Όταν δω νεαρούς να έρχονται για εξομολόγηση στον π. Αντώνιο και να ’χουν έτσι τα μαλλιά (καρφάκι) τα παίρνω με αγάπη και τα πάω στον νιπτήρα και τους τα χαλώ… Έπειτα, τους εξηγώ γιατί… Τους βλέπεις (τους δαίμονες) με σκουλαρίκια, στην μύτη, στην κοιλιά και στη γλώσσα ακόμη… Με άγριες ζωγραφιές πάνω τους (τατουάζ), με παράξενα παντελόνια…

Ό,τι λανσάρουνε σήμερα στους ανθρώπους, μου τα δείχνουνε πάνω τους…

Ανοιγοκλείνουν τα στόματά τους σαν λάστιχα, τα κάνουν τεράστια και δείχνουν κάτι δόντια μικρά σα τέλια (σύρματα) πυρακτωμένα, ολοκόκκινα… Βρώμα, βρώμα, βρώμα… Σου ’ρχεται να κάνεις εμετό… Μετά ταράσσονται τα σπλάχνα σου… Τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο δεν βρωμάει τόσο… Ίσως η πτωμαΐνη μετά από δεκαέξι ημέρες που σκάει το νεκρό σώμα μέσα στον τάφο… Αλλά και πάλι δεν συγκρίνεται με τίποτα κοσμικό αυτή η βρώμα…

Έτσι βρωμάνε και οι αμετανόητοι άνθρωποι που έχουνε απάνω ντος (επάνω τους) εξουσία οι δαίμονες…

Όταν σηκώνομαι 2-3 τα μεσάνυχτα και κάθομαι στην καρέκλα για να ξεκουράσω τα εγχειρισμένα μου πόδια και να προσευχηθώ (δεν μπορούσε να αλλάξει πλευρό στο κρεββάτι), έρχονται, αρπάζουν την καρέκλα και με γυρίζουν γύρω, γύρω… Εγώ κρατώ καλά την καρέκλα και τους κοροϊδεύω: <δεν πέφτω> τους λέω <δεν πέφτω… Ό,τι και να κάνετε…>. Σκούζουν και φεύγουνε…

Μια φορά, όμως, με αρπάξανε και με βάλανε κάτω από το κρεββάτι… Το παραχώρησε ο Θεός για να καταλάβω πιο πολύ, ότι μόνο με τη δική Του δύναμη τον νικούμε… Τράβηξα το καλώδιο του τηλεφώνου και έπεσε η συσκευή… Ευτυχώς γνωρίζω από στήθους το τηλέφωνο της Ριρίκας…

Την ξύπνησα, ήρθε και άνοιξε και με σήκωσε… Μόνη μου δεν μπορούσα να σηκωθώ… Έχω ένα διμόρφι (δίπτυχο εικόνισμα) και με αυτό περνώ κάθε μέρα το «Πί» που κρατώ και περπατώ για να μην με ακουμπάνε.

Και με τον Σταυρό του παππού μου (παπα Νικόλα) σταυρώνω κάθε πρωί το κρεββάτι μου και όλα τα βασικά σημεία του σπιτιού για να μην αγγίζουνε… Η λύσσα τους είναι, να με δουν να πιάσω το θυμιατό και το κομβοσχοίνι! Το θυμιατό, πολλές φορές, μου το έριξαν…

Όταν κάνω κομβοσχοίνι… Εκεί να δείτε… Μια φορά ήρθε ένα κρεάτινο καλάμι, σαν λαιμός και στην επάνω μεριά είχε κεφαλή πετεινού… Μου τσιμπούσε τα χέρια για να αφήσω το κομβοσχοίνι… Τον περιποιήθηκα καλά… Όχι μόνη μου… Τον ανέθεσα στις ουράνιες δυνάμεις…

Μια άλλη φορά ήρθε σαν ξετσίπωτη γυναίκα και μου έδειχνε αδιάντροπα τα οπίσθιά της… Τεράστια ήταν… Εγώ αδιαφορούσα και ήρθε και με ακούμπησε με αυτά στη μύτη… Την βίτσισα (την μαστίγωσα) με το κομβοσχοίνι και σαν να άρπαξε φωτιά στο σημείο εκείνο… Ελάκισε (έτρεχε γρήγορα-πανικόβλητα) και έσκασε στο απέναντι πεντένι (τοιχίο)… Βρώμισε ο κόσμος…

Ξανάρθε, όμως, μετά από λίγες μέρες και αδιάντροπα μου έλεγε: <Γιατί μου έκαψες προχθές τον κ… Με αυτά που δείχνω, κυβερνώ τώρα τον κόσμο, μικρούς, μεγάλους…>. Δεν έχασα καιρό και του απάντησα: <Ακόμη δεν είδες πράμα! Όταν θα σου ’ρθει η φωτιά της αιώνιας κόλασης θα δεις καλά την κυβέρνησή σου…> μούγκριζε και χάθηκε…

Πιο πολύ αστείος γίνεται όντε (όταν) μασκαρεύεται και πολεμά (πασχίζει) να με ξεγελάσει… Ετότε σάς (τότε) γελώ και του λέω:

<Άμε (πήγαινε) κακομοίρη εκιά (εκεί) που δεν σε κατέχουνε… Επαέ (εδώ) γνωρίζομε καλά τη βρώμα σου, την ανατριχίλα που φέρνεις και τα σκέρτσα (επιτηδευμένες κινήσεις) που κάνεις…

Γερόντισσα Γαλακτία +