grigoriosDOXEIARIOY


Ἀπεβίωσε χθὲς 22.10.2018, σὲ ἡλικία 76 ἐτῶν, ἀπὸ παθολογικὰ αἴτια, ὁ ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγίου Ὅρους, Γέροντας Γρηγόριος.
Αιωνία αυτού η μνήμη !

 

Απλός, καταδεκτικός, ταπεινός στην εμφάνιση και στό ήθος, χωρίς επιτηδευμένα ράσα, ράβδους, καί μώβ κούδες απλωμένες πίσω του να τίς κρατάνε τιμητικά οι διάκοι ( παριστάνοντας κάποιοι τούς απογόνους του Βυζαντίου όπως βλέπουμε σήμερα κάτι  Αρχιερείς και Αρχιμανδρίτες να κάνουν...), ένας άνθρωπος τής εργατιάς του λαού και τού Θεού, πού παρά λίγο να τον φυλακίσει η αρχαιολογική υπηρεσία γιατί γκρέμισε έναν τοίχο πού χρόνια τώρα εμπόδιζε, ή γιατί ύψωσε 2 κολόνες κάτω στον αρσανά πρός τιμή τών Αγίων Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ καί πρός φόβο τών παλαιών πειρατών αλλά και τών νέων προδοτών πίστεως και πατρίδος !




Μιὰ ξεχωριστὴ φωνὴ «σιώπησε»

.          Ὁ κατὰ κόσμον Ἐμμανουὴλ Ζουμῆς κατάγονταν ἀπὸ τὴν Πάρο καὶ ἦταν ἀπόφοιτος τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἐγκαταβίωσή του στὸ Ἅγιον Ὄρος, μόνασε στὴν Πάρο καὶ τὴν Πάτμο, «παρὰ τοὺς πόδας» τῶν ἅγιων Πατέρων Φιλόθεου Ζερβάκου καὶ Ἀμφιλόχιου Μακρή.

Χρημάτισε Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Μυρτιᾶς καὶ τῆς Μονῆς Προυσσοῦ στὸ Καρπενήσι. Μετά, ἐνθρονίστηκε Ἡγούμενος τῆς ἁγιορείτικης Ἱερᾶς Μονῆς Δοχειαρίου, τὴν ὁποία ἀναστήλωσε καὶ ἐπάνδρωσε μὲ ἐπιτυχία.
Καλὸ Παράδεισο Γέροντα Γρηγόριε.

ΠΗΓΗ: agioritikesmnimes.blogspot.com

Παρακάτω τὸ τελευταῖο δημοσίευμα 
τοῦ Καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μ. Δοχειαρίου
Γέροντος Γρηγορίου [7 Ὀκτωβρίου 2018]

ΑΓΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ

  Στοὺς ἔσχατους αὐτοὺς καιροὺς ποὺ ζοῦμε, ὅπου κοιτάξης, σκιὲς θὰ δῆς καὶ ἀποστροφὴ τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ καλοῦ.

Ἄλλαξε τὸ ὕφος καὶ τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων καὶ μὲ περισσότερο θάρρος μπορεῖς νὰ περπατᾶς σὲ ἔρημους τόπους, παρὰ ἐκεῖ ποὺ κατοικοῦν ἄνθρωποι. «Εἶδα τὸν ἄνθρωπό μου· εἶδα τὸν Θεό μου.»

Αὐτὸ δὲν ἔχει σήμερα καμμιὰ ἰσχύ
.             Παράκλητο Πνεῦμα ὅμως δὲν μᾶς ἀφήνει ἀπαρηγόρητους καὶ αὐτὸ τὸ ζοῦμε μὲ τὴν ἐμφάνιση ἁγίων ἀνθρώπων στὴν ἐποχή μας. Σπεύδουμε τά πλήθη τῶν πιστῶν νὰ ἀσπαστοῦμε τοὺς τάφους τους καὶ νὰ ἀναζητήσουμε τὴν ἀνάβλυση τῶν ἰαμάτων καὶ τὴν κάθαρση τῶν ψυχῶν μας. Πόσα σύγχρονα προσκυνήματα ἔχουμε. Ὀάσεις μέσα στὴν ξηρασία ποὺ περνᾶμε.
.             Τὴν ἁγιότητα τῶν Ὁσίων αὐτῶν καταγγέλλει πρῶτα ὁ λαός. Αὐτὸς εἶναι τὸ στόμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν φωνή του ἐπισημοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὶς Συνόδους. Πολλοὶ μὲ ρωτοῦνε:
– Τὸ εἶπε ἡ Ἐκκλησία;
– Τὸ διατυμπανίζει ὁ λαός.
.             Καὶ πολλὲς φορὲς φαίνεται ὅτι βιάζεται καὶ κτίζει ναοὺς καὶ κάνει πανηγύρια. Ὁ λαὸς πάντα πάει μπροστά. Ἔπειτα βέβαια, ὅταν ἔρχεται ἡ Ἐκκλησία καὶ σφραγίζει τὸ θαῦμα τῆς ἁγιότητας, ἐπισημοποιεῖ τὰ τραγούδια ποὺ συνέταξε ὁ λαός, γιὰ νὰ ὑμνήση τὸν πατέρα καὶ τὸν ἅγιο.
.             Ποιός θὰ πάη σήμερα στὴν Πάρο καὶ δὲν θὰ ἀκούση γιὰ τὰ παλαίσματα, τοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ ἀθλήματα τοῦ γέροντος Φιλοθέου; Λυπούμαστε βέβαια ποὺ ἡ ἐπίσημη Ἐκκλησία κωφεύει καὶ δὲν μᾶς δίνει τὴν σφραγῖδα.
.            

Τετάρτη, 29η τοῦ μηνὸς Αὐγούστου, ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἐσφράγισε τὴν πίστη τοῦ λαοῦ καὶ ἀναγνώρισε ἐπίσημα τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου Ἀμφιλοχίου τοῦ Πατμίου. Ὅσα μέρη τὸν γνώριζαν χτύπησαν πανηγυρικὰ τὶς καμπάνες καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεό, ποὺ εἶδαν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἀμφιλοχίου ἀνηρτημένη στὸ προσκυνητάρι. Ὅλα αὐτὰ μᾶς χαροποίησαν πολλά, μᾶς γέμισαν εὐφροσύνη καὶ ὅλοι ἀγαλλομένῳ ποδὶ ψάλλουμε τὸ τροπάριό του, ποὺ τὸ εἴχαμε στὸ σεντούκι μέσα καὶ περιμέναμε νὰ κυματίση ἡ σημαία τῆς ὁσιότητάς του.
.             «Τῇ ἀγάπῃ τοῦ Λόγου ὅλος πυρούμενος, ἐξ ἁπαλῶν σου ὀνύχων ἀφωσιώθης Θεῷ, εὐλαβείας, Ἀμφιλόχιε, θησαύρισμα· ἐπὶ τῷ στήθει Ἰησοῦ ἠξιώθης προσπεσεῖν μετὰ τοῦ Ἠγαπημένου, κἀκεῖθεν ἤντλησας, μάκαρ, θεολογίας ἔνθεα νάματα.»
.            

Δυστυχῶς ὅμως, ἡ διακήρυξη τῆς κατατάξεως τοῦ ὁσίου Ἀμφιλοχίου στὶς δέλτους τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε ἀπὸ ἐπίσκοπο, ποὺ οὔτε τὸν συναναστράφηκε οὔτε στὸν δρόμο του περπάτησε. Ἀπὸ μακρόθεν κοίταζε, ἀλλὰ δὲν προσήγγιζε.

Γέροντα τὸν ὠνόμασε στὶς ὁμιλίες του, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἀσπάσθηκε τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων του. Οἱ ὁμιλίες του δὲν μᾶς ἐκαρδίωσαν καὶ δυστυχῶς οὐδεὶς εὑρέθη νὰ τὸν σταματήση. Λόγος πομπώδης καὶ δικανικός, ποὺ δὲν εἶχε τίποτε νὰ ἀκουμπήση στὴν καρδιά μας.
.             Εἶναι κρῖμα ἐμεῖς οἱ κληρικοὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ διδάξουμε τοὺς ἀνθρώπους μὲ κούφια λόγια. Ὁσάκις μαζεύω καρύδια καὶ τὰ βρίσκω κούφια, στενοχωροῦμαι. Βλέπω τὸν θεόρατο κορμὸ τῆς καρυδιᾶς καὶ τὴν οἰκτίρω. Ἔτσι, ἀκούγαμε καὶ τὸν ὁμιλητὴ καὶ ἔσφιγξε ἡ καρδιά μας, ὄχι βέβαια γιὰ τὸν Ὅσιο, ἀλλὰ γιατὶ μᾶς μιλάει γιὰ τὸ μέλι, πόσο νόστιμο εἶναι, χωρὶς νὰ τὸ ἔχει δοκιμάσει ποτέ.

Ποιό ἤτανε τὸ μυστικὸ τῆς ἁγιότητας τοῦ γέροντος Ἀμφιλοχίου;

Εἶχε ζήσει τὴν περιφρόνηση τῶν ἀνθρώπων, τῶν συνασκητῶν του, καὶ αὐτὸ τὸν ἔκανε εὐτυχισμένο. Μέσα στὴν καταφρόνια τὸν ἔβλεπες εὐτυχῆ, χαρούμενο, ἀνεπιτήδευτο. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινε μὲ ὑπομονή, μὲ καρτερία τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἀγόγγυστα, ἀκατάκριτα.

 Οὐδέποτε, ἂν τοῦ λαλούσαμε τὰ ἄσχημα τῶν ἀδελφῶν, συμφωνοῦσε μαζί μας, ἀλλὰ ἔκλινε τὴν κουβέντα: «Ἒ τὸν εὐλογημένο. Ἐγκατάλειψη Θεοῦ ἔπαθε. Κάνετε προσευχή. Ἔχει ἀνάγκη νὰ τὸν καλύψουμε μὲ τὸ πιὸ πολύτιμο βλατίο ποὺ κρατᾶ κάθε ἄνθρωπος στὰ χέρια του.»


.             Ἀφοῦ ποτὲ δὲν τὸν εἶδες νὰ μετανίζη μέχρι τὰ βαθιά του γεράματα, δὲν τὸν παρατήρησες ὅτι τὰ μάτια του ἦταν πάντοτε βουρκωμένα ὅταν λειτουργοῦσε, δὲν τὸν ἀπήλαυσες νὰ προσφέρη τὴν φιλοξενία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τόσο ἁπλόχερα, ποὺ οἱ πλησίον του διερωτῶντο «Τί τοῦ ἔμεινε μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ δοσίματα;», ἀφοῦ δὲν ξέρεις τὰ πατήματά του, γιατί πλησιάζεις τὸ ὄρος νὰ τὸ ἀνεβῆς καὶ νὰ ἀνεβάσης κι ἐμᾶς;
.            

Ζοῦσε τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν φτώχεια ὅπως τὰ ὑποσχέθηκε στὴν μοναχική του κουρά. Δύο πράγματα ἄκουγες νὰ ψιθυρίζη: τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» καὶ «ἀδελφοί μου, ὑπάρχει χρεία ὑπομονῆς».

Ὁ λόγος του ἦταν μετρημένος· οὔτε ὑπερβολὲς ἔλεγε οὔτε ὁράματα καὶ προφητεῖες. Δίδασκε μὲ τὴν παρουσία του ὅσα σπάνια ἀκοῦμε ἀπὸ ἀνθρώπους. Ἐκεῖνο ποὺ τὸν διέκρινε περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους Γέροντες ἦταν ἡ εὐλάβεια. Σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ σέβιζε καὶ μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους. Ἔφυγε πλήρης ἔργων ἀγαθῶν.
.             Ἂν μᾶς ἔδινε ὁ ὁμιλητὴς ἔστω καὶ κάτι μικρὸ ἀπὸ τὴν ζωή του, θὰ φεύγαμε ὅλοι μὲ πολλὲς ἀναμνήσεις. Τώρα, ἀκούσαμε τὸ μαγγανοπήγαδο νὰ γυρίζη, ἀλλὰ δὲν ἀνέβαζε στὶς σέσουλες νερό. Μακάρι νὰ βρεθῆ αὐτὸς ποὺ θὰ μᾶς δώση τὴν δροσιὰ τῶν λόγων καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Ἀμφιλοχίου. Μακάρι νὰ μὴ τσιγγουνευθῆ ὁ Θεὸς νὰ στέλνη σὲ μᾶς, ἐδῶ σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο ποὺ ζοῦμε, ἄνθη μυρίπνοα.
.            

Αὐτὰ ποὺ γράφω, δὲν τὰ ἔγραψα ἀπὸ τὴν Πάτμο, ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα ἐρημητήριο ποὺ βρίσκεται στοὺς πρόποδες τοῦ ὄρους Βερτίσκου. Στάθηκα μακριά, γιατὶ φοβήθηκα τὸν ἑαυτό μου ὅτι θὰ χαλάσω τὴν γιορτή… Ἀπὸ ᾽δῶ, φωνάζω καὶ μόνον ὁ Ὅσιος μὲ βλέπει καὶ μὲ ἀκούει. Στοὺς πόνους μου, αὐτὸν ἐπικαλοῦμαι. Αὐτὸς εἶναι ἡ συντροφιά μου καὶ ἡ παρηγορία μου.
.             Ταῖς τοῦ ὁσίου Ἀμφιλοχίου πρεσβείαις, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

==================

 

Παρακάτω ένα κείμενο πού δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία τον Αύγουστο του 1992

 

"...Στο Δοχειάρι φθάσαμε μ' ένα πλοίο ναυλωμένο από Ρώσους κληρικούς, που επισκέπτονταν τα μοναστήρια της δυτικής πλευράς. Είχαμε όλη την άνεση να συζητήσουμε πολλά με τον καπετάνιο, που, όπως όλοι οι θαλασσινοί της περιοχής, μένει στην Αμμουλιανή, ένα νησάκι απέναντι από την Ουρανούπολη. Μας μετέφερε πολλά παρασκήνια αλλά για το Δοχειάρι και τον ηγούμενό του ήταν απόλυτος.

«Δεν υπάρχει στο Αγιον Όρος πιο δυναμικός άνθρωπος από τον ηγούμενο Γρηγόριο. Πρώτος αυτός πάει στην δουλειά και μετά τα καλογέρια του. Το Δοχειάρι είναι φτωχό μοναστήρι. Αν δεν ήταν ο Γρηγόριος, θα είχε πέσει. Για να το σώσει έχει γίνει πρωτομάστορας. Οικοδόμος, μαραγκός, σκαφτιάς. Ό,τι φανταστείς. Μεγάλη ψυχάρα ο ηγούμενος Γρηγόριος».

Ο π. Γρηγόριος είναι από την Πάρο. Κοντός, ζωηρός και χαμογελαστός, όπως οι περισσότεροι νησιώτες. Ήλθε ο ίδιος για να μας δείξει τα χαλάσματα της βορειοδυτικής πτέρυγας. Αλλά και να μας ξεναγήσει με περηφάνια στη νότια πτέρυγα, η οποία ολόκληρη ανασκευάστηκε από τα χέρια των μοναχών του. Τοίχοι, αρμολογήματα, πόρτες, παράθυρα, έπιπλα...

Γι' αυτή την ανακατασκευή ο «ηγούμενος - ψυχάρα» μηνύθηκε από την αρχαιολογική υπηρεσία και ζητήθηκε η σύλληψή του. Η αιτιολόγηση ήταν ότι γκρέμισε έναν τοίχο χωρίς άδεια της υπηρεσίας.

Από τότε ο Πλούταρχος Θεοχαρίδης ( τής αρχαιολογικής ; ) είναι «ανεπιθύμητο πρόσωπο» στο Δοχειάρι...

Θείος εσπερινός

Το Δοχειάρι το βρήκαμε νεκρό. Λες και δεν υπήρχε ψυχή. Σε κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένας μοναχός για να υποδεχθεί και ν' ανοίξει την εκκλησία στους Ρώσους προσκυνητές. Μάθαμε σύντομα την αιτία. Όλοι οι καλόγεροι είχαν πάει να εργαστούν στον ελαιώνα.

Τους είδαμε να έρχονται ένας-ένας το σούρουπο, βουτηγμένοι μέχρι την κορυφή στην σκόνη, ζαλωμένοι με πλαστικά δοχεία.

Κι ανάμεσά τους ήταν φυσικά ο «πρωτομάστορας», η ψυχή του μοναστηριού, ο γέρο ηγούμενος Γρηγόριος.

Κι όμως αυτοί οι ψόφιοι στην κούραση καλόγεροι μας έκαναν σε λίγη ώρα την πιο μυστηριακή λειτουργία που ζήσαμε στο Αγιον Όρος. Έναν θείο εσπερινό. Το σκοτάδι είχε πέσει όταν μπήκαμε στην εκκλησία. Το μόνο φως ερχόταν από δυο κεριά. Οι μόνοι ήχοι έβγαιναν από τα στόματα των ψαλτών. Και ξαφνικά άρχισε όλο το κοινόβιο να ψάλει. Δυνατά. Πιο δυνατά. Ακόμα πιο δυνατά. Έπαιρναν την αρχική ψιθυριστή φράση του ηγουμένου και την έκαναν ύμνο, κραυγή, μυσταγωγία. Οι φωνές ξεπηδούσαν μέσα από το σκοτάδι. Μέσα από το πουθενά. Ερχόντουσαν από παντού.

«Τι τους έχεις και σκοτώνονται έτσι στην δουλειά, μου είπε κάποτε ένας επίσκοπος. Θα σου φύγουν όλοι. Δεν θα μείνει κανένας». Αυτά μας έλεγε την άλλη μέρα ο «πρωτομάστορας» ηγούμενος Γρηγόριος. Και αμέσως πρόσθεσε με μια λάμψη στα μάτια: «Δεν έφυγε κανένας».

Και δεν έφυγε (αντίθετα ήλθαν κι άλλοι) γιατί το μοναστήρι ξαναφτιάχθηκε από τα ίδια τους τα χέρια. Ο ηγούμενος Γρηγόριος και η συνοδεία του (15 μοναχοί) ήλθαν το 1980 από τη μονή Προυσσού της Ευρυτανίας. Βρήκαν το Δοχειάρι ετοιμόρροπο να κατοικείται από μερικούς ιδιορρυθμίτες. Με σκληρή δουλειά το ανάστησαν. Σήμερα το κοινόβιό του έχει 27 μοναχούς

Δεν πρόλαβαν, ελλείψει χρημάτων, να επισκευάσουν την βορειοδυτική πτέρυγα, που κατέρρευσε το 1988. Και περιμένουν πότε θα ελεήσει το Κέντρο Διατήρησης Αγιορείτικης Κληρονομιάς (ΚΕΔΑΚ) να ενισχύσει το πιο βυζαντινό από τα μοναστήρια του Άθωνος. Το Δοχειάρι είναι φτωχό. Δεν έχει μετόχια. Κι έναν βοσκότοπο, που είχε στην Σιθωνία, τον πήρε αυθαίρετα η κοινότητα Σάρπης και τον μετέτρεψε σε σκουπιδότοπο. Δεν έχει ούτε εκμεταλλεύσιμα δάση. Έχει όμως 27 πρωτομάστορες, 27 «ψυχάρες»!

Η μονή Δοχειαρίου δεν είναι όμως η μόνη που αντιμετωπίζει σοβαρά κτιριακά προβλήματα..

gerontas grigorios

 

Ο γέροντας Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος . Μιά φωνή δυναμική, καθαρή, και Ορθόδοξη πού χρειάζεται σήμερα για να ξεσηκώνει συνειδήσεις! Όχι μόνο στό Άγιο Όρος, αλλά καί σ΄ ολόκληρη τήν Ορθόδοξη Εκκλησία...

( έλεγχος πρός τόν Τσίπρα πού αφού γέμισε τήν Ελληνική Κοινωνία με ανήθικους νόμους πού ούτε τα Σόδομα δεν είχανε, ήθελε καί την ημέρα του Σταυρού νά έλθη και στό Άγιο Όρος ) :

"...Ὄχι τὸ Άγιο Ὄρος δὲν πρέπει νὰ σὲ δέχεται, ἀλλ᾽ οὔτε ἡ μάννα ποὺ σὲ γέννησε !

Ἡ φουρτούνα ποὺ σήκωσες αὐτὴ θὰ σὲ πνίξη. Μέριασε !( παραιτήσου και φεύγα...)

Νέα  κείμενά του, θα βάζουμε τακτικά παρακάτω:

++++++++++++++++++++

 



13) «Οι Διαολοστέλλοντες και οι Διαολοσταλμένοι…»

Προκλητικός για πολλούς, καυστικός, ίσως και Αριστοφανικός ο Καθηγούμενος της I.M. Δοχειαρίου Αρχ. Γρηγόριος λέει πάντως την αλήθεια όπως αυτός την αντιλαμβάνεται και για άλλη μια φορά έχει δυστυχώς δίκιο...

«…Δυστυχῶς, στὸν χῶρο μας δὲν ἔλειψε ποτὲ αὐτὴ ἡ διπλὴ «εὐχή». Δὲν γνωρίζω γιατὶ, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ χρησιμοποιοῦν αὐτὲς τὶς ἄσχημες εὐχές ( να ξαποστέλουν στον εξαποδώ πράγματα και ανθρώπους…).Στὴν ἀγορά, στοὺς δρόμους, στὰ σπίτια, στὰ σχολεῖα, γιατὶ ὄχι καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία !!!

Σὲ ποιά αὐλή σχολείου δὲν θὰ ἀκούσης τὰ παιδιὰ νὰ τὴν χρησιμοποιοῦν καὶ κανεὶς δὲν βρίσκεται νὰ τοὺς κλείση τὸ στόμα. Καὶ στὴν Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων ( όπως και επισήμως είδαμε ) εἶναι τὸ ρεφραὶν γιὰ πολλὰ πράγματα. Μερικοὶ λὲς καὶ τὸ περιμένουνε, γιὰ νὰ φρενάρουν στοὺς ἐκνευρισμούς τους.

Λὲς καὶ τὸ ζητᾶνε μερικοί νὰ πορευθοῦν αὐτὸν τὸν δρόμο ( τού ακάθαρτου πνεύματος ).

Ἡ εὐθύνη όμως δὲν εἶναι μόνον τοῦ ἀποστέλλοντος ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀποστελλόμενου, γιατὶ προκαλεῖ, νὰ τὸν φέρη τὸν ἄλλον σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ νὰ ἀναγκαστῆ ( κακώς βέβαια ) νὰ τὸν ἐξαποστείλη...

++++++++++++++++++++

 

Μήπως όμως καὶ τὸ φασόλι ποὺ τρῶμε εἶναι από τον γεωργό ἐξαποστελλόμενο; Ποιός ξέρει; Καὶ ἡ ντομάτα καὶ τὸ κολοκύθι τὸ ἀθῶο καὶ κάθε ζαρζαβατικό;

Καὶ ὁ μυλωνᾶς καὶ τὸ αὐλάκι του· καὶ ὁ ἀγωγιάτης καὶ τὸ ἀγώγι· καὶ ἡ βάρκα καὶ ὁ σκαρμὸς καὶ τὸ κουπί· καὶ τ᾽ ἀλέτρι κι ὁ ἀλετρᾶς· καὶ τ᾽ ἀμπέλι κι ὁ ἀμπελουργός…

Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι πατέρες μᾶς συνιστοῦνε «Μὴ πιῆς νερό, προτοῦ κάνης τὸν σταυρό σου καὶ μὴν ἐξέρχεσαι τοῦ σπιτιοῦ σου χωρὶς νὰ Σταυροσημειοῦσαι».

Καὶ τὸ ἅγιο Γεροντικὸ λέγει ὅτι μοναχὴ μπῆκε στὸν κῆπο καὶ χωρὶς νὰ κάνη τὸν σταυρό της ἔκοψε μαρούλι κι ἔφαγε καὶ δαιμονίσθηκε. Κι ὅταν ὁ καλὸς παπᾶς τὴν διάβαζε, ὁ πειρασμὸς εἶπε: «Δὲν φταίω ἐγώ· ἐγὼ καθόμουν πάνω στὸ μαρούλι κι ἔκοψε τὸ φυτὸ καὶ μ᾽ ἔφαγε».

Θυμᾶμαι στὸ χωριό μου τὰ φαράγγια νὰ ἀντιλαλοῦν αὐτὴν τὴν βλαστημιά. Εἶδα ζῶα ποὺ τρελάθηκαν. Εἶδα ἀνθρώπους ποὺ πῆγαν καὶ δὲν ξαναῆρθαν.

Δυστυχῶς σήμερα οἱ περισσότεροι εἶναι γιὰ κεῖ...

Ακόμη καὶ ἡ μάννα ποὺ τοὺς γέννησε δὲν φείδεται τῆς κακῆς αὐτῆς εὐχῆς. Δὲν ξέρω γιατὶ ἡ κακὴ αὐτὴ εὐχὴ βάζει τὸν κάθε κατεργάρη στὴν θέση του. Φαίνεται ὅτι εἶναι πόθος τοῦ διαβόλου νὰ δέχεται τὰ παιδιά του μὲ δυνατὴ φόρα νὰ προσκολλοῦνται στὴν ἀγκαλιά του.

– Μάννα, πατέρα, τὰ θρέμματά σου στὸν Χριστὸ νὰ τὰ ἐξαποστέλλης.

– Μὰ μὲ προκαλοῦνε.

Σπάνια νὰ ἀκούσης σήμερα γιαγιά, μάννα «στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ νὰ πᾶς, παιδί μου». Τὴν ὁλόκαρδη κι ὁλόψυχη αὐτὴν εὐχὴ σπάνια τὴν ἀκοῦς.

Ρωτᾶς τὴν μάννα:

– Ποῦ εἶναι ὁ γιός σου;

– Στοῦ δια᾽όλου τὴν μάννα.

Ναὶ εἶναι, ἀλλὰ ἐσὺ μὴ τὸ ἐπικροτῆς. Δεῖξε τὴν ἀνησυχία σου, κλάψε τὸν χαμὸ τοῦ παιδιοῦ σου.

Δὲν ὑπάρχει πιὸ πέρα. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέρμα τῶν εὐχῶν τῆς σημερινῆς μάννας καὶ τοῦ σημερινοῦ γονιοῦ. Οἱ μάγοι καὶ οἱ φαρμακοὶ τῆς Αἰγύπτου ἔρριξαν τὶς ράβδους κάτω κι ἔγιναν φίδια, ἀλλὰ ὅταν τοὺς εἶπε ὁ φαραὼ νὰ τὰ ἐπαναφέρουν, ὅπως ἔκανε ὁ Μωυσῆς, δὲν μπόρεσαν.

Ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ στέλνει στὸν διάβολο. Ἄντε νὰ πᾶς νὰ τονε γυρίσης. Πήγαινε. Ἔχεις τὴν δύναμη νὰ ἀπαντήξης τὸν διάβολο; Ἂν ὄχι, τότε γιατί τὸν χρησιμοποιεῖς;

Πηγαινοέφερναν στὴν Παναγία τὴν Προυσιώτισσα δεκαεξάχρονη κόρη, ποὺ ἔβγαζε τὴν γλῶσσα της μέσα σὲ πολλὰ σάλια καὶ ἔγλειφε τὸ λαρύγγι της! Θέαμα ἀποκρουστικὸ καὶ σιχαμερό.

– Πῶς φθάσαμε σὲ τέτοια συμφορά;

– Πάτερ μου, μιὰ μέρα, φυτεύοντας τὰ καπνά, ὑπῆρχε διένεξη μεταξὺ πατέρα καὶ κόρης. Ὁπότε κάποια κακὴ ὥρα τὴν ἔστειλε στὸν ἔξω ἀπὸ ᾿δῶ καὶ ἀμέσως, λὲς καὶ εἶχε ἀνοιχτὸ τὸ αὐτί του ὁ διάβολος, ἔγινε αὐτὸ ποὺ βλέπετε.

Ποιός εἶχε δίκιο, ὁ πατέρας ἢ ἡ κόρη; Δὲν ξέρω. Ὅταν ὅμως ἔγινε παίγνιο τοῦ διαβόλου, τότε μετανιωμένος ὁ πατέρας μοῦ ἔλεγε:

– Ναὶ μὲν εἶχα τὴν δύναμη νὰ στείλω τὸ παιδί μου, ἀλλὰ νὰ τὸ ἐπαναφέρω δὲν τὴν ἔχω· γι᾽ αὐτό, εὔχου, καλόγερε.

Δὲν εἶναι μόνον αὐτὴ ἡ κακὴ εὐχὴ ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Ἑλλάδα.

Ἔχει πρώτη θέση καὶ ἡ βωμολοχία καὶ ἡ βλασφημία. Καὶ τὰ καντήλια καὶ οἱ κολυμβῆθρες καὶ ὁ σταυρὸς καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα καὶ τὰ φανάρια, ὅλα τοῦ φταῖνε τοῦ παραστρατημένου. Στὰ γήπεδα γίνεται ὁ χαμός, στὶς βοσκὲς τῶν ζώων ἀκόμα χειρότερα, στὶς βάρκες καὶ στὰ πλεούμενα καθένα ψάρι φέρει καὶ τὴν "εὐχή", γι᾽ αὐτὸ, προτοῦ τὰ ἑτοιμάσης γιὰ φαγητό, σταύρωσέ τα.

Ἂς φρενάρη τὸ κακό. Δὲν εἶμαι ἀναμάρτητος, ἀλλὰ θὰ ἤθελα νὰ μὴν ὑπάρχη αὐτὸς ὁ τρόπος κοινωνίας μεταξύ μας.

Ὁ γερο-Φιλόθεος Ζερβάκος, στὰ χρόνια ποὺ γιὰ πολλοὺς λόγους ἦταν δύσκολο νὰ γράφη κανεὶς καὶ νὰ ἐκδίδει βιβλία, τόλμησε καὶ ἔγραψε ἕνα βιβλιαράκι «Ἱερὸς πόλεμος κατὰ τῆς βλασφημίας» καὶ τὸ μοίραζε στοὺς ἐξομολογουμένους του. Μὲ τρομακτικὸ τρόπο ἐπενέβαινε σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἐξωμολογοῦντο ὅτι βλασφημοῦν.

Μοῦ ἐκμυστηρεύθηκε ἕνας ταξιτζής:

– Σ᾽ ἕνα ταξίδι πῆγα κι ἐγὼ στὴν Παναγία τὴν Νεραντζιώτισσα νὰ ἐξομολογηθῶ κι ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι βλασφημῶ, μὲ ἅρπαξε αἰφνιδίως ἀπὸ τοὺς ὤμους καὶ μὲ συνετάραξε.

«Τί λές, ἄνθρωπέ μου; Τὸν Θεὸν βλασφημεῖς;»

Φόβος καὶ τρόμος κατέλαβε τὴν ψυχή μου καὶ τοῦ εἶπα «Ὄχι, ὄχι, Γέροντα, δὲν θὰ τὸ ξανακάνω». Ἔκτοτε, οὔτε ἀπὸ τὸν νοῦ μου δὲν ἐπέρασε βλασφημία.

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἄκουσε μοναχὴ νὰ χαρακτηρίζη τὴν συμμονάστριά της διάβολο καὶ ἀμέσως τῆς ἔβγαλε τὰ ράσα καὶ τὴν ἔδιωξε ἀπὸ τὸ μοναστήρι, λέγοντας: «Δὲν μπορῶ νὰ ἔχω στὴν ἀδελφότητα δύο πειρασμούς· ἕνα νοητὸ καὶ ἕνα αἰσθητό».

Ἕνας παλιὸς τσοπάνος πῆγε στὸν Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο τῆς Λογγοβάρδας. Τοῦ λέει:

– Μὲ προκαλοῦν τὰ ζῶα καὶ διαολοστέλνω ὅλη τὴν ἡμέρα.

Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:

– Ἀντὶ γιὰ αὐτὸ, φώναζε «Κύριε, ἐλέησον».

Τὸ κράτησε ὁ ἀγαθὸς βοσκὸς καὶ μέχρι τὰ τέλη του αὐτὸ ἔλεγε. Καὶ τό ᾽λεγε μὲ τόσο στόμφο καὶ μεγαλεῖο ψυχῆς, ποὺ ὄχι μόνον ὁ διάβολος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι σέβονταν τὴν ἐπίκληση αὐτήν, ποὺ ἔγινε παροιμιώδης στὸ χωριό.

Εἶχαν τὸν τρόπο τους οἱ ἅγιοι νὰ ἐξορκίζουν τὰ κακὰ πνεύματα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.

Γύρισε σήμερα ὅλη τὴν πιάτσα. Τσουβάλι θὰ μαζέψης ἀπὸ αὐτὴν τὴν κοπριὰ τῆς βλασφημίας. Τὰ ἅρματα καὶ τὰ κοντάρια τοῦ διαβόλου ἔχουν ὑψώσει κέρας.

Καὶ στὴν βουλὴ τῶν Ἑλλήνων ἀκοῦς αὐτὴν τὴν εὐχή. Καὶ στὴν κοινωνία τῶν ἡλικιωμένων γυναικῶν παιανίζει, γιὰ νὰ βάλη τέρμα –λένε– στὴν κάθε κακοτοπιά.

Διὰ νόμου ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀπαγορευθῆ στὰ σχολεῖα, στὶς ἀστυνομίες, στὸν στρατό, στὰ δικαστήρια, στοὺς ἄλλους χώρους ποὺ ὁ Θεὸς νὰ βάλη τὸ χέρι του. Ἂς ἔρθουμε ὅλοι στὰ ἐξαποστελλόμενα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν Ἁγίων. Ἀνάπαυση ζητοῦμε καὶ ὄχι δαιμονικοὺς θορύβους.

Ἡ κοιλάδα τῆς γυναίκας τοῦ Λώτ, στὴν ὁποία ἔχουμε εἰσέλθει ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια καὶ δύσκολα θὰ βροῦμε τὴν ἔξοδο, ἂς μὴ βρῆ κανένα μέσα, γιατὶ ὅποιος μείνη σ᾽ αὐτήν, ἀληθινὰ παραφρονεῖ. Ὅλοι στὸν παράδεισο. Κανεὶς στὴν κοιλάδα τῆς γυναίκας τοῦ Λώτ, γιατὶ εἶναι ὁ τόπος τῆς παραφροσύνης. Ἀμήν.

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης



12) «Αντί γιά αγγέλους και Αρχαγγέλους συνοδούς στους δρόμους, έχουµε τώρα δαιµόνους και αντιχρίστους…»

Με νέο άρθρο του ο Καθηγούμενος της Ι.Μ. Δοχειαρίου Αρχ. Γρηγόριος κατακεραυνώνει την σημερινή αλλά καί χθεσινή πολιτική εξουσία της Ελλάδος !



Του σφουγγαρά ο Κέδρος…

Στὴν πατρίδα µου ὑπάρχει ἕνας τόπος ποὺ ὀνοµάζεται Σελλάδια ἀπὸ τὴν µορφολογία τοῦ ἐδάφους· µοιάζει καταπληκτικὰ µὲ τὴν σέλλα τοῦ ἀλόγου. Σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο τὰ µικρὰ κτηµατάκια ποὺ ὑπῆρχαν καλλιεργοῦντο ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν προέρχονταν ἀπὸ ψηλὰ τζάκια, ἀλλὰ ἦταν ταπεινοὶ χειρώνακτες τοῦ µεροκάµατου.

Στὶς παρυφὲς τῆς ὑψηλῆς αὐτῆς πλαγιᾶς ὑπάρχει ἕνας αἰωνόβιος κέδρος µὲ φοβερὲς ἀναµνήσεις ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς ἀνθρώπους, γνωστὸς µὲ τὸ ὄνοµα «τοῦ σφουγγαρᾶ ὁ κέδρος».

Ἡ γιαγιὰ τῆς µάµµης µου, ποὺ ἔζησε τὰ χρόνια τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης, µοῦ διηγήθηκε ἀκούσµατα φρικτὰ καὶ φοβερὰ ἀπὸ τοὺς προγόνους της. Τὸ αἰωνόβιο αὐτὸ δένδρο εἶδε κρεµάλες ἀπὸ ληστοπεράτες, γιὰ νὰ πάρουν τὰ ὑποστατικὰ καὶ τὰ ὑπάρχοντα τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων.

– Ποτέ, παιδί µου, µεσηµέρι ἢ ἀργὰ τὸ βράδυ µὴ περνᾶς ἀπὸ τοῦ σφουγγαρᾶ τὸν κέδρο. Οἱ πρόγονοί µας εἶδαν καὶ ἄκουσαν πολλά. Ἡ σκιά του εἶναι µοναδικὴ σ᾽ αὐτὴν τὴν περιοχὴ τοῦ κάµπου, ἀλλὰ ποτὲ µὴ τὴν ἐµπιστευθῆς.

Ὁ προπάππος σου µοῦ διηγήθηκε:

– Διερχόµενος ἕνα Aὐγουστιάτικο µεσηµέρι, ζήλεψα τὸν ἴσκιο του καὶ εἶπα νὰ γείρω λίγο νὰ ξαποστάσω, ὅπως κάθε ὁδοιπόρος τὶς ζεστὲς µέρες τοῦ καλοκαιριοῦ, ἀπὸ τὸν κόπο τῆς πορείας.

Ἕνας βαθὺς πόνος καὶ ἀναστεναγµὸς ξαφνιασµένο µὲ σήκωσε καὶ µιὰ φωνὴ µοῦ εἶπε «Μὴ ξαποσταίνης ἐπάνω στὸ αἷµα τῶν ἀδελφῶν σου. Δὲν ἀκοῦς ποὺ βοᾶ πρὸς τὸν Θεὸ µὲ ἀλάλητους στεναγµούς; Ἀπόβαλε κάθε ἴχνος ἀναισθησίας καὶ σήκω ἐπάνω»...

++++++++++++++++

Ἐµεῖς παιδιά τότε, ὁσάκις περνούσαµε ἀπὸ κεῖ καὶ τὸν ἴσκιο του ἀκροθιγῶς ἀπολαµβάναµε, ἐπιταχύναµε τὸ βῆµα καὶ σταυροσηµει- ούµασταν, νὰ µὴ µᾶς βρῆ κακιὰ ὥρα. Ὁ δὲ νοικοκύρης τοῦ χωραφιοῦ οὐδέποτε καλλιεργοῦσε τὸν τόπο ἐκεῖνον. Ἄφηνε χέρσο τὸ χωράφι, γιὰ νὰ µὴν ἐνοχλήση αὐτοὺς ποὺ ἔφαγε ἡ κακουργία τῶν ἀνθρώπων. Ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι τέτοιοι τόποι στὸ νησί, ἀλλὰ αὐτὸς ἦταν ὁ τροµερότερος.

Ἀναλογίζοµαι σήμερα σέ τὶ διαφέρει ὁ τόπος ἐκεῖνος ἀπὸ τὰ χρόνια ποὺ διερχόµαστε. Τότε, κάπου καὶ ποῦ, κάποιοι τόποι ἦσαν σταθµοὶ τῶν δαιµόνων. Τώρα, ἡ γῆ γέµισε ἀπὸ κέδρους τοῦ σφουγγαρᾶ, ποὺ φύτεψε καὶ εὔθαλε τὸ γένος τῶν Συριζαίων.

Ποῦ νὰ ξαποστάσουµε σήμερα; Ποῦ νὰ βροῦµε πηγὴ νὰ ξεδιψάσουµε; Ἐρηµώθηκε ἡ χώρα ἀπὸ τόπους ἀναπαύσεως. Περπατᾶς καὶ κοιτάζεις δῶθε-κεῖθε µήπως τὰ φαντάσµατα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ ὄχι ἁπλῶς σὲ σκιάξουν, ἀλλὰ ἐν ριπῇ ὀφθαλµοῦ σὲ ἐξαφανίσουν.

Χριστιανοὶ καὶ µὴ χριστιανοὶ, διαβαίνοντας σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσµο, σκιάζονται καὶ τὸν ἴσκιο τους ἀκόµα...

Στὸ τάδε σπίτι λήστεψαν. Τὸν γείτονα ποὺ ἀπονήρευτα ἄνοιξε τὴν πόρτα τὸν σκότωσαν. Τὴν γιαγιὰ στραγγάλισαν, γιὰ νὰ συλήσουν τὸν πενιχρὸ πορτοµανέ της.

Σκότωσαν µπροστὰ στὴν ἐκκλησιὰ γιὰ τὸ φραγκοδίφραγκο ποὺ εἶχε ὁ παπποῦς νὰ ἀνάψη τὸ κερί.

Αὐτὸ τὸ αἷµα ποὺ βοᾶ, ὁ κρατῶν, καὶ ὄχι περικρατῶν τὰ σύµπαντα, τί λέτε δὲν τὸ ἀκούει; Καὶ ἔγινε τάχατες σπλαγχνικός, σὰν τὸν Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης, καὶ ἐλευθερώνει ( ο υπουργός ) τοὺς βαρυποινίτες καὶ ἐγκληµατίες;

Αὐτὰ ὄχι ἀπὸ παλιὰ ἀκούσµατα, ἀλλὰ ἀπὸ φρέσκα γεγονότα, πιὸ φρέσκα καὶ ἀπὸ τὰ ἀποπατήµατα. Νύχτα-µέρα περπατᾶς καὶ δὲν ξέρεις ποῦ νὰ πατήσης, γιὰ νὰ µὴ πατήσης τὴν µπατιλιὰ τοῦ κακούργου καὶ φονιᾶ. Ἐξωµολογήθηκε; Μετανόησε αὐτὸς ὁ ληστής; Ξεπλένεις τὸ πρόσωπό του στὴν χύση τῶν δακρύων του;

Δὲν τοὺς ἀποξηράναµε τοὺς κέδρους τοῦ σφουγγαρᾶ, ἀλλὰ καὶ δὲν τοὺς ποτίσαµε, δὲν τοὺς καλλιεργήσαµε. Τοὺς ἀφήσαµε στὶς µνῆµες ὄχι γιὰ ἀγαλλίαση, ἀλλὰ γιὰ θρήνους καὶ γιὰ κλαυθµούς. Ἂν δὲν µπορῆς νὰ τοὺς ξερριζώσης, τοὐλάχιστον µὴ φυτεύης καινούργιους.

Ποιός θὰ συναντήση αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο καὶ δὲν θὰ πῆ «Κακὸ ποὺ πάθαµε»; Ποιός θὰ τὸν δῆ καὶ θὰ πῆ «Εἶδα τὸν ἄνθρωπό µου· εἶδα τὸν Θεό µου»;

Φρεσκάραµε τὸν διάβολο καὶ τὸν βγάλαµε στὸν δρόµο. Ἀντὶ νὰ ἔχουµε συµπορευτὲς ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους, ἔχουµε δαιµόνους καὶ ἀντιχρίστους. Πῶς νὰ µὴν εἶναι τροµαγµένη ἡ πορεία µας; Πῶς νὰ µὴν εἶναι ὁ δρόµος µας γεµᾶτος σκιάχτρα καὶ φόβητρα;

Ποῦ νὰ βροῦµε τὴν χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη;

Κάποτε περπατούσαµε σὲ δρόµο τῶν Ἀθηνῶν µὲ τὸν µακαριστὸ ἐπίσκοπο Λαρίσης Θεολόγο, τὸν ὅσιο καὶ ἅγιο. Ἐγὼ στὴν συντροφιά του περπατοῦσα ξέγνοιαστος, ἔνιωθα ἄγγελο Κυρίου νὰ µὲ συνοδεύη.

Ἀλλὰ ξάφνου µιὰ ἀγριεµένη µορφὴ ἔσκιαξε τὸν Επίσκοπο, σταυροκοπήθηκε καὶ εἶπε «Σίγουρα αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔχει λεγεῶνα μέσα του»!

Ἀγρίεψα κι΄εγώ µέσα µου, σὰν νὰ περπατοῦσα σὲ ἐρηµιὲς καὶ σκοτεινιές.

Πατέρα µου Θεολόγε, ἂν περπατοῦσες σήµερα, τί θὰ ἔλεγες;

Ἡ οδός Σωκράτους τής Αθήνας καὶ οἱ γύρω ἀπὸ αὐτὴν δρόµοι ἦταν ἐµπορικοί. Περπατούσαµε µικρὰ παιδιὰ ἀµέριµνα, γιατὶ οἱ ἐµπόροι µας ἦταν ἁπλοῖ ἄνθρωποι, ποὺ ἀγωνίζονταν γιὰ τὸν ἐπιούσιο ἄρτο καὶ ὄχι γιὰ νὰ ρηµάξουν καὶ νὰ ἁρπάξουν. Πηγαίνετε καὶ σήµερα νὰ τοὺς περπατήσετε. Φίδια ποὺ µᾶς ζώνουνε…

Παρακαλεῖς, παρακαλεῖς, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ σῴζων. Μαῦρες µορφὲς κυκλοφοροῦν, ἔφυγαν τὰ θηρία ἀπὸ τὶς ἐρήµους καὶ ἤρθανε στὴν πόλη.

Ὁ παπποῦς ποὺ πωλοῦσε γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι τὸ βρισκούµενο τῆς ἡµέρας, ἐκτελέστηκε, ἀφανίστηκε. Μακάρι νὰ εἶχα τὴν δυνατότητα νὰ τοῦ στήσω ἀνδριάντες στὶς γωνιὲς τῶν δρόµων γιὰ παρηγοριά.

Τώρα ὅµως στὶς µεγάλες πλατεῖες ἔστησαν ἀνδριάντες στοὺς ληστοπεράτες πολιτικούς.

Στὴν Θεσσαλονίκη σὲ κεντρικὴ πλατεῖα ἔστησαν τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο. Μιὰ πονεµένη µάννα ἅπλωνε τὰ χέρια της στὴν γῆ και παίρνοντας χῶµα τὸν µούτζωνε ὁσάκις περνοῦσε ἀπὸ κεῖ.

– Γιατί, µάννα, κάνεις αὐτὴν τὴν χειρονοµία;

– Αὐτός, παιδί µου, καὶ ἡ συρµαγιὰ τοῦ διαβόλου ἀπὸ νοικοκυραίους µᾶς ἔβγαλε στὸν δρόµο ξυπόλυτους καὶ πεινασµένους, γυµνοὺς καὶ ξεβράκωτους.

Καὶ ἐγὼ εἶπα µέσα µου ὅτι πράγµατι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ εἶναι σὰν τὸν κέδρο τοῦ σφουγγαρᾶ καὶ πολὺ πιὸ φοβερὸς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ εἶχα στὸν τόπο µου.

Πιὸ κάτω καὶ ἄλλος φρικτὸς κέδρος, ὁ Ἀνδρέας Παπανδρέου.

Οἱ σπορεῖς τοῦ τρόµου καὶ τοῦ φόβου φυτώρια σήµερα, στολίδια σήµερα στὶς πρασιὲς τῶν πόλεων.

Μὴ παραλείψετε καὶ τὸν ΣΥΡΙΖΑ νὰ τὸν φυτέψετε σὲ κεντρικὴ πλατεῖα γιὰ παρηγοριὰ καὶ παράκληση τῶν Νεοελλήνων.

Φούρια γιὰ τέτοια ἔπιασε τοὺς Συριζαίους.

Ἀποφυλακίστε κι ἄλλους ἐγκληµατίες καὶ φυλακίστε αὐτοὺς ποὺ ἀντιδροῦνε στὸ σύστηµα τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἀκολασίας.

Καὶ µὴ ξεχάσετε καὶ ἐκκλησιὰ νὰ κάνετε καὶ κέδρους νὰ φυτέψετε ἀπ᾽ ἔξω, γιὰ νὰ παντρεύετε αὐτοὺς ποὺ διαστρέφουν τὴν δηµιουργία, αὐτοὺς ποὺ ξεµπαρκάρουν στὰ λιµάνια τῆς ἀκολασίας.

Μόνο µὴ σᾶς διαφεύγει πὼς ὁ κέδρος δὲν ἀναπτύσσεται στὴν ἁλµύρα. Θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ θὰ κλάψετε, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχετε τὸν βοηθοῦντα καὶ θὰ ψάχνετε ἀπὸ τὰ ἄγρια καὶ ἀγκαθωτὰ φύλλα τοῦ κέδρου νὰ σφουγγίσετε τὰ δάκρυά σας, γιατὶ ἡ φασκοµηλιὰ καὶ τὸ θυµάρι καὶ τὰ µύρτια θὰ ἔχουν ξεραθῆ…

 

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης





11) «Δυστυχώς έχει παρασυρθεί και η Εκκλησία από το πνεύμα του κόσμου...»

Ο Καθηγούμενος της I.M. Δοχειαρίου Αγίου Όρους  Αρχ. Γρηγόριος, σχολιάζει καί πάλι τα λυπηρά σημεία των καιρών. Πόσοι άραγε σήμερα τον καταλαβαίνουν ;




"....Μὴν ἐπιρρίπτουμε εὐθῦνες μόνον στὴν παλιοκατάσταση ποὺ ἦρθε σιγά-σιγὰ ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ τὰ κακὰ ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι λίγα. Εἶναι ἴσως καὶ περισσότερα καὶ σοβαρότερα...

Παρασύρθηκε ἡ Ἐκκλησία σὲ πολλοὺς τομεῖς ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου καὶ ἐγκαινίασε, ἂς πῶ ἄθελά της, πράγματα ποὺ ἀντίκεινται στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων. Οἱ συμπροσευχές, πότε δῶθε καὶ πότε κεῖθε στὸν κόσμο, βάζουν τοὺς ἀνθρώπους σὲ δύσβατους δρόμους καὶ διεστραμμένους.

Πρώτη ἡ Ἐκκλησία ἄρχισε νὰ ὑποδεικνύη στὸν κόσμο τὶς συμπροσευχές. Εἶναι ἀλήθεια αὐτό.

Ὀρθόδοξοι, βουδιστές, ζωροάστρες, μουσουλμάνοι, καθολικοί, προτεστάντες, ἑβραῖοι, ὁ ἕνας δίπλα στὸν ἄλλον στέκονται σὲ προσευχή! Δὲν τοὺς εἶδα, ἀλλὰ ἔχουμε ντοκουμέντα τὶς φωτογραφίες. Μὲ πόνο ψυχῆς θεωρεῖς καὶ λές:

«Αὐτοὶ ἐκεῖ πέρα τί κάνουν; Παίζουν; Τὴν νηπιακὴ ἢ τὴν ἐφηβική τους ἡλικία περνᾶνε; Τί εἴδους λειτουργία εἶναι αὐτή; Τὰ πιστεύω τους διαφέρουν παρασάγγες. Ποῦ βρίσκεται ἑνότητα προσευχῆς; Στὸν πρῶτο ἢ στὸν ἕβδομο οὐρανό;»

Έλεγε ἕνας ἀπὸ τοὺς τελευταίους ἀσκητὲς τοῦ Ὄρους σὲ νεαροὺς μοναχούς: «Στὸν ἀέρα συναντῶ τὸν Γέροντά σας τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς».

Αὐτῶν τῶν ἑτεροθρήσκων καὶ ἑτεροδόξων ἄραγε ποῦ συναντᾶται ἡ προσευχή τους; Ἀφηνόμαστε σὲ μιὰ προσευχὴ σὰν τοὺς σφουγγαράδες στὴν ἄβυσσο τῆς θαλάσσης. Καὶ ἐμεῖς οἱ μικροὶ καὶ ἐλάχιστοι διερωτώμεθα: «Ποῦ εἶναι τὸ κέντρο τῆς προσευχῆς αὐτῆς; Στὸν σταυρὸ ἢ στὴν ἀνάσταση;»

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης. Βάζω στὸν μύλο ἀπ᾽ ὅλα τὰ γενήματα, γιὰ νὰ πάρω ζύμη νὰ ζυμώσω ἄρτον ζωῆς! Ποιᾶς ζωῆς;

Ἂς μοῦ τὸ ποῦνε, προτοῦ χάσω τὰ μυαλά μου. Ἐγὼ ψάχνω στὸν παράδεισο τὴν θέα τοῦ Θεοῦ. Ὁ μουσουλμάνος, ὁ ζωροάστρης, ὁ βουδιστὴς τί ζητᾶ; Πιλάφι; Ταιριάζει τὸ αἴτημα τοῦ Ορθοδόξου μὲ τὰ αἰτήματα τῶν ἑτεροδόξων καὶ ἀλλοθρήσκων;

++++++++++++++++++++

 

Μύλε, ἀνεμόμυλε, σταμάτα νὰ γυρίζης τὰ πανιά σου. Μὴν ἀλέθης. Δεῖξε ἀγάπη στὸν κόσμο καὶ μὴ σιτίζης τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ ψωμὶ τῆς παγκοσμιοποίησης. Τὰ ἀγκάθια καὶ τὰ τριβόλια, ἂν τὰ ἀλέσης, δὲν θὰ δώσουνε τροφὴ ζωῆς ἀλλὰ θανάτου.

Κύριε, μὴ σταματᾶς νὰ μᾶς ἀγαπᾶς καὶ κατάστρεφε τῆς παγκοσμιοποίησης τὰ κέντρα, ὅπου καὶ νὰ λειτουργοῦνε αὐτά.

Μάννα Ἐκκλησία Ορθόδοξη, ἡ τρέφουσα καὶ ἀνατρέφουσα καὶ διατηροῦσα τὰ σύμπαντα, μὴ βάζης στὸν μύλο σου τοῦ σατανᾶ τὶς καλλιέργειες. Δῶσε μας ψωμὶ καθάριο, σιταρένιο. Δεῖξε τὸ ἔλεός σου στὰ παιδιά σου καὶ φώτισε τοὺς ταγούς σου νὰ μὴν ἐπιχειροῦν αὐτὰ ποὺ ἐσὺ δὲν δίδαξες, αὐτὰ ποὺ ἐσὺ δὲν ἔδωσες στὸν κόσμο.

Ἂς γίνωνται συμπροσευχὲς στὴν Ἀσίζη καὶ σὲ ὁποιαδήποτε πλατεῖα τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν παρουσία Ορθοδόξων ποιμένων.

Ἐμεῖς θέλουμε καὶ ἐκζητοῦμε κάθε μέρα τὴν ἀληθινὴ προσευχή, τὴν ἀληθινὴ συμπροσευχή, κατὰ τὴν ὁποία παρακαλοῦμε ὅλοι μπροστὰ στὴν ἁγία τράπεζα νὰ κατέλθη τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον καὶ νὰ κάνη τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ, νὰ τὸ λάβουμε, νὰ τὸ φάγουμε, νὰ τὸ πίουμε, γιὰ νὰ ζωοποιηθοῦμε καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἀποθάνουμε.

(Οἱ συμπροσευχὲς εἶναι ὁ θάνατος τῶν Ορθοδόξων Χριστιανῶν γιατί ώς μολυσμένες δεν τίς θέλει ο Αληθινός καί Άγιος Τριαδικός Θεός  ακυρώνοντας έτσι την σωτηρία τους !)

Θέλουμε νὰ βλέπουμε συμπροσευχὲς καὶ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μπροστὰ στὸ θυσιαστήριο καὶ μόνον μὲ αὐτοὺς ποὺ ὀρθοτομοῦν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Οἱ ἄλλες συμπροσευχὲς δὲν θὰ μᾶς δώσουν τίποτα. Σύγχυση καὶ ταραχὴ θὰ φέρουν στὴν ψυχή μας. Βαβέλ, Βαβέλ, πάλι στήνεσαι μπροστά μας; Πάλι μᾶς βάζεις νὰ κτίσουμε πύργους;

Σὲ δυσωποῦμε, Κύριε, καὶ παρακαλοῦμε ρῦσαι μας ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς παγκοσμιοποίησης. Ὄχι πιὰ ἐμφανίσεις καὶ ἐπιδείξεις ἄκαρπων προσευχῶν καὶ δεήσεων σὲ θεοὺς ἀλλοτρίους. Ζώντας οἱ ἄνθρωποι μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν σύγχυση καὶ ταραχή, δὲν γνωρίζουν ποῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ποῦ εἶναι τὸ ψέμα.

Στὴν Ἀσίζη συμπροσευχή, στόν Βόρειο Πόλο, στήν Αλάσκα , δῶθε-κεῖθε συμπροσευχές. Λὲς καὶ τὰ πραγματικά θυσιαστήρια μᾶς τὰ γκρέμισε ἡ ἀπιστία καὶ ψάχνουμε τώρα γιά νέους τόπους νὰ προσευχηθοῦμε.

Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νὰ μᾶς διαλευκάνη τὶ εἶναι ἡ παγκοσμιοποίηση καὶ πόσα κακὰ φέρνει σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο. Μὲ πόνο ψυχῆς ἀκοῦς νὰ λένε ὅλοι οἱ ἁπλοῖ καὶ ὅλοι οἱ διεστραμμένοι ἄνθρωποι «Τὸ ἴδιο εἴμαστε». Τὸ ἴδιο εἶναι τὸ κρυστάλλινο ποτήρι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἴδιο καὶ τὸ μπακιρένιο; Θόλωσε τὸ νερὸ τῆς Ἐκκλησίας, θόλωσαν καὶ τὰ νερὰ τοῦ Γένους.

Ποῦ νὰ προστρέξουμε νὰ πιοῦμε καθάριο νερό; Ὅλα εἶναι ἀνάμεικτα, ὅλα εἶναι ταραγμένα. Ἐὰν δὲν τὰ ξεμπερδέψη ἡ Ἐκκλησία, ποιός θὰ τὰ φιλτράρη νὰ μᾶς τὰ δώση; Εἶναι φοβερὸ κακὸ ἡ παγκοσμιοποίηση. Κάποιος ποὺ ξέρει περισσότερα ἂς μᾶς δώση τὴν πραγματικὴ διάσταση τῶν πραγμάτων καὶ ἂς μᾶς βγάλη ἀπὸ τὴν δίνη τῆς φτερωτῆς τοῦ μύλου ποὺ πέσαμε. Μᾶς ἔβρεξε, μᾶς μούλιασε, μᾶς τάραξε.

Κύριε, ταχὺ προκατάλαβε, πρὶν δουλωθῆναι ἡμᾶς. Διῶξε ἀπὸ τοὺς δρόμους ποὺ βαδίζουμε τὸν πανσεξουαλισμό, τὸν παγχριστιανισμό, τὸν μηδενισμὸ καὶ τὴν παγκοσμιοποίηση.

Μάννα Ἐκκλησία, ἀνασκουμπώσου καὶ ζύμωνε στὴν σκάφη τῆς ζωῆς μόνον καθάριο ἀλεύρι, γιὰ νὰ μᾶς δίνης καθαρὸ ψωμί. Βοήθησέ μας, γιατὶ μπερδεύτηκε τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι, ἡ ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, ὁ διάβολος μὲ τὰ ἔργα τοῦ φωτός.

Ξόρκισέ τονε, νὰ μὴ ρίχνη στὴν σκάφη τῆς ζωῆς κακὰ θολώματα. Ρῦσαι ἡμᾶς καὶ σῶσον ἡμᾶς ἐν τῇ ἀγαθότητί σου, ἐν τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου, ἐν τῇ συμπαθείᾳ σου. Ἀμήν.

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

10) «Μήπως μασκαρεύτηκες καὶ ἐνέπαιξες τὰ θεῖα ; »

Ἐφέτος ἀφιέρωσαν οἱ Θεσσαλονικεῖς τὴν Τσικνοπέμπτη στὸν ἐμπαιγμὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ράσου. Φόρεσαν σταυροὺς καὶ ράσα καὶ μίτρες καὶ τιάρες καὶ κουκούλια μοναχικά.

Ἂν αὐτοὶ εἶναι χριστιανοί, θὰ πρέπει ἡ Ἐκκλησία νὰ τοὺς ἀφορίση καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνη ἀπὸ τὸν χῶρο της. Ὁ πνευματικὸς μέσα στὰ ἐρωτήματά του θὰ πρέπει νὰ ἔχη καὶ αὐτό:

«Μήπως μασκαρεύτηκες καὶ ἐνέπαιξες τὰ θεῖα;», γιατὶ εἶναι ἐποχὴ ποὺ πλανῶνται καὶ οἱ ὀλίγοι ἐκλεκτοὶ ποὺ ὑπάρχουν.

Παῖξε βρὲ μὲ ὅ,τι ἄλλο θέλεις ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ράσο καὶ τὸν σταυρό. Εἶναι θεομπαιξία. Ἐπειδὴ εἶναι ντυμένοι μασκαράδες, εἶναι τόλμη ἄτολμη, θράσος καὶ ἀναίδεια δαιμονική. Εἶναι ἡ ἐσχάτη βλασφημία, ἡ ἐσχάτη προδοσία τῆς πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία δὲν τσίκνωσε ποτὲ τὴν προσφορά της. Πάντα προσέφερε καθάρια πράγματα, ἀληθινὰ πράγματα. Ἂν ἐσύ, Ὀνοήλ, δὲν μπόρεσες νὰ πάρης τίποτα, εἶναι δική σου ἀναξιότητα.

Παῖξε μὲ ὅ,τι θέλεις, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά.

Ὅποιος καὶ νὰ εἶναι ὁ ρασοφόρος, σηκώνει τὸν σταυρό του μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν χαλεπὴ καὶ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη γενεά...

++++++++++++++

Ἕλληνα πληγωμένε καὶ τραυματισμένε, προσκύνα τὸ ράσο καὶ τὸν σταυρὸ καὶ μὴ χλευάζης. Ὁ χλευασμὸς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου καὶ ἐπὶ τῶν τέκνων σου καὶ τῶν ἀπογόνων σου. Δὲν φαίνεται ὁ Θεὸς νὰ γίνεται ποτὲ ἵλεως σ᾽ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις. Σὰν νὰ μὴν εἶστε ἐσεῖς παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μπάσταρδα, νόθα. Ζῆτε μέσα στὸν βοῦρκο.

Μόνον βοῦρλα καὶ ψαθιὰ καὶ βούτημα φυτρώνει στὴν καρδιά σας. Ὁ γελωτοποιὸς τῶν θείων καὶ τῶν ἱερῶν εἶναι ἑφτὰ φορὲς καταραμένος. Δὲν πιστεύεις στὴν Ἐκκλησία; Μὴ προσβάλης τὸν ἀδελφό σου ποὺ ζῆ μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲν ὑβρίζει τὸ σπίτι σου καὶ δὲν ἐμπαίζει τὸ κατάντημά σου. Ὅταν θά ᾽χης ἀνάγκη, καὶ μὲ τὰ δυὸ χέρια θὰ φθάσης στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ζητήσης βοήθεια.

Τὴν ἐποχὴ τῆς δικτατορίας, οἱ κρατοῦντες προσπάθησαν τὰ καρναβάλια νὰ εἶναι παντοῦ ὠργανωμένα. Εἶναι κι αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ φοβερὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Τότε ἕνας παλιὸς δεσπότης, διδάσκαλος καὶ μεγαλο-οφφικιάλιος, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς λειτούργησε στὴν Μητρόπολη Ἀθηνῶν καὶ μᾶς προέτρεψε νὰ πᾶμε ὅλοι στὸ καρναβάλι, γιὰ νὰ δοῦμε τὰ μοῦτρα μας!

Ἐπαναστάτησα μέσα μου. Ἂν θέλω δεσπότη μου νὰ ἰδῶ τὰ μοῦτρα μου, θὰ τὰ δῶ στὴν Εξομολόγηση, στὸν μεγάλο αὐτὸν καθρέπτη τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ ἡ Ἐκκλησία πολλὲς φορές, ἀντὶ νὰ ἀνοίγη τὶς πόρτες, τὶς μανταλώνη μὲ γύφτικους σύρτες. Παρασύρεται ἀπὸ τὸν συρμὸ τῆς ἐποχῆς καὶ δείχνει δρόμους ζερβούς, σκαιούς, καὶ τὸν ἄρχοντα νὰ εὐχαριστήση καὶ τὸν διάβολο νὰ βοηθήση στὸ ἔργο του. Αὐτὸ ἔκανε αὐτὸς ὁ ἐπίσκοπος καὶ τίποτε περισσότερο.

Δεσπότη μου, ἕνα Κύριο θὰ δουλέψουμε· εἶναι ἐντολὴ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἢ θὰ τά ᾽χης καλὰ μὲ τὸν Χριστὸ ἢ μὲ τὸν διάβολο. Ἔκτοτε, ὁσάκις συνάντησα αὐτὸν τὸν πολιὸ Γέροντα, γιατὶ σύχναζε σ᾽ ἕνα γειτονικὸ τῆς πατρίδας μου νησί, μόνον ποὺ τὸν ἔβλεπα μ᾽ ἔπιανε ταραχή. Τὸ μουσάκι του ὑποτύπωνε τὴν ἀποτυχία του στὴν ἀρχιερατική του ἀποστολή. Θεὸς σ᾽χωρέσ᾽ τον.

Ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νὰ ἀντισταθῆ κρούοντας πένθιμα τὶς καμπάνες. Νὰ πενθήση, νὰ κλαύση γιὰ τὸ κατάντημα τῶν παιδιῶν της. Ὤρυξαν φρέαρ συντετριμμένο καὶ ἔπεσαν μέσα σ᾽ αὐτὸ.

Ἡ καρδιά μου πονεῖ ὅταν βλέπω τὸν βαπτισμένο, τὸν μυρωμένο, τὸν κοινωνημένο νὰ ἐμπαίζη τὰ σύμβολα τῆς πίστεως. Καὶ ὁ ὀρθόδοξος παπᾶς εἶναι ἕνα σύμβολο καὶ τοῦ ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἂν μπερδευτήκανε τὰ βήματά σας, ὀρθοποδῆστε, προτοῦ σᾶς βροῦνε τὰ κρίματα τοῦ Θεοῦ. Ὅσο καὶ νὰ πέση ὁ ἄνθρωπος δὲν κλονίζομαι, ἀλλὰ ὅταν ἐμπαίζη τὸν Θεό του καὶ Κύριό του, τρέμω καὶ στενάζω, βλέποντας τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν ἀνοησία τῶν χριστιανῶν. Καὶ μάλιστα ὅταν ἀκούω ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο

«Ὁ Θεὸς δὲν μυκτηρίζεται· ὅ,τι θὰ σπείρη ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ καὶ θὰ θερίση». Τὰ πετάξατε ὅλα στὸν δρόμο, ἀρκεῖ νὰ φαίνεται ἡ ὑπεροχὴ τῆς ἀσέβειάς σας. Κουβαλᾶτε ἐπάνω σας τὴν κατάρα καὶ τὸν ἀφορεσμὸ ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων ποὺ φόρεσαν τὸ ράσο καὶ κράτησαν τὸν σταυρό.

Μουσκέψατε περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι μπορεῖτε τὰ ὅσια καὶ τὰ ἱερά. Τὰ σφυροδρέπανα οἱ κομμουνιστὲς ἀκόμα δὲν τὰ ἐμπαίξανε, οὔτε οἱ μουσουλμάνοι τὴν ἡμισέληνο καὶ τὸν χότζα. Σᾶς σφύριξε ὁ διάβολος στ᾽ αὐτί. Ἅμα θὰ ἀρχίση ὅμως νὰ σφυρίζη ὁ Θεός, τότε δὲν θὰ μπορέσετε νὰ σταθῆτε οὔτε στὴν γῆ οὔτε στὸν οὐρανό.

Ἐμπαίζοντας ὁ ἄνθρωπος τὰ θεῖα, γίνεται μισητὸς καὶ στὸν νοητὸ καὶ στὸν αἰσθητὸ κόσμο.

Στὰ μικρά μου χρόνια ἕναν μόνο  εἶδα νὰ ἐμπαίζη παπᾶ, καὶ ἔκτοτε εἶναι τὸ μῖσος τῆς καρδιᾶς μου. Κανεὶς τὰ σύμβολα τῆς πίστεώς του δὲν τὰ ἐμπαίζει.

Ἂν αὐτὰ δὲν στήριξαν ἐσᾶς, στήριξαν ὅμως γενεὲς γενεῶν. Τὸν ἑαυτό σου νὰ ἐμπαίζης ποὺ ἀπὸ ἄνθρωπος λογικὸς κατήντησες ἄλογος καὶ ἀπὸ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ κατήντησες διάβολος.

Ἀλλὰ μὲ τὸν σημερινὸ δήμαρχο τῆς Θεσσαλονίκης τὶ εἴπω καὶ τί λαλήσω; Νὰ βλέπης ἔξω ἀπὸ τὶς βυζαντινὲς ἐκκλησίες μαζεμένους χαλελέδες νὰ ἐμπαίζουνε τῶν πατέρων μας τὰ προγονικὰ σύμβολα! Ἂν ἤμουν νέος, φωτιὰ θά ᾽βαζα ἀπὸ τὴν μιὰ ἄκρη τῆς Θεσσαλονίκης μέχρι τὴν ἄλλη.

Ἀπὸ τὸ φτωχό μου τὸ κελλὶ σᾶς ἀφορίζω καὶ εὔχομαι νὰ μὴν ἀξιωθῆτε ἄλλη φορὰ νὰ ἐμπαίζετε αὐτὰ ποὺ οἱ αἰῶνες κράτησαν γιὰ παροχὴ θείας δυνάμεως. Ἐμπαῖκτες, φρυάξατε καὶ ὁ Θεὸς νὰ σᾶς δώση τὸ ἀνταπόδομά σας, ὃ ἀνταποδίδετε τῷ παντοκράτορι Θεῷ.

Ἐσεῖς ἐμπαίζετε τὴν πατρῴα εὐσέβεια, τὸ σέβας τὸ αἰώνιον. Τσικνώσατε, τσικνώσατε καὶ φρεσκάδα νὰ μὴ λάβετε. Κάθε γεύση ποὺ γεύεστε τσικνωμένη καὶ πικραμένη νὰ εἶναι. Ἀμήν.

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης



9) Κυβερνήτα (Τσίπρα), μη περιμένης άλλο να κρατηθής δίνοντας  ψίχουλα στον λαό...

Βλέπω τὴν ἡσυχία τῶν κληρικῶν μας καὶ γίνομαι "χοχλακὰς" καὶ φωνάζω. Βλέπω τὴν ἀναισθησία τῶν πολιτικῶν καὶ πραγματικὰ ἀρρωσταίνω.

Σὲ ὅλες τὶς θάλασσες τοῦ κόσμου ὑπάρχουν τὰ ἀκρογιάλια, ὑπάρχουν οἱ ἀκτές, ποὺ τὰ κύματα σκάνε καὶ σηκώνονται βουνά, ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ περιοχὲς ποὺ τὶς ὀνομάζουμε χοχλακάδες, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἄμμος καὶ μικρὸ χαλίκι, παρὰ μεγάλες χουχοῦλες, ποὺ στὶς φουρτοῦνες συγκρούονται μεταξύ τους καὶ βγάζουνε "φωνές" ὥσπερ ὑδάτων πολλῶν.

Πολλὲς φορὲς στάθηκα σ᾽ αὐτοὺς τοὺς χοχλακάδες καὶ φοβήθηκα τοὺς κρότους τῆς θάλασσας, τὴν σύγκρουση τῶν πετρῶν μεταξύ τους. Δὲν σηκώνουν κύματα, ἀλλὰ πραγματικὰ είναι σὰν νὰ βρίσκωνται μέσα σ᾽ ἕνα μεγάλο καζάνι πού βράζουνε καὶ κοχλάζουνε...

Ἀναλογίσθηκα αὐτὲς τὶς ἡμέρες πὼς αὐτὲς οἱ πέτρες ἔχουν φωνὴ καὶ μάλιστα δυνατή. Αὐτοὺς τοὺς κρότους ἂν εἶχε ἡ Ἐκκλησία, ἴσως πολλοὺς θὰ δίδασκε, πολλοὺς θὰ κρατοῦσε στὶς ἀκρογιαλιές της.

Δυστυχῶς, οἱ κρατοῦντες καὶ οἱ μὴ κρατοῦντες κληρικοὶ πιστεύουν ὅτι δὲν πρέπει νὰ ὑπάρχουν χοχλακάδες, παρὰ μόνον ἀκρογιαλιές καί ίσοι άμμοι. Ἐμεῖς ὅμως ποὺ ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο ἔχουμε δυστυχῶς ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς χοχλακάδες.

Κάποιος νὰ φωνάζη, κάποιοι νὰ κροτοῦν τὰ χέρια, κάποιοι νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ ποῦν στὸν κόσμο «ξυπνᾶτε». Ὅλα φωνάζουν, ὅλη ἡ κτίση συγκροτεῖ φωνές, γιὰ νὰ ξυπνήση κάθε ἐξουσία, καὶ ὁ ρασοφόρος καὶ ὁ πολιτικός.

Ξέρω ὅτι ἀκόμη καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ ἡγούμενοι ἀκόμα, δὲν θὰ ἤθελαν χοχλακάδες ( καί φωνακλάδες), ἀλλὰ ἀκρογιάλια.

Ἄκουσα νὰ κυκλοφορῆ μεταξὺ Μονῶν, καὶ μάλιστα τῶν πλέον ἐγκρίτων πού λένε:

«Δὲν μᾶς νοιάζει ὅποιος καὶ νὰ πατᾶ αὐτὸν τὸν τόπο· ἄθεος, ἄπιστος, προδότης. Ἐμᾶς –λένε– δὲν μᾶς νοιάζει»!

Βάλτον στὶς ἐπάλξεις φύλακα αὐτὸν τὸν μοναχὸ ἢ αὐτὸ τὸ μοναστήρι καὶ πέσε νὰ κοιμηθῆς ξένοιαστα, ὅπως ὁ τσοπάνος στὴν σκιὰ τῆς δρυός. Φώναζε ὁ παπποῦς μου στὸν τσοπάνο:

«Ἔχει ὁ ντουρᾶς ψωμί; Βάρα φαῒ καὶ ὕπνο καὶ μὴ νοιάζεσαι τὶ θὰ γίνουν τὰ πρόβατα...( εδώ ο πιστός λαός )».

Καθένας ποὺ κάθεται στὸν χοχλακᾶ ζῆ τὸν φόβο μήπως αὔριο αὐτὰ τὰ κύματα τὰ ἀγριεμένα φθάσουν καὶ στὴν πόρτα του.

Καλὲ ποιμένα, τί σὲ κάνει νὰ καθεύδης καὶ δὲν ἀκοῦς τὸν θόρυβο πού ξεσηκώνεται; 

Ὅλοι περιμένουμε τὸ Πάσχα νὰ ποῦμε «Χριστὸς ἀνέστη». Ἂν ὅμως αὐτὸ δὲν τὸ λέμε κάθε μέρα, ποτὲ δὲν θὰ τὸ ποῦμε καί σωστά.

Ὄχι δηλαδή, εγώ φοράω τὸ ρασάκι μου καὶ βολεύομαι μὲ τοὺς 5 - 10 ἐνορίτες καὶ τοὺς ὑπερήλικες ποὺ ἐπισκέπτονται τὴν ἐκκλησία. Ἔχω 5 γριὲς καὶ 5 γέρους καὶ εἶμαι ποιμένας;

Ἡ νεολαία σου ποῦ εἶναι; Τρώγομαι μὲ τὰ ροῦχα μου, δὲν μὲ χωροῦνε, δὲν τὰ θέλω, ἐφόσον κάθε μέρα δὲν τὰ κάνω σημαία ἐπαναστατική. Χρειάζεται πιὰ πολὺς θόρυβος, γιὰ νὰ ποῦμε στοὺς κρατοῦντες:

«ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, όχι ἄλλα ψαλιδίσματα στὴν Ἑλλάδα, ὄχι ἄλλες ἀγοραπωλησίες μὲ τὴν γῆ τῶν πατέρων μας».

Καὶ ἄλλος τόσος θόρυβος, γιὰ νὰ ποῦμε στοὺς ταγοὺς τῆς Ἐκκλησίας: «Ὄχι ἄλλα ψαλιδίσματα στὴν ἀκοίμητη εἰκοσιτετράωρη ἀκολουθία».

«Πολλὰ Ἅγιος ὁ Θεὸς ἔχουν οἱ ἀκολουθίες, ἂς κόψουμε μερικά» ἀκοῦς ἀπὸ τὸν ράθυμο παπᾶ. Καὶ τὸ φοβερὸ εἶναι ὅτι βάζουν ψαλίδι καὶ στὰ μυστήρια.

Ἡ κηδεία κατήντησε ἔμπα-ἔβγα. Κόψανε πολλὲς προσευχὲς γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν κεκοιμημένων. Ἀκούγοντας κάποιος τὴν κηδεία ἑνὸς δεσπότη εἶπε: «Ἄ, γιατί αὐτοὶ λένε τόσα γράμματα γιὰ τὸν ἑαυτό τους κι ἐμᾶς μᾶς στέλνουν ἀδιάβαστους;»


Βλέπω τὴν ἡσυχία τῶν κληρικῶν μας καὶ γίνομαι χοχλακὰς καὶ φωνάζω. Βλέπω τὴν ἀναισθησία τῶν πολιτικῶν καὶ πραγματικὰ ἀρρωσταίνω.

Τί ψαλιδίζεις τὴν σύνταξη τοῦ ἡλικιωμένου; Τὰ ἔχει δουλεμένα, τὰ ἔχει πληρωμένα καὶ ἐναποθηκευμένα στὸ κράτος, γιὰ νὰ μπορέση σήμερα νὰ ζήση. Δὲν εἶναι κλεψιὰ αὐτό, νὰ τοῦ τὰ ἀφαιρῆς καὶ κάθε τόσο νὰ τὸν κάνης νὰ φοβᾶται καὶ τὸ φῶς τοῦ σπιτιοῦ του νὰ ἀνάψη;

Κυβερνῆτα, μὴ περιμένης νὰ κρατηθῆς μὲ τὸ νὰ δίνης στὸν λαὸ ψίχουλα. Κάνε στὴν μπάντα κι ἂς ἔρθη κάποιος ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ βγάλη πέρα.

Ἡ ἀνέχεια διώχνει τὴν εἰρήνη καὶ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἀπὸ τὸ κράτος. Μικρὰ πεινάγαμε. Ρωτούσαμε τὴν γιαγιὰ «τί θὰ φᾶμε;» καὶ ἀπαντοῦσε «ψωμὶ καὶ δακτύλι». Ἦταν τότε σπάνιο πρᾶγμα νὰ ἔχη νὰ δώση λίγες ἐλιὲς ἢ λίγο τυρί. Μολόχες καὶ βροῦβες τρώγαμε μαζὶ μὲ τὸ ξερὸ ψωμί. Κανεὶς σήμερα δὲν μπορεῖ νὰ λογαριάση τὶ χαρὰ ἤτανε, ὅταν ἄρχιζε ἡ γῆ νὰ βγάζη χορτάρι. Μὲ ἕνα σκουτέλι χόρτα μὲ ἕνα κόμπο λάδι καὶ μιὰ φέτα ψωμὶ δειπνούσαμε καὶ τὸν Θεὸ δοξάζαμε.

Μήπως ἐπιστρέψαμε ἐκεῖ; Τώρα δὲν μιλᾶμε γιὰ τὴν καταναλωτικὴ κοινωνία, ἀλλὰ γιὰ τὴν πεινασμένη κοινωνία.

Πῆρες πάλι ἀπὸ τὸν ἡλικιωμένο τὸ ὀγδοντάρι. Ἐπιτέλους πές μας ποῦ θέλεις νὰ τὴν πᾶς αὐτὴν τὴν σύνταξη; Ζητιάνο θά κάνης τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μάννα σου, γιὰ νὰ ζήσουν στὰ ὑστερνά τους; 

Ποιμένες, δὲν μπορεῖτε νὰ κάθεστε στὶς ἐπάλξεις καὶ νὰ μὴ σαλπίζετε. Δὲν μπορεῖτε, καλογέροι, νὰ λέτε «δὲν μὲ νοιάζει ὅποιος καὶ νὰ πατᾶ τὰ ἅγια χώματα». 

Ἡγούμενε, μοναχέ, πάψε νὰ ζῆς σὰν μεγιστάνας, πάψε νὰ λὲς «δὲν μὲ νοιάζει». Πέταξε τὸ ἀνάκλιντρο καὶ πάρε τὸ ὅπλο γιὰ τὴν μάχη. Τὸ νὰ κάθωμαι στὴν καρέκλα καὶ νὰ κουνιέμαι δὲν εἶναι δεῖγμα ποιμένος, εἶναι χαλίφη. Τὸν ποιμένα δὲν τὸν ξέρει οὔτε ἡ καρέκλα οὔτε τὸ κρεβάτι.

Ἐμπρὸς καὶ ορθός !

Ὁ πόλεμος ἐγγύς. Ἑτοιμάσου, καλόγερε, καὶ μὴ σχολιάζης τὸν Δοχειαρίτη, εἴτε μοναχὸς εἶσαι εἴτε ἡγούμενος...

Γρηγόριος Δοχειαρίου ( ὁ Ἀρχιπελαγίτης)


 

 

grigorios dox

Εδώ, ο Καθηγούμενος της I.M. Δοχειαρίου στο Άγιον Όρος Αρχ. Γρηγόριος, απλός όπως πάντα με αμφίεση εργάτη στά κτήματα τής Μονής, καί στη νέα του παρακάτω παρέμβαση καυτηριάζει τα κακώς κείμενα στο χώρο της Εκκλησίας αλλά και της Πολιτείας… 

 

«….Οἱ παλαιοὶ άνθρωποι, παρατηρώντας τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν ἀπὸ χρόνο σὲ χρόνο, γίνονταν οἱ πιὸ καλοὶ καὶ οἱ πιὸ σωστοὶ μετεωρολόγοι. Ἂς εἶχε ὁ τόπος τους ἡλιοφάνεια καὶ καλοκαιρία. Παρακολουθώντας γύρω-γύρω τὰ ἄκρα τῆς γῆς, ποὺ τὰ ὠνόμαζαν κόρφους, ἔλεγαν «ὅπου εἶναι ἔρχεται βροχή, ἔρχεται κακοκαιρία καὶ στὸν δικό μας τόπο· μαζέψτε τὰ γενήματά σας, ποὺ κινδυνεύουν ἀπὸ τὴν κακοκαιρία».

Ἡ μάννα ἔλεγε «δὲν θὰ ἁπλώσουμε ἀπόψε μπουγάδα, γιατὶ ἔρχεται βροχή». Καὶ ὁ βοσκὸς μάζευε τὰ ζῶα του στὸν στάβλο.

– Πατέρα, καλὸς εἶναι ὁ καιρός.

– Παιδί μου, δὲν ἀκοῦς τὸ ποδοβολητὸ τῆς βροχῆς;

Ἴσως ἐκεῖ στὸ μοναστήρι ποὺ σύχναζε να ἄκουσε καί τὸν Ἠλία ( τόν προφήτη )  νὰ λέγη «Δὲν ἀκοῦτε τὰ πόδια τῆς βροχῆς;».

Ὁ γερο-ψαρᾶς ἔλεγε στὰ παιδιά του:

– Τραβᾶτε τὴν βάρκα ἔξω· ἔρχεται κακοκαιρία.

Ὅλοι τὰ ἤξεραν τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν. Ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ τὰ ζῶα. Προτοῦ χαράξη, ὁ μύρμηγκας ἀγωνιζόταν νὰ συνάξη καὶ νὰ προστατεύση τὰ γενήματά του. Αὐτὸ τὸ μικρὸ ζωάκι ἔχει φοβερὲς αἰσθήσεις καὶ ἀμύνεται γιὰ τὰ ἐπερχόμενα δεινά.

Ὁ σημερινὸς όμως πεπαιδευμένος ἄνθρωπος δὲν τὰ βλέπει; Τί ἔρχεται λοιπόν καὶ ρωτᾶ τὸν καλόγερο στὸ Ἅγιον Ὄρος:

– Πῶς πᾶν τὰ πράγματα; Πῶς βλέπεις τὴν κατάσταση; Τί ἀκοῦτε ἐσεῖς ποὺ ζῆτε σ᾽ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο;

– Ὅ,τι ἀκοῦτε καὶ ὅ,τι βλέπετε κι΄εσείς ἔξω...

+++++++++++++

Ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει καὶ σφιχταγκαλιάζει τοὺς ἄθεους κρατοῦντες. Ἐδῶ τρῶνε, μαζὶ πίνουνε καὶ χαριεντίζονται σὰν τὰ παιδιὰ ποὺ φτιάχναν στὴν ἄμμο πόλεις καὶ ὀχυρά. Κανεὶς δὲν ἔχει ἐλεύθερη ἔκφραση. Λὲς καὶ βρισκόμαστε σὲ ὁλοκληρωτικὰ καθεστῶτα.

Ὁ ρασοφόρος βλέπει τὸν σταυρὸ πεταμένο στὸν δρόμο καὶ δὲν σκύβει νὰ τὸν πάρη νὰ τὸν φιλήση. Μόνον οἱ εὐλαβεῖς σκουπιδιάρηδες μαζεύουν τὶς εἰκόνες τῆς Παναγιᾶς καὶ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὰ σκουπίδια.

– Ποῦ τὸ βρῆκες πάλι αὐτό, μπαρμπα-Μιχάλη;

– Ἀπὸ τὰ σκουπίδια τὸ ἀνέσυρα, γιατὶ πονεῖ ἡ ψυχή μου...

Ἡ εὐλάβειά μας, ἡ παρηγοριά μας νὰ πετιέται στὸν δρόμο;

Γιὰ νὰ μὴ χάσουν σήμερα οἱ παπάδες τὶς «καλὲς» σχέσεις μὲ τὸ ποίμνιό τους, βαπτίζουν τὰ παιδιὰ τῶν ἀστεφάνωτων οἰκογενειῶν καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα «Αὐτοὶ τὴν Ἐκκλησία τὴν παραμέρισαν. Πῶς θὰ ἐμπιστευθοῦμε χριστιανικὴ ἀνατροφὴ σὲ γονεῖς ἐκτὸς Ἐκκλησίας;».

– Γιατί, παπᾶ, ἔβαλες κουμπάρο ἀστεφάνωτο;

– Γιατὶ, ὅταν θὰ πάω στὸν δεσπότη, θὰ πρέπει νὰ κουβαλάω μαζί μου κι ἕνα τορβά, γιὰ νὰ μοῦ βάλη μέσα τὸ κεφάλι !

Οἱ πιέσεις τῶν ἐπισκόπων ἀρχίζουν ἀπὸ θέματα πίστεως μέχρι θέματα οἰκονομικά. Ἕνας δεσπότης ζητᾶ ἀπὸ κάθε ἐνορία 70 εὐρώ, γιὰ νὰ ἐπισκευάση τὴν τουαλέτα του! Σιγά-σιγὰ πρέπει νὰ καταπιαστοῦμε καὶ μὲ τὴν καζάνα τοῦ δεσπότη.

Φόβος και τρόμος κατέχει τοὺς παπάδες, τοὺς ἄμισθους, τοὺς παραγκωνισμένους, τοὺς ἀπαράκλητους.

Στὰ χωριὰ ποὺ ζοῦνε πίσω ἀπὸ τὸν Θεό, κανένας δὲν τοὺς ρωτᾶ αν «Ἔχεις νὰ ταΐσης τὴν οἰκογένειά σου;» παρὰ μόνον «Ἔχεις νὰ μοῦ δώσης;». Ρώτησα ἐφημέριο ἐν μέσῳ Ἀθηνῶν:

– Γιατί δὲν πῆγες τὸ παιδί σου ἐγκαίρως στὸν γιατρό;

– Δὲν εἶχα (!)

Ὁ ἐφημεριακὸς κλῆρος, ποὺ εἶναι οἱ βασικοὶ λειτουργοὶ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι παρηγκωνισμένος. Ὁ μακαριστὸς ὅσιος Ἀμφιλόχιος σκεπτότανε πολὺ τὸν ἐφημεριακὸ κλῆρο καὶ ζητοῦσε τὴν ἐνίσχυσή τους:

– Χωρὶς ἐφημερίους δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήση ἡ Ἐκκλησία. Ἂς μὴ γνωρίζη γράμματα. Ὅταν ἔχη εὐλάβεια, ἀναπληρώνονται ὅλα. Χωρὶς παπᾶ, τὸ χωριὸ εἶναι χωρὶς νερό, χωρὶς σημεῖο ἀναφορᾶς, χωρὶς παράκληση καὶ παρηγοριά.

Ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νὰ σεβίζη ( δείχνει σεβασμό ) μπροστὰ στὸν ἐφημέριο, γιατὶ αὐτὰ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνη αὐτός, τὰ κάνει ὁ παπᾶς. Αὐτὸς εἶναι κοντὰ στὸν κόσμο, αὐτὸς διαβάζει τὸ Εὐαγγέλιο, αὐτὸς ἁγιάζει τὰ σπίτια, αὐτὸς πίνει νερὸ στὴν ὑγειὰ τοῦ χωριοῦ.

Μιὰ παχειὰ καλημέρα τοῦ παπᾶ στὸν ἐνορίτη εἶναι ὅ,τι σπουδαῖο μπορεῖ νὰ δώση ἡ Ἐκκλησία στὸν λαὸ κάθε μέρα. Βοηθῆστε τὸν παπᾶ νὰ κάθεται κοντὰ στὸ ποίμνιό του.

Νὰ μὴν ἔχης δεσπότη μου, τὴν ἀπαίτηση, ὁ παπᾶς νὰ παίζη τὴν φλογέρα ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ βόσκουν τὰ πρόβατα στὸ χωριό. Βοηθῆστε τον, βοηθῆστε τον. Μὴ τὸν τρομοκρατῆτε. Να έχετε τὴν χατζάρα ὑψωμένη μόνο γιὰ τὸν ἄθεο, τὸν σκανδαλοποιὸ καὶ τὸν ἀνήθικο.

Ἂχ ἐφημέριε, μὲ τὸ τριμμένο ράσο καὶ τὸ παπούτσι ποὺ σηκώνει φτέρνα καὶ μύτη, σὲ λατρεύω, σὰν τὴν ζύμη τῆς πίστης καὶ τοῦ ἔθνους.

Ἂς πᾶμε τώρα καὶ στοὺς κρατοῦντες.

Δὲν βλέπετε σημεῖα καὶ τέρατα, καὶ ρωτᾶτε ἐμένα τὸν μοναχό, ποὺ ζῶ εδώ πάνω στὴν ἀποκλείστρα μου καὶ δῶθε-κεῖθε μοῦ μεταφέρουνε τὸν χαλασμὸ τοῦ ἔθνους καὶ τῆς πίστης ἀπὸ τὴν τάχατες κυβέρνηση, ποὺ τὰ δίνει ὅλα γιὰ τὸν λαό; Δίνει ἕνα ψίχουλο γιὰ τὸν λαὸ καὶ μιὰ ὁλόκληρη φραντζόλα ἀπὸ τὸν φοῦρνο τοῦ διαβόλου. Οἱ ἄθεοι μέρα-νύχτα ζυμώνουν, ὄχι τὸ ψωμὶ ποὺ τὸ βρίσκαμε κάτω καὶ τὸ παίρναμε στὸ χέρι μας καὶ τὸ φιλούσαμε, ἀλλὰ τὸ ψωμὶ ποὺ δὲν θρέφει τὸν λαό, ἀλλὰ τὸν δηλητηριάζει.

Ρωτᾶς γιὰ πολέμους, ρωτᾶς, Ἕλληνα, γιὰ χαλασμούς. Καλά, δὲν βλέπεις αὐτοὺς ποὺ κάθε μέρα κατεβαίνουν ἀπὸ τοὺς κόρφους; Δὲν εἶναι πιὰ οἱ κόρφοι ἐκεῖ ποὺ ἑνώνεται ἡ γῆ μὲ τὸν οὐρανό, ἀλλὰ τώρα είναι ἡ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων.

Ἔχει κανένα εὐεργέτημα γιὰ τὸν λαό, τὸν Ορθόδοξο λαό; Ἔχει κανένα εὐεργέτημα γιὰ τὴν μάννα τὴν πολύτεκνη καὶ γιὰ τὸν γέρο ποὺ φυλάει τὸ ἐρημωμένο χωριό; Ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἀνεργία, ἡ ἀποστροφὴ τῆς ὑπαίθρου μάζεψε τὴν νεολαία στὶς μεγαλοπόλεις, καὶ τὰ ὄμορφα χωριά μας κατήντησαν θέρετρα, καὶ ὄχι τόποι παραγωγικοί, τόποι ποὺ βοηθοῦν τὴν οἰκονομία τοῦ κράτους.

Στὸν ὁρίζοντα, Ἕλληνα, θὲς νὰ δῆς ὅτι πωλοῦνται τὰ πάντα, καὶ τὸ ἀεροδρόμιο καὶ τὸ λιμάνι καὶ ἡ ΔΕΗ καί, τὸ πιὸ φοβερὸ ἀπ᾽ ὅλα, τὸ νεράκι τοῦ Θεοῦ; Τὶς πηγὲς τοῦ τόπου μας, ποὺ πραγματικὰ ἁγιάσματα εἶναι, ἁγιάσματα ἀναβλύζουν, ἁγιασμένα νερὰ μᾶς δίνουν, θὰ τὶς κουμαντάρουνε οἱ ξένοι ἐπιχειρηματίες. Φοβᾶμαι ὅτι καὶ τὰ δάση μας θά ᾽χουν τὴν ἴδια τύχη. Κι ἀπ᾽ τοὺς καθάριους βυθοὺς τῆς θαλάσσης, θὰ ἀφαιρέσουν τὰ βότσαλα καὶ τὴν ὀμορφιά τους.

Σημεῖα τῶν καιρῶν ζητᾶς;

Ὅλοι οἱ μεγάλοι κοσμοκράτορες ἔχουν τὸ χέρι τους στὴν σκανδάλη καὶ τοὺς λένε: «Σαν πολλοὶ εἴμαστε πάνω στὴν γῆ· πρέπει νὰ θάψουμε αρκετούς, γιὰ νὰ λιγοστέψουμε…».

Μήπως ἐσεῖς ἀκούσατε κανένα λόγο παρηγοριᾶς; Μήπως σᾶς κόψανε κανένα φόρο; Μήπως σᾶς αὐξήσανε κάποιο μισθὸ ποὺ σᾶς εἶχαν περικόψει; Μήπως ἑτοιμάζονται οἱ πηγάδες τοῦ Μελιγαλᾶ καὶ τὰ φαράγγια, γιὰ νὰ τὰ βοθρίσουνε μὲ πτώματα, μὲ σώματα μαρτύρων καὶ ἁγίων;

Γυναίκα, φόρεσε μαῦρο μαντήλι, κι ἂν σὲ ρωτήσουνε, πὲς ὅτι πενθεῖς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Ἔθνος. Μαυροπένθησε ἡ Ἐκκλησία. Τί τὰ θὲς τὰ ἄσπρα καὶ τὰ λευκά, ἀφοῦ ἀνάσταση δὲν βλέπεις; Ζῆς μέσα σὲ μιὰ ἀτέλειωτη Μεγάλη Παρασκευή.

Ὅταν ἀκούω ὅτι ἀρχιερεῖς ζητοῦνε συνδρομὲς ἀπὸ τὶς ἐνορίες, γιὰ νὰ κάνουν πλούσια τραπέζια σ᾽ ὅλους αὐτοὺς ποὺ θεωροῦνται μεγάλοι, νερουλιάζει τὸ αἷμα μου καὶ θὰ ἤθελα νὰ πάω νὰ βάλω στὸ καζάνι τους κατασταλαγή.

Ποιός δεσπότης λέει σήμερα: «Θὰ σὲ φιλέψουμε μὲ τὸ βρισκούμενο»; Ποιός κρατᾶ ταπεινὴ τράπεζα στὶς ἐπισκέψεις τῶν ἀλλοτρίων τῆς πίστεως, τῶν πολεμίων τῆς Ἐκκλησίας; Ποιός δεσπότης κάλεσε τὶς μαννάδες σὲ τραπέζι καὶ τοὺς φτωχοπατεράδες τοὺς χειρώνακτες σὲ συνεστίαση; Ποιός ἔβρασε σιτάρι, γιὰ νὰ παραθέση τράπεζα;

Δεῖξτε μου τὰ καλὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, γιατὶ μ᾽ ἔφαγε ἡ ἀγωνία, ὁ τρόμος τῆς ἄλλης ἡμέρας, τὸ ἀβέβαιο τὶ θὰ ξημερώση αὔριο. Θὰ χτυπήση καμπάνα; Θὰ γίνη λειτουργία; Θὰ κυματίση ἡ σημαία; Θὰ φανῆ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὶς ράχες καὶ στὰ βουνά;

Βοσκέ, κόψε ἕνα ξύλο καὶ κάνε ἕνα σταυρὸ καὶ στῆσε τον πάνω στὴν ραχούλα εκεί ποὺ βόσκεις τὰ κοπάδια σου. Κι ἐσένα θὰ φυλάξη καὶ τὴν ποίμνη σου.

Μάννα, στῆσε ἕνα σταυρὸ στὴν αὐλή σου καὶ σύ, ἀγρότη, στὶς καλλιέργειές σου. Φυγάδεψε τὰ δαιμόνια καὶ κοίτα τοὺς κόρφους τὶ σημεῖα καὶ τέρατα μᾶς φέρνουν κάθε μέρα. Εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος ὁ χῶρος σου, μπορεῖς νὰ βλέπης καὶ νὰ γίνεσαι προφήτης, διδάσκαλος, εὐαγγελιστής, ξορκιστὴς τῶν κακῶν. Ἀμήν.

Γρηγόριος Δοχειαρίου ( ὁ Ἀρχιπελαγίτης)

 

7) «Ποιός από τους Δεσποτάδες κάνει στην άκρη σήμερα για να φανεί ο Χριστός ;»

Τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ τὰ πάντα καλῶς θεολογοῦντες ὁμιλοῦν ὅτι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι στὴν Εὐχαριστία καὶ ὑπάρχουν συγγραφὲς οἱ ὁποῖες ἀναπτύσσουν τὸ θέμα αὐτό.

Δὲν ἀρνούμαστε αὐτὴν τὴν φοβερὴ ἀλήθεια καὶ δεχόμαστε μετὰ πάσης πίστεως καὶ φόβου Θεοῦ ὅτι μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ φοβερὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας φαίνεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως πολὺ σωστὰ τονίζει καὶ ἐπισημαίνει ἐπίσημα ἡ σύνοδος τῶν προκαθημένων ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Κρήτῃ.

Παρακολουθώντας ὅμως καὶ συμμετέχοντας στὸ ὕψιστο αὐτὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, ὅλοι διερωτώμεθα: Ποιά θεία Εὐχαριστία; Αὐτὴ ποὺ τελεῖται ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ λευΐτη στὰ ἀπομακρυσμένα χωριὰ τῆς χώρας μας ἢ αὐτὴ ποὺ ἐπιτελεῖται ἀπὸ σμῆνος ἀρχιερέων σὲ πανηγύρια καὶ ὀνομαστήρια;

Σ᾽ αὐτὲς τὶς Λειτουργίες πῶς νὰ φανῆ ὁ Χριστὸς μέσα ἀπὸ τὰ χρυσοποίκιλτα στέμματα, ἄμφια, κινήσεις καὶ φωτογραφίσεις; Ποιός κάνει στὴν ἄκρια ἀπὸ τοὺς δεσποτάδες νὰ φανῆ ὁ Χριστός, ὅταν μέσα βαθιὰ στὴν καρδιά τους ἔχει ριζώσει ἡ πίστη ὅτι αὐτοὶ ἵστανται εἰς τόπον καὶ τύπον Χριστοῦ, καὶ δὲν εἶναι ἁπλοὶ διακονητὲς τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου;

Ἔλεγε ὁ ὅσιος Ἀμφιλόχιος: «Μέσα σ᾽ αὐτὰ τὰ συλλείτουργα χάνω τὸν Χριστό, χάνομαι κι ἐγώ».

Κανεὶς δὲν ἐνθυμεῖται ὅτι μέχρι τὸν ΙΣΤ΄ αἰῶνα ὁ ἀρχιερεὺς ἀπέθετε ὅλα τὰ μπιχλιμπίδια καὶ λειτουργοῦσε σὰν ἁπλὸς πρωτόπαπας. Μεγαλοπρεπέστατα ἀκούγονται «Εἰς πολλὰ ἔτη» ἀπὸ τὴν μιά, «Μνησθείη Κύριος τῆς ἀρχιερωσύνης σου» ἀπὸ τὴν ἄλλη.

Ἐντελῶς ἄτονα καὶ στραγγαλισμένα ἀκοῦς τὸ «Κύριε, ἐλέησον», τὴν πιὸ μεγάλη αὐτὴ προσευχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἕνας περιβόητος μουσικὸς τῆς Θεσσαλονίκης ἔλεγε τόσο μακρόσυρτο τὸ «Εἰς πολλὰ ἔτη», ποὺ ἄθελά σου ἔβγαζες κακότροπα: «Ἐπιτέλους, σκάσε», καὶ ἤτανε νὰ λυπᾶσαι καὶ αὐτὸν ποὺ τὸ ἔλεγε καὶ αὐτὸν ποὺ τὸ ἄκουγε. Πότε φάνηκε σημεῖο θεοφανίας μέσα σ᾽ αὐτὰ τὰ συλλείτουργα;

Παρακολουθώντας τα, νιώθεις σὰν νὰ πέφτη χαλάζι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κρύβγεσαι, γιὰ νὰ φυλάξης τὴν κεφαλή σου. Καὶ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ δείξουμε τὸ βυζαντινὸ μεγαλεῖο! Μάλιστα καὶ ὁ Σμέμαν, ποὺ σφόδρα τὸ ἀποστρεφόταν, λειτουργοῦσε μὲ μίτρα χρυσοποίκιλτη. Εἶχε μάθει πολὺ καλὰ τὴν ἑλληνικὴ παροιμία: «Ὅπως μὲ τιμᾶ τὸ ροῦχο μου δὲν μὲ τιμᾶ ἡ μάννα μου». Ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια… ρῦσαι ἡμᾶς, Κύριε.

Διάκονος στὴν ἀρχιεπισκοπὴ Ἀθηνῶν ἑτοίμαζε τὰ τῆς χειροτονίας ἐπισκόπου. Ὁ ὑποψήφιος μὲ μιὰ τσαντούλα βρέθηκε πρωΐ-πρωῒ στὴν μητρόπολη.
− Τί ἑτοιμάζεις, διάκονε;
− Τὰ τῆς χειροτονίας, πάτερ.
− Εἶναι καλὸς αὐτὸς ποὺ θὰ χειροτονηθῆ;
− Πάτερ μου, καλὸς λένε ὅτι εἶναι, ἀλλὰ ὅλοι τους, ὅταν φορέσουν τὰ χρυσᾶ καπέλα, δαιμονίζονται, καβαλικεύουν τὸ καλάμι, ὅπως λέμε στὴν πατρίδα μου.
Προχώρησε ἡ χειροτονία καὶ ὁ διάκονος ἐννόησε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ ὑποψήφιος. Πρηνηδὸν ἐζήτησε συγγνώμη. Κι ὁ Ἱερόθεος, ἐπίσκοπος πιὰ Παροναξίας, τὸν ἐσήκωσε πάνω, λέγοντάς του:
− Γιατί ζητᾶς συγγνώμη; Ἐπειδὴ εἶπες τὴν ἀλήθεια;

Πόσο πιὸ ὠφελημένοι θὰ ἤμαστε, ἂν ἀκούγαμε ἀπὸ τὴν σύνοδο τῆς Κρήτης πῶς ἐπιτελεῖται ἡ θεία Εὐχαριστία, γιὰ νὰ φέρνη τὴν ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία.

Θὰ γυρίσουμε ἄραγε στὰ χρόνια τὰ εὐλογημένα ποὺ θὰ τελῆται ἡ θεία Λειτουργία ἀπὸ διακονητὲς τοῦ μυστηρίου καὶ ὄχι φανταχτερά, γιὰ νὰ προβάλλεται δῆθεν στὸν κόσμο ἡ βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια;

Θὰ ἀφανιστοῦν ἄραγε οἱ περιττὲς ἐκφωνήσεις, ὅπως «τὸν τρισάγιον ὕμνον ἀναμέλπομεν» καὶ τὰ «Ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ», τὰ ὁποῖα λέγονται γιὰ νὰ διαφοροποιῆται ἡ Λειτουργία τοῦ ἐπισκόπου ἀπὸ τοῦ πρεσβυτέρου;

Καὶ ἐπιτέλους πότε θὰ σταματήση ἡ Μητρόπολη νὰ εἶναι τὸ μιτάτο ποὺ θὰ ἁρμέγη τὶς ταλαίπωρες Ενορίες; Στέρφα καὶ γαλάρια πρέπει νὰ ἁρμεχτοῦνε γιὰ τὶς πολλαπλὲς ἀνάγκες τῆς κάθε μητροπόλεως, ὅταν μάλιστα πρόκειται ὑψηλὰ πρόσωπα νὰ ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ φιλοξενηθοῦν στὴν ἐπισκοπή.

Συμπαθᾶτε με, νὰ συνεχίσω ὀλίγον τὸ χειρουργεῖο μὲ τὸ εὐλογημένο νυστέρι.

Μητροπολίτης ἔλεγε ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἐμποδισμένοι τῆς ἱερωσύνης, γιατὶ τὸ μυστήριο τῆς ἱερωσύνης συγχωρεῖ ἁμαρτίες(!). Τέτοιο πρᾶγμα δὲν μᾶς παραδόθηκε.


Ἕτερος ἑτοιμάζει τράπεζα ἡμέρα Παρασκευὴ καὶ Σαρακοστὴ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μὲ ὅλα τὰ ἀρτύσιμα φαγητὰ καὶ παρακινεῖ ἐπίμονα τοὺς συνδαιτυμόνες νὰ ἀπολαύσουν τὸ συμπόσιο, γιατὶ εἶναι ἐπισκοπικὴ εὐλογία. Μόνον ἕνας βρέθηκε νὰ τοῦ πῆ ὅτι ἀπὸ τὴν μάννα μου παρέλαβα Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ ἀρτύσιμα νὰ μὴν τρώω, καὶ περιωρίστηκε σὲ μιὰ σαλάτα.

Ἐπίσκοποι βρέθηκαν τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς σὲ νησάκι τοῦ Ἀρχιπελάγους καὶ ὁ ταπεινὸς λευΐτης τοὺς προσκάλεσε νὰ λειτουργήσουν. Τοῦ ἀπήντησαν: «Ἐμεῖς δὲν ἤρθαμε ἐδῶ γιὰ Λειτουργίες• ἤρθαμε γιὰ παραθέριση»!

Ἀρχιεπίσκοπος μακαριστός, ποὺ ἔφεγγε φιλάνθρωπος καὶ ἐκήρυττε τὰ μέλλοντα −ὅτι ἀπὸ τοῦ χρόνου δὲν θὰ ἀγοράζουμε καρπούζι νὰ φᾶμε, ἀλλὰ φέτα καρπουζιοῦ− ὅταν ἐκοιμήθη εὑρέθη μὲ 300 ξενόκουμπα διαμαντοκόλλητα καὶ στὴν οἰκία του ἐνοικιασμένους πίνακες ἀπὸ τὸ Μπενάκειο Μουσεῖο, γιὰ νὰ κοσμοῦν τὸν χῶρο του.

Καὶ ὁ κοσμάκης τραβάει τὴν μιὰ ἄκρη τοῦ παπλώματος, γιὰ νὰ σκεπάση τὴν ἄλλη.

Σὲ μιὰ κωμόπολη συμμετεῖχα στὴν χειροτονία ἑνὸς παπᾶ. Ὅταν τελείωσε ἡ θεία Λειτουργία, ὁ ἐπίσκοπος αὐτός, ἀντὶ ἄλλου εὐχαριστῶ, εἶπε στοὺς ψάλτες: «Μοῦ φάγατε πέντε Εἰς πολλὰ ἔτη».

Πῶς βρέθηκε αὐτὴ ἡ εὐχὴ νὰ ψάλλεται συνέχεια, καὶ μάλιστα μέσα στὴν θεία Λειτουργία, δὲν γνωρίζω.
Εἶχε καὶ φήμη ἀμνησίκακου ἀρχιεπισκόπου. Ἐγκαινιάζοντας ὅμως ἔκθεση βιβλίου καὶ βλέποντας σὰν πρῶτο βιβλίο τὴν βιογραφία τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου του, ἐζήτησε ἀπὸ τὸν δείλαιο παπᾶ νὰ τὸ ἀποσύρη.

Ὁ προκάτοχός του, πραγματικὰ ἀσκητικὴ μορφή, δι᾽ ἐπιστολῆς τοῦ συνέστησε κάποια πρόσωπα νὰ μὴ τὰ προχωρήση στὴν ἱερωσύνη, γιατὶ ἦταν ἐμποδισμένα. Εἰς πεῖσμα, καὶ δεσποτάδες τοὺς ἔκανε!

Εἶναι βλέπετε συνήθεια τῶν τελευταίων ἀρχιεπισκόπων νὰ προάγουν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ τὴν καθαρίστρια τῆς ἐπισκοπῆς τους, ἀνεξέλεγκτα, ἀπερίσκεπτα. Κι ἂν δὲν ὑπάρχη μητρόπολη χηρευάμενη, κάποιο κομματάκι θὰ κόψουμε νὰ τοὺς δώσουμε, γιὰ νὰ ὑπάρχουν καὶ αὐτοὶ μητροπολίτες μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Αὐτὰ τὰ τελευταῖα φαινόμενα ἀποδυναμώνουν τὴν Ἐκκλησία κι ἔτσι ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία στερεῖται τόλμης σὰν ἐκείνης τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Ἀριμαθαίου, καὶ σιωποῦν οἱ ἐπίσκοποι καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ λύκος ἁρπάζει τὰ πρόβατά τους μέσα ἀπ᾽ τὴν ἀγκαλιά τους.

Ἔτσι, ἂν καὶ οἱ κρατοῦντες ἄθεοι καὶ διεστραμμένοι ρίχνουνε χαλάζι στὸ ποίμνιό τους, δὲν τολμοῦν νὰ ἀνοίξουν ἀλεξίβροχο νὰ τὸ προστατεύσουν. Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ χειροπιαστὸ σημεῖο τῆς ἐγκαταλείψεως τοῦ ποιμνίου, τέλεια ἐξουθένωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος.

Ἀρχιεπίσκοπος βαρβάτος τὰ τελευταῖα χρόνια ἔλεγε σὲ συνεπίσκοπό του.
− Σὲ βλέπω τρεμάμενο νὰ μεταλαμβάνης καὶ διερωτῶμαι: Ἀλήθεια πιστεύεις ὅτι αὐτὸ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ εἶναι σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ;
− Ναί, τὸ πιστεύω!
Καὶ ἀκολούθησε εἰρωνικὴ κίνηση τῆς κεφαλῆς. Στὴν μητρόπολή του λειτουργοῦσε πολλὲς φορὲς καὶ δὲν μετελάμβανε!

Βάστα, Χριστέ, τὰ ξεκάρφωτα κεραμίδια, γιὰ νὰ μὴ μείνη ἀσκεπὴς ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴ χάσουμε τὴν κληρονομιὰ ποὺ μᾶς ἀφῆκε ὁ δεσπότης Χριστός.
Καὶ ἄλλα πολλὰ ἤθελα νὰ ἀραδιάσω, ἀλλὰ γιὰ λόγους σεμνότητος καὶ ἀγάπης πρὸς τὴν Ἐκκλησία σιωπῶ καὶ τὰ θάπτω στὸ μνῆμα τῆς λησμονιᾶς…

Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ κλίμα, μὲ αὐτοὺς τοὺς πρωτοπαπάδες, πῶς μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ; Ἀναμένω στὸ ἀκουστικό μου…

Ὅσο καὶ νὰ εἶστε ἀπησχολημένοι, παρακαλῶ βρεῖτε χρόνο νὰ μοῦ ἀπαντήσετε, γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ ξεκολλήσω ἀπὸ τὸ ἐρώτημά μου: μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ κλίμα πῶς μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἑνότητα ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ;

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

 


6 ) Από την επίσκεψη του Πατριάρχη στο Άγιον Όρος...


Ο Καθηγούμενος I.M. Δοχειαρίου Αρχ. Γρηγόριος, καυστικός όπως πάντα, σχολιάζει το παρασκήνιο και το προσκήνιο της προγραμματισμένης επίσκεψης του Πατριάρχη Βαρθολομαίου στο Άγιον Όρος. 

Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς γράφει: «Ὅταν ἀκούσετε ἀκοὲς πολέμων, σεισμοὺς κατὰ τόπους καὶ καταποντισμούς, μάθετε πὼς ἐγγὺς τὸ τέλος». Ἐγώ, σκεπτόμενος τὴν τραγικότητα αὐτῶν ποὺ πληροφοροῦμαι γιὰ τὸν ἅγιο τόπο αὐτόν, λέγω καθ᾽ ἑαυτόν: «Αὐτὰ εἶναι μετὰ τὸ τέλος».

Ἡ Μονὴ Παντοκράτορος αἰτεῖται τὴν παρουσία τοῦ Πατριάρχη στὸ μνημόσυνο τοῦ καθηγουμένου Βησσαρίωνα. Ἀπὸ πότε ἐπεκράτησε συνήθεια νὰ καλῆται ὁ Πατριάρχης γιὰ μνημόσυνο ἡγουμένου;

Εἶναι ὁ πρῶτος ἡγούμενος ποὺ κοιμήθηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος στὴν πρώτη καὶ στὴν δεύτερη χιλιετία ποὺ διανύουμε; Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔγινε ἡγούμενος, χωρὶς νὰ σπάσουν τὰ μοῦτρα του στὶς διακονίες, στὶς ταπεινώσεις καὶ τὶς περιφρονήσεις. Τοποθετήθηκε στὸν θρόνο πιὸ ἄνετα καὶ ἀπὸ αὐτοκράτορα. Ἀνωτέρᾳ βουλῇ. Μπᾶτε, σκύλοι, ἀλέστε κι ἀλεστικὰ μὴ δῶστε.

Ἐγὼ ἔγινα ἡγούμενος στὴν Μονὴ Δοχειαρίου, ἀφοῦ ἔφαγα πρῶτα στὰ μοῦτρα κάθε σφουγγαριὰ ποὺ εἶχε μείνη σ᾽ αὐτὸ τὸ παλιὸ μοναστήρι καὶ ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς καὶ ἀπὸ κάποιους διαχειριστές. Ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνη καὶ καλὰ μοῦ κάνανε.

Τὰ πιὸ βαριὰ βήματα ποὺ ἔκανα στὴν ζωή μου ἤτανε νὰ ἀνέβω στὸν θρόνο τῆς Δοχειαρίου, ἔπειτα ἀπὸ 10 χρόνια ἡγουμενίας σὲ μοναστήρια τοῦ ἑλλαδικοῦ κλίματος.

Ποιός ἤτανε τέλος πάντων αὐτὸς ὁ Βησσαρίων, ποὺ πρέπει νὰ τιμηθῆ καὶ μὲ πατριαρχικὸ μνημόσυνο; Μερικὰ χρόνια γειτνιάσαμε καὶ ἐγνώρισα τὸν ἄνδρα.

– Γιατί, πάτερ Βησσαρίων, παραβιάζετε τὰ σύνορα τῆς Μονῆς; Ποιός σᾶς τὰ ἔδειξε;

– Ὁ προηγούμενος Εὐδόκιμος.

– Γέροντα Εὐδόκιμε, ἐσὺ ὑπέδειξες στοὺς νέους τὰ σύνορα μεταξὺ Ξενοφῶντος καὶ Δοχειαρίου;

– Μακάρι νὰ τά ᾽ξερα κι ἐγώ. Οἱ ξυλοκόποι τὰ γνώριζαν καλύτερα ἀπὸ μᾶς. Ἔπειτα, ἐγὼ ἐννιὰ μῆνες ἔμεινα μαζί τους. Δὲν τοὺς ἔδειξα τίποτα.

Ὁ Βησσαρίωνας ἦταν ὁ ἐκτελεστὴς τοῦ ἐγκλήματος:

– Ἅγιε προηγούμενε Εὐδόκιμε -ἀκούστηκε ἡ φωνή του ἀπὸ τὸ παράθυρο- ἀπόφαση τῆς Μονῆς μήτε νὰ εἰσέλθετε μήτε νὰ ἐξέλθετε ἀπὸ τὴν πύλη τῆς Μονῆς.

Καλόγερος ὢν ὁ γερο-Εὐδόκιμος, ὑπήκουσε καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας.

Καθήμενοι στὸ κιόσκι τῆς Μονῆς, πόσες κατηγόριες δὲν εἶπε αὐτὸς ὁ ψηλὸς παπᾶς γιὰ τὸν παπποῦ Εὐδόκιμο… Τὸν ἤθελε καὶ ἀνώμαλο, τὸν ἤθελε καὶ ὁμαλό. Ἔστειλα ἕνα μοναχό μου καὶ τὸν ρώτησε:

– Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔχετε οἰκογένεια στὴν Θεσσαλονίκη καὶ γι᾽ αὐτὸ πηγαινοέρχεστε;

Ἡ ἀπάντησή του ἤτανε μὲ λυγμοὺς δακρύων καὶ ἀναφιλητά:

– Μωρὲ ποιός τὰ λέει αὐτά;

Εἶχε καὶ μετοχὲς στὰ καράβια καὶ εὐπορίζετο! Αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε παντόφλα νὰ φορέση καὶ ἀντερὶ νὰ ἀλλάξη.

Τί εἶναι τὸ ποτηράκι τοῦ τσίπουρου, ποὺ ἔπινε τὸ γεροντάκι, μπροστὰ στὰ δικά μας; Ποιός μπορεῖ νὰ λησμονήση τὴν σύληση τῆς σκήτης τοῦ Προφήτη Ἠλία;

Ὅ,τι συνάχθηκε ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της μέχρι σήμερα ἔγιναν σὲ μιὰ μέρα κορνιαχτὸς καὶ τινάχθηκαν στὸν ἀέρα, ἡγουμενεύοντος στὴν Παντοκράτορος τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνα.

Ἄλλη ἀδελφὴ Μονὴ ζητάει τὸν Πατριάρχη νὰ ἐγκαινιάση πτέρυγα. Ὁλόκληρο μοναστήρι ἀνακαίνισα ταῖς ἰδίαις χερσὶ καὶ δὲν θεώρησα ὅτι κάποιος μεγάλος παπὰς πρέπει νὰ ἔρθη νὰ μοῦ κάνη ἐγκαίνια. Τὸ μοναστήρι εἶναι ἐγκαινιασμένο ἐδῶ καὶ χίλια χρόνια.

Ὁ Ἀμανατίδης ο υπουργός ἑτοιμάζει ἐπίσκεψη τοῦ ἀστεφάνωτου καὶ μὲ τεκνία ἀβάπτιστα πρωθυπουργοῦ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τοῦ ἐξασφαλίζει φιλοξενία στὴν γεραρὰ Μονὴ Ξενοφῶντος.

Κύριε Ἀμανατίδη, ἐσὺ θὰ διαγράψης τοὺς ἀντίθεους καὶ ἀντίχριστους νόμους καὶ κανόνες ποὺ θέσπισε ἡ κυβέρνηση τοῦ ΣΥΡΙΖΑ; Ξεχείλισε τὸ ποτήρι καὶ θὰ πνίξη καὶ ἐσένα καὶ τὸ μοναστήρι ποὺ θὰ τὸν φιλοξενήση. 

Μήπως ἑτοιμάζεται τὸ μοναστήρι νὰ τὸν ὑποδεχθῆ καὶ μὲ κωδωνοκρουσίες καὶ Εὐαγγέλια καὶ κεριὰ στὴν πόρτα; Τί θὰ ἀπολογηθοῦμε ἐμεῖς στὸν ὀρθόδοξο λαό, στὸν καταπονημένο λαό, ποὺ τοῦ ψαλίδισε ὄχι μόνον τὸν μισθό του καὶ τὴν σύνταξή του, ἀλλὰ καὶ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς του;

Καὶ τὸ πιὸ μεγάλο καὶ τὸ πιὸ φοβερό, ρήμαξε τὴν πίστη μας, πέταξε τὸν σταυρό, πέταξε τὴν Παναγία στὰ σκουπίδια καὶ ἐρευνᾶ στὸ μικροσκόπιο, ὅποιον ἄθεο βρίσκει νὰ τὸν κάνη ὑπουργὸ καὶ κρατικὸ ὑπάλληλο, γιὰ νὰ λακτίζη καὶ νὰ καθυβρίζη τὴν πίστη μας; (Τὰ πάντα μπορεῖ νὰ πετύχης στὸν τόπο αὐτόν, ἂν ἀρνῆσαι τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Δὲν μᾶς ἀπομένει πιὰ τίποτα, ἀλλὰ σὰν τοὺς Ἑβραίους ἕνα τεῖχος δακρύων.) Μὲ τί πρόσωπο θὰ βγοῦμε στὸν κόσμο; Τί δικαιολογίες θὰ ποῦμε; Σὲ πλατανόφυλλα ἢ σὲ συκόφυλλα θὰ δείξουμε τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας τοῦ κρατοῦντος; Τί ἀπολογία θὰ δώσουμε στὸν κρατοῦντα τὰ σύμπαντα;

Φιέστες ἀπάνω στὶς φιέστες, φτάσαμε καὶ στὴν μεγάλη φιέστα. Στὸ Ἀκριτοχώρι θὰ γιορτάσουνε τὰ πενῆντα χρόνια ἱερατικῆς ζωῆς καὶ κτιτορικῆς δράσης στὸ μετόχι τοῦ Ξενοφῶντος. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀνήκουστα, οἱ διωγμοὶ τῶν παλαιῶν πατέρων καὶ στὸ ἕνα μοναστήρι ποὺ κατέλαβαν καὶ στὸ ἄλλο, θὰ διαγραφοῦν ἀπὸ τὴν ἱστορία;

Θὰ λογαριαστοῦνε γιὰ κινήσεις ἐπιβράβευσης ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἁγιορειτικὸ κόσμο; Μήπως χαθήκαμε προτοῦ νὰ ἔρθη ὁ χαμός; Τί ὑπῆρξε ὁ γείτονάς μου; ὁ ἐφημέριος τοῦ Ἄρς;

Ἀναγνωρίσανε στὴν χιλιετηρίδα τῆς Μονῆς ἕναν ὅσιο Ξενοφῶντα, ὁ ὁποῖος τὸ μόνο ποὺ εἶχε νὰ ἐπιδείξη στὴν ζωή του ἦταν ὅτι ἔφτιαξε ἕνα νερόμυλο καὶ ἐπέτρεψε στὸν καθένα νὰ πηγαίνη νὰ ἀλέθη τὸ στάρι του.

Ἡ Μονὴ Δοχειαρίου δεκαπέντε χρόνια παρακαλεῖ στὴν ἄκρια τοῦ δασόδρομου τῆς γείτονος Μονῆς, ποὺ οὔτε περὶ ἀμπελῶνος πρόκειται οὔτε περὶ νεραντζῶνος, νὰ σκάψη γιὰ νὰ θάψη τὸ λάστιχο ποὺ -ἐκτεθειμένο στὸν ἥλιο- φέρνει τὸ νερὸ στὸ μοναστήρι βραστὸ καὶ καυτό, καὶ οὐδὲν ἐγένετο. Δεινοπαθήσαμε γιὰ νὰ ὁριοθετήσουμε τὰ σύνορά μας, γιὰ νὰ μὴ ξυλεύη ὁ ἕνας στὸ δάσος τοῦ ἄλλου. Μὲ χίλιες ὑποχωρήσεις τῆς ταπεινῆς Μονῆς τοῦ Δοχειαρίου, κάτι βρήκαμε, κάτι πᾶμε νὰ βροῦμε.

Πῆγα στὸν Παλαιοκρασᾶ, ὑπουργὸ τότε στὰ οἰκονομικά, καὶ τοῦ ζήτησα μικρὴ βοήθεια γιὰ μιὰ δεξαμενή, γιατὶ τὸ μοναστήρι ἀρδευόταν ἀπὸ τὴν παλιὰ δεξαμενὴ τοῦ μύλου, καὶ μοῦ ἀπήντησε: «Μὰ ἔδωσα χρήματα στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος γιὰ τὴν φιλοξενία τοῦ Πατριάρχη στὴν χιλιετηρίδα».

Τὴν ἴδια περίοδο ἤμουν μέλος τοῦ ΚεΔΑΚ καὶ ἦρθε αἴτηση ἀπὸ τὴν Μονὴ Ξενοφῶντος οἰκονομικῆς βοήθειας γιὰ τὴν φιλοξενία τοῦ Πατριάρχη! Ἔτσι γίνονται οἱ περιουσίες καὶ στήνονται οἱ γυάλινοι πύργοι στὴν ὁδὸ Κηφισίας…

Ὁ ταλαίπωρος μοναχὸς Τρύφων, ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς κι αὐτός, ἐρχότανε στὸ Δοχειάρι, δῆθεν γιὰ νὰ μαζέψη ρίγανη καὶ φασκόμηλο, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα γιὰ νὰ ἐκτονώνεται ἀπὸ τὶς πιέσεις. Μέχρι ποὺ ἔπεσε κάτω καὶ ἔσπασε τὸν πόδα του. Καὶ ὁ Θεὸς οἶδε ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα…

Ἕνας μικρὸς καὶ ἀφανὴς μοναχός, σὰν μπατιράκι -ποὺ λέει καὶ τὸ τραγούδι τοῦ Ζαμπέτα- στὴν γωνιὰ τοῦ δρόμου, λέει τὸ παράπονό του, ἀλλὰ οὐκ ἔχει τὸν παρηγοροῦντα.

Ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια ἡ Μονὴ Διονυσίου ἔδωσε τεμάχιο λειψάνου στὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ αὐτὸ ἔγινε χερούκλα ὁλόκληρη καὶ περιφέρεται τώρα ὡς μυροβλύζουσα δεξιὰ τοῦ ἁγίου Γεωργίου! Ἄλλη φιέστα αὐτή, ἄλλος ἐμπαιγμός, ἄλλη ἀφορμὴ λογισμῶν καὶ σχολίων. Ἐπιτέλους, πότε θὰ γίνουμε μοναχοί; Πότε θὰ μάθουμε τὸ πατερικὸ «Κάθου στὸ κελλίον σου καὶ αὐτὸ σὲ διδάξει»;

Ἄλλη πληροφορία μοῦ λέγει ὅτι ὁ Ἀρχιγραμματέας τῆς Κοινότητας, ἀπὸ τὸ ἴδιο φύραμα κι αὐτός, διαβιβάζει πρόσκληση, χωρὶς ἀπόφαση τῆς Κοινότητας, ἐπίσκεψης τοῦ πρωθυπουργοῦ στὶς στράτες καὶ στὰ μονοπάτια τοῦ πονεμένου Ἄθωνα. 

Ζήτουλες καταντήσαμε στὶς πόρτες τους γιὰ μιὰ δίκαιη καὶ ὀφειλόμενη βοήθεια σ᾽ αὐτὸν τὸν ἅγιο τόπο. Ξετροχιαστήκαμε καὶ ἀφήσαμε τὰ ἔργα τοῦ φωτὸς καὶ καταπιαστήκαμε μὲ τὰ ἔργα τοῦ σκότους.

Ἅγιοι ἡγούμενοι, πήρατε τὸ μάθημα; Ὅσοι συμπληρώσατε πενῆντα χρόνια ἱερατικῆς ζωῆς, ἐλᾶτε νὰ τὰ σπάσουμε.

Ἀναγνωρίζω τὴν ἐλαχιστότητά μου, τὴν ἀναξιότητά μου, τὰ λάθη μου, τὶς ἁμαρτίες μου καὶ κυριολεκτικὰ λουφάζω καὶ ντρέπομαι νὰ ἐμφανίζωμαι στὸν κόσμο μοναχὸς καὶ μάλιστα ἡγούμενος. Καὶ ὅ,τι ἔγινε σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο καὶ στὸ μετόχι στὸν δῆμο Σοχοῦ, πιστεύω καὶ ὁμολογῶ ὅτι εἶναι κόποι καὶ μόχθοι τῶν ἀδελφῶν μου, καὶ ἐγὼ οὐδὲν ἐποίησα, εἰ μὴ μόνον ἁμαρτίες.

Κατηγοροῦμαι σὲ ἐπίσημο γράμμα τῆς Ἐκκλησίας ὅτι παραχάραξα τὰ τυπικὰ τοῦ Ὄρους καὶ ἔφερα τυπικὰ τῆς Πάτμου καὶ τοῦ Προυσοῦ. Ἐκεῖνα ποὺ παρέλαβα ἀπὸ τὸν Προυσὸ ἦταν τὸ ποτὸ καὶ ὁ καλοζωισμός. Αὐτὰ ποὺ παρέλαβα ἀπὸ τὴν Μονὴ τῆς Πάτμου τὰ πιστεύω πέρα γιὰ πέρα καλογερικά. Καὶ λέγω ποιὰ εἶναι αὐτά:

Στὸ Ὄρος στὶς ἀγρυπνίες ψάλλανε οἱ παλιοὶ ὅ,τι παλαιὸ κομμάτι μουσικὸ ἔγραψαν οἱ πρὸ αὐτῶν. Τὸ «Φῶς ἱλαρὸν» ὅμως ἦταν σ᾽ ὅλες τὶς ἀγρυπνίες τοῦ Σακελλαρίδη («Ἐτίναξαν τὴν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά»).

Τὸ παλαιὸ «Φῶς ἱλαρὸν» εἶχε παντελῶς ἐξοστρακισθῆ ἀπὸ τὶς ἀγρυπνίες τοῦ Ὄρους. Τὸ ἐπανέφερα ἀκουστικὰ ὅπως τὸ πῆρα ἀπὸ τὴν βασιλικὴ Μονὴ τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου. Χτυπᾶμε τὸ κόντι στὸ Εὐαγγέλιο· πανάρχαια συνήθεια, εἶναι παρμένο μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ παγκάλου Ἰωσήφ. Τὸ τυπικὸ τῆς Μονῆς μου, γραμμένο τὸν ΙΕ΄ αἰῶνα ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Ἀλυάτη, τὸ ὑποδεικνύει καὶ μάλιστα καὶ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ χτυπᾶ στὸ Εὐαγγέλιο.

Ἡ χρήση κενῶν ἁγίων ποτηρίων ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς στὴν Μεγάλη Εἴσοδο, καὶ ὄχι λειψάνων Ἁγίων, μνημονεύεται ἀπὸ τὸν Συμεὼν τὸν Θεσσαλονίκης. Ἡ εὐλόγηση πολλῶν ποτηρίων στὴν θεία Λειτουργία ἀναφέρεται σὲ παλαιὲς λειτουργικὲς φυλλάδες. Καὶ ἡ εὐλόγηση τῶν καρπῶν στὸ δοχειὸ μνημονεύεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη ὅτι γίνεται μετὰ ἀπὸ κάθε Λειτουργία.

Εἶναι λοιπὸν νέα τάξις αὐτά; Εἶναι ἀπορριπτέα; Αὐτὰ καταστρέφουν τὰ τυπικὰ τοῦ Ὄρους καὶ δὲν τὰ καταστρέφει ὅλος ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς ποὺ μὲ σημαιάκια πιὰ εἰσῆλθε στὸ Ὄρος;

Μοναχέ, δὲν σὲ καταστρέφει τὸ λάπτοπ, τὸ κινητό, τὸ ἰντερνέτ, τὸ σοῦπερ-μάρκετ ποὺ ἔστησες στὴν πόρτα τῆς Μονῆς (εἴπαμε μιὰ εἰκόνα, ἕνα σταυρουδάκι, λιβάνι καὶ κάτι ποὺ παράγει τὸ μοναστήρι, ἀλλ᾽ ὄχι καὶ τυρόπιτες καὶ βότανα καλλυντικά -χάσαμε τὸ μέτρο καὶ ξεπεράσαμε τοὺς κοσμικοὺς στὶς συναλλαγὲς καὶ τὶς ἐπιχειρήσεις) καὶ σὲ καταστρέφει τὸ κόντι ποὺ χτυπᾶ στὶς πανηγύρεις ἡ Μονὴ Δοχειαρίου καὶ σὲ ἀλλοτριώνει ἀπὸ τὶς παραδόσεις τοῦ Ὄρους; Ἥλιε, κρύψε τὸ φῶς σου, γιὰ νὰ μὴ ντρεπώμαστε νὰ περπατᾶμε.

(Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σπυρίδων ὁ Βλάχος: «Παρακαλεῖτε τὸν Θεὸν νὰ γίνη ἡ Δευτέρα Παρουσία νύχτα, νὰ μὴ βλέπη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ντρέπεται».)

Ἕως ἐδῶ ξεσκεπάζω τὸ τσουκάλι, γιατὶ παραέβρασε μέσα μου καὶ θὰ σπάσουνε τὰ σωθικά μου.

Κύριε, ἐπίβλεψον ἐπὶ τὴν ἄμπελον ταύτην καὶ κατάρτισαι αὐτήν, ἣν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά σου.



5 ) Ήλθαν καί «Καρδιολόγοι» τώρα,  στο Άγιον Όρος ;

Ήταν αρκετό δυὸ μόνο σημαῖες, ὄχι ἐπαναστατικὲς ἀλλὰ ἀληθινές ( πού ύψωσα στην Δοχειαρίου "Έξω οι Αντίχριστοι από το Άγιον Όρος " ) , γιά νὰ συνάξουν στὸ ῎Ορος «καρδιολόγους» ( πού δήθεν "ετάζουν καρδίες και νεφρούς" ) , γιὰ νὰ ἀκροαστοῦνε ( άκουσον, άκουσον...) τὰ βάθη τῶν καρδιῶν τῶν ἐγκαταβιούντων ἐν τῷ Ὄρει τούτῳ τοῦ Ἄθωνος, μοναχών...

Κύριε Θεοχάρη, δὲν σὲ γνωρίζω, ἀλλὰ σοῦ συνιστῶ νὰ ἀλλάξης ἀκουστικά, γιατὶ ( αυτά πού έχεις τώρα ) εἶναι σὰν τοῦ γιατροῦ τοῦ Πυργῆ στὸ χωριό μου, ποὺ ποτὲ δὲν ἄκουγε ἀκροαστικὰ στὸν ἀσθενῆ. Τὸ βράδυ τὸν ἐξέταζε καὶ ἔλεγε «Ἐγὼ δὲν ἀκούω τίποτα». Τὸ πρωὶ ὅμως ἡ καμπάνα τοῦ χωριοῦ δήλωνε τὰ ἀκροαστικὰ τοῦ ( πεθαμένου πιά ) ἀσθενῆ…

Πόθεν γνωρίζεις λοιπόν εσύ πὼς οἱ σημαῖες αὐτὲς ἐκφράζουν μόνο τὴν Μονὴ Δοχειαρίου καὶ κάποιους «ἀναρχικοὺς» μοναχοὺς κελλιῶτες τοῦ Ἄθωνα;

Εγώ, μὲ κανένα κελλιώτη δὲν συναγελάζωμαι, γιατὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μοῦ λέγει «Κοινοβιάτης ἐκλήθης; Μὴ σὲ μέλει γιὰ τοὺς ἀσκητές…». Ὅπου ἀκούω γιὰ καλὸ κοινόβιο, ἐκεῖ διακριτικὰ γίνομαι προσκυνητής.

Ἂν ἡ καρδιὰ τοῦ μοναχοῦ δὲν ἔχη ζῆλο γιὰ τὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ὀρθῆς ζωῆς, εἶναι ἄρρωστη, δὲν αἱματώνεται οὔτε ἀπὸ τὴν Γραφὴ οὔτε ἀπὸ τὴν Παράδοση. Ὑπάρχει λοιπόν ζῆλος καὶ ζῆλος. Ὁ κατ᾽ ἐπίγνωσιν ζῆλος ἂν λείψη ἀπὸ τοὺς μοναχούς, δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος νὰ ὑπάρχη μοναχισμὸς στὴν Ἐκκλησία.

Βάλε λοιπόν τὸ ἀκουστικό σου στὶς καρδιὲς τῶν ταπεινῶν, τῶν φτωχῶν, τῶν καταφρονημένων μοναχῶν, καὶ τότε θὰ ἀκούσης τὴν καρδιὰ τὴν ζέουσα, τὴν καρδιὰ τὴν πυρακτωμένη, τὴν καρδιὰ τὴν ἐρωτευμένη μὲ ὅ,τι μᾶς ἄφησε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Μᾶλλον βάζεις τὸ ἀκουστικό σου σὲ καρδιὲς ποὺ ξεναγαποῦνε, σὲ καρδιὲς ποὺ πορνεύουν, σὲ καρδιὲς ποὺ ἐρωτοτροποῦνε μὲ τὰ ἡδέα τοῦ κόσμου τούτου, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ νῦν αἰῶνα, σὲ καρδιὲς ποὺ ὑψηλοφρονοῦνε….

Ἐσύ, σὰν Ἕλληνας καὶ χριστιανὸς ὀρθόδοξος, φαίνεται ότι ἐπαναπαύεσαι καὶ στοιχίζεσαι πίσω ἀπὸ τὰ βδελυρὰ θεσπίσματα τῶν Συριζαίων; Τότε, σὲ ποιόν Θεὸ πιστεύεις;

Τὶ κρῖμα νὰ ἀπολογῆσαι γιὰ μεγάλα πράγματα μὲ γελοίους ἰσχυρισμούς:

Ἡ γιορτὴ τοῦ Σταυροῦ δὲν ἀφήνει χῶρο νὰ συνεορτάση ὁ πρωθυπουργὸς τῆς χώρας, καὶ ἡ νηστεία τῆς ἡμέρας δὲν ἀφήνει δυνάμεις στοὺς γεγηρακότες ἡγουμένους νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν ἀρχηγὸ τοῦ κράτους! Δὲν σκέπτεσαι ὅτι ὁ λαὸς αὐτὸς τρώει ψωμάκι, καὶ ὄχι σανὸ καὶ βλῆτα; Σὲ παρακαλῶ μέριασε καὶ βάλε τὸ ἀκουστικό σου στὴν τσέπη σου καὶ μὴ παριστάνης τὸν καρδιολόγο τοῦ Αγίου Ὄρους.

Τὴν καρδιά μας τὴν ἀκροάζεται ὁ Θεός καὶ ὁ κόσμος τοῦ μόχθου καὶ τοῦ πόνου. Μὴν ἀκουμπᾶς τὶς καρδιὲς τῶν μοναχῶν, γιατὶ ἂν καῖνε, θὰ σὲ κάψουνε, καὶ ἂν δὲν φλογίζωνται, θὰ σὲ μουτζουρώσουνε. Τὸ καμίνι ποὺ καίει 48 ὧρες δὲν μποροῦμε νὰ τὸ ἀγγίξουμε.

Τὴν καρδιὰ τοῦ μοναχοῦ, ποὺ καίει διὰ βίου, μπορεῖς ἐσὺ νὰ τὴν ἀγγίξης; Πλατειὰ εἶν᾽ ἡ καρδιὰ τοῦ μοναχοῦ, ἀλλὰ καίει, καὶ ὅσα προφυλακτικὰ νὰ βάλης στὰ χέρια σου, μὴ γίνεσαι φιρφιρής, θὰ σὲ κάψη. Μὴ μειώνης τὰ φρονήματα τῶν μοναχῶν, γιατὶ τοὺς ὑποτιμᾶς καὶ τοὺς φτιάχνεις μασκαράδες. Δυστυχῶς ὑπάρχουν καὶ τέτοιοι σήμερα, ἀλλὰ εἶναι δυσεύρετοι, γιατὶ περπατοῦν στὶς κορυφές. Μὴ γίνεσαι τρυποφράκτης καὶ πᾶς νὰ βγάλης στὸ φῶς αὐτὰ ποὺ τὰ ἔχει πνίξει τὸ σκοτάδι. Γίνου παιδὶ χάριτος. Μὴ σκεπάζης σὰν τὸν γάτο τὰ κακά σου, γιατὶ ὁπωσδήποτε ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἀκόμη σκυλιὰ ποὺ θὰ τὰ ξεσκεπάσουν.

Ἀφοῦ δὲν φόρεσες ράσα, δὲν θὰ μπορέσης ποτὲ νὰ μάθης τὴν καρδιὰ τοῦ ρασοφόρου. Στὴν ἐκφορὰ τοῦ βασιλιᾶ Παύλου, εὐθὺς ὡς ἐξῆλθον τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ, πρότειναν στὸν γηραιὸ ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο νὰ ἐπιβιβασθῆ σὲ αὐτοκίνητο καὶ ἀπήντησε: «Ποτέ! Ἐγὼ γιὰ τὸν βασιλιᾶ μου πάω καὶ στὸ Φάληρο μὲ τὰ πόδια!». Καὶ ἀνέβηκε πεζὸς ὅλη τὴν ἀνηφόρα μέχρι ἐκεῖ ποὺ τερμάτισε ἡ κηδεία. Ἔδειξε ἔτσι ὁ γηραιὸς ἀρχιεπίσκοπος τὴν ἀνδρειοσύνη, τὴν θυσία καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ Ἕλληνα ρασοφόρου. Ἡ κουβέντα τοῦ ἀρχιεπισκόπου τότε ἔγινε σλόγκαν στὸν ἑλληνικὸ λαό: «Ἐγὼ γιὰ τὸν βασιλιᾶ μου καὶ μὲ τὰ πόδια στὸ Φάληρο πηγαίνω!»

Κύριε, φώτισέ μας ἐν τῷ φωτὶ τοῦ προσώπου σου νὰ πορευώμαστε, γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν.

Αρχ. Γρηγόριος Δοχειαρίου

4) «Έξω οι  Αντίχριστοι από το Άγιον Όρος…»


DOxeiarioy 1 out


Σημαίες διαμαρτυρίας κυματίζουν από χθές στήν είσοδο τής Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους σε έκφραση ιερής αγανάκτησης για επικείμενη επίσκεψη του Άθεου Πρωθυπουργού στόν ιερό αυτόν τόπο τών αρχαίων ασκητών, μαρτύρων, καί Αγίων...


Μαύρες σημαίες που αναγράφουν «Έξω οι Αντίχριστοι από το Άγιον Όρος» κυματίζουν από χθες Τρίτη στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου Αγίου Όρους.

Πρόκειται για μια ενέργεια της Μονής η οποία έχει σχέση με την ακυρωθείσα από τους Αγιορείτες επίσκεψη του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο Περιβόλι της Παναγίας

Ως γνωστόν ο Πρωθυπουργός επρόκειτο να επισκεφθεί σήμερα την Ιερά Μονή Παντοκράτορος μαζί με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, όμως σε ψηφοφορία τους η πλειοψηφία των αντιπροσώπων των μονών ακύρωσε την επίσκεψη.

Για το θέμα αναφέρθηκε δημόσια με επιστολή του και ο αντιπρόσωπος της Ι.Μ. Ξηροποτάμου Ιερομόναχος Παύλος ο οποίος στην τοποθέτησή του στη σύναξη τόνισε πως θα πρέπει να ζητήσουν από τον Πρωθυπουργό να μην πραγματοποιήσει την επίσκεψη.

DOxeiarioy 2 SHMAIES

Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου Γέροντας Γρηγόριος είχε ταχθεί ανοιχτά κατά της επίσκεψης αυτής καλώντας τους Αγιορείτες Πατέρες να αντισταθούν.

Πριν λίγη ώρα ο Καθηγούμενος Γρηγόριος έδωσε στη δημοσιότητα νέο άρθρο του - παρέμβαση, στο οποίο αναγράφει για την προχθεσινή ψηφοφορία:

++++++++++++++++


"Δόθηκε ἡ μάχη καὶ φάνηκε ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀνεπάρκεια τῶν πολλὰ κατεχόντων. Νίκησε ὁ σταυρός, νίκησε ἡ ἔφορος τοῦ τόπου, ἡ Παναγία, νίκησαν οἱ προσευχὲς τῶν μικροσχήμων μοναχῶν καὶ δὲν διεπέρασε τοῦ Ὄρους τὶς ἀτραποὺς ὁ μεγαλύτερος σατράπης τῶν τελευταίων χρόνων.

Μᾶς ἔμεινε ὅμως ἡ λύπη στὶς καρδιές μας ὅτι τὰ εὔπορα μοναστήρια τὰ προδίδουν ὅλα, γιὰ νὰ κερδίσουνε τὴν εὔνοια τῶν κρατούντων, ὅποιοι καὶ νὰ εἶναι αὐτοί».

Διαβάστε αναλυτικά το άρθο- παρέμβαση του Καθηγουμένου Γέροντα Γρηγορίου


ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΕΠΕΘΥΜΗΣΑΝ ΟΙ ΤΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΤΕΧΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΝΑ ΕΥΛΟΓΗΘΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΝ " ΜΑΚΡΥΧΕΡΗ" ΚΡΑΤΟΥΝΤΑ...

Ἀρχαία μοναστικὴ τάξη ὑπάρχει εἴτε κάθε μέρα εἴτε μόνον στὶς μεγάλες γιορτὲς ὁ ἡγούμενος νὰ εὐλογῆ τὸν σῖτον, τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον στὴν ἀποθήκη τοῦ μοναστηριοῦ. Ἐφέτος ὅμως, ἀφοῦ εἰσήλθαμε στὸ εὐλογημένο φθινόπωρο καὶ ἔχουμε ἤδη συγκεντρώσει ὅλες τὶς ἐσοδειὲς τοῦ χρόνου στὶς ἀποθῆκες μας, οἱ τὰ πολλὰ κατέχοντες καὶ πλουτοῦντες τοῦ Ὄρους ἐφλογίσθηκαν ἀπὸ τὸν πόθο νὰ φωνάξουν τὸν κρατοῦντα νὰ εὐλογήση τὰ γεννήματά τους καὶ τὰ ἀγαθά τους.

Διαβουλεύσεις ἐπάνω σὲ διαβουλεύσεις, τὰ κατάφεραν νὰ τὸν καλέσουν νὰ μᾶς δείξη τὸν πλοῦτο τῆς χρηστότητός του! Μὰ εἶναι φοβερό· ὁ τόπος αὐτὸς ὁ ἅγιος νὰ προσκαλῆ ἀνθρώπους ποὺ δηλώνουν ἄθεοι καὶ πολέμιοι τῆς Ἐκκλησίας νὰ βρεθοῦν συμπροσευχόμενοι καὶ συνεστιαζόμενοι μὲ τὸν μοναχό, ποὺ εἶναι ἡ ἀκρότης τῆς πίστεως καὶ τῆς λατρείας. Καὶ ἤρξατο ἡ μάχη σὲ πολλὰ ἐπίπεδα...

Ὄχι βέβαια ὅτι ὁ κακόμουτσος ὁ "κρατῶν" ( Τσίπρας ), ενδιαφέρεται για νὰ ἰδῆ καί τὰ μοῦτρα τῶν καλογήρων.

Περπατώντας κάποτε στὴν ὁδὸ Σταδίου μὲ ἕνα μοναχό, αἰφνιδίως στάθηκε μπροστά μου καλοφορεμένος ἄνδρας.

– Τί εἶστε ἐσεῖς;
– Μοναχοὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
– Μὰ ἐμεῖς ἐδῶ καὶ χρόνια ἔχουμε πολλὰ χρήματα διαθέσει γιὰ τὴν ἐξαφάνισή σας καὶ ἐσεῖς ὑπάρχετε ἀκόμη;

Τοῦ ἀπήντησα εὐθαρσῶς:

– Μοναχοὶ ὑπάρχουνε καὶ θὰ ὑπάρχουνε, καὶ μὲς στὸ μάτι σου θὰ μπαίνουνε...

Ὅλες οἱ σκοῦνες καὶ οἱ γαλέρες καὶ τὰ ἱστιοφόρα καὶ οἱ βάρκες ἀρμένισαν αὐτὲς τὶς μέρες στὰ πελάγη τοῦ Ὄρους καὶ μάχη ἔδωσαν οὐ τὴν τυχοῦσαν, γιὰ νὰ ἐπιβραβεύσουν τὸν κρατοῦντα γιὰ τὸ πινάκιο φακῆς ποὺ τοὺς προσέφερε –κάποια ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κάποιους εὐτελεῖς φόρους.

Νὰ ᾽ρχότανε λίγο ἀργότερα, θὰ ἔλεγα ὅτι ἔρχεται νὰ μᾶς βοηθήση στὴν συλλογὴ τοῦ ἐλαιοκάρπου, ἀλλὰ τώρα καὶ τὰ σταφύλια μας μαζέψαμε καὶ τὰ γεννήματά μας συνάξαμε. Δὲν τοῦ ἔμεινε λοιπὸν τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ μᾶς εὐλογήση τὰ δοχειά μας καὶ ἐμεῖς νὰ ἐπιβραβεύσουμε ὅσα κακὰ ἐποίησε στὸν ἅγιο αὐτὸν τόπο ποὺ λέγεται Ἑλλάδα.

Ἅγιοι ἡγούμενοι ποὺ ὑπεραμυνθήκατε τῆς ἐπισκέψεως -ὄχι βέβαια προσκυνήματος- τοῦ κρατοῦντος, δὲν διαβάσατε ἢ δὲν ἀκούσατε στὸ ψαλτήρι ποιὸς εἶναι ὁ κρατῶν; «Ἐλυμήνατο αὐτὴν ὗς ἐκ δρυμοῦ, καὶ μονιὸς ἄγριος κατενεμήσατο αὐτήν.»

Καὶ ἐσεῖς εἶστε αὐτοὶ ποὺ ἐξέρχεσθε τοῦ Ὄρους καὶ κάνετε ὁμιλίες καὶ φιέστες.

Καὶ τρέχει-τρέχει ὁ λαὸς νὰ ἀκούση λόγον ἀγαθὸν καὶ ὁράματα συναρπαστικὰ καὶ ὁράσεις ἀκατάληπτες καὶ ἀπροσδιόριστες. Ἐξέρχεσθε λοιπόν, ἐξέρχεσθε, λογάδες τοῦ Ὄρους, νὰ εὐαγγελίζετε τὸν κόσμο καὶ νὰ ἐπιβραβεύετε τῶν κρατούντων τοὺς ἐκτροχιασμούς...

Δόθηκε ἡ μάχη καὶ εκεί φάνηκε ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἀνεπάρκεια τῶν πολλὰ κατεχόντων.

Νίκησε ὁ σταυρός, νίκησε ἡ ἔφορος τοῦ τόπου, ἡ Παναγία, νίκησαν οἱ προσευχὲς τῶν μικροσχήμων μοναχῶν καὶ δὲν διεπέρασε τοῦ Ὄρους τὶς ἀτραποὺς ὁ μεγαλύτερος σατράπης τῶν τελευταίων χρόνων. Μᾶς ἔμεινε ὅμως ἡ λύπη στὶς καρδιές μας ὅτι τὰ εὔπορα μοναστήρια τὰ προδίδουν ὅλα, γιὰ νὰ κερδίσουνε τὴν εὔνοια τῶν κρατούντων, ὅποιοι καὶ νὰ εἶναι αὐτοί.

Ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν ὑπῆρξε φειδωλὴ στὶς εὐχὲς γιὰ τοὺς κρατοῦντες. Σήμερα ὅμως οὔτε ἡ καρδιά μας οὔτε τὸ στόμα μας, ποὺ ἔσφιγξαν βλέποντας τὶς ἀθλιότητές τους, μποροῦν νὰ πλατυνθοῦν γιὰ εὐχὲς καὶ προσευχὲς ὑπὲρ τῶν ἀρχόντων. Χωρὶς Χριστό, χωρὶς Θεό, χωρὶς Παναγία καὶ σταυρό, δὲν μπορεῖς νὰ ἄρχης σ᾽ αὐτὸν τὸν πονεμένο καὶ ματωμένο τόπο.

Μὴ πατᾶς ἐπάνω στὰ κόκκαλα τῶν ἡρώων καὶ τῶν μαρτύρων καὶ καμαρώνης γιὰ ἀρχηγὸς αὐτοῦ τοῦ κράτους. Βρέ, δὲν σοῦ τὸ χάρισε κανένας, δὲν σοῦ τὸ ἔδωσε κανένας γιὰ τὰ ἔπαθλα καὶ τὶς νίκες σου. Τὸ ἔχεις ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν σκέπη τῆς Παναγίας καὶ τὴν δύναμη τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ.

Ἡ Ἑλλάδα χωρὶς σταυρὸ θὰ καταντήση τὸ κουμάσι τοῦ κόσμου καὶ ὁ βοσκότοπος τῶν χοίρων.

Ἀμανατίδη, τί περιέρχεσαι τὸ Ὄρος, νὰ μαζέψης πάλι ψήφους γι᾽ αὐτοὺς ποὺ γκρεμίσανε τὴν Ἑλλάδα, γι᾽ αὐτοὺς ποὺ στήσανε τζαμιὰ καὶ μιναρέδες; Ἔτσι ποὺ κατήντησε ἡ Ἑλλάδα, μόνον ἀπορρίματα μαζεύει καὶ Αμερικάνικα χαχανητά.

Δόξα τῷ Θεῷ, ἡ μικρὴ ἢ ἡ μεγάλη προσευχὴ βοηθάει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴ γίνεται χαζός. 

Ἂν οἱ Ἕλληνες Ορθόδοξοι ψηφίσουν πάλι τέτοιους ἄρχοντες, σημαίνει ὅτι περιέπεσαν στὴν μεγαλύτερη ἀσθένεια, ποὺ εἶναι ἡ μαλάκυνση τοῦ ἐγκεφάλου.

Κύριε, μὴ ξαναεπιτρέψης νὰ βρεθοῦν στὶς πύλες τοῦ Ὄρους οἱ χαλαστάδες, οἱ ἄπιστοι, οἱ μαστόροι κάθε ἀσέλγειας καὶ ἀνοσιουργίας.

Προσέχετε, πατέρες καὶ ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ἐν Χριστῷ, αὐτοὶ ἔρχονται ἐδῶ γιὰ νὰ στέψουμε τὸ κέρατό τους καὶ τὰ κέρατά τους. Κάτω τὰ χέρια, μοναχοί, ἀπὸ τέτοιες στέψεις.

Τὰ στεφάνια ποὺ κρατᾶτε εἶναι γιὰ νὰ τὰ φορᾶτε σὲ ὅσους ζοῦν ἐν μετανοίᾳ καὶ ἐξομολογήσει. Αὐτὰ τὰ στεφάνια δὲν τὰ χαραμίζουμε, τὰ ἀσπαζόμαστε καὶ τὰ εὐλαβούμαστε.

Σὲ κανένα δὲν πλέκουμε ἀγκάθινα στεφάνια, ἀλλὰ καὶ κανένα ποὺ καταπατεῖ τὴν Ἐκκλησία καὶ πετᾶ τὸν σταυρὸ καὶ θρυμματίζει τὴν καμπάνα δὲν μᾶς ἐπιτρέπει ἡ μοναχική μας συνείδηση νὰ στεφανώσουμε. Βέβαια, καλὰ ἔκαναν οἱ κρατοῦντες ποὺ ἦρθαν νὰ στεφανωθοῦν τὸ φθινόπωρο, ποὺ ἔχουν ξεραθῆ τὰ λουλούδια κι ἔχουν ἀπομείνη μόνον τὰ ἀγκάθια. Ἤδη τοὺς ἔχουν στεφανώσει οἱ κακόβουλες ἐνέργειές τους καὶ δὲν χρειάζονται ἀπὸ κανέναν ἄλλον στεφάνι, παρὰ μόνον ἀπὸ τὴν μοχθηρία τοῦ ἅδου.

Ἑλλάδα, κράτα τὰ στεφάνια γιὰ ἄλλους.

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

Δείτε φωτό από την Ιερά Μονή Δοχειαρίου και διαβάστε την τοποθέτηση του αντιπροσώπου Ιερομόναχου της Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου Παύλου που δημοσιεύθηκε στο διαδύκτιο:



3) «
Το αξιοπρεπές παραμέρισμα…»

Ὡς ἄνθρωπος τῆς ὑπαίθρου καὶ τῶν θαλασσοδαρμένων νησιῶν, ἔπρεπε νὰ σπουδάσω τοὺς καιρούς, κι΄ ὄχι ἁπλὰ νὰ τοὺς μάθω.

Ἡ κυβέρνησή σου ( πρωθυπουργέ ), ταξίδεψε μὲ μπάτη. Σιγά-σιγὰ ὅμως ἔγινε μαϊστράλι καὶ τώρα μαΐστρος μὲ τὰ μάγγανα, ποὺ ξερριζώνει τὰ κλαδιὰ καὶ ἐκσφενδονίζει πέτρες, καὶ ἀπὸ τὴν στεριὰ καὶ ἀπὸ τὴν θάλασσα...

Τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς ὁ ραγιᾶς τραγουδοῦσε: «Μέριασε, βράχε, νὰ διαβῶ». Μὲ αὐτὸ τὸ μικρὸ τραγουδάκι, ποὺ τὸ ἔλεγε ἄλλοτε ψιθυριστὰ καὶ ἄλλοτε δυνατά, ἀναγνώριζε ὅτι οἱ κρατοῦντες ἦταν βράχος. Ἀλλὰ κι ἐγώ, ὁ ραγιᾶς, εἶμαι φουρνέλο, κι ἂς μὴ φαίνωμαι. Αἰσθάνομαι κι ἐγὼ τὴν ρώμη τῶν δυνάμεών μου.

Δὲν μπορῶ νὰ σὲ ἀφανίσω, ἀλλὰ μπορῶ νὰ σὲ μεριάσω, γι᾽ αὐτὸ σοῦ λέω «μέριασε», δὲν σοῦ λέω «ἐξαφανίσου». Δὲν σοῦ συνιστῶ, λοιπόν, οὔτε νὰ πέσης οὔτε νὰ παραιτηθῆς, ἀλλὰ νὰ παραμερίσης μὲ ἀξιοπρέπεια καὶ τιμή.

Ἀνέβηκες  σὲ μιὰ πίστα καὶ χορεύεις, ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν μπορεῖς νὰ παρακολουθήσης τὰ ὄργανα καὶ μπερδεύονται τὰ βήματά σου. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀκούσης τὴν θλιμμένη σήμερα φωνὴ τοῦ κότσυφα, ποὺ λέγει: «Θέλω τὸν Σταυρὸ στοὺς τρούλλους, στὰ καμπαναριὰ τῶν ἐκκλησιῶν, στὰ ἱστία τῶν καραβιῶν καὶ στὸν ἱστὸ τῆς σημαίας. Τὴν μπάλα ποὺ μοῦ ἔβαλες δὲν μπορῶ νὰ τὴν σιγουρευτῶ, ἐνῶ τὰ σκέλη τοῦ σταυροῦ χρόνια τὰ ἔχω βῆμα καὶ τραγουδῶ καὶ ἀνακοινώνω τῆς ἄνοιξης τὶς ὀμορφιὲς καὶ τοῦ χειμῶνα τὶς κακοκαιριές».

Ὅποιος τόλμησε στὴν ἱστορία νὰ ρίξη τὸν Σταυρό, τοῦ ᾽ρθε ἡ μπάλα στὸ κεφάλι. Ὄχι τὰ σύμβολα τῆς πίστεως καὶ τοῦ Γένους μας ἀφανισμένα καὶ ἀλογάριαστα ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες. Ὄχι οἱ ἀνακοινώσεις τῆς λατρείας ἀπὸ τοὺς κράχτες τῶν τηλεοπτικῶν καναλιῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν παρηγορήτρα καμπάνα.

( Βρέθηκα κάποτε κι΄εγώ σὲ κάποιο Νοσηλευτήριο τοῦ Βερολίνου. Ἡ μόνη μου παρηγοριὰ ἤτανε κάθε βράδυ ὁ ἦχος μιᾶς μακρινής καμπάνας, ἴσως ἀπὸ κάποιο μοναστήρι).

Κυριολεκτικὰ δαπανᾶσθε νὰ ὑψώσετε μιναρέδες σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο τὸν ἅγιο, ενώ ἀφήνετε τὰ μνημεῖα τοῦ Ἔθνους, τοῦ Γένους καὶ τῆς Ἐκκλησίας νὰ γκρεμίζωνται…

Ἀπόσυρε τὰ θρησκευτικὰ ποὺ διδάσκονται σήμερα τὰ παιδιὰ στὰ σχολεῖα. Δὲν μιλᾶνε αὐτὰ γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ γιὰ τὰ βδελύγματα τῶν ἐθνῶν. Ἀναπιάνεται τὸ προζύμι χωρὶς νερό; Στὰ χέρια κολλᾶ καὶ τὸ δέρμα βγάζει. Νυμφεύσου κι΄εσύ στὴν ἐκκλησία, ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί σου. Βάπτισε τὰ παιδιά σου, ὅπως βαπτίστηκες κι ἐσύ. Συμμάζεψε κάθε ὑβριστὴ τῆς πίστεως. Ἡ Ἑλλάδα θεμελιώθηκε πάνω στὴν ἀρχὴ τῆς θεοκρατίας. Πρέπει κάθε μέρα νὰ ἀναπλάθεται καὶ νὰ φρεσκάρεται τὸ φύραμά της. Ἂν εἶσαι χριστιανὸς καὶ παρασύρθηκες σὲ ὅσα ἔπραξες μέχρι τώρα, μετανόησε.

Ἂν όμως συνειδητὰ δὲν πιστεύεις, παραμέρισε…( σσ. άδειασέ μας τον τόπο…)

Δὲν σὲ γνωρίζω, οὔτε τὸ κάλλος τοῦ προσώπου σου εἶδα ποτέ. Καὶ δὲν θέλω νὰ συναντηθοῦμε, γιατὶ δὲν εἶμαι ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος νὰ σοῦ ἀλλάξω πορεία. Σὲ βλέπω ποὺ τρέχεις σὰν τὸν εἰδωλολάτρη παπᾶ ποὺ ξυλοκόπησε τὸν μοναχό, καὶ τὰ χρόνια τῆς κυβέρνησής σου στριφογυρίζεις τὸ ραβδί σου στὸν ἀέρα. Οὔτε τὸ ραβδί σου θέλω νὰ πάρω οὔτε ἐσένα νὰ πιάσω.

Ἀλλὰ ἡ Ορθόδοξη Ἑλλάδα δὲν διαθέτει τέτοιον ἄνεμο, νὰ ἀνεμίζη ὁ κάθε ἄπιστος καὶ εἰδωλολάτρης τὴν βέργα ποὺ κρατάει στὰ χέρια του. Θέλεις νὰ ἔρθης καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ στριφογυρίσης τὸ ραβδί σου. Ἀλλὰ θὰ περπατήσης τόσο μόνος, ὅσο ἡ ἐλαφίνα στ᾽ ἀπόσκια τῶν βουνῶν. Ὁ τόπος θὰ σὲ δεχθῆ; Ἀλλὰ οἱ μοναχοί, μόλις σὲ δοῦνε, θὰ σὲ πάρουνε γιὰ παγωμένο μαΐστρο καὶ θ᾽ ἀρχίσουν νὰ φτερνίζωνται.

Ἀπόσυρε τοὺς νόμους ποὺ κατέβασαν τὸν Σταυρό, ποὺ σταμάτησαν τὶς προσευχὲς στὰ σχολεῖα. Ὁ Τοῦρκος, μὲ τὸν ὁποῖο καυκαλίζεσαι, τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα γονατίζει στὸν θεό του, καὶ τὸ ὀρθόδοξο σχολειὸ θὰ συνάγεται στὶς αἴθουσες ὅπως τὰ μοσχάρια στὰ βοσκοτόπια; Ὅσο ὁ Τοῦρκος μᾶς βάζει χέρι, τόσο ἐμεῖς πρέπει νὰ τοῦ πατᾶμε πόδι. Δὲν μπορεῖς; Μέριασε. Μόνος σου ὡδήγησες τὸν ἑαυτό σου στὸ φρύδι τοῦ βουνοῦ. Προτοῦ πέσης, μέριασε.

Ἡ Ἑλλάδα πρέπει νὰ ἀναπνέη Χριστὸ καὶ ὄχι τὴν μπόχα τῆς βενζίνης καὶ τοῦ καμένου λαδιοῦ. Ὁ Θεὸς σ᾽ αὐτὴν τὴν χώρα ἔδωσε πλούσια τὰ ἀγαθὰ γιὰ τὰ δῶρα τῆς λατρείας· τὸ σιτάρι, τὸ λάδι καὶ τὸ κρασί. Δὲν μᾶς τά ᾽δωσε γιὰ νὰ τὰ τρῶμε στὰ μπαράκια καὶ νὰ τὰ ρουφοῦμε στὰ ποτήρια, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἱερουργοῦμε τὸ ἱλαστήριο μυστήριο.

Μὴ καταργῆς τὴν Κυριακή. Πολλοὶ ἔδωσαν τὸ αἷμα τους, γιὰ νὰ μείνη αὐτὴ ἡ ἡμέρα «τοῦ Κυρίου». Καὶ μὴ φέρνης στὸ προσκήνιο τὸ Σάββατο. Μὴν ἀμνηστεύης τὴν μοιχεία καὶ ὅλες τὶς ἄλλες παραμέτρους τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς.

Μὴ θεσπίζης τὰ ζευγαρώματα ποὺ δὲν κάνουν οὔτε τὰ ζῶα, γιατὶ ὁ Θεὸς τὰ κατέκαυσε. Ἄναψες φωτιὲς ποὺ καῖνε ὄχι μόνον τὰ ξερά, ἀλλὰ καὶ τὰ χλωρά. Μὲ αὐτοὺς τοὺς νόμους σάρωσες τὴν οἰκογένεια καὶ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ κοινωνία.

Δὲν σὲ θεωρῶ κούσουλο, γιὰ νὰ σὲ φυσήξω νὰ παραμερίσης, ἀλλὰ ἄνδρα σπουδαῖο, μὲ δυνάμεις ὅμως καταστρεπτικές.

Πληροφοροῦμαι ὅτι δόγμα θὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὴν βουλή σας, ποὺ θὰ δηλώνη ὁ ἄνθρωπος τὸ φύλο του στὰ 15 του χρόνια. Δηλαδή, μέχρι 15 ἐτῶν θὰ ψάχνωμαι, γιὰ νὰ προσδιορίσω τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς ποὺ λέγεται «ἐπιθυμητικόν». Αὐτὸ εἶναι ἐπέμβαση τοῦ ἀνθρώπου στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεὸς όμως δὲν θὰ ὑπνώση· θὰ ἐξεγερθῆ καὶ δὲν θὰ βρεθῆ ὁ οἶκος σου εἰς τὸν αἰῶνα. Μετὰ ἀπὸ ἕνα τέτοιο νόμο, ἡ Ἑλλάδα θὰ γίνη κρανίου τόπος. Μὴ παλεύης τὸν Ἰσραήλ, μὴ τὰ βάζης μὲ τὸν Ἰσχυρό, μὴ καθυβρίζης τὸν Δημιουργό.

Ἐμεῖς ποὺ ἐμακρύναμε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ φυγαδευθήκαμε στὶς ἐρήμους, ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο περισσότερο ἀπὸ σένα ποὺ ζῆς στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας. Βδελυκτὰ καὶ παράνομα πράγματα κατεργάζεσαι. Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἐλευθερία του, κι ἐσὺ νομοθέτησες τὴν σκλαβιὰ στὴν ζωή του. Ὁ σκλαβωμένος στὰ πάθη του δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Συλλογίσου τα αὐτὰ καὶ παραμέρισε...

Ἄφησε τὶς τόλμες τὶς ἄτολμες... Ἄφησε τοὺς ἀνδρισμούς, ἀφοῦ ἔγινες γυναίκα. Εἴτε πιστεύεις εἴτε δὲν πιστεύεις, εἶσαι ἀπόγονος τοῦ Ἀδάμ, καὶ ἐσὺ καὶ τὸ σινάφι σου, καὶ ὑπάρχει κρίση καὶ ἀνταπόδοση.

Φρενάρισε, γιατὶ σκόνταψες καὶ δὲν ὑπάρχει κανένας νὰ σοῦ φέξη, σὲ λίγο θὰ στερῆσαι καὶ δὲν θὰ ἔχης τὸν ἐλεοῦντα. Μὲ αὐτὸν τὸν νόμο κορυφώνεις τὸ κακό, σταματᾶς τὰ καυχήματα τῶν γονιῶν, τοὺς βάζεις στὴν ἀμφισβήτηση ἂν ἀναθρέφουν ἄνδρα ἢ γυναίκα, σταματᾶς τὸ νανούρισμα τῆς μάννας.

Τί θὰ λέη ὅταν κουνάη τὸ παιδί της; «Παιδούλα μου» ἢ «Ἀγόρι μου»; Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις κλίνει πρὸς τὸ κακό.

Ἂν τὸ κατοχυρώσης καὶ μὲ νόμο, τότε ἦρθε ἡ ἐποχὴ νὰ ψάχνουμε άν «ὁ διάβολος είναι θηλυκὸς  ἢ ἀρσενικός;»

Ἡ ἱστορία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων τέτοια φοβερὴ ἀπόκλιση δὲν εἶχε ποτέ. Ὄχι τὸ Ὄρος δὲν πρέπει νὰ σὲ δέχεται, ἀλλ᾽ οὔτε ἡ μάννα ποὺ σὲ γέννησε. Ἡ φουρτούνα ποὺ σήκωσες αὐτὴ θὰ σὲ πνίξη.... Μέριασε.

Χριστιανοί, μὴ θροῆσθε. Δὲν θὰ μείνουμε μόνοι μας. Θὰ φύγουμε ἀπὸ τὴν σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ θὰ κοιτασθοῦμε κάτω ἀπὸ εὐσκιόφυλλα δένδρα. Ἐμεῖς, οἱ βαπτισθέντες καὶ Θεὸν ὁμολογοῦντες, λέμε:

Ἐξεγέρθητι, Κύριε, ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ σῶσον πάντας ἡμᾶς ἀπὸ τὰ ἔθνη τὰ φρυαττόμενα. Κύριε τῶν δυνάμεων, τὸ παρασόλι σου ζητοῦμε, τὸ ἀλεξίβροχό σου. Οὔτε σταγόνα βροχῆς νὰ μὴ μᾶς εὕρη ἀπὸ τὴν καταιγίδα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ. Ἄστραψε καὶ βρόντηξε καὶ σκόρπισε τὰ φρυάγματα τῶν ἐθνῶν καὶ διάλυσε τὶς βουλὲς τῶν ἀσεβῶν.

Συντηρητικοὺς μᾶς λέτε. Τὸ Ὄρος εἶναι συντηρητικό, ἀλλὰ μὲ διάκριση. Οὔτε νεοζηλωτὲς εἴμαστε οὔτε φανατικοὶ φονταμενταλιστές. Ἁπλῶς διακρίνουμε ποιὰ πράγματα χρειάζονται συντήρηση καὶ ποιὰ πέταμα.

Ἐσεῖς βάζετε τὰ σάπια πράγματα στὴν συντήρηση; Ἐμεῖς τὰ θεωροῦμε θανατικὰ καὶ γιὰ τὰ ζῶα μας ἀκόμη καὶ λέμε «θάψτε τα· ἂν τὰ φᾶνε, θὰ ψοφήσουν». Θαφτῆτε μόνοι σας, γιατὶ βρωμᾶτε πτωμαΐνη. Ἡ μοσχοβολιὰ τοῦ φθινοπώρου δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερνικήση τὴν δυσοσμία σας.

Σὲ τοποθέτησαν νὰ ἀροτριᾶς τὴν γῆ καὶ ὄχι νὰ τὴν καταστρέφης. Λοιπόν, παραμέρισε...

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

 

2) «Οι φιέστες μέσα στην Εκκλησία είναι σημείο της συντέλειας του κόσμου…»

 

«…Ἀπὸ παλιὰ χρόνια ὑπῆρχε μιὰ μυστικὴ ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος (καὶ ὄχι μόνο). Τὸ ἅγιο αὐτὸ βουνὸ μὲ διάφορους τρόπους ἀπωθεῖται καὶ ἐπισκιάζεται, ὅσο γίνεται περισσότερο, ἀπὸ τὸ κλίμα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ σλαυϊκοὶ λαοὶ τὸ ὑπερυψώνουν, τὸ εὐλαβοῦνται, τὸ θεωροῦν τὸ δεύτερο μεγάλο προσκύνημα μετὰ τὰ Ἱεροσόλυμα.

Ρίξε-ρίξε μαυροσέντονα, κοντεύει νὰ μὴ φαίνεται, ἐνῶ οἱ περισσότεροι διαβιοῦντες καὶ διακονοῦντες τὸν ἱερὸ αὐτὸν τόπο εἶναι γεννήματα καὶ θρέμματα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ πιὰ οἱ σκλαβωμένες πατρίδες δὲν ἔχουν δυναμικὸ νὰ προσφέρουν.

Ὅλοι οἱ μοναχοὶ τοῦ Ὄρους εἶναι προσφορὰ τῶν Γεροντάδων ποὺ ἐργάζονται στὸν ἀμπελῶνα τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, κι ἐμεῖς μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ σεβασμὸ πολὺ τοὺς δεχόμαστε, τοὺς φιλοξενοῦμε καὶ τὸ πρῶτο ποὺ τοὺς ἀναθέτουμε εἶναι νὰ λειτουργήσουν, εἴτε μόνοι τους εἴτε μαζί μας. Γιατί λοιπὸν νὰ δημιουργηθοῦνε τόσο μεγάλες ἀποστάσεις μεταξὺ Ὄρους καὶ Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας;

Εἴμαστε ἀπὸ τὴν ἴδια Ἐκκλησία, ἀπὸ τὸ ἴδιο Ἔθνος, καὶ τὸ καύχημα τοῦ Γένους καὶ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ ἱερὸ αὐτὸ βουνό. Γιατί θεωρούμαστε ξένοι καὶ ἐπήλυδες; Ποιός ἀπὸ τὸ Ὄρος δὲν ἱερουργεῖ, δὲν ἐξομολογεῖ, δὲν ὁμιλεῖ κατόπιν προσκλήσεως τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου;

Αὐτὴ ἡ Ἐγκύκλιος πιστεύω ὅτι εἶναι μιὰ ἀπερίσκεπτη ἐνέργεια κι ἕνας κανονιοβολισμὸς ὁμοβροντίας στοῦ Ἁγίου Ὄρους τὰ σκηνώματα.

Ἐπειδὴ θεωρῶ μάννα μου τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ρίχνω τοὺς τόνους καὶ παρακαλῶ ἀναθεώρηση τῆς Ἐγκυκλίου. Καθίσατε νὰ λογαριάσετε πόση βοήθεια δέχεται ἡ ἐνορία ἀπὸ τοῦ Ὄρους τὴν μυστικὴ ἐργασία; Πόσοι ἐνορίτες βρίσκουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς Ἁγιορεῖτες πατέρες; Γιατί αὐτὸ τὸ ἔργο προσπαθεῖτε νὰ τὸ ἐξοβελίσετε καὶ νὰ τὸ ἀμαυρώσετε; Τί συμβουλεύουμε τοὺς πιστοὺς ποὺ προσέρχονται; Δὲν προσπαθοῦμε νὰ τοὺς ἐπισυνάγουμε καὶ νὰ τοὺς συμπάλλουμε στὴν ἐνορία;

Πόσοι ἐπίσκοποι καὶ μητροπολίτες δὲν ἰχνηλατοῦν τὰ μονοπάτια καὶ τὶς ὁδοὺς ποὺ διανοίγει ἡ ἁγιορείτικη ἀγρυπνία καὶ λατρεία; Μπορεῖ νὰ ζοῦμε στὸ Ὄρος, ἀλλὰ εἴμαστε προσεκτικοὶ οἰκοδόμοι τῆς ἐνορίας. Συνεχῶς λαξεύουμε πέτρες καὶ δομοῦμε τὴν Ἐκκλησία ἔξω στὸν κόσμο. Πόσες οἰκογένειες ἐνδιατρίβουν στὶς συμβουλὲς τῶν Ἁγιορειτῶν καὶ σώζεται ἡ οἰκογένεια ἀπὸ τὸν διασκορπισμὸ καὶ τὸ ναυάγιο;

Ἁγία Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εἶναι πολὺ κακὸ νὰ διαγράψετε ἀπὸ τὸν χάρτη σας τὸ Ἁγιώνυμον Ὄρος. Σκάφες εἴμαστε καὶ διασώζουμε πιστοὺς καὶ σᾶς τοὺς ναυτολογοῦμε στὸ καράβι ποὺ κυβερνᾶ κάθε ἐπίσκοπος.

Ὁ μοναχισμὸς εἶναι τὸ δυναμικὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε ἡ ἐν τῷ κόσμῳ Ἐκκλησία μπορεῖ νὰ ζήση χωρὶς μοναχούς, οὔτε καὶ οἱ μοναχοὶ χωρὶς τὴν Ἐκκλησία. Οὓς ὁ Θεὸς συνέζευξεν ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω. Αὐτοὶ οἱ δύο θεσμοὶ εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένοι καὶ ὅποιος προσπαθήση νὰ τοὺς σπάση, ὀργὴ Θεοῦ θὰ τὸν εὕρη.

Πόσους Ἁγίους ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία τὸ μοναχικὸ τριβώνιο καὶ πόσο οἱ διηνεκεῖς αὐτοὶ μάρτυρες τῇ συνειδήσει βοήθησαν τὴν Ἐκκλησία σὲ δύσκολες δογματικὲς ἐπαναστάσεις καὶ αἱρέσεις; Διῶξτε τοὺς μοναχούς, ἐπίσκοποι, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τότε θὰ δῆτε τὶ θὰ σᾶς μείνη. Τότε θὰ δῆτε φτώχεια καὶ πενία πνευματικὴ στοὺς κόλπους σας.

Οὔτε ὁ μοναχισμὸς πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλ᾽ οὔτε καὶ ἡ Ἐκκλησία ψυχρὴ καὶ ἀδιάφορη γι᾽ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὰ ὄρη καὶ τὶς ὀπὲς τῆς γῆς. Τὸ ἀντίβαρο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι οἱ μοναχοί. Κι ὁ πιὸ ράθυμος καὶ πιὸ ἀδιάφορος θὰ πῆ προσευχὲς καὶ θὰ ἀναπέμψη παρακλήσεις καὶ δεήσεις ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Στολίδια εἶναι τὰ μοναστήρια γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἄγκυρες ἐλπίδας σωτηρίας.

Οἱ καμπάνες τῶν Μονῶν ἠχομαχοῦνε μέρα-νύχτα καὶ εὔχονται γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ σύμπαντος κόσμου. Μπορεῖ ὁ ἐπίσκοπος κι ὁ ἐφημέριος, μέσα στοὺς μεγάλους τους περισπασμούς, νὰ μὴ μποροῦν νὰ οἰκονομήσουν τὸ εἰκοσιτετράωρο στιγμὲς προσευχῆς, ἀλλ᾽ ὁ μοναχὸς γυρίζει τὸ κομποσχοίνι στὸ χέρι του κι ἐπικαλεῖται τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἐπὶ πᾶσαν τὴν κτίσιν.

Μᾶλλον τὸ ἀντίθετο πρέπει νὰ γίνεται: ὁ ἀπροσδόκητα εὑρισκόμενος στὸν κόσμο μοναχὸς νὰ παίζη τὴν λύρα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ μέχρι ποὺ νὰ ἔρθη ἡ ἄδεια, οἱ χορδὲς αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ ὀργάνου θὰ χαλαρώσουν. Ἐμπνεύσετε τοὺς μοναχοὺς νὰ εἶναι συνεργάτες σας καὶ ἄμισθοι ἐργάτες σας στὸν μυστικὸ ἀμπελῶνα. Ὁ μοναχὸς εἶναι ἄμισθος ἐργάτης. Μ᾽ ἕνα ξερὸ παξιμάδι καὶ μὲ δυὸ πικρὲς ἐλιὲς σκαπανεύει τὸ ἀμπέλι τοῦ Θεοῦ μέρα-νύχτα.

Βρῆκα στὰ Δολιανὰ τῆς Εὐρυτανίας ἕνα μπαρμπ᾽-Ἀναστάση, ποὺ χρόνια κρατοῦσε τὸ ἀναλόγιο τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ του.

– Πόθεν διδάχθηκες τὴν λατρευτικὴ ζωή;

– Ἀπὸ ἕνα μοναχὸ ποὺ διάβηκε στὸ χωριό μου στὰ μικρά μου χρόνια.

– Πόθεν, παπᾶ, ἔμαθες νὰ λειτουργῆς;

– Ἀπὸ ἕνα περαστικὸ ἱερομόναχο.

– Πόθεν, κυρα-Ζαχαρώ, ἔμαθες νὰ κρατᾶς στὸ σπίτι σου τὴν ἀκοίμητη εἰκοσιτετράωρη ἀκολουθία;

– Ἀπὸ ἕνα καλόγερο.

Ἀπ᾽ ὅπου πέρασαν οἱ ἀφανεῖς αὐτοὶ καλόγεροι ἔβαλαν θεμέλια γερὰ καὶ στὴν ἐνορία καὶ στὴν κατ᾽ οἶκον ἐκκλησία.

Ἐπίσκοποί μου, τρῶτε μουσκεμένο ψωμί, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔβαλαν στὸ νερὸ οἱ μοναχοί. Μὴ κλείνετε, σᾶς παρακαλῶ, τὶς πηγὲς ποὺ ἀρδεύουν τοὺς κήπους σας. Μὴ σκοτώνετε τοὺς ζωντανοὺς δασκάλους τοῦ Γένους καὶ τῆς πίστης. Ἀπὸ καμμιὰ ἐνορία καὶ μητρόπολη νὰ μὴν ἐκλείψη τὸ μοναχικὸ τριβώνιο. Ἡ ἀγρυπνιούλα τοῦ μοναχοῦ, ἡ μυστικὴ προσευχή, κάνει τὰ νερὰ τῆς Ἐκκλησίας κρυστάλλινα καὶ διαυγῆ.

Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ὑψώσουμε τὶς καρδιές μας, ἀλλὰ νὰ τὶς ταπεινώσουμε καὶ ἀφανεῖς νὰ γίνουμε, κεκρυμμένοι καὶ πορευόμενοι στοὺς ἴσκιους τῶν μοναχῶν. Ἐπίσκοπέ μου, μοναχικὰ ἐνδύματα φέρεις. Τὸ κουκούλι, ὁ μανδύας, ἡ ράβδος καὶ ἡ βακτηρία, τῆς ἐρήμου εἶναι ἐμβλήματα.

Δὲν ἀρνοῦμαι ὅτι ὑπάρχουν καὶ οἱ ἀσύδοτοι, ἀλλὰ πιστεύω ὅτι αὐτοὶ θὰ βλάψουν ὀλιγώτερο τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ βάλουν φίμωτρα στὶς αἴσιες φωνὲς τῶν μοναχῶν. Ἐμεῖς μοναχοὶ εἴμαστε καὶ ἕτοιμοι εἴμαστε καὶ τὸ ράπισμα νὰ δεχθοῦμε καὶ τὸ λάκτισμα. Ἀλλὰ ὁ κακός τους ἀντίλαλος θὰ ἀπηχήση στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν.

Ἐξηγοῦμαι, γιὰ νὰ μὴ μὲ θεωρήσετε ὅτι λαχταρῶ τὶς ἐμφανίσεις στὸν κόσμο: Δὲν ἐξῆλθα ποτὲ τοῦ Ὄρους, οὔτε γιὰ παρουσιάσεις οὔτε γιὰ συνέδρια οὔτε γιὰ ὁμιλίες.

Ζῶ στὴν σκιὰ τοῦ μοναστηριοῦ μου καί, παρὰ τὶς παρακλήσεις γνωστῶν καὶ ἀγνώστων ἐπισκόπων, προτίμησα νὰ εἶμαι στοιχειὸ στὸ μοναστήρι μου παρὰ στὸν κόσμο, γιατὶ ζώντας μέσα στὴν Ἐκκλησία, εἶδα ὅτι ἡ ἀχλάδα ἔχει οὐρά.

Προτιμῶ νὰ ζῶ στὸν ἴσκιο μου, παρὰ σὲ μεγαλειώδεις αἴθουσες, γιατὶ πιστεύω πὼς οἱ φιέστες μέσα στὴν Ἐκκλησία εἶναι σημεῖο τῆς συντέλειας τοῦ κόσμου.

Θὲς νερό; Πρόσελθε στὴν πηγὴ ποὺ καλλιεργῶ ἐπὶ τόσα χρόνια, νὰ γεμίσης τὶς χοῦφτες σου καὶ νὰ δροσίσης τὰ σωθικά σου.

Ἀκούω πολλὲς φιέστες γίνονται καὶ θὰ γίνονται στὴν Ἐκκλησία γιὰ πρόσωπα καὶ γιὰ πράγματα...

Κανεὶς δὲν ἀναλογίζεται όμως, σὲ πόσους πιστούς ἀφήνουν αὐτὲς οἱ ἐκδηλώσεις κακοὺς λογισμοὺς καὶ ἐπάρατες σκέψεις...

Τὸ βαρέλι, γιὰ νὰ μᾶς δώση καλὸ κρασί, πρέπει νὰ τὸ κάψουμε. Αὐτοὶ ποὺ προβάλλονται, ποιός τοὺς ἔκαψε τὸ βαρέλι; Πιάστε, κάψτε το καὶ μὲ τὴν ξύστρα περάστε το καὶ δέστε μὲ ἀληθινότητα τὶ θὰ σᾶς μείνη στὰ χέρια. Μὲ σοφία νὰ περπατήσουμε, μὲ σεμνότητα νὰ ζήσουμε καὶ μὲ ἁγιωσύνη καὶ φόβο Θεοῦ νὰ κατεργασθοῦμε ἕκαστος τὴν σωτηρία του.

Προσέχετε, μοναχοὶ καὶ ἐπίσκοποι, αὐτὰ ποὺ προβάλλετε νὰ ἔχουν ἀντίκρυσμα, γιατὶ… ἀλλοίμονο. Ἀφῆστε ἐπιτέλους τὸν Θεό, σὰν τὸν πιὸ ἀληθινὸ Ἰατρό, νὰ κάνη τὴν διάγνωση (νὰ μᾶς πῆ ποιὸς εἶναι δίκαιος καὶ ποιὸς εἶναι ἅγιος) καὶ μὴ τὸν πυροβολῆτε μὲ δικές σας συμπάθειες καὶ ὀρέξεις. Ἡ συμπόρευση μᾶς ὁδηγεῖ ὅλους στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Πολλὰ θὰ ἤθελα νὰ ἐπισημάνω σ᾽ αὐτὸ τὸ ἄρθρο, ἀλλ᾽ ἂς μαζέψω τὴν πέννα μου, γιατὶ μπορεῖ νὰ κάνη καὶ μουτζοῦρες σ᾽ αὐτὸ τὸ δύσκολο κείμενο.

Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης

 

 

1) «Τα Μπουρδουκλώματα...»

«…Ὅραση δὲν ἔχω. Ἀκοὴ, δόξα τῷ Θεῷ έχω ἰσχυρή. Ἀπὸ καλοὺς ἀδελφοὺς ἀκροάσθηκα τοῦ Ὀρθοδόξου Βήματος τὶς ἀναρτήσεις. Βρέ, δεν καταλάβετε ὅτι ἡ στάμνα ἔσπασε, προτοῦ φτάση στὴν βρύση ;

Πῶς αὐτὸς ποὺ πολεμᾶ τὸν Σταυρὸ ( Τσίπρας ) μπορεῖ νὰ ἔρθη στὸ Ὄρος ( και μάλιστα ) τὴν ἡμέρα ποὺ αὐτὸ σύσσωμο πανηγυρίζει τὴν Παγκόσμιο Ὕψωση τοῦ Σταυροῦ;

Ποιός σᾶς εἶπε ὅτι οἱ γεγηρακότες καὶ ἄρρωστοι ἡγούμενοι δὲν θὰ θυσίαζαν τὰ πάντα, γιὰ νὰ βρεθοῦνε στὴν ὑποδοχὴ ἑνὸς πραγματικού χριστιανοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ κράτους; Εἴτε πεζῇ εἴτε μὲ ἅμαξες, εἴτε βροχὴ καὶ καταιγίδα ἔπληττε τὸ Ὄρος, αὐτοὶ πρῶτοι δαφνηφοροῦντες θὰ ἔτρεχαν, θὰ ἔσπευδαν μὲ ταχεῖς ρυθμοὺς νὰ ὑποδεχθοῦν αὐτὸν ποὺ δὲν ἀρνεῖται τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία.

Ἀπορῶ· καλὴ ἦταν ἡ χρονιὰ ἐφέτος, ἐσεῖς ποῦ τὰ βρίσκετε τὰ κούφια καρύδια καὶ τὰ μαζεύετε; Ὅταν τὸ καρύδι εἶναι βαρύ, εἶναι γεμᾶτο, ὅταν εἶναι ἐλαφρύ, εἶναι κούφιο. Αὐτοὶ οἱ ἡγούμενοι, οἱ γέροι καὶ ἄρρωστοι, εἶναι Ἕλληνες καὶ σέβονται καὶ ἐκτιμοῦνε καὶ τιμοῦνε τὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου τους.

Γιατί δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι χριστιανὸς ἄρχοντας αὐτὸς ποὺ ἀφήνει κάθε τσιράκι του νὰ βωμολοχῆ ἐναντίον τοῦ Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶπα δὲν βλέπω, ἀλλὰ ἀκούω τὸ αἷμα ποὺ τρέχει ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων.
– Τί ἔχεις; Γιατί ζῆς παραμερισμένος; Γιατί δὲν γελᾶς; Τί ψαχουλεύεις στὶς τσέπες σου; Τί ψάχνεις; Τί ζητᾶς;
– Ψάχνω στὴν Ἐκκλησία τὸν Ἰησοῦ τὸν ἐσταυρωμένο. Καὶ στὴν πολιτεία οἶκτο, νὰ μὴ μοῦ ζητᾶ τόσους φόρους, τόσα δοσίματα. Πληρώνω, ἄνθρωπέ μου, καὶ τὸ σπίτι ποὺ κατοικῶ. Τὸ κλειδὶ μοῦ ἔμεινε στὰ χέρια· σὲ λίγο θὰ τὸ χάσω κι αὐτό.

Στὴν Ἀνατολικὴ Γερμανία γιὰ πολλὰ χρόνια εἶχε χαθῆ τὸ γέλιο. Εἶχαν ἀνακαλύψει ἕναν εἰδικὸ μηχανισμό, πού, ὅταν ἔβλεπαν γελαστὸ πρόσωπο, καὶ ἀπὸ φυσικοῦ του ἀκόμη, τοῦ τοποθετοῦσαν τὸν μηχανισμὸ αὐτὸν στὴν κάτω σιαγόνα, νὰ τὴν λοξεύσουνε, νὰ μὴ σημειώνεται στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου τὸ γέλιο, ἀλλὰ ἡ λύπη, ἡ μελαγχολία, ἡ στραβομουτσουνιά. Ἔτσι γίνεται τώρα στὴν Ἑλλάδα. Ὁ Γερμανὸς τοποθετεῖ κι ὁ Ἕλληνας σφίγγει τὶς βίδες τοῦ μηχανισμοῦ.

Πῶς μπορῶ ἐγὼ ὁ καλόγερος, ὁ Ἕλληνας καὶ χριστιανός, νὰ μένω ἀπαθής, ἀνενέργητος καὶ ἀμέτοχος σὲ ὅλον αὐτὸν τὸν χαμὸ τοῦ κόσμου; Πότε οἱ μοναχοὶ ἔζησαν ἀραγμένη ζωὴ σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο («δὲν βαριέσαι, ἄξια ὧν ἔπραξαν ἀπολαμβάνουν») καὶ δὲν κατέβηκαν στὴν μάχη καὶ δὲν πρωτοστάτησαν στὸν ἀγῶνα;

Ἀλλοίμονο στὸν μοναχὸ ποὺ τρυφᾶ στὰ θεωτικά του καὶ ἀφήνει τὸν συνάνθρωπό του στὸν πόνο καὶ στὸν καημό του.
Δὲν τὸν δεχόμαστε τὸν Τσίπρα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἂν δὲν ἐπιδείξη ἔμπρακτη μετάνοια καὶ ἂν δὲν μαζέψη τὰ πούπουλα -ποὺ μόνο πούπουλα δὲν εἶναι- τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς διαστροφῆς ἀπὸ τὸ κράτος τὸ ἑλληνικό.

Ἂν δεχόμασταν τὸν Τσίπρα μὲ ἐκκλησιαστικὲς τιμές, αὐτὸς ὁ πονεμένος λαὸς πόσο δάκρυ θὰ ἔχυνε τὴν ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σταυροῦ; Λέτε νὰ ἐβαρύνθησαν οἱ καρδιές μας στὴν κραιπάλη καὶ στὴν μέθη, καὶ νὰ χάσαμε τὶς εὐαισθησίες μας καὶ νὰ ἀσπαζώμαστε τὰ χέρια τῶν ἐνταφιαστῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους;

Εἴμαστε μοναχοί, εἴμαστε καὶ Ἕλληνες. Νὰ σπάσουνε τὰ χέρια μας, ἂν χειροκροτήσουμε τέτοιους κρατοῦντες, καὶ νὰ κομματιαστοῦν οἱ παλάμες μας, ἂν καμπάνες χαρμόσυνες χτυπήσουμε στὴν ὑποδοχή τους.

Ἐσὺ ποὺ γράφεις γιὰ τὴν παιδαγωγία τοῦ ἁγίου Μακαρίου, ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ποῦ εἶσαι; Ποιόν ἀνώρθωσες καὶ ποιόν βοήθησες νὰ ἐπιστρέψη ἐν τῇ ὁδῷ;

Τὶ ὡραῖες ποὺ εἶναι οἱ εὐσεβεῖς κουβέντες, τί ὡραῖα ποὺ εἶναι τὰ χειροκροτήματα ἀπὸ τὶς κερκίδες! Κατέβα στὴν ἀρένα κι ἔλα νὰ τὰ κουβεντιάσουμε κάτω ἀπὸ τὶς μαῦρες σημαῖες. Κι ἐγώ, ἀμέσως ἄσπρες θὰ τὶς ἀναρτήσω, ἀλλὰ μὲ σταυρὸ χρυσαφένιο. Σὲ περιμένω…

Arxon.gr