πηγές. Αλλά όλη αυτή η εργασία δεν γινόταν εξ ολοκλήρου μυστικά. 

Και η εξωτερική μου ζωή φαινόταν ισχυρά επηρεασμένη απ’ αυτή τη μεγάλη μέριμνα, που είχε απορροφήσει όλο μου το ενδιαφέρον και συγκεντρώσει όλες μου τις δυνάμεις. Δεν έχανα ευκαιρία να ζητώ έξω από το μοναστήρι κάθε τι που θα συντελούσε κάπως στο να φωτισθώ πλήρως. Έτσι άρχισα να συζητώ το θέμα με γνωστές μου εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ανάλογα με την εμπιστοσύνη που είχα στην ειλικρίνεια και την καρδιά τους. Μ’ αυτό τον τρόπο δεχόμουν διαρκώς εντυπώσεις και απόψεις πάνω στο θέμα, οι οποίες ήσαν για μένα πάντα ενδιαφέρουσες και σημαντικές.

Βρήκα τους περισσότερους απ’ αυτούς τους κληρικούς, πιο φανατικούς απ’ ότι περίμενα. Παρ’ όλο ότι ανεγνώριζαν κατά βάθος την παράλογη βάση της διδασκαλίας περί Πάπα, κολλούσαν απεγνωσμένα στην ιδέα ότι «η οφειλομένη στον Πάπα υποταγή απαιτεί μια τυφλή συγκατάθεση της αντιλήψεώς μας», καθώς και σ’ εκείνο το άλλο απόφθεγμα του ιδρυτού των Ιησουϊτών κατά το οποίο «για να έχουμε την αλήθεια, για να μην πέσουμε στην πλάνη, οφείλουμε πάντα να στηριζόμαστε στο βασικό και αμετάθετο αξίωμα ότι αυτό που βλέπουμε ως άσπρο είναι στην πραγματικότητα μαύρο, αν μας λέγει ότι είναι μαύρο η ιεραρχία της Εκκλησίας». Μ’ αυτή τη φανατική προκατάληψη ένας ιερεύς του Τάγματος του Ιησού μου εμπιστεύθηκε την εξής σκέψη του:

-Αυτά που μου λέτε, αναγνωρίζω ότι είναι λογικότατα και ξάστερα και αληθινά. Αλλά εμείς οι Ιησουΐτες, εκτός από τις τρείς συνηθισμένες υποσχέσεις, δίνουμε και μια τέταρτη, κατά την ημέρα της κουράς μας. Η τέταρτη αυτή υπόσχεση είναι πιο ουσιώδης από την υπόσχεση της αγνότητας, της υπακοής, και της ακτημοσύνης. Είναι η υπόσχεση ότι θα υποτασσόμαστε απόλυτα στον Πάπα. Έτσι, προτιμώ να πάω στην κόλαση μαζί με τον Πάπα, παρά στον Παράδεισο μ’ όλες σας τις αλήθειες!!!


«Εδώ και λίγους αιώνες θα σας έκαιαν στην πυρά της Ιεράς Εξετάσεως...»


Κατά τη γνώμη τών περισσοτέρων απ’ αυτούς, ήμουν ένας αιρετικός. Ιδού τι μου έγραφε ένας επίσκοπος: «Εδώ και λίγους αιώνες, οι ιδέες που έχετε θα ήσαν αρκετές για να σας οδηγήσουν στην πυρά της Ιεράς Εξετάσεως».

Είχα πάντως, παρ’ όλα αυτά, τη διάθεση να μείνω στο μοναστήρι και ν’ αφοσιωθώ στην καθαρώς πνευματική ζωή, αφήνοντας στην ιεραρχία την ευθύνη της πλάνης της και την υποχρέωση διορθώσεώς της. Αλλά τα ενδιαφέροντα της ψυχής μου θα μπορούσαν να είναι ασφαλή σ’ ένα δρόμο υπερφυσικής ζωής, όπου η αυθαιρεσία του Πάπα θα μπορούσε να σωρεύσει καινούργια δόγματα και ψευδείς διδασκαλίες σχετικές με την ευσεβή ζωή και τα μυστήρια της Εκκλησίας; Επί πλέον, αφού η καθαρότητα της διδασκαλίας είχε σπιλωθεί με την κακοδοξία περί Πάπα, ποιός με βεβαίωνε ότι η κηλίδα αυτή δεν θα απλωνόταν και σε άλλες όψεις της ευαγγελικής πίστεως;

Πεπεισμένος, λοιπόν, ότι και η πνευματική ζωή μέσα στους κόλπους της παπικής Εκκλησίας θα με έθετε σε κινδύνους, κατέληξα να κάμω το αποφασιστικό βήμα. Εγκατέλειψα το μοναστήρι και ύστερα από λίγο καιρό δήλωσα ότι δεν ανήκα πλέον στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Μερικοί άλλοι είχαν φανεί διατεθειμένοι μέχρι τότε να με ακολουθήσουν, αλλά την τελευταία στιγμή κανένας δεν δείχθηκε αποφασισμένος να θυσιάσει τόσο ριζικά τη θέση του μέσα στην Εκκλησία, καθώς καί την τιμή και την υπόληψη που απολάβαινε...

Έτσι εγκατέλειψα την Ρωμαϊκή Εκκλησία, της οποίας ο αρχηγός, ξεχνώντας ότι η βασιλεία του Υιού του Θεού «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» και ότι «εκείνος που καλείται στην επισκοπή δεν καλείται σε καμιά αρχή και εξουσία, αλλά στη διακονία όλης της Εκκλησίας», μιμούμενος εκείνον που «ποθώντας μέσα στην υπερηφάνειά του να είναι σαν θεός, έχασε την αληθινή δόξα για να ντυθεί ψεύτικη», «εκάθησε εις τον ναόν του Θεού ως θεός».

Πολύ σωστά έγραφε στον Πάπα ο Βερνάρδος ντε Κλαραβάλ:

«Κανένα φρικτότερο δηλητήριο για σένα, κανένα σπαθί πιο επικίνδυνο, από τη δίψα και το πάθος της κυριαρχίας».

Βγαίνοντας από τον Παπισμό, υπάκουσα στη φωνή της συνειδήσεώς μου, που ήταν η ίδια η φωνή του Θεού. Και η φωνή αυτή μου έλεγε: «Έξελθε εξ αυτής…, ίνα μη συγκοινωνήσεις ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβεις».


Η μεταστροφή μου πρός τήν Ορθοδοξία...


Όσο η απομάκρυνσή μου από τον Παπισμό γινόταν ευρύτερα γνωστή στους Εκκλησιαστικούς κύκλους και εύρισκε ενθουσιώδη απήχηση στους κόλπους των Ισπανών και Γάλλων προτεσταντών, τόσο η θέση μου απέβαινε πιο λεπτή.

Στην αλληλογραφία που έπαιρνα αφθονούσαν τα απειλητικά και τα ανώνυμα υβριστικά γράμματα. Με κατηγορούσαν ότι δημιουργούσα ένα αντιπαπικό ρεύμα γύρω μου και ότι οδηγούσα με το παράδειγμά μου προς την «αποστασία» Ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς «ασθενείς δογματικά», που είχαν εκφράσει σχεδόν δημοσία ένα αίσθημα συμπαθείας για την περίπτωσή μου.

Το γεγονός αυτό με έκαμε να φύγω από τη Βαρκελώνη και να μεταβώ στη Μαδρίτη, όπου με φιλοξένησαν – χωρίς να το επιδιώξω ο ίδιος – οι Αγγλικανοί και μέσω αυτών ήλθα σε σχέσεις με το Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών.

Ούτε όμως και εκεί κατόρθωσα να περάσω απαρατήρητος. Ύστερα από κάθε κήρυγμά μου σε διαφόρους ναούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ένας αριθμός, κάθε φορά μεγαλύτερος, των ακροατών μου εκδήλωνε την επιθυμία να με γνωρίσει και να συζητήσει εμπιστευτικά μαζί μου πάνω στο εκκλησιολογικό θέμα.

Χωρίς, λοιπόν, να το επιζητήσω, άρχισε να σχηματίζεται γύρω μου ένας ολοένα και πιο πολυάριθμος κύκλος προσώπων, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν αντιπαπικοί. Αυτό μ’ εξέθετε ενώπιον των αρχών, διότι στις εμπιστευτικές αυτές επισκέψεις που δεχόμουν, άρχισαν να παρουσιάζονται και μερικοί ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί, που ήσαν γενικώς γνωστοί «για την ελλιπή και χωλαίνουσα πίστη τους σχετικά με το πρωτείο και το αλάθητο του Άκρου Αρχιερέως της Ρώμης».

Τη φανατική μνησικακία που έτρεφαν ήδη προς το πρόσωπό μου λίγοι παπικοί, την είδα να ολοκληρώνεται και να παίρνει την αποκορύφωσή της την ημέρα που απάντησα δημοσίως σε μία εμπεριστατωμένη εκκλησιολογική πραγματεία, που μου είχαν στείλει, ως ύστατο διάβημα για να με βγάλουν από την «παγίδα της αιρέσεως», όπου είχα πέσει. Το έργο εκείνο, απολογητικού χαρακτήρα, είχε τον εκφραστικό τίτλο: 

«Ο Πάπας, αντιπρόσωπος του Κυρίου ημών επί της γης» και το σύνθημα στο οποίο κατέληγαν τα επιχειρήματα του βιβλίου ήταν το εξής: «Χάρις στο αλάθητο του Πάπα οι ρωμαιοκαθολικοί είναι σήμερα οι μόνοι χριστιανοί που μπορούν να είναι βέβαιοι για ό,τι πιστεύουν».

Από τις στήλες μιας Πορτογαλικής επιθεωρήσεως βιβλιοκρισίας τούς απάντησα: 

«Η πραγματικότητα είναι, ότι εξ αιτίας του αλάθητου είστε οι μόνοι χριστιανοί που δεν μπορείτε να είστε σήμερα βέβαιοι για ό,τι θα σας επιβάλουν να πιστεύετε αύριο». Το άρθρο μου τελείωνε με την εξής φράση: «Λίγο ακόμη, στον δρόμο που βαδίζετε, και θα αποκαλέσετε τον Κύριό μας αντιπρόσωπο του Πάπα στον ουρανό».

Λίγο αργότερα εξέδωσα στο Μπουένος Άϊρες μία τρίπτυχη μελέτη μου, με την οποία έλαβαν πέρας οι διαξιφισμοί μου με τους παπικούς. Στη μελέτη εκείνη είχα συλλέξει όλα τα εδάφια από την Πατερική γραμματεία των τεσσάρων πρώτων αιώνων, τα οποία αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στα λεγόμενα «χωρία περί πρωτείων» των ευαγγελίων (Ματθ. ιστ’ 18-19, Ιω. κα’ 15-17, Λουκ. κβ’ 31-32). Εκεί απεδείκνυα ότι η περί πάπα διδασκαλία είναι απολύτως ξένη και αντίθετη προς την ερμηνεία που δίνουν οι πατέρες σ’ αυτά τα κείμενα. Και η ερμηνεία των πατέρων είναι ακριβώς ο κανόνας πάνω στον οποίον εννοούμε την Αγία Γραφή

Εκείνη την περίοδο, αν και από αιτίες άσχετες τελείως με τα γεγονότα, συνέβηκε να έλθω για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με την Ορθοδοξία.

Πριν προχωρήσω σε εξιστόρηση των γεγονότων, οφείλω να ομολογήσω εδώ ότι οι ιδέες μου για την Ορθοδοξία είχαν υποστεί μία αξιοσημείωτη εξέλιξη από την αρχή της πνευματικής μου Οδύσσειας. Ορισμένες συζητήσεις που είχα κάνει σε θέματα εκκλησιολογικά με έναν όμιλο Πολωνών Ορθοδόξων, που πέρασαν από την πατρίδα μου, και οι πληροφορίες που έπαιρνα από τα έντυπα του Οικουμενικού Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξη και τη ζωή των Ορθοδόξων κύκλων της Δύσεως, μου είχαν προκαλέσει το ειλικρινές ενδιαφέρον. 

Επί πλέον άρχισα να παίρνω διάφορα βιβλία και περιοδικά Ρώσων και Ελλήνων από το Λονδίνο και το Βερολίνο, καθώς και μερικά από τα πολύτιμα βιβλία, που εκδίδει στη Νεάπολη της Ιταλίας ο αρχιμανδρίτης π. Βενέδικτος Κατσανεβάκης. Έτσι η συμπάθειά μου για την Ορθοδοξία μεγάλωνε...

Σιγά-σιγά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, χάνονταν από μέσα μου οι προκαταλήψεις απέναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι προκαταλήψεις αυτές παρουσιάζουν την Ορθοδοξία ως σχισματική, χωρίς πνευματική ζωή, και αποξηραμένη ομάδα μικρών Εκκλησιών, που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Και το σχίσμα που την απέκοψε  είχε δήθεν « πατέρα τον διάβολο και μητέρα την υπερηφάνεια του Πατριάρχου Φωτίου...».

Έτσι, όταν άνοιξα αλληλογραφία με ένα σεβαστό μέλος της Ορθοδόξου ιεραρχίας στη Δύσι – που το όνομά του δεν νομίζω ότι είμαι εξουσιοδοτημένος να δημοσιεύσω χάρη στο προσωπικό μου κριτήριο που οφειλόταν στις γενικές εκείνες πληροφορίες, ήμουν πλέον απολύτως ελεύθερος από κάθε προκατάληψη σχετικά με την Ορθοδοξία και μπορούσα αντικειμενικά να την ατενίσω. Διαπίστωσα, λοιπόν, γρήγορα και μάλιστα με ευχάριστη έκπληξη ότι συνέπιπτε απολύτως η αρνητική θέση που είχα πάρει έναντι του Παπισμού με την εκκλησιολογική διδασκαλία της Ορθοδοξίας. Ο σεβαστός ιεράρχης στα γράμματά του παραδέχθηκε αυτή τη σύμπτωση, αλλά δεν αφέθηκε να εκφρασθεί πλατύτερα, διότι έλαβε υπ’ όψιν του ότι διέμενα σ΄ ένα  προτεσταντικό περιβάλλον...

Οι Ορθόδοξοι στη Δύσι δεν είναι καθόλου επιρρεπείς στον προσηλυτισμό. Μονάχα όταν η αλληλογραφία μας προχώρησε αρκετά, ο Ορθόδοξος επίσκοπος μου υπέδειξε να μελετήσω το υπέροχο βιβλίο του Σεργίου Βουλγακώφ «Η Ορθοδοξία» και την όχι λιγότερο βαθυστόχαστη πραγματεία υπό τον ίδιο τίτλο του μητροπολίτου Σεραφείμ. Στο μεταξύ είχα γράψει σχετικά και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Σ’ αυτά τα βιβλία βρήκα τον εαυτό μου. Δεν υπήρχε ούτε μία παράγραφος που να μην εύρισκε απόλυτα σύμφωνη τη συνείδησή μου. Τόσο σ’ αυτά τα έργα όσο και σε άλλα που μου στέλλονταν συνοδευόμενα από ενθαρρυντικές επιστολές – τώρα πλέον και από την Ελλάδα – έβλεπα καθαρά πόσο η Ορθόδοξος διδασκαλία ήταν βαθειά και αγνά Ευαγγελική και ότι οι Ορθόδοξοι είναι οι μόνοι οι Χριστιανοί που πιστεύουν όπως πίστευαν οι Χριστιανοί των κατακομβών και του χρυσού αιώνος των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, οι μόνοι που μπορούν να επαναλαμβάνουν με ιερή καύχηση τον πατερικό λόγο: «Πιστεύουμε σε ό,τι παραλάβαμε από τους Αποστόλους».

Εκείνη την περίοδο έγραψα δύο βιβλία, το ένα με τον τίτλο «Η έννοια της Εκκλησίας κατά τους δυτικούς πατέρες» και το άλλο με τον τίτλο « Ο Θεός σας, ο Θεός μας, και ο Θεός». Τα βιβλία αυτά επρόκειτο να κυκλοφορήσουν στη Νότιο Αμερική, αλλά δεν πραγματοποίησα την έκδοσή τους για να μη δώσω εύκολη και επικίνδυνη λαβή στην προτεσταντική προπαγάνδα.

Από την Ορθόδοξο πλευρά με συμβούλεψαν να εγκαταλείψω την απλώς αρνητική απέναντι του Παπισμού θέση μου, μέσα στην οποία είχα λασπώσει, και να διαμορφώσω το προσωπικό μου «πιστεύω», από το οποίο θα μπορούσαν να κρίνουν σε τι απόσταση βρισκόμουν από την Αγγλικανική Εκκλησία και από την Ορθόδοξο.

Ήταν μία δύσκολη εργασία, που τη συνόψισα στις εξής φράσεις: «Πιστεύω σε όλα όσα περιέχονται στα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με την ερμηνεία της εκκλησιαστικής παραδόσεως, δηλαδή των Οικουμενικών Συνόδων που ήσαν πράγματι Οικουμενικές και της ομοφώνου διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων που αναγνωρίζονται καθολικά ως τέτοιοι».

Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω ότι η συμπάθεια των προτεσταντών απέναντί μου κρύωνε, εκτός από τους Αγγλικανούς που διέπονται από κάποιο ουσιώδη συντηρητισμό. Και μονάχα τώρα το ενδιαφέρον των Ορθοδόξων, αν και αργά, πάντα, άρχισε να εκδηλώνεται και να με φέρει κοντά στην Ορθοδοξία ως ένα «πιθανό κατηχούμενο».

Τα επιχειρήματα ενός Πολωνού πανεπιστημιακού καθηγητού, που γνώρισα τότε, μου στερέωσαν την πεποίθηση ότι η Ορθοδοξία είναι στηριγμένη στις ουσιώδεις αλήθειες του Χριστιανισμού.

Σιγά – σιγά οι Ορθόδοξοι άρχισαν να με θεωρούν ως δικό τους. «Το να μιλάμε σ’ αυτόν τον Ισπανό για την Ορθοδοξία – έγραφε ένας ονομαστός αρχιμανδρίτης – δεν είναι προσηλυτισμός»

Όταν πείσθηκα για την πραγματικότητα αυτή, έγραψα μια μακρά έκθεσιη της περιπτώσεώς μου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Α.Μ. τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών μέσω της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και μην έχοντας πλέον να κάμω τίποτε στην Ισπανία – όπου σήμερα δεν υφίσταται Ορθόδοξος παροικία – εγκατέλειψα την πατρίδα μου και πήγα στην Γαλλία, όπου ζήτησα να γίνω μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού προηγουμένως άφησα να περάσει λίγος καιρός ακόμη ώσπου να ωριμάσει ολότελα ο καρπός της μεταστροφής μου. Κατά το διάστημα εκείνο εμβάθυνα περισσότερο στη γνώσι της Ορθοδοξίας και δυνάμωσα τις σχέσεις μου με την ιεραρχία της.

  Όταν βεβαιώθηκα πλήρως για τον εαυτό μου, έκαμα το αποφασιστικό βήμα και έγινα δεκτός επισήμως στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού ως μέλος της. Προτίμησα να πραγματοποιηθεί αυτό το μεγάλο γεγονός στην Ελλάδα, την κατ’ εξοχήν χώρα της Ορθοδοξίας, όπου ήλθα για να σπουδάσω Θεολογία.    Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών με δέχθηκε πατρικά. Η αγάπη του και το ενδιαφέρον του ξεπέρασαν τους πόθους μου. Το ίδιο πρέπει να πω και για τον τότε πρωτοσύγκελο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και τώρα επίσκοπο Ρωγών κ. Διονύσιο, που μου έδειξε πατρική αγάπη.

Περιττό να προσθέτω ότι μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα αγάπης και στοργής η Ιερά Σύνοδος δεν άργησε ν’ αποφασίσει την κανονική αποδοχή μου στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την κατανυκτική εκείνη ιερά τελετή τιμήθηκα με το όνομα του Αποστόλου των Εθνών Παύλου και ακολούθως έγινα δεκτός ως μοναχός στην Ιερά Μονή Πεντέλης. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκα διάκονος από τον Άγιο Επίσκοπο Ρωγών.

Από τότε ζω μέσα στην αγάπη, τη συμπάθεια και την κατανόηση της Ελληνικής Εκκλησίας και όλων των μελών της. Ζητώ όλων τις προσευχές και την πνευματική συμπαράσταση για να σταθώ πάντα άξιος της Χάριτος, που μου δόθηκε από τον Κύριο.

http://www.impantokratoros.gr/53D61982.el.aspx

 

+

Ν Ε Κ Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Α

( γιά τον τραγικό θάνατο τού  Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου ντε Μπαγιεστέρ )


"Με αισθήματα βαθυτάτης θλίψεως η Ιερά Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής αναγγέλλει τον τραγικό θάνατο του Θεοφιλεστάτου Βοηθού Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου, ο οποίος συνέβη στην πόλη του Μεξικού.

Ο αείμνηστος, την Κυριακή 22 Ιανουαρίου 1984, βγαίνοντας μετά την Θεία Λειτουργία από τον Ιερό Ναό της αγίας Σοφίας της πόλεως αυτής, δέχθηκε δολοφονική επίθεση. Σοβαρά τραυματισμένος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου παρέμεινε μέχρι την 31η Ιανουαρίου, οπότε και υπέκυψε στα τραύματά του. Οι λόγοι της δολοφονικής επιθέσεως δεν είναι ακόμη γνωστοί...

Ο αείμνηστος, κατά κόσμον Φραγκίσκος Ντε Μπαγιεστέρ, γεννήθηκε στην Βαρκελώνη της Ισπανίας το 1927. Οι γονείς του προέρχονταν από τις πιο συντηρητικές ρωμαιοκαθολικές οικογένειες της ισπανικής κοινωνίας (οικογένεια ευγενών).

Μαθητής του γυμνασίου ακόμα μετά τον εμφύλιο ισπανικό πόλεμο, ο Φραγκίσκος ακολούθησε την μητέρα του, γιατρό, στην πρώτη γραμμή των εχθροπραξιών. Έζησε τις φρικαλεότητες του αλληλοσπαραγμού και μετά την κατάπαυση του πυρός επέστρεψε για να συνεχίσει τις σπουδές του με την απόφαση να γίνει κληρικός και να κηρύξει το Ευαγγέλιο της ειρήνης και της χριστιανικής αγάπης.

Πράγματι, ο νεαρός Φραγκίσκος ενεγράφη στο τάγμα του αγίου Φραγκίσκου και σπούδασε στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης.

Πνεύμα ανήσυχο καθώς ήταν, μελέτησε με προσοχή την ιστορία και την θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και πήρε την απόφαση να γίνει κληρικός Ορθόδοξος. 

Τους λόγους για τους οποίους ο μοναχός Φραγκίσκος ντε Μπαγιεστέρ αποφάσισε να γίνει Ορθόδοξος τους εκθέτει εκτενώς στο έργο του «Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία», το οποίο εξέδωσε ελληνιστί το 1954 στην Αθήνα.

Στην Ελλάδα ο Φραγκίσκος έμαθε την Ελληνική γλώσσα, έγινε δεκτός στην Ορθοδοξία μετονομασθείς σε Παύλο και παρακολούθησε τις θεολογικές σπουδές του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Φλεγόμενος από τον ιερό ζήλο να υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις την Ορθόδοξη Εκκλησία εισήλθε στον ιερό κλήρο. Χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος το 1953 και το επόμενο έτος τιμήθηκε με το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Παντελεήμονα.

Τις θεολογικές του σπουδές ο π. Παύλος τις συμπλήρωσε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου αποφοίτησε το 1958.

Ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Γέρων Αμερικής κ.κ. Ιάκωβος γνώρισε τον αρχιμανδρίτη Παύλο στο Φανάρι. Εξετίμησε τις ικανότητές του και κυρίως τον ιεραποστολικό του ζήλο και γι αυτό το 1959, όταν εξελέγη αρχιεπίσκοπος, τον κάλεσε στην Αμερική.

Ο αρχιμανδρίτης Παύλος είχε βαθειά θεολογική μόρφωση και μιλούσε με ευχέρεια την Ελληνική, την Ισπανική, την Λατινική, την Πορτογαλική και την Γαλλική γλώσσα. Ως εκ τούτου, ήταν φανερό ότι θα ήταν χρήσιμος στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής.

Ιερατικά καθήκοντα ο π. Παύλος ανέλαβε κατ’ αρχάς στην Κοινότητα του Ευαγγελισμού Scranton στην Πενσυλβάνια και το 1961 στην Αγία Σοφία της πόλεως του Μεξικού. Εκεί άνοιξε για τον π. Παύλο ευρύ στάδιο δράσεως, ο οποίος επιδόθηκε με ζήλο στην διακονία των χριστιανών του. Ο Σεβασμιώτατος, εκτιμώντας τον ιεραποστολικό του ζήλο, τον διόρισε Αρχιεπισκοπικό Επίτροπο στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική το 1966.

Για πολλά χρόνια ο π. Παύλος εργαζόταν με πολλή επιτυχία. Επιχειρούσε κοπιώδη ταξίδια προκειμένου να επισκεφθεί τους ανά την Κεντρική Αμερική διεσπαρμένους Ορθοδόξους.

Εμφανιζόταν συχνά στην τηλεόραση παρουσιάζοντας διάφορα θρησκευτικά προγράμματα και δεν παρέλειπε ποτέ να προβάλλει την Ορθοδοξία. Παρ’ όλη την ενεργητικότητά του αυτήν, έβρισκε τον καιρό να διδάσκει και στο Πανεπιστήμιο του Μεξικού.

Παράλληλα με την μέχρι τότε ιεραποστολική του δραστηριότητα ανέπτυξε και συγγραφική δράση. Έγραψε διάφορα βιβλία. Μετέφρασε την Θεία Λειτουργία στην ισπανική. Δημοσίευσε πληθώρα άρθρων και μελετών σε διάφορες γλώσσες. Δεν παρέλειπε να λαμβάνει μέρος σε διεκκλησιαστικούς διαλόγους, όπως και στην οικουμενική κίνηση.

Την καρποφόρα διακονία του αρχιμανδρίτου Παύλου εξετίμησε η Μητέρα Εκκλησία και, γι αυτό, με πρόταση του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου κ. Ιακώβου, τον προήγαγε στο επισκοπικό αξίωμα. Η χειροτονία του σε Επίσκοπο Ναζιανζού τελέστηκε την 15η Μαρτίου 1970.

Έκτοτε, ως Επίσκοπος Ναζιανζού ο Παύλος ντε Μπαγιεστέρ συνέχισε την δράση του στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική ως βοηθός επίσκοπος του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου με πολλή επιτυχία, απολαμβάνοντας τιμή και αγάπη από τους πάντες.

Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος υπήρξε κληρικός μεγάλης μορφώσεως. Αγαπούσε με περιπάθεια την Ορθοδοξία και κάθε τι το ελληνικό και εργάστηκε ακούραστα για την προβολή του ελληνικού πνεύματος και της ορθοδόξου παραδόσεως, παρ’ όλο που δεν ήταν ελληνικής καταγωγής. 

Διακρινόταν για την βαθειά του πίστη, την πηγαία ευγένεια των τρόπων του και την αξιοπρεπή και επιβλητική εμφάνισή του. Χάρις στα πολλά προσόντα του προσέφερε πολλά, και μάλιστα σε μία ταραγμένη περιοχή.

Είναι δυστύχημα το ότι η διακονία του Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου διακόπηκε με τρόπο τόσο τραγικό. Κληρικός ο οποίος έταξε σκοπό της ζωής του το κήρυγμα της ειρήνης και της χριστιανικής αγάπης, έπεσε θύμα δολοφονικής επιθέσεως.

Ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος ανακοίνωσε αμέσως τον θάνατο του Επισκόπου Ναζιανζού στην Α. Θ. Παναγιότητα τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τέλεσε τρισάγιο στο παρεκκλήσιο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του αειμνήστου ιεράρχου.

Την κηδεία του αειμνήστου τέλεσε στον Ιερό Καθεδρικό Ναό της αγίας Σοφίας της πόλεως του Μεξικού την 2α Φεβρουαρίου 1984 ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Νέας Υερσέης κ. Σίλας, συμπαρισταμένων των Θεοφιλεστάτων Επισκόπων Μπουένος Άϊρες κ. Γενναδίου και Καισαρείας κ. Αντωνίου, της Αντιοχειανής Εκκλησίας.

Του αειμνήστου Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου η μνήμη είθε να είναι αιωνία!

3 Φεβρουαρίου 1984

Εκ του γραφείου της Ι. Αρχιεπισκοπής Βορ. και Νοτ. Αμερικής.