pMATONAKHS

 

ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο παπα- Γιάννης Ματωνάκης, ο άνθρωπος εκείνος του Θεού, έζησε στα χρόνια της Επανάστασης της Κρήτης εναντίον των Τούρκων κι΄ έχει μια πολύ ξεχωριστή διαδρομή ανάμεσα στους ιερείς της Κρήτης. Έγραφε γι΄ αυτόν ο βιογράφος του :

«Παροτρύνει  τους ενορίτες του να Εξομολογούνται τακτικά λέγοντας: «Πρέπει να λυπούμαστε για τις αμαρτίες μας και να ζητάμε συγχώρεση γι αυτές. Πρέπει να πασχίζουμε να φέρουμε το Θεό στις καρδιές μας. Χωρίς το Θεό στη ζωή μας είμαστε όλοι φτωχοί».

Κάποτε ένας ενορίτης του εκφράστηκε με πολύ άσχημο τρόπο για κάποιον άλλο…

--«Γιατί, παπά Γιάννη, βάζεις στο σπίτι  σου αυτόν, και τον αφήνεις μάλιστα να κάθεται και στο τραπέζι σου; Δεν ξέρεις τι άνθρωπος είναι; Μήπως πρέπει να τον αποφεύγεις;»

--«Τι λόγια είναι αυτά που ξεστόμισες, παιδί μου;» του απαντά ο παπάς. «Ο Θεός αγάπη εστί… Δεν είναι τιμωρός κι εκδικητής. Αγαπά όλα τα πλάσματά του και βρίσκει τρόπο να τα οδηγήσει στη σωτηρία. Εμείς έχουμε καθήκον να δείχνουμε συμπόνια και να βοηθούμε, ιδίως αυτούς που δεν έχουν το Θεό στην καρδιά τους. Χρέος μας είναι να καταλάβουμε, ότι υπάρχει μια μόνο διαδρομή για τη σωτηρία – κι αυτή είναι με το Θεό».

Και, επειδή γνωρίζει πια καλά τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης και την τάση να ρίχνουμε το φταίξιμο στους άλλους, συνεχίζει:

--«Ας ελέγξουμε πρώτα τους εαυτούς μας. Είμαστε καθαροί; Εξομολογούμαστε συχνά; Σαν αδύναμα όντα που είμαστε αμαρτάνουμε συνεχώς. Όσες αμαρτίες κι αν έχουμε κάνει, όμως, ο Χριστός έδωσε στους ιερείς τη χάρη δι’ επιθέσεως των χειρών, να σβήνουν τις αμαρτίες λέγοντάς τους: ό,τι λύσεις στη γη, λύνεται ομοίως και στον ουρανό».

--«Πάτερ, δεν είναι πάντα εύκολο αυτό που λες» διαμαρτύρεται ο ενορίτης.

 --«Πράγματι, παιδί μου, μερικές φορές είναι δύσκολο να κάνουμε το σωστό» αποκρίνεται ο ιερέας του Θεού. «Αυτός, όμως, είναι ο μόνος δρόμος για να βρούμε ειρήνη, χαρά κι ευτυχία με το Θεό. Μόνο αν ακολουθήσουμε τις εντολές του Θεού, θα βρούμε εσωτερική γαλήνη κι ευτυχία και θα είμαστε μακάριοι στη Βασιλεία των ουρανών».

Άλλοτε πάλι  τον ρωτούν  αν πρέπει να πιστεύουμε στα θαύματα.

--«Δεν γίνονται σήμερα θαύματα» του λέει ένας ενορίτης του ο οποίος έχει  βασανιστεί πολύ στη ζωή του. «Μόνο ο Χριστός έκανε θαύματα. Τώρα πια…»

--«Θαύματα κάνει η αγάπη, τέκνον μου» τον αντικρούει  σθεναρά ο παπά Γιάννης. «Αν αγαπάς το Θεό και τον πλησίον σου, αυτή η αγάπη θαυματουργεί. Αυτή η αγάπη απαλύνει τον πόνο, τρέφει τους πεινασμένους, αυτή η αγάπη σώζει!»

Κι αυτή η διδασκαλία του δεν είναι μόνο λόγια. Ο ίδιος έχει κάνει πράξη κάθε λέξη του κηρύγματός του μέσα από την καθημερινότητά του και το ζωντανό του παράδειγμα.

Στη δράση του, βέβαια, δεν λείπουν  και οι προκλήσεις. Δεν είναι  λίγες οι φορές που πετάγεται  έντρομος από τον ύπνο του  ψάχνοντας να βρει τρόπο απομάκρυνσης των πονηρών πνευμάτων που του παρουσιάζονται.

Στοιχειώνουν τον ύπνο του πλάσματα με δαιμονική μορφή, που ουρλιάζουν  με στριγκές, απόκοσμες φωνές: «Σταμάτα πια τις προσευχές και τις ελεημοσύνες σου ! Τι σε νοιάζει αν οι άλλοι υποφέρουν; Εμάς, μας έκαψες με τις προσευχές και τις αγαθοεργίες σου. Σταμάτα πια!»

«Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!» προστάζει ο γέροντας. «Εξαφανίσου από προσώπου γης, πνεύμα πονηρό!»

Σηκώνεται αμέσως, παίρνει το κομποσκοίνι του στα χέρια και κάθεται στη γωνιά του, δίπλα στα εικονίσματα.

«Την ωραιότητα της Παρθενίας Σου, και το υπέλαμπρον το της αγνείας Σου, ο Γαβριήλ καταπλαγείς εβόα Σοι, Θεοτόκε…»

«Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου…»

Στο άκουσμα των ιερών λόγων της προσευχής τα πονηρά πνεύματα εξαφανίζονται. Γι αυτό και ο αγαθός γέροντας δεν παύει ποτέ να συμβουλεύει: «Νηστεία, προσευχή, εξομολόγηση!»

Τόσο  στον εαυτό του όσο και στους ανθρώπους της ενορίας, που του εμπιστεύθηκε ο Θεός τις ψυχές τους, πάντα επιμένει να θυμίζει ότι η πίστη στο Θεό και η αγάπη για το συνάνθρωπο ανοίγουν το δρόμο της επικοινωνίας με το Θεό. Όλη του η ζωή υπήρξε εφαρμογή της Ευαγγελικής ρήσης: «Ει ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών!»

Φροντίζει για το ποίμνιό του με κάθε δυνατό τρόπο. Δεν νοιάζεται όμως μόνο για τους ζωντανούς αλλά και για τους κεκοιμημένους. Προσεύχεται για τη σωτηρία της ψυχής τους ώστε να φέρει τη χάρη του Θεού ν’ απαλύνει την ψυχή τους και να εξαλείψει τις τυχόν αμαρτίες τους…

«Να προσεύχεστε νυχθημερόν για τη σωτηρία της ψυχής τους» συμβουλεύει τους εν ζωή συγγενείς τους. «Έχουν κι αυτοί ανάγκες. Να κάνετε τα τακτά μνημόσυνα που έχει ορίσει η Εκκλησία μας και να προσεύχεστε ανελλιπώς για τη σωτηρία της ψυχής τους. Να περιποιείστε τον τάφο τους χωρίς όμως υπερβολές. Ο τάφος είναι κενό μνημείο – η πραγματική κατοικία των ψυχών είναι ο Ουρανός. Να γνωρίζετε ότι σ’ αυτήν τη γη είμαστε παρεπίδημοι. Η αιώνια πατρίδα μας είναι στον Ουρανό».

Άλλοτε πάλι συμβουλεύει τους ενορίτες του:

«Περιποιηθείτε την ψυχή σας με προσευχή, νηστεία και μετάνοια. Να κοινωνείτε συχνά. Ο ίδιος ο Χριστός δίδαξε και άφησε παρακαταθήκη: «Ο τρώγων Μου το Σώμα και πίνων Μου το Αίμα έχει ζωή αιώνιον».


ΕΓΙΝΕ ΑΟΡΑΤΟΣ !

Μια άλλη Κυριακή, με το τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο παπά Γιάννης παίρνει το  Άγιο Δισκοπότηρο με τη Θεία Κοινωνία και κατευθύνεται προς το χωριό Μόδι για να κοινωνήσει κάποιον βαριά άρρωστο.

Καθώς πλησιάζει το ρυάκι ανάμεσα στα δυο χωριά, αντιλαμβάνεται από μακριά μια ομάδα Τούρκων στρατιωτών να ξεκουράζονται στη σκιά κάτω από τα πανύψηλα πλατάνια. Επικεφαλής τους είναι ο καινούριος μπέης – διοικητής της περιοχής, ο πιο άγριος διώκτης  Χριστιανών  που πέρασε ποτέ από τα χωριά αυτά.

Ο παπά Γιάννης αισθάνεται φρίκη και τρόμο βλέποντάς τους, όχι για τη ζωή του όπως άλλοτε, αλλά γιατί φοβάται μην βεβηλώσουν οι άπιστοι τη Θεία Μετάληψη που μεταφέρει.

«Υπεραγία Θεοτόκε, πρέσβευε υπέρ ημών!» ψάλλει νοερά και παρακαλεί την Παναγία να τον βοηθήσει άλλη μια φορά.

Κι ο παπά- Γιάννης σώζεται  με θαυμαστό τρόπο για  δεύτερη φορά από τους Τούρκους.

Διασχίζει απαρατήρητος το ρυάκι, λες και η Παναγία τον έχει καλύψει με πέπλο, που τον κάνει αόρατο, ή έχει αφαιρέσει την ακοή των στρατιωτών. Δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία του και ο αγαθός ιερέας σώζεται και προχωρεί για τον προορισμό του σώος και αβλαβής.

Ένα καλοκαιρινό σούρουπο, ο παπά Γιάννης κάθεται στην αυλή του σπιτιού του, κάτω από την κληματαριά. Ξεκουράζεται μετά από μια μέρα μόχθου στα χωράφια  και απολαμβάνει τη δροσιά του δειλινού και την ομορφιά της φύσης γύρω του.

«Δοξασμένο τ’ όνομά Σου, Κύριε!» σκέφτεται μ’ ευγνωμοσύνη καθώς  απολαμβάνει τα πλούσια χρώματα κι αρώματα της Κρητικής γης. «Μου έχεις χαρίσει τόσα αγαθά και, κυρίως, μου δίνεις  δύναμη και υγεία να εργάζομαι στη γη μου και να παράγω, τόσο για την οικογένειά μου, όσο και γι αυτούς που έχουν ανάγκη. Δόξα Σοι, ο Θεός!»

Από τις σκέψεις ευγνωμοσύνης και ευλάβειας τον βγάζει ο ανεπαίσθητος ήχος βημάτων στο πλακόστρωτο δρομάκι έξω από την αυλή του. Γυρίζει το βλέμμα προς την κατεύθυνση του θορύβου που άκουσε και αντικρίζει τη κυρά Σοφία, τη χήρα με τα τέσσερα ορφανά που οι άπιστοι είχαν σκοτώσει τον άντρα της στην επανάσταση του  1867.

«Τι να θέλει εδώ η Σοφία  τέτοια ώρα;» αναρωτιέται ο σεβαστός γέροντας και πλησιάζει στην αυλόπορτα να την υποδεχτεί .

--«Ποιός καλός άνεμος σε φέρνει στο σπιτικό μου, κυρά-Σοφία;» την ρωτά. «Έλα, μπες μέσα, μην στέκεσαι στο σοκάκι».

Η χήρα προχωρά και μπαίνει στην αυλή, σκυφτή, σαν να προσπαθεί να γίνει ένα με το χώμα, για να μην την πάρει κανένα μάτι.

«Κάθισε να σε φιλέψω λίγα φρούτα κι ένα κρύο νερό» προσκαλεί ο γέροντας τη γυναίκα, η οποία ανταποκρίνεται διστακτικά στην πρόσκληση του ιερέα.

--«Με το συμπάθιο, παπά Γιάννη, που ήρθα τέτοια ώρα στο σπίτι σου. Βλέπω ότι ξεκουράζεσαι και δε θέλω να σε φορτώνω κι’ άλλο, αλλά είναι μεγάλη ανάγκη να σου μιλήσω. Μπορείς να με ακούσεις για δυο λεπτά;»

--«Και βέβαια μπορώ, κυρά Σοφία!» αποκρίνεται ο παπά Γιάννης χωρίς φόβο ή δισταγμό. «Μίλα, λοιπόν ν’ αλαφρώσει η ψυχή σου. Τι σε βασανίζει; Σε βλέπω πολύ τρομαγμένη. Τι έπαθες;»  

--«Πολύ φοβάμαι, ότι θα τρομάξεις κι εσύ όταν ακούσεις αυτά που θα σου πω, παπά Γιάννη!» του λέει διστακτικά η γυναίκα.

--«Μόνο τον Παντοδύναμο Θεό φοβάμαι!» απαντά χωρίς κανένα δισταγμό ο ιερέας. «Εκτός από το Θεό, δεν έχω να φοβηθώ τίποτα και κανέναν. Μίλα, λοιπόν, ελεύθερα!» την ενθαρρύνει.

Κι εκείνη συνεχίζει, παίρνοντας λίγο θάρρος από την απάντηση του παπά.

--«Γνωρίζεις καλύτερα από μένα, παπά μου, ότι εδώ και αρκετά χρόνια υπάρχουν συνεχείς προστριβές ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους Μουσουλμάνους κατοίκους της περιοχής μας».

--«Γνωρίζω ότι υπάρχουν τεράστιες αναταραχές, όχι μόνο στη δική μας περιοχή, αλλά σε ολόκληρη την Κρήτη, ταραχές που υποδαυλίζονται από τα συμφέροντα των Μεγάλων. Περιμέναμε ότι, αφού το 1878 υπογράφτηκε η Σύμβαση της Χαλέπας, θα ακολουθούσε ηρεμία. Δυστυχώς, όμως, οι Μουσουλμάνοι  δυσαρεστήθηκαν με τους ευνοϊκούς όρους και τα προνόμια που προβλέπει η Σύμβαση της Χαλέπας για τους Χριστιανούς» απαντά ο γέροντας και συνεχίζει: «Ιδιαίτερα έχει ενοχλήσει η ίδρυση, για την αστυνόμευση της υπαίθρου, Κρητικής Χωροφυλακής  στην οποία μπορούν να καταταγούν και να πάρουν αξιώματα και Χριστιανοί.

Οι προστριβές που υπήρχαν, λοιπόν, όχι μόνο δε μειώθηκαν, αντιθέτως ενισχύθηκαν, αφού με την άτυχη και απερίσκεπτη επανάσταση του 1889 χάσαμε τα προνόμια και ξαναγυρίσαμε στις μαύρες μέρες της στυγνής κυριαρχίας των μουσουλμάνων. Έτσι, ενώ είμαστε πια στα 1890, περνούμε την πιο μαύρη περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη . Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, οι φανατικοί Μουσουλμάνοι κυκλοφορούν οπλισμένοι  απειλώντας, βιαιοπραγώντας και σκοτώνοντας».

--«Δεν μπορώ να πω ότι έχω ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα, γνωρίζω, όμως, τι έχει γίνει και τις αντιδράσεις που έχει προκαλέσει» του απαντά η γυναίκα.

--«Θλίβομαι βαθύτατα, όταν αναλογίζομαι τις ζωές που χάνονται σ’ αυτές τις ένοπλες συμπλοκές» συνεχίζει ο αγαθός ιερέας. Γι αυτό παρακαλώ καθημερινά το Θεό στην προσευχή μου, να βοηθήσει να ελευθερωθεί η Κρήτη μας και να  φέρει την πολυπόθητη ειρήνη στον τόπο μας! Ας είναι, όμως, ας μη σε κουράζω με ιστορικά και αγωνιστικά θέματα. Κάτι ήθελες να μου πεις…»

--«Μα, αυτά που θέλω να σου πω έχουν άμεση σχέση με όσα μου διηγείσαι, γέροντα» ήρθε η απάντηση της Σοφίας. «Γνωρίζεις ότι από τότε που έμεινα χήρα ξενοδουλεύω όπου βρω μεροκάματο, για να μεγαλώσω και να αποκαταστήσω τα τέσσερα ορφανά που έχω. Προχθές δούλεψα όλη μέρα στα χωράφια του Ομέρ-μπέη μαζί με πολλούς άλλους εργάτες και εργάτριες από εδώ τριγύρω. Είναι η εποχή του θέρους και χρειάζονται πολλά εργατικά χέρια –ευκαιρία για μερικά μεροκάματα».

--«Είσαι δυνατή γυναίκα, Σοφία, και ξέρω τον τίμιο αγώνα σου. Σου αξίζουν συγχαρητήρια για όσα κάνεις!»

--«Ευχαριστώ, γέροντα, για τα καλά σου λόγια! Κάνω μόνο το καθήκον μου. Είναι βαρύ φορτίο, βέβαια, αυτό που κουβαλώ, αλλά ο Θεός μου δίνει δύναμη να το σηκώσω» απάντησε η σεμνή γυναίκα. «Άκου, όμως τη συνέχεια…»

--«Ήταν βαθύ  σούρουπο, όταν  γυρνούσα πια στο σπίτι μου. Την ώρα που άνοιγα την αυλόπορτα να μπω μέσα, πέρασε από  δίπλα μου μια ομάδα Τούρκοι καβαλάρηδες κραδαίνοντας σπαθιά και γιαταγάνια μανιασμένα κι εκτοξεύοντας βρισιές και απειλές κατά της ζωής σου και της οικογένειάς σου. Μάλιστα, ένας απ’ αυτούς πέρασε τόσο κοντά δίπλα μου και κατέβασε με δύναμη το σπαθί του. Το σπαθί πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου και φοβήθηκα ότι ήρθε το τέλος μου» συνέχισε την αφήγηση η Σοφία ενώ την περιέλουσε κρύος ιδρώτας με την ανάμνηση και μόνο του περιστατικού.

--«Συνέχισε, Χριστιανή  μου», την ενθαρρύνει ο αγαθός κληρικός.

--«Ο επικεφαλής τους ούρλιαζε, δείχνοντας το δρόμο προς το Πάνω Γεράνι, «Πάμε από δω! Από δω πάει στο σπίτι του Γκιαούρη παπά. Πάμε να τον καθαρίσουμε, για να ξεμπλέξουμε μια και καλή απ’ αυτόν και τα κηρύγματά του!» Φοβάμαι, παπά Γιάννη, οι άπιστοι θα σε σκοτώσουν. Γι αυτό ήρθα να σε προειδοποιήσω: Πάρε την οικογένειά σου και φύγε!»

--«Όπως σου είπα και πριν, Σοφία, δεν φοβάμαι κανένα εκτός από το Θεό! Εμπιστεύομαι το Θεό μου και ξέρω ότι θα μας προστατέψει – θα πεθάνω μόνο όταν, και όπως, Εκείνος το θελήσει! Μη φοβάσαι για μένα, λοιπόν – αρκετά είναι τα άλλα προβλήματα που έχεις να λύσεις. Σ’ ευχαριστώ που με προειδοποιείς για όσα άκουσες, αλλά μη τα σκέφτεσαι άλλο! Πήγαινε στο καλό και θυμήσου με μόνο στην προσευχή σου. Τα άλλα θα τα φροντίσει η Παναγία με το Μονογενή της Υιό!»

--«Παπά Γιάννη, ξέρεις καλά πόσο σε χρειαζόμαστε όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Είσαι το στήριγμά μας και το καταφύγιό μας στις δυσκολίες. Θα ήταν τρομερό πλήγμα για όλους μας αν πάθεις τίποτα!» του λέει η αγαθή γυναίκα καθώς σηκώνεται να φύγει.

--«Έχε εμπιστοσύνη στο Θεό! Αυτός είναι το καταφύγιο και η σκέπη των κατατρεγμένων. Αυτός σώζει τα πλάσματά του από κάθε κίνδυνο». Και συνεχίζει:

«Όσο για μένα, τρεις μεγάλες αγάπες έχω στην καρδιά μου. Η πρώτη και βασικότερη είναι η αγάπη μου για το Θεό μου και την Εκκλησία Του . Η δεύτερη είναι η αγάπη μου για την οικογένειά μου και το συνάνθρωπο που υποφέρει. Και η τρίτη είναι η αγάπη μου για την Κρήτη, που επιθυμώ διακαώς να τη δω ελεύθερη. Μου λες να φύγω, Σοφία, για να σωθώ. Να πάω σε άλλο τόπο να ζήσω; Τι αξία θα έχει μια τέτοια ζωή; Ν’ αφήσω πίσω τους ανθρώπους μου, τους ενορίτες μου, τον τόπο που αγαπώ – να τους προδώσω; Αδύνατον! Εδώ θα μείνω κι ο Θεός ας κρίνει για τα παραπέρα …»

Η κυρά Σοφία παίρνει το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι της ανακουφισμένη από τους φόβους της αλλά και γεμάτη θάρρος και πίστη, ότι ο Πανάγαθος Θεός και η χάρη της Παναγίας θα  προστατέψει τους Χριστιανούς και τον αγαθό ιερέα τους από κάθε κακό.

Κι ο παπά Γιάννης, με ψυχική ηρεμία και πνευματική γαλήνη, μπαίνει στο σπίτι του για το δείπνο και τη βραδινή προσευχή…

ΔΟΚΙΜΑΖΕΤΑΙ ΩΣ ΑΛΛΟΣ ΙΩΒ…

Όσο τυχερός στέκεται ο εν λόγω ιερέας στην άγρια καταδίωξη των Τούρκων, τόσο άτυχος είναι  στην οικογενειακή  του ζωή, λες κι ο Θεός έχει βαλθεί να τον δοκιμάσει σαν το βιβλικό Ιώβ.

Το πρώτο  του παιδί, ο Εμμανουήλ, πέφτει βαριά άρρωστο και το χάνουν στην τρυφερή ηλικία των 3 μόλις χρόνων!

Η πρεσβυτέρα θρηνεί σπαραξικάρδια το χαμό του τρυφερού της αγγέλου. «Γιε μου, παλικαράκι μου, γιατί φεύγεις τόσο νωρίς; Γιατί, Θεέ μου, μας χτυπάς τόσο σκληρά; Αυτή είναι η ανταμοιβή μας που Σε υπηρετούμε τόσο πιστά και με τόση ανιδιοτέλεια κι αυταπάρνηση;»

Ο βαθύς πόνος που της ξεσχίζει τα σωθικά την κάνει να εκφράζεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν είναι βλάσφημη, ή ανευλαβής. Απλά, μέσα από τα σκληρά αυτά λόγια προσπαθεί να βρει διέξοδο στον ανείπωτο πόνο που νιώθει καθώς και μια εξήγηση για την τραγωδία που ζουν αυτή κι ο ιερέας σύζυγός της.

Όμως οι βουλές του Κυρίου δεν μπορούν να ερμηνευτούν με ανθρώπινα κριτήρια και δεν παίρνει απάντηση στα αγωνιώδη ερωτήματά της. Μένει με συντροφιά τον τεράστιο σπαραγμό που νιώθει στα σωθικά της και ο οποίος θ’ απαλύνει μόνο με την πάροδο του χρόνου, του θεραπευτή των πάντων.

Δίπλα της, σκυφτός και σιωπηλός,  βυθισμένος στο πένθος, ο σεβαστός ιερέας  βρίσκει το κουράγιο και την ψυχική δύναμη να την παρηγορήσει και να τη νουθετήσει.

«Μην κολάζεσαι, ευλογημένη! Κανείς θνητός δεν μπορεί να καταλάβει τους δρόμους και τις μεθόδους που ακολουθεί ο Μεγαλοδύναμος. Αυτός μας έστειλε τα παιδιά, Αυτός αποφασίζει πότε θα μας τα πάρει. Μην Τον προκαλείς, λοιπόν, ζητώντας εξηγήσεις! Κράτα την ψυχή σου κι όπλισέ την με δύναμη ν’ αντέξει κι αυτή τη συμφορά κι ακόμη μεγαλύτερες, αν χρειαστεί!»

Δυστυχώς, ο ιερέας αποδείχνεται  προφητικός και μαζί με την πρεσβυτέρα του αποτελούν τραγικές φιγούρες που βιώνουν σταδιακά το χαμό και των 6 παιδιών τους! Όλα κοιμήθηκαν σε ηλικίες που κυμαίνονταν μεταξύ 3 και 52 ετών!

Ο ιερέας του Θεού έχει πεθάνει σχετικά  νέος αλλά στην πρεσβυτέρα επιφυλάσσεται  τραγική μοίρα να ζήσει το θάνατο όλων των παιδιών της. Μάλιστα το τελευταίο – ο Χαράλαμπος –  πέθανε σε ηλικία 52 ετών,  όταν η ίδια ήταν 90 χρονών.

Τα βάσανα των υποδούλων Χριστιανών, ωστόσο,  δεν έχουν τελειωμό παρά τις όποιες μεταρρυθμίσεις και προσπάθειες για βελτίωση της ζωής τους. Στην «πλάτη» της ταλαίπωρης Κρήτης παίζονται πολλά παιχνίδια κυρίως από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής αλλά συγχρόνως από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το σχετικά νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.

Το 1897 ξεσπά  ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος ή «Πόλεμος των 30 Ημερών» (6 Απριλίου – 7 Μαΐου) ή «ακήρυχτος πόλεμος». Ο πόλεμος απλώνεται γρήγορα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και, καθώς η Ελλάδα δε διαθέτει ετοιμοπόλεμο και αρκετό στρατό, ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Δεληγιάννης, κηρύσσει επιστράτευση η οποία έμελλε να κοστίσει τη ζωή σ’ ένα δεύτερο αγόρι της οικογένειας του ιερέα Ματωνάκη.

Ο Δημητρός είναι υγιέστατος και δουλεύει στα χωράφια δίπλα στους γονείς του, ανακουφίζοντας τους στο σκληρό καθημερινό μόχθο. Μες στην ψυχή του, όμως, υπάρχει άσβεστη η φλόγα της αγάπης για την πατρίδα και ο πόθος για λευτεριά. Είναι η φλόγα που έχει μεταλαμπαδεύσει ο παπά Γιάννης στα παιδιά του. Μόλις  η Ελλάδα κηρύσσει επιστράτευση , ο Δημητρός παίρνει την απόφαση να καταταγεί εθελοντής. Αφήνει τις αγροτικές ασχολίες και ζητά την ευχή των γονιών του για να πάει  στο μέτωπο να βοηθήσει τη μάνα- Ελλάδα στο δύσκολο αγώνα της .

Στους θρήνους που ξεσπάει η πρεσβυτέρα, φοβούμενη για τη ζωή του παιδιού της, ο γιος την παρηγορεί.

«Μάνα, μην κλαις. Σου υπόσχομαι ότι θα γυρίσω σώος από τον πόλεμο. Θα σου γράφω …»

Πράγματι, λίγους μήνες αργότερα λαμβάνει γράμμα του Δημητρού από το μέτωπο, στο οποίο την πληροφορεί ότι είναι καλά.

Έκτοτε όμως δεν ξαναπήρε γράμμα του. Η χαροκαμένη μάνα φοβάται, ότι ο Θεός αποφάσισε να τους δοκιμάσει και δεύτερη φορά.

«Δεν μπορώ αυτή την αβεβαιότητα πια» λέει στον παπά. «Θέλω να μάθω αν ζει, ή πέθανε το παιδί μας». Συνεχίζει ανακοινώνοντας του την απόφασή της.

«Θα πάω στην Παναγία τη Φανερωμένη στη Λευκάδα. Μάνα είναι και θα νιώσει τον πόνο μου. Ίσως μου δώσει σημάδια για την τύχη  του γιού μας».

Μάταια ο παπά Γιάννης προσπαθεί να τη μεταπείσει. Τελικά, ίσως επειδή, κατά βάθος, θέλει κι ο ίδιος να δώσει τέλος στην αβεβαιότητα, της δίνει την άδεια και την ευχή του να πάει, με την προϋπόθεση να τη συνοδεύσει στο ταξίδι ένας συγγενής της για να την προσέχει. Τα μακρινά ταξίδια δεν είναι συνηθισμένα, ιδίως για γυναίκες, και γίνονται κυρίως με πλοία τα οποία διαθέτουν μόλις τα στοιχειώδη για το ταξίδι.

Παίρνει, λοιπόν, την απόφαση η παπαδιά και ξεκινά το δύσκολο ταξίδι με την ευχή του παπά Γιάννη και τον μικρό πεντάχρονο γιο τους, το Χαράλαμπο, στην αγκαλιά. Φτάνουν στον Πειραιά μετά από κουραστικό 14/ωρο ταξίδι, κι από εκεί ετοιμάζονται να πάρουν δεύτερο καραβάκι για τη Λευκάδα. Ο καιρός, όμως,  παρουσιάζει ξαφνική επιδείνωση, φυσούν θυελλώδεις άνεμοι οι οποίοι καθιστούν το ταξίδι αδύνατο. Τη νύχτα που περιμένουν να κοπάσουν οι άνεμοι για να αποπλεύσουν, βλέπει η παπαδιά όνειρο τον παπά Γιάννη και τρεις μαυροφορεμένες γυναίκες. Ο παπάς είναι «θυμωμένος» μαζί της και της μιλά σκυθρωπός.

«Τι κάνεις, ευλογημένη γυναίκα;» της λέει με παράπονο. «Βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή του πεντάχρονου παιδιού που έχεις μαζί σου, αναζητώντας πληροφορίες που μπορεί να μην βρεις ποτέ; Γύρνα πίσω. Η  Παναγία, μεγάλη η χάρη της, μπορεί κι εδώ να μας φανερώσει τι έχει συμβεί».

Ο γέροντας έχει ήδη δει σε όραμα, ότι ο Δημητρός είναι νεκρός αλλά δεν θέλει να την τρομάξει εκεί που βρίσκεται και της το κρύβει.

Η παπαδιά αναλογίζεται τα λόγια του και καταλαβαίνει ότι έχει δίκιο. Το ίδιο βράδυ μπαίνουν  στο πλοίο και επιστρέφουν στην Κρήτη.

Ο παπά Γιάννης δεν της μιλάει για το όραμα που είδε, προτιμά να την αφήσει να ελπίζει, μέχρι ο Θεός κι ο χρόνος να απαλύνει  τον πόνο των πρώτων ημερών. Ο παπάς θρηνεί μαζί της  και περιμένει το γιο τους αλλά μάταια. Η μοίρα του δεν έγραφε να γυρίσει ποτέ στα πατρικά χώματα.

Πράγματι, σχεδόν δέκα μήνες αργότερα, λαμβάνουν επίσημη επιστολή από το Ελληνικό κράτος που τους πληροφορεί ότι ο Δημητρός σκοτώθηκε σε μάχη κοντά στη Λάρισα.

Τα υπόλοιπα παιδιά φαίνεται ότι θα ζήσουν ευτυχισμένα. Τα κορίτσια παντρεύονται  ευκατάστατους ανθρώπους από τα διπλανά χωριά, ανθρώπους καλούς και ελεήμονες, όπως ο γέροντας Ιωάννης. Όλα όμως βρίσκουν  πρόωρο θάνατο.

Κι όμως η πρεσβυτέρα, ακόμα και χωρίς την παρουσία του παπά-Γιάννη δίπλα της πια, βρίσκει το κουράγιο όχι μόνο να υπομείνει στωικά τις δοκιμασίες που της στέλνει ο Θεός αλλά να νοιαστεί τους άλλους.

Όταν έχει θάψει και το τελευταίο της παιδί και επιστρέφουν στο σπίτι, προφασίζεται αδυναμία κι ελαφριά αδιαθεσία.

«Τι έχεις,  γιαγιάκα;» τρέχει κοντά της η δωδεκάχρονη εγγονή της η οποία φέρει και τ’ όνομά της.

«Πεινάω, κόρη μου. Μπορείς να μου φτιάξεις κάτι να φάω για να πάρω δυνάμεις;»

«Μετά χαράς, γιαγιά!» Κι η μικρή Χριστίνα τρέχει στην κουζίνα κι ετοιμάζει γρήγορα – γρήγορα μια πεντανόστιμη τοματόσουπα.

Σε λίγο το τραπέζι στο μεγάλο δωμάτιο ξαναζεί τις παλιές του δόξες. Γύρω από το τραπέζι κάθεται τώρα όλη η οικογένεια και τρώει εκτός από τη γερόντισσα, η οποία δεν πεινούσε πραγματικά. Όλα ήταν μια πρόφαση, αλλιώς τα παιδιά θα έμεναν νηστικά – κάτι που η πονεμένη γερόντισσα δεν μπορούσε να το αντέξει.

 «Γέροντα, σε ικετεύω, απόφευγε να τρως με όλους αυτούς τους εξαθλιωμένους!» τον παρακαλεί η πρεσβυτέρα του, όχι από έλλειψη ευαισθησίας αλλά γιατί είναι περισσότερο ρεαλίστρια ίσως από το γέροντα, και τρέφει  έντονη ανησυχία για τον ίδιο και το αύριο των παιδιών τους. «Δεν ξέρεις τι αρρώστιες μπορεί να μεταφέρουν».

«Έχε εμπιστοσύνη στο Θεό, παπαδιά» έρχεται σταθερή η απάντηση του σεβάσμιου κληρικού. «Είμαστε όλοι αδέλφια και μας προστατεύει ο καλός Θεός. Αυτός μεριμνά για όλα τα πλάσματά του. Εξ άλλου, όλοι δεν μεταλαβαίνουμε από το ίδιο ποτήρι;»

Τέτοια είναι η αγαθή ψυχή και η πίστη στο Θεό που χαρακτηρίζουν αυτόν τον ξεχωριστό άνθρωπο. Νοιάζεται για τον συνάνθρωπό του και κάνει τα προβλήματά του δική του υπόθεση. Ακόμα και σήμερα διηγούνται στο Γεράνι ιστορίες φτωχών κοριτσιών που ο παπά Γιάννης «προίκισε», ώστε να μπορέσουν να παντρευτούν, ν’ ανοίξουν σπιτικό και να δημιουργήσουν οικογένεια.

Το μόνο που ζητά σε αντάλλαγμα είναι να προσεύχονται στο Θεό και να ζητούν τη δύναμη να βοηθούν κι αυτοί με τη σειρά τους, στο μέτρο των δυνάμεών τους, όσους έχουν ανάγκη.

Κι όποιοι δεν περνούν από το τραπέζι του σπιτιού του πάλι δεν μένουν  χωρίς δωρεά. Κάθε βράδυ ετοιμάζει  σακούλια με τρόφιμα. Περιμένει  να νυχτώσει και μετά, σαν σκιά μες στη νύχτα,  γλιστρά στα στενά δρομάκια και φτάνει  στα σπίτια του χωριού. Αφήνει  τα τρόφιμα που κουβαλά στις πόρτες των φτωχών, που ξέρει ότι δύσκολα μπορούν να ζήσουν τα παιδιά τους και οι ίδιοι.

Απομακρύνεται βιαστικά πριν τον πάρει κανένα μάτι, γιατί  είναι πιστός στην ευαγγελική ρήση, «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου». Δεν κάνει ελεημοσύνη για να προβληθεί και να επαινεθεί αλλά για την ανακούφιση της ανθρώπινης δυστυχίας. Οι ανιδιοτελείς πράξεις του, επομένως και η φιλανθρωπία του, δεν χρειάζονται δημοσιοποίηση ούτε γνωστοποίηση. Ο Θεός, «ο τα πανθ’ ορών» γνωρίζει κι αυτό αρκεί.

Η φήμη του ελεήμονος γέροντα έχει φτάσει σε όλα τα γύρω χωριά. Ακόμα και οι Τούρκοι τώρα δείχνουν σεβασμό στο πρόσωπό του και του έχουν  μεγάλη εκτίμηση. Έχουν πάψει προ πολλού να τον διώκουν και μάλιστα κάποιες φορές, όταν αντιμετωπίζουν δυσκολίες, φτάνουν να ζητούν τη βοήθειά του. Εξ άλλου, οι περισσότεροι τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια έχουν μάθει να συμβιώνουν ειρηνικά με τους Χριστιανούς και θεωρούν την Κρήτη πατρίδα τους.

 

ΤΟ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ…

 

Τα θαυμαστά που συμβαίνουν στον παπά Γιάννη, ωστόσο, δεν έχουν τελειωμό. Είναι τόση η άδολη πίστη, η αγνότητα της ψυχής  και η αφοσίωση του ταπεινού ιερέα  στο Θεό, την εκκλησία και τη στήριξη των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων του που, τολμά κανείς να πει, ανοίγουν ασυνήθιστοι δίαυλοι επικοινωνίας με τον Πανάγαθο Θεό και με την Παναγία. Έτσι, ο παπά – Γιάννης βιώνει θαυμαστά οράματα που, κατά την ίδια τη δική του ερμηνεία, σηματοδοτούν το θάνατό του που πλησιάζει.

Είναι Νοέμβριος μήνας – εποχή σποράς – και μάλιστα 8 Νοεμβρίου, εορτή των Ταξιαρχών. Σηκώνεται ο αγαθός ιερέας με την αυγή και πηγαίνει στο Ναό του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, στο Μετόχι Ησυχάκη, για να τελέσει τη Θεία Λειτουργία προς τιμήν του εορτάζοντος Ταξιάρχη.

Καθώς μπαίνει στο προαύλιο του ναού ακούει ψαλμωδίες. Σταματά εμβρόντητος μπροστά στην είσοδο μη μπορώντας να πιστέψει στ’ αυτιά του. Ποιος μπορεί να είναι στην εκκλησία και να έχει ξεκινήσει τη Λειτουργία χωρίς να τον περιμένει;

Ανοίγει τη θύρα του ναού και, με μεγάλη έκπληξη, βλέπει τον εαυτό του στο ιερό ενδεδυμένο τα ιερά άμφια, έχοντας μόλις τελειώσει τη Θεία Λειτουργία. Μάλιστα, πάνω στην Αγία Τράπεζα, στο Άγιο Δισκοπότηρο, υπάρχουν ίχνη της Θείας Μετάληψης τα οποία καταλύει.

«Σίγουρα κάτι πολύ περίεργο συμβαίνει» μονολογεί προσπαθώντας να ερμηνεύσει αυτό που βλέπει. Γνωρίζει ότι το βαθύτερο νόημα του οράματός του είναι ο θάνατος.

Κάνει το σταυρό του και απευθύνεται νοερά στο Δημιουργό του: «Κύριε, κάποιο μήνυμα θέλεις να μου μεταφέρεις. Κάτι βαρυσήμαντο προσπαθείς να μου φανερώσεις με το σημερινό παράξενο όραμα. Θέλεις ίσως να μου πεις, ότι έφτασε το τέλος της διαδρομής μου πάνω στη γη; Γενηθήτω το θέλημά Σου! Δος μου μόνο τη δύναμη να υπακούσω στη θέλησή Σου και δώσε υπομονή και κουράγιο στην οικογένειά μου να αντέξει στις δοκιμασίες της ζωής».

Το όραμα αυτό έρχεται να συμπληρώσει ένα άλλο της προηγούμενης νύχτας, το οποίο είδε μια αγαθή γειτόνισσα του παπά και το διηγήθηκε στον ίδιο και τους δικούς του την επόμενη μέρα.

Γύρω στα μεσάνυχτα της προπαραμονής της εορτής του Μιχαήλ Αρχαγγέλου ακούει να της χτυπούν την πόρτα. Πηγαίνει διστακτικά μέχρι το παράθυρο, τραβά λίγο την άκρη της κουρτίνας και βλέπει τον παπά Γιάννη να της χτυπά την πόρτα. Τρέχει τρομαγμένη και του ανοίγει.

«Γέροντα, τι συμβαίνει; Τι πάθατε τέτοια ώρα;» τον ρωτά έντρομη η αγαθή γυναίκα. Στο άκουσμα της φωνής της ο παπάς εξαφανίζεται σαν σκιά μες στη νύχτα.

Γεμάτος δέος για τα οράματα αυτά  και την πιθανή  σημασία τους, ο ευλαβέστατος ιερέας βγαίνει από το ναό και κάθεται στο «πεζούλι» του αυλόγυρου να ηρεμήσει πριν επιστρέψει  στο σπίτι και καταλάβει η πρεσβυτέρα ότι κάτι συμβαίνει.

Σαν κινηματογραφική ταινία περνά μπροστά από τα μάτια του όλη του η ζωή. Η ψυχή του είναι γεμάτη δέος μπροστά στο μοιραίο, που προαισθάνεται ότι πλησιάζει. Δεν είναι φόβος, όμως, το συναίσθημα που κυριαρχεί στην ψυχή και το μυαλό του. Είναι η σκέψη των αγαπημένων του προσώπων, ιδιαίτερα της πρεσβυτέρας η οποία θα βρεθεί γι άλλη μια φορά αντιμέτωπη με το Χάρο και το θάνατο προσφιλούς της προσώπου.

«Πώς θα βρει τη δύναμη να αντιμετωπίσει ξανά το θάνατο;» «Από την άλλη», σκέφτεται ο αγαθός κληρικός, «δεν έχω προλάβει να κάνω τίποτα για την ανακούφιση του πόνου των φτωχών της ενορίας μου. Πώς να φύγω και να τους αφήσω – ποιος θα τους φροντίζει και θα τους περιθάλπει;»

Συνειδητοποιεί αμέσως, ότι οι σκέψεις του δείχνουν έλλειψη εμπιστοσύνης στο Θεό.

«Γενηθήτω το θέλημά Σου !» σκέφτεται απευθυνόμενος στο Δημιουργό του. «Εσύ, Πάνσοφε, γνωρίζεις τι είναι καλύτερο να γίνει. Ας γίνει αυτό που Εσύ κρίνεις σωστό» καταλήγει κι αφήνεται με εμπιστοσύνη στην κρίση του Θεού.

«Εσύ θα κυβερνήσεις την οικογένειά μου και θα τους φωτίζεις να βρίσκουν το δρόμο Σου και να συνεχίσουν το έργο μου για την ανακούφιση του πόνου και της δυστυχίας των ανθρώπων που υποφέρουν. Γενηθήτω το θέλημά Σου!»

Η νεωκόρος πλησιάζει το πεζούλι όπου κάθεται ο γέροντας και τον βγάζει από τις θλιβερές σκέψεις του.

«Γέροντα, δεν θα λειτουργήσετε;» τον ρωτά διαπιστώνοντας την περίεργη συμπεριφορά του ιερέα.

«Η Θεία Λειτουργία έχει ήδη τελεστεί. Είδα τον εαυτό μου να έχει τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Θεωρώ το όραμα αυτό σημάδι από τον Ύψιστο ότι ήρθε η ώρα της αποχώρησής μου από το μάταιο τούτο κόσμο. Σε ικετεύω, ωστόσο, να μην αποκαλύψεις τίποτα απ’ αυτά στην παπαδιά και την ανησυχήσεις» την ενημερώνει ο γέροντας ο οποίος, ακόμα και κάτω από τις τραγικές για τον ίδιο συνθήκες, βρίσκει τη δύναμη και την αυταπάρνηση να σκεφτεί τους άλλους.

Έρχεται το μεσημέρι. Η πρεσβυτέρα, αγνοώντας τι έχει συμβεί και την πιθανή ερμηνεία του οράματος, κυρίως όμως σκεπτόμενη τα τόσα στόματα που έπρεπε να θρέψουν, παροτρύνει τον παπά να πάει να οργώσει ένα χωράφι τους το απόγευμα και να το σπείρει. Δεν ήταν ασυνήθιστο ούτε και παράξενο αυτό που του ζητούσε.

Ο ίδιος ο παπάς έλεγε στους ενορίτες του, να τιμούν τον εορτάζοντα  Άγιο το πρωί, πηγαίνοντας στην εκκλησία  για να προσευχηθούν, και το απομεσήμερο, να ασχολούνται με τις δουλειές τους στα χωράφια.

«Τέτοια μέρα, τέτοια μεγάλη γιορτή…! Μήπως είναι αμαρτία να οργώνουμε και να φυτεύουμε τα χωράφια;» αντιλέγει  ο γέροντας προσπαθώντας να της αλλάξει γνώμη.

«Και δεν είναι αμαρτία να πεινάσουμε εμείς και τα παιδιά μας; Πώς θα προσφέρουμε στους πεινασμένους αν δεν έχουμε εμείς;» απαντά η πρεσβυτέρα εμμένοντας στην  αρχική  της ιδέα.

«Ας είναι!» απαντά ο ελεήμων ιερωμένος του οποίου είχε αγγίξει το ευαίσθητο σημείο. «Στ’ όνομα του Θεού, πάμε!»

Φτάνουν στο χωράφι  ο ιερέας και δυο εργάτες που έχει μαζί του. Ο γέροντας δένει στο ζυγό τα δυο βόδια που θα σύρουν  το αλέτρι για να γίνει το όργωμα.

Αρχίζει τη βαριά εργασία του οργώματος και κάποια στιγμή, όπως προσπαθεί να παρακινήσει τα ζώα να σύρουν το ζυγό, πέφτει από τα χέρια του η «βουκέντρα». Σκύβει ο ιερέας να την πιάσει αλλά η κίνησή του «ενοχλεί» το ένα από τα δυο ζώα, το οποίο του επιτίθεται εξαγριωμένο.

Πριν προλάβει ο παπά Γιάννης να κάνει στην άκρη και να ξεφύγει από την πορεία του εξαγριωμένου ζώου, αυτό ορμά και τον καρφώνει με τα κέρατα στην κοιλιακή χώρα, καταφέρνοντάς του θανάσιμο πλήγμα.

Αμέσως σημαίνει συναγερμός! Ειδοποιείται η πρεσβυτέρα από τους εργάτες και τρέχει πανικόβλητη στο χωράφι. Βλέπει το γέροντα αιμόφυρτο στο έδαφος και αρχίζει να θρηνεί  γοερά. Τρέχουν αρωγοί οι χωριανοί και μεταφέρουν τον τραυματία στο σπίτι του, όπου του παρέχονται οι «πρώτες βοήθειες» και ειδοποιείται αμέσως γιατρός. Ο γιατρός τους προειδοποιεί, ότι το τραύμα είναι σοβαρό και ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει πολλά πράγματα.

Περνούν 2-3 μέρες αλλά το τραύμα του παπά Γιάννη όχι μόνο δεν έχει επουλωθεί αλλά δείχνει να χειροτερεύει  παρουσιάζοντας σημάδια μόλυνσης. Ο γιατρός που τον παρακολουθεί επιμένει, ότι πρέπει να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο στα Χανιά.

Πώς να τον μεταφέρουν όμως; Δεν υπάρχουν ασθενοφόρα και το τραύμα του αιμορραγεί συνεχώς. Σε συνεννόηση με την πρεσβυτέρα, λαμβάνεται η απόφαση να τον μεταφέρουν στα Χανιά  με «σούστα» – ένα κάρο της εποχής που το έσερναν άλογα ή βόδια .

Τοποθετούν τον αγαθό ιερέα τους πάνω σε αυτοσχέδιο φορείο – μια ξύλινη πόρτα που ξήλωσαν για το σκοπό αυτό – και τον ανεβάζουν στη σούστα. Ο ιερέας που ανακούφιζε τον πόνο των άλλων σφαδάζει από τους δικούς του πόνους τώρα καθώς προχωρούν προς την πόλη και το γιατρό. Λόγω της απόστασης, όμως, και του πρωτόγονου μεταφορικού μέσου που χρησιμοποιούν, καθυστερεί πολύ η άφιξή τους στο νοσοκομείο.

Κάθε βήμα που κάνουν τα βόδια είναι κι ένα δυνατό τράνταγμα της σούστας και του τραυματία που μεταφέρει. Κάθε τράνταγμα είναι και μια καινούρια ροή αίματος από το βαθύ τραύμα και μια γκριμάτσα σιωπηλού πόνου και ανείπωτης αγωνίας την οποία δαγκώνεται για να μην εκδηλώσει ο γέροντας.

Μέσα στον αβάσταχτο πόνο και το ψυχορράγημα του βρίσκει το κουράγιο να προσευχηθεί και να μιλήσει με το Θεό του, που τόσο αγάπησε και τόσο πιστά υπηρέτησε.

«Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς… Δώσε μου δύναμη ν’ ανέβω τα τελευταία σκαλιά του Γολγοθά μου. Δώσε μου δύναμη να αντέξω».

Μπροστά του «βλέπει» με τα μάτια της ψυχής του μια σκάλα να υψώνεται από το κάρο που τον μεταφέρει μέχρι τον ουρανό.

«Θεέ μου, αυτός είναι ο τρόπος Σου να μου πεις ότι τελειώνει η διαδρομή μου επί γης και ήρθε η ώρα της μετάβασής μου στους ουρανούς; Τόσο λίγο κράτησε η επίγεια πορεία μου; Συγχώρησέ με, Παντοκράτορα, μα δεν πρόλαβα να Σε υπηρετήσω όπως ήθελα. Είναι τόσο έργο που έμεινε ατέλειωτο, κι εγώ φεύγω… Είσαι, όμως, παντοδύναμος και πάνσοφος. Βοήθα τα πλάσματα Σου να ξεπερνούν τις δυσκολίες και τις δοκιμασίες. Κι αν σφάλουν καμιά φορά, μην τους ξεσυνερίζεσαι. Είναι άνθρωποι με αδυναμίες – βόηθα τους να βρουν το δρόμο που θα τους φέρει κοντά Σου».

Σέρνει σπαρακτική κραυγή η παπαδιά. «Γέροντά μου, άρχοντά μου, μην μ’ αφήνεις!» θρηνεί  γοερά η χιλιοπληγωμένη από το Χάρο ταλαίπωρη γυναίκα αναλογιζόμενη τις μαύρες μέρες που την περιμένουν .

Ο γέροντας του Θεού δεν έχει παραδώσει ακόμα το πνεύμα του στο Δημιουργό και Θεό του. Μαζεύει όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει και, με φωνή που μόλις ακούγεται, βρίσκει το κουράγιο να σκεφτεί την πρεσβυτέρα του κι όχι τον εαυτό του.

«Παπαδιά, εγώ φεύγω. Εσύ μένεις πίσω και, θέλω να γνωρίζεις, ότι θα τραβήξεις πολλά βάσανα ακόμα. Κοίτα να φανείς δυνατή και ν’ αντέξεις. Φρόντισε  τόσο εσύ όσο και τα παιδιά μας ν’ ακολουθήσετε το παράδειγμά μου και να φροντίζετε τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους». Μ’ αυτά τα ήρεμα λόγια κι αυτό το μεγαλείο ψυχής προσπαθεί  ο ταπεινός γέροντας ν’ απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων του μπροστά στο μοιραίο που θα συμβεί πολύ – πολύ σύντομα.

Φτάνουν επιτέλους στο Νοσοκομείο και οι γιατροί σπεύδουν να προσφέρουν όση βοήθεια μπορούν. Τα μέσα που διαθέτει, όμως, το μικρό νοσοκομείο των Χανίων είναι μόλις τα στοιχειώδη. Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών, το όραμα του παπά Γιάννη δυστυχώς πρόκειται να αποδειχθεί προφητικό. Μετά από λίγες μέρες, στις 14 Νοεμβρίου, την ημέρα των Απόκρεω, η αγνή ψυχή του αφήνει το φθαρτό σώμα του και πηγαίνει να συναντήσει το Δημιουργό του, τον Πανάγαθο Θεό του που τόσο πιστά υπηρέτησε σ’ όλη του τη ζωή.

Η είδηση του θανάτου του απλώνεται σαν αστραπή τόσο στο Γεράνι όσο και σε όλα τα γύρω χωριά και βυθίζει στο πένθος την περιοχή. Δεν μένει κανείς ασυγκίνητος. Όλοι κλαίνε και θρηνούν τον προστάτη τους, τον «πατέρα» που τους νοιαζόταν, τους έτρεφε και απάλυνε τον πόνο τους. Ακόμα και οι λιγοστοί Τούρκοι, που έχουν μείνει στην Κρήτη, θρηνούν τώρα για το χαμό του, συναισθανόμενοι το μεγαλείο της ψυχής του και το βάρος της απώλειάς του. Τόσο τον έχει  αγαπήσει ο κόσμος, ώστε τον κλαίνε  όλοι και συμμετέχουν όλα τα γύρω χωριά στο βαρύ πένθος για το χαμό του φύλακα – άγγελου τους.

Κι ενώ είχαν κάνει τις ετοιμασίες οι Χριστιανοί και είχαν ετοιμάσει τα σφάγια και όλα τα τρόφιμα για το εορταστικό οικογενειακό τραπέζι των Απόκρεω, όπως ήταν το έθιμο, η είδηση του θανάτου του βυθίζει τους πάντες στο πένθος και κανείς δεν ετοίμασε τραπέζι ούτε έφαγε εκείνη τη μέρα.

Οι μη έχοντες και οι κατατρεγμένοι της ζωής νιώθουν  ορφανοί και απροστάτευτοι. Δεν υπάρχει πια το στήριγμά τους, η ανοιχτή αγκαλιά που τους ζέσταινε, τα χείλη που τους παρηγορούσαν με τόσο γλυκά λόγια, η πυξίδα που τους οδηγούσε και τους έφερνε κοντά στο Θεό. Είναι αδύνατον να πιστέψουν και να δεχτούν ότι ο Θεός  τους παίρνει τον μοναδικό, ίσως, άνθρωπο που νοιάστηκε γι αυτούς και απάλυνε τον πόνο τους στις δυσκολίες της ζωής.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η κοίμηση του ελεήμονος κληρικού σηματοδοτεί το τέλος της διαδρομής του πάνω στη γη αλλά όχι το τέλος του πιστού υπηρέτη του Θεού. Έχει εκπληρώσει  το σκοπό του πάνω στη γη. Η κοίμησή του είναι  το πέρασμα από την επίγεια στην Άνω Ιερουσαλήμ.

Τώρα συνεχίζει το έργο του από τον ουρανό δίπλα στον πολυαγαπημένο του Τριαδικό Θεό που τόσο πιστά υπηρέτησε τόσα χρόνια. Εξακολουθεί να πρεσβεύει για τους οικείους του καθώς και για τους φτωχούς και κατατρεγμένους που τόσο αγάπησε και φρόντισε όσο ζούσε.

Στο σπίτι του, στο μεγάλο τραπέζι, συνεχίζεται από τα εγγόνια και τα δισέγγονά του η παροχή φαγητού και στήριξης σε όσους και σήμερα έχουν ανάγκη.

Ο τάφος του, έξω από το ιερό του Αγίου Ελευθερίου, όπου καίει ακοίμητο το καντήλι του, είναι σημείο αναφοράς όπου ακόμα καταφεύγουν οι πιστοί για να προσευχηθούν και να ζητήσουν τη συνδρομή του στην επίλυση των προβλημάτων τους.

Ο παπά Γιάννης υπήρξε ένας φωτεινός φάρος, ένα λαμπρό παράδειγμα προς μίμηση. Δεν υπήρξε υπεράνθρωπος – ήταν ένας απλός καθημερινός άνθρωπος με προβλήματα και δυσκολίες να αντιμετωπίσει. Απέδειξε όμως περίτρανα ότι, όταν η ψυχή του ανθρώπου θωρακίζεται με πίστη στο Θεό, όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν.

Η πίστη στο Θεό, η ταπεινοφροσύνη, η αγάπη για τον πλησίον, η ανιδιοτέλεια είναι οι αρετές που βοηθούν τον άνθρωπο να μεγαλουργήσει. Αυτές τον βοηθούν να χαράξει μια  ξεχωριστή φωτεινή πορεία σ’ αυτή τη γη και να κάνει τη διαφορά στις ζωές όλων των ανθρώπων που έρχονται σ’ επαφή μαζί του.

Αυτός υπήρξε ο ιερέας Ιωάννης Ματωνάκης: ένας αγαθός κι ελεήμων υπηρέτης Θεού και ανθρώπων, ένας αληθινά ξεχωριστός άνθρωπος.

Originalpress