pFilotheosZERVAKOS 2

                                                   pFilotheosZERVAKOS


Πρίν λίγες μέρες ψάχνοντας στο παλιό σεντούκι τού σπιτιού μου, και σέ κάποια παραμελημένα βιβλία μου, βρήκα μια ξεχωριστή περιγραφή για δυό φοβερά θαύματα του Αγίου Δημητρίου πού είχε κάνει στα 1906 , και ένα ακόμη αργότερα πού βρέθηκε αστραπιαία  μέσα στον Ναό του Αγίου στήν Θεσσαλονίκη, κάτι πού ελάχιστοι σήμερα τό γνωρίζουν...

Κάποια από αυτά τά βρήκα σ΄ ένα βιβλίο αυτοβιογραφίας με τίτλο « Ο Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, 1884 – 1980» , με 700 τόσες σελίδες, όλες ξεχωριστές και υπέροχες. Όποιος το διαβάσει δεν θα χάσει…

 

AgiosDimitrios16

            Άγιος
Δημήτριος ,
                        Στρατιωτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης
  ( 284 - 305 μχ )
                                                               


 

Τις μέρες αυτές λοιπόν πού γιορτάζουμε τον Άγιο Δημήτριο θα παραθέσω μία άγνωστη περιγραφή,  γιά  3  φοβερά θαύματα τού Αγίου στον Όσιο Φιλόθεο τής Πάρου...

«….Μετά δύο ημέρας φθάσαμε εις Θεσσαλονίκην, η οποία τότε κατείχετο ύπό των Τούρκων και, επειδή εγώ άπό μικρός είχον ευλάβειαν είς τον Άγιο Δημήτριο, παρεκάλουν τον φίλον μου Νικόλαον να εξέλθωμεν του ατμόπλοιου, διά να προσκυνήσωμεν τον τάφον του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου.

Εξελθόν­τες μετέβημεν και προσκυνήσαμε μετά κατανύξεως τον Τάφον του Αγίου και, επιστρέψαντες εις τι ξενοδοχείον Ελληνικόν, εμείναμεν ολόκληρον την ημέραν και το εσπέρας.

Την επομένην ητοιμάσθημεν ν’ άναχωρήσωμεν δι’ Άγιο “Ορος και μεταβάντες εις το Τελωνείον, δεν μας επέτρεψαν ν’ άναχωρήσωμεν.

Δεν θά φύγετε, μας είπον, διότι είσθε κατάσκοποι !

Τους είπομεν ότι τοιούτον τι δεν συμβαίνει και, έφ’ όσον τά διαβατήρια μας είναι επικυρωμένα άπό το Τουρκικόν Προξενείον και την Πρεσβείαν, οφείλουν να μας επιτρέψουν ν’ άναχωρήσωμεν, άλλ’ ούδεμίαν σημασίαν έδωκαν εις τους λόγους μας…

+++++++++++++++++++++++++++

Δεν μας έφυλάκισαν, άλλα μας είχον υπό επιτήρησιν αύστηράν, και εις το ξενοδοχείον πού εμέναμεν εφύλαττον στρατιώται, και όταν εξηρχόμεθα μας παρηκολούθουν πάντοτε στρατιώται.

Έμείναμεν ούτω άρκετάς ημέρας. Τα χρήματα όλιγόστεψαν και ήρχίσαμεν να στενοχωρούμεθα. Μίαν ήμέραν λέγω εις τον φίλον μου Νικόλαον.

— Θά υπάγω εις το κονάκι να παρουσιασθώ εις τον Πασά, ίσως μας έπιτρέψη εκείνος ν’ άναχωρήσωμεν.

Την έπομένην εγερθείς λίαν πρωΐ μετέβην πρώτον είς τον Τάφον του Άγίου Δημητρίου και προσκυνήσας παρεκάλουν μετά κατανύξεως και δακρύων τον “Αγιον να μεσιτεύση προς τον Κύριον να άφεθώμεν ελεύθεροι και ύπάγωμεν εις το “Αγιον “Ορος.

Άφοϋ προσηυχήθην ίκανην ώραν και έκάθησα ολίγον να αναπαυθώ, μοι ήλθεν εις τον λογισμόν μου το μαρτύριον του ‘Αγίου Δημητρίου πώς έλογχεύθη και απέθανε δια την άγάπην του Χριστού και την πίστιν μας την άγίαν, και πώς έδοξάσθη παρά Θεού και εν γη και εν ούρανώ και θά δοξάζεται είς τους αιώ­νας των αιώνων.

Αυτά συλλογιζόμενος μού ήλθεν επιθυμία, να ήτο τρόπος, να άπέθνησκον και εγώ διά την Όρθόδοξον Πίστιν και την άγάπην του Χριστού.

Παρεκάλουν λοιπόν τον “Αγιον Δημήτριον όχι να μεσιτεύση να άφεθώμεν ελεύθεροι, άλλα να μεσιτεύει να αξιωθώ μαρ­τυρικού τέλους. Εύρον δε και τον τρόπον προς έπιτυχίαν τού ποθού­μενου.

Είπον καθ’ εαυτόν, θά υπάγω εις το κονάκι (Διοικητήριον), θά παρουσιασθώ εις τους Τούρκους με θάρρος, θά τους δώσω άφορμήν τίνα και αυτοί θά μού ειπούν τι διά τήν πίστιν μου.

Θά μαρ­τυρήσω την δική τους πλάνη, αυτοί ίσως μού ειπούν ν’ αρνηθώ τήν πίστιν μου και εγώ θά σταθώ γενναίος.

Θά προτιμήσω τον θάνατον και ούτως θά τύχω μαρτυρικού τέλους.

Ευθύς λοιπόν ανήλθον μετά θάρρους εις το κονάκι και περπατούσα είς ενα διάδρομον.

Κάποιος Τούρκος αξιωματικός με είδε και με ήρώτησε τί ζητώ. Τού λέγω,

—Θέλω τον Πασά.

— Και τί τον θέλεις;

—”Εχω λόγον να του πώ, απήντησα. Μού λέγει,

— Εγώ είμαι αντιπρόσωπος του Πασά, είπε μοι ελευθέρως τί θέλεις; Του λέγω-

– Αφού είσαι αντιπρόσωπος του Πασά, πές μου, δια ποίον λόγον δεν μάς αφήνετε να υπάγωμεν εις το “Αγ. “Ορος;

Μού απήντησε με αύστηρόν τρόπον,

— Δεν θα σου δώσω τον λόγον. Τού λέγω με θάρρος

–Δεν είσθε καλοί άνθρωποι, είσθε άδικοι. Ένώ δεν πταίσαμε, ένώ δεν είμεθα κακοποιοί άνθρωποι και ένώ τα χαρτιά μας είναι εντάξει, δεν βλέπω τον λόγον, διατί να μάς εμποδίζε­τε και μάς στενοχωρείτε;

Τα χρήματα πού είχαμε μάς σώθηκαν, πώς θα ζήσωμεν εις άγνωστον και ξένον τόπον; Έάν σείς πηγαί­νατε είς την Ελλάδα θα είσθε ευχαριστημένοι να σας εκαμνον ό,τι σεις κάμνετε εις ημάς;

Οί λόγοι ούτοι τον ήρέθισαν και έκίνησεν εις θυμον και ήρχισε να κρούη τον κώδωνα δυνατά.

Ευθύς έσυνάχθησαν 30-35 στρατιώται και αξιωματικοί, οίτινες με ήρπασαν και με έπήγαιναν εις τον Λευκόν Πΰργον.

Τίνα σκοπόν είχον δεν γνωρίζω. Πάντως ίσως διά να με φυλακίσουν, άλλ’ εγώ ποσώς δεν έδειλίασα, δεν έχασα το θάρρος μου, μόνον έλυπούμην πού δεν μοί είπόν τι διά την πίστιν μου.

“Ηλπιζα όμως ότι εκεί πού θα μέ έπήγαινον κάτι θά μου ελεγον.

Και βαδίζοντες προς την όδόν του μαρτυρίου παρεκάλουν τον “Αγιον Δημήτριον να μεσιτεύση προς Κύριον και μέ άξιώση μαρτυρικού θανάτου, εάν είναι θέλημα Του, η εάν δεν είναι να μέ λυτρώσει από τάς χείρας των άθεων, βαρβάρων, αιμοβόρων, και αγρίων Αγαρηνών.

Μόλις έπροχωρήσαμεν ολίγον, να και παρουσιάζεται ένας α­νώτερος των, όστις τους ομίλησε Τούρκικα.

Τί τους είπε δεν ήννόησα μόνον αντελήφθην ότι τους ομίλησε μέ θυμόν και τους έδιω­ξε. Τον δε άξιωματικόν εκείνον, όστις ήτο ο αίτιος και μέ συνέλαβον, έσήκωσε τήν ράβδον του και τον έκτύπησε εις τον ώμον.

Άφοϋ δε τους έξεδίωξε μέ έπλησίασε μέ ιλαρό βλέμμα και χαϊδευτικά μέ εκτύπησεν είς τον ώμον μέ το χέρι του και μέ παρέδωκεν εις ενα στρατιώτην φρόνιμον έξ Ιωαννίνων.

Και τού έδωκεν έντολήν να μέ ύπάγη εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον «Μυκάλη», το όποιον εύρίσκετο εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης, διά να επιστρέψω είς τήν Ελλάδα.

Μή γνωρίζοντας ποιός ήταν αυτός πού έδωσε τις διαταγές ρώτησα τον στρα­τιώτην να μοι πεί, και εκείνος μοι είπεν ότι ήτο ο ίδιος ο Πασάς.

Και διατί έκτυπησε μόνον τον ίδιαίτερόν του και τί του είπε; Τον έπέπληξεν, μοι είπεν, διότι χωρίς να του ζητήση άδειαν σέ κατεδίκασε εις θάνατον.

– Και πού μέ έπήγαιναν, του λέγω;

—Είς τον Λευκόν Πύργον, μοι άπεκρίθη. Σέ έπήγαιναν διά να σέ εκτελέσουν. Έκεί πηγαίνουν όσους καταδικάζουν εις θάνατον και άλλους τους οποίους κλείνουν διά ν’ αποθάνουν άπο τήν πείναν, τήν δίψαν και τήν δυσωδίαν.

Έχάρην διότι έλυτρώθην έκ των χειρών των αγρίων εκείνων Αγαρηνών, επειδή ήγνόουν έάν θά μέ έφόνευον διά τήν πίστιν μου, αλλά και έλυπήθην, διότι δεν ετυχον του μαρτυρίου. Πλην όμως το μαρτύριον πρέπει να γίνεται νομίμως, ώς λέγει ο θεοκήρυξ Απόστολος Παύλος «Έάν δε και άθλή τις, ού στεφανονται, εάν μή νομίμως αθλήσει…» (Β’ Τιμ. 2, 6).

Εις εμέ μέν ϋπήρχεν ο ζήλος και ο πόθος διά να μαρτυρήσω, αλλά δεν συνυπήρχε ο λόγος και η αιτία. Διά να μαρτυρήση τις πρέπει να ύπάρχη εύλογος α’τία. Πρέπει να είναι κατά Θεόν το μαρτυριον.

Το να θέλη τις χωρίς λόγον και άφορμήν να προκαλεί είς εαυτόν το μαρτύριον και να ρίπτη μόνος εαυτόν εις πειρασμόν είναι έπικίνδυνον.

Μετέβημεν κατόπιν είς το ξενοδοχείον, και λαβών την βαλίτσαν και τα ολίγα πράγματα μου άπεχαιρέτησα τον άγαπητόν μοι φίλον Νικόλαον…

Τον άπεχαιρέτησα και άνεχώρησα. Με συνοδεία τον καλόν ε­κείνον Τούρκο στρατιώτην έφθασα μέχρι της παραλίας, Καθ’ όδόν με έπαρηγόρει να μη στενοχωρούμαι, αλλά να έχω ύπομονήν, και φωνήσας λεμβοϋχον τίνα Έβραΐον τού είπε να μοι ύπάγη εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον.

Μοι είπεν δε να μη υπάγω άπό το Τελωνείον, διότι ίσως με καθυστερήσουν και αναχώρηση το Ατμόπλοιον και δεν προφθάσω να φύγω. ‘

Αλλά μόλις έπροχωρήσαμε ολίγον μας αντελήφθησαν εκ τού Τελωνείου και ήρχισαν να φωνάζουν να έπιστρέψωμεν. Επειδή όμως ο στρατιώτης είχεν είπει εις τον λεμβούχον ότι ο Πασάς έδωκε διαταγήν να φύγω έπροχώρει.

Βλέποντες οί τού Τελωνείου ότι δεν έπέστρεφεν ούτε έσταμάτα ήρχισαν να ρίπτουν πυροβολισμούς εις τον αέρα και έμβάντες 10 στρατιώται εις μίαν λέμβον ηρχισαν να κωπηλατούν σπεύδοντες να μας φθάσουν. Ευτυχώς έπρόφθασα και άνήλθον εις το άτμόπλοιον, όταν αύτοι μας έπλησίασαν.

Άρχισαν να άπειλούν και να κτυποϋν τον λεμβοϋχον. “Οταν όμως τους είπεν ότι είχεν έντολήν άπό τον Πασά, τον Διοικητήν, να με ύπάγη εις το πλοΐον, τον άφήκαν.

Δεν ήτο, ώς φαίνεται, θέλημα Θεού να υπάγω ε’ις το “Αγιον “Ορος και δια τουτο ήλθον όλα τα εμπόδια.

Όφείλω δε μεγίστην εύγνωμοσύνην εις τον προστάτην μου Μεγαλομάρτυρα Άγιο Δημήτριον, τή μεσιτεία και πρεσβεία του οποίου έσώθην άπό τον κίνδυνον τού θανάτου.

 

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΣΑ…

 

Άλλ’ επειδή δεν κατάλαβα πώς και δια ποίαν αιτίαν ο Πασάς έδειξεν τόσον ενδιαφέρον για μένα για να με σώσει, ερευνούσα αυτό να το μάθω.

Έτσι λοιπόν, έμαθα τι ακριβώς είχε συμβεί μετά δύο περίπου έτη, άπό τον φίλον μου Νικ. Μητρόπουλον, Δικηγόρον, ο όποιος μετέβη και εύρίσκετο είς το “Αγιον “Ορος.

Μεταβάς λοιπόν προς έπίσκεψίν του και προσκύνηση του Άγιωνύμου “Ορους ελαβον πληροφορίας πώς και γιατί ότι ο Πασάς με ελευθέρωσε και με έστειλε είς την Ελλάδα.

«Μετά δύο η τρεις ημέρας, μού λέγει ο δικηγόρος, της αναχωρήσεως σας εκ Θεσσαλονίκης και επιστροφής εις την Ελλάδα, καθήμενος εξω τού καφενείου τού κάτωθεν του ξενοδοχείου, ( εις το οποίο εξ αρχής είχαμε τότε μείνει φρουρούμενοι υπό στρατιωτών Τούρκων, μή τυχόν δραπετεύσουμε λάθρα), με πλησίασε και με χαιρέτησε ο Υπασπι­στής αξιωματικός τού Πασά τής Θεσσαλονίκης, παλαιός γνωστός μου, και με τον όποιον είμεθα μέλη εις την σχηματισθείσαν ΈλληνοΤουρκικήν έπιτροπήν μετά τον άτυχη ΈλληνοΤουρκικόν πόλεμον τού 1897, προς συμφωνίαν και καθορισμόν των συνόρων Ελλάδος και Τουρκίας.

Άφοϋ μείναμεν σύμφωνοι και ύπεγράψαμεν την είρήνην, άπαντα τά μέλη τής Επιτροπής, Έλληνες και Τούρκοι, μετέβημεν χαίροντες εις Κέρκυραν, εις το Άχίλειον, και έορτάσαμεν τήν ειρήνην έπι μίαν εβδομάδα.

Ό υπασπιστής του Πασά, όταν με είδε είς το καφενείον, με έγνώρισε και με ήρώτησε πώς εύρέθην εις την Θεσσαλονίκην.

Εγώ τού ανέφερα όλην την ύπόθεσιν και αμέσως έδιωξε τους στρατιώτας πού με έφύλαττον και φωνήσας άμαξηλάτην με έπηρεν εις τον οί­κον του, με περιεποιήθη και την αλλην ήμέραν έπήγαμεν όμοϋ εις τον Πασάν, εις τον όποιον με συνέστησεν ώς φίλον του και τον παρεκάλεσε να μού έπιτρέψη να μεταβώ εις “Αγιον “Ορος.

Ό Πασάς είπεν εις τον ύπασπιστήν του ότι είμαι ελεύθερος , να με συνοδεύσει μέχρι του Ατμόπλοιου και να μού παρέχει πάσαν προστασίαν και βοηθειαν και προσέθεσεν και ταύτα:

— «Ηταν και κάποιος άλλος νέος ( πού είχε συλληφθεί και ήθελε να πάει στο Άγιο Όρος ), δια τον όποίον πρωΐαν τινά, ενώ έκοιμούμην ήσύχως, εισήλθε εντός τού δωματίου μου ο “Αγιος Δημήτριος ένδεδυμένος στολήν Στρατηλάτου, φέρων μαζί και τα άρματα του, και μοι λέγει προστακτικώς και με βλέμμα αύστηρόν:

—Έγέρθητι πάραυτα, ένδύθητι, και ύπόδεσε τα σανδάλια σου και ΰπαγε εις την δείνα όδόν της πόλεως να ελευθέρωσης νέον τινά δικασθέντα αδίκως και άπαγόμενον εις θάνατον υπό τού ιδιαιτέρου γραμματέως σου.

Άφοϋ δε τον ελευθερώσεις και τον λυτρώσης τού θανάτου, να τον στείλης εις το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στο ναυλοχούν Ατμόπλοιον «Μυκάλη», το όποιον ετοιμάζεται προς άναχώρηση…

«Και σπεύσας», είπε ο Πασάς, «τον λύτρωσα εκ τού κινδύνου και τον απέστειλα εις την Ελλάδα».

Και τότε έγνώρισα ότι ο σωτήρ και ρύστης μου εκ της καταδίκης τού θανάτου μου ήτο ο Μεγαλομάρτυς Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης.

Κι΄ έτσι επαλήθευσε και η προφητεία τού Αγίου Νεκταρίου πού μού είχε πεί ότι, όπου και αν υπάγω, εις την Λογγοβάρδαν θα καταλήξω.

Έπληροφορήθην δε εκ τούτου ότι πρέπει πάντοτε να εχουμε τελείαν ύπακοήν εις τον Πνευματι­κόν μας Πατέρα, χωρίς άντιλογίες, και να ποιούμε ουχί το θέλημα το δικό μας, άλλα το θέλημα τού Πνευματικού μας Πατρός μιμούμενος τον Κύριον ημών Ίησούν Χριστόν, “Οστις ήλθεν εις τον κόσμον ούχι να ποιη το θέλημα το Ίδικόν Του, άλλα το θέλημα τού πέμψαντος Αυτόν Πατρός…

Δεύτερη σύλληψη και φυλάκιση υπό των Τούρκων…

Άναχωρήσας εξ Άγίου “Ορους και, όταν το πλοίον εφθασεν εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης, έκρινα καλόν να εξέλθω διά να προσκυνήσω τον τάφον του Αγίου Δημητρίου, του προστάτου μου και μετά Θεόν φύλακος και σωτήρος μου.

Έξελθών, δεν ήξεύρω πώς, πάλιν οι τουρκοι με έξέλαβον ως κατάσκοπον και με είχον υπό έπιτήρησιν αρκετάς ημέρας.

“Οταν δε απεφάσισα να φύγω και έπέρασα άπό τό Τελωνείον με συνέλαβον και με έπέρασαν άπό τρεις σειράς συρματοπλεγμάτων και με έκλεισαν εκεί.

Εΰρον δε εκεί κεκλεισμένον νεανίαν, τον όποιον ήρώτησα

– Διά ποίον λόγον μας έκλεισαν; Και μού λέγει-

–Διά να μας φονεύσουν, και εγώ είπον

–Τί κακόν έποιήσαμεν;

–Άφησε, μού είπε, μη εξετάζεις τό γιατί…

Δεν παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας και κατέπλευσεν εις τον λιμένα της Θεσσαλονίκης Ατμόπλοιον έρχόμενον εκ Ρουμανίας με φορτίον πετρελαίου και αρκετούς έπιβάτας.

Μόλις όμως έφθασεν, τίς οίδε πώς και από ποίαν αίτίαν, κάποιο ντεπόζιτο πετρελαίου πήρε φωτιά, τό οποίον ακαριαίως μεταδόθηκε εις όλον τό φορτίον, και εις μίαν στιγμήν κρότοι ισχυροί ήκούοντο και φλόγες ούρανομήκεις άνεπετάσσοντο.

Η Θεσσαλονίκη έγένετο ανάστατος!

Χιλιάδες ανθρώπων κατήλθον εις τήν παραλίαν, άλλοι διά να δούν και άλλοι να σώσουν τους κινδυνεύοντας έπιβάτας με τάς λέμβους και τά πλοία. Έφυγον δε και όλοι οί φύλακες άπό τό Τελωνείο.

Τήν στιγμήν έκείνην ο νεανίας εκείνος έξαγαγών ψαλίδιον έκ της τσέπης του εκοψεν τα σύρματα, και λαβών με εκ της χειρός εξήγαγε έξω της φυλακής.

Έπειτα πληρώσας Εβραίον τίνα λεμβούχον τού είπεν να μας ύπάγη εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον, το όποιον εύρίσκετο έξω του λιμένος.

Ένω ήτοιμαζόμεθα να είσέλθωμεν εις την λέμβον, ήλθεν ο στρατιώτης εκείνος πού με έκλεισεν εις τα συρματοπλέγματα να με συλλάβει, άλλ’ ο νεανίας εκείνος, όστις με εξήγαγε, του έδωκεν ράπισμα και έφυγε…

Άνήλθομεν εις το Ελληνικόν Ατμόπλοιον και έγώ έφρόντισα να τοποθετήσω τα πράγματα μου, άφού δε τα έτοποθέτησα, έστράφην δια να εύρω τον νεανίαν εκείνον, τον σωτήρα μου, να τον ευχαριστήσω και να τον ερωτήσω ποίος και άπό πού ήταν.

Αλλά πουθενά δεν τον εύρον.

Ερωτήσας σχεδόν πάντας τους έπιβάτας και τους του Ατμόπλοιου αντελήφθην ότι ουδείς είδεν αυτόν, ούτε να εισέλθη εις το πλοϊον ούτε να έξέλθη.

Ποιος ήταν και τί έγένετο ο Θεός γνωρίζει!

Εγώ τούτο μόνον γνωρίζω, ότι μετά πάροδον αρκετών ετών, ότε ήλευθερώθη η Θεσσαλονίκη και επήγα και έλειτούργησα και έκήρυξα τον λόγον του Θεού εις τον Ναόν του Άγίου Δημητρίου και είδον την εικόνα του Αγίου άνεμνήσθην ότι ο νεανίας εκείνος πού με ελευθέρωσε της φυλακής και με οδήγησεν εις το Ατμόπλοιον είχεν μεγάλην ομοιότητα με την εικόνα του Άγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης !

 
 
ΥΠΗΡΞΕ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΜΙΑ  ΑΣΥΛΗΠΤΗ  ΣΥΝΕΧΕΙΑ…



« Την πρώτη φορά με πήρε ο Άγιος Δημήτριος «αεροπορικώς» στην Θεσσαλονίκη και μετά γύρισα με τα δικά μου μέσα…» ( αποκάλυψη π. Φιλοθέου Ζερβάκου στον Μητροπολίτη Λεμεσού κ.κ. Αθανάσιο )

«Με ρώτησε ο γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος εάν αγαπώ τον Άγιο Δημήτριο.


--«Βέβαια, Γέροντα, του είπα, εγώ, αγαπώ όλους τους Αγίους καθώς και τον Άγιο Δημήτριο». Μου λέει :


-- «Όχι, Εσύ, να τον αγαπάς πάρα πολύ, και να σου πω τώρα τι έγινε σ΄ εμένα…».


Όταν ήταν ο πατήρ Φιλόθεος νέο παιδί και προσπάθησε να πάει στο Άγιο Όρος, τον συνέλαβαν οι Τούρκοι οι οποίοι ήσαν τότε στη Θεσσαλονίκη και τον έκλεισαν στον Λευκό Πύργο. Εκεί είχε πάρα πολλές δυσκολίες και είχαν σκοπό να τον κακοποιήσουν και να τον σκοτώσουν. Διά θαύματος, τον γλύτωσε ο Μεγαλομάρτυς Δημήτριος παρουσιαζόμενος ως αξιωματικός στους Τούρκους.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό…

Ο πατήρ Φιλόθεος έκαμε τάμα στον Άγιο Δημήτριο, κάθε χρόνο στις 26 Οκτωβρίου, που τιμάται η μνήμη του, να πηγαίνει στον Άγιο Δημήτριο να παρίσταται και να λειτουργεί στην πανήγυρη του Αγίου. Μια χρονιά - περίπου 10 χρόνια από τότε που μας διηγήθηκε το γεγονός, είχε πάρα πολύ μεγάλη κακοκαιρία στην Πάρο και δεν υπήρχαν πλοία. Δεν μπορούσε κανένα πλοίο να αποπλεύσει.

Ήταν αδύνατο για τον πατέρα Φιλόθεο να φύγει από το νησί και να πάει στον Πειραιά και μετά στη Θεσσαλονίκη, για να εκπληρώσει το τάμα του και την επιθυμία που είχε για να παρευρεθεί στη πανήγυρη του Αγίου Δημητρίου, στο ναό του. Και παρέμεινε στο μοναστήρι. Ήταν πάρα πολύ θλιμμένος. Έκαναν τον Εσπερινό κάτω στο Καθολικό της μονής κι επέστρεψε ο πατήρ Φιλόθεος στο κελί του λυπημένος, αισθανόμενος, τρόπον τινά μια αδυναμία, γιατί δεν μπορούσε να εκπληρώσει τον λόγο που είχε δώσει στον Άγιο. Μόλις πήγε στο κελί του όμως και κάθισε στην καρέκλα του άρχισε να προσεύχεται και να λέει :

--- « 'Αι Δημήτριε, δυστυχώς, δεν μπόρεσα να εκπληρώσω αυτό το τάμα, σε παρακαλώ συγχώρεσέ με, βοήθησέ με», και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβει ευρέθηκε μέσα στο Ναό του Αγίου Δημητρίου. Από την Πάρο ευρέθηκε στο ναό του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη ( σε κλάσματα δευτερολέπτου !!! ).

Εν σώματι κανονικά!

 

Χαιρέτησε μάλιστα όλους τους παρόντες, χωρίς να πει σε κανένα τίποτε. Ήξεραν όλοι ότι πήγαινε κάθε χρόνο και δεν απόρησε κανείς. Έλαβε μέρος στον Εσπερινό, έμεινε το βράδυ στη Θεσσαλονίκη, έλαβε μέρος, την άλλη μέρα, στη λειτουργία, τελείωσαν οι γιορτασμοί και τότε, ο πατήρ Φιλόθεος επέστρεψε πίσω στο μοναστήρι του. Στο μοναστήρι οι μοναχοί είχαν ανησυχήσει, γιατί η πόρτα του ήταν κλειστή από μέσα και νόμιζαν ότι πέθανε.

Μετά, θυμάμαι, όταν τον ρώτησα :

 

--«Πάτερ, Φιλόθεε, πώς επιστρέψατε ;» - νομίζοντας ότι ήρθε πίσω κατά τον ίδιο τρόπο – οπότε μου λέει :

--«Ρέ παιδάκι μου, μετά, πήρα το καράβι κανονικά και επέστρεψα. Την πρώτη φορά με πήρε ο Άγιος αεροπορικώς και μετά ήρθα με τα δικά μου μέσα…».

Κι εκτός που μου το είπε και ο ίδιος, αλλά και οι ίδιοι οι Πατέρες της μονής μας το είπαν και ήταν παρόντες αυτοί που έσπασαν την πόρτα του, η οποία ήταν κλειδωμένη από μέσα και δεν βρήκαν τον πατέρα Φιλόθεο μέσα !.

(Αφήγηση Μητροπολίτου Λεμεσού κ.κ. Αθανασίου).

Πηγή: "ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ", ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΛΕΜΕΣΟΥ, MAΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2005, τευχ. 24, σελ. 6.

http://tribonio.blogspot.gr/2016/06/blog-post_16.html


 

Διάσωση 125 νέων της Πάρου από την εκτέλεση των Ναζί…



Τον καιρό της Γερμανικής Κατοχής ο Γερμανός Διοικητής, επειδή στο χωριό Τσιμπίδο σκότωσαν οι Άγγλοι δύο Γερμανούς και τραυμάτισαν έναν αξιωματικό, ζήτησε να του προσκομίσουν οι πρόεδροι των κοινοτήτων, μια ορισμένη μέρα, 125 νέους από όλες τις κοινότητες της Πάρου, για να τους εκτελέσει.

Όταν άκουσα αυτή τη θανατική απόφαση -λέει ο Γέρων Φιλόθεος- πόνεσε η ψυχή μου και δοκίμασα θλίψη περισσότερο από κάθε άλλον, γιατί οι μελλοθάνατοι ήταν πνευματικά μου παιδιά… και η πνευματική συγγένεια και αγάπη είναι ανώτεροι από τη σαρκική, όπως έγραψε ο Άγιος Ιουστίνος, ο φιλόσοφος και μάρτυρας.

Για αυτό λοιπόν δεν αδιαφόρησα, αλλά αμέσως έσπευσα σαν πνευματικός πατέρας να σώσω τα πνευματικά μου παιδιά από τον επικείμενο θάνατο. Όμως ο διοικητής, όταν πήγαμε να τον παρακαλέσουμε με τον αγαπητό γιατρό κ. Αλιμπράντη, βουλευτή της Πάρου, και με τους υπόλοιπους προέδρους των κοινοτήτων και τους Ιερείς του νησιού, που όλοι τους έδειξαν αδελφικό ενδιαφέρον, δεν δεχόταν μεσιτείες.
Παρήγγειλε μάλιστα μέσω του φρουράρχου του ότι όποιος Έλληνας, ή ακόμη και Γερμανός, τολμήσει να μεσιτέψει για τους μέλλοντες να εκτελεστούν, θα εκτελεστεί και αυτός. Ωστόσο ο φρούραρχος, που ήταν φιλέλληνας, μας συμβούλεψε τα εξής:

Επειδή εδώ δεν είναι δυνατό να τον δείτε, αλλ’ ούτε και συμφέρει, έχω την γνώμη να τον καλέσετε στο Μοναστήρι, τάχα για να τον φιλοξενήσετε και να τον περιποιηθείτε, και πάνω στις περιποιήσεις να του αναφέρετε σχετικά, να τον παρακαλέσετε, και ίσως να λυγίσει, αλλά και πάλι αμφιβάλλω.

Δεν έχασα καιρό. Την ίδια μέρα τον κάλεσα στο Μοναστήρι, και την επόμενη ήρθε. Φοβόμουν μήπως απορρίψει την παράκληση μου και κατέφυγα στην ακαταίσχυντη προστασία των χριστιανών, την απροσμάχητη βοήθεια, την μόνη ελπίδα, καταφυγή και σωτηρία, την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Ζωοδόχο Πηγή.

Κάναμε λοιπόν Παράκληση  με όλους τους πατέρες και αδελφούς του Μοναστηριού και παρακαλέσαμε με πίστη και ικετεύσαμε να μεσιτεύσει στον υιό της και Θεό μας να μετατρέψει την απόφαση του άδικου Διοικητή και να χαρίσει τη ζωή στους ανεύθυνους, που άδικα καταδικάστηκαν σε θάνατο. Την Παράκληση στην Παναγιά παρακολούθησε και ο Διοικητής με την συνοδεία του. Μόλις τελείωσε η Παράκληση, ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν.

Τότε ο Διοικητής είπε στο διερμηνέα να του ζητήσω να μου κάνει μια χάρη.

Εγώ εκείνη τη στιγμή γέμισα χαρά και αγαλλίαση, διότι πίστεψα ότι εισακούστηκε η δέηση μας και ήρθε η κατάλληλη στιγμή να του ζητήσω εκείνο για το οποίο τον κάλεσα στο Μοναστήρι και κάναμε και την Παράκληση.

Οπότε, πήρα θάρρος και μέσω του διερμηνέα του λέω να μου υποσχεθεί πρώτα ότι θα μου κάνει την χάρη που θα ζητήσω, και τότε θα του τη ζητήσω. Μου έδωσε το δεξί του χέρι και μου υποσχέθηκε ότι θα την κάνει.

Τότε λοιπόν του είπα ότι θέλω να χαρίσει τη ζωή στους 125 νέους που αποφάσισε να θανατώσει. Αλλάόταν το άκουσε, απήντησε να του ζητήσω άλλη χάρη, γιατί αυτή τη χάρη δεν μπορεί να την κάνει΄
διότι έχει τέτοια διαταγή, που λεει: Όταν σκοτωθεί ένας Γερμανός, στη θέση του να σκοτώνονται 50 Έλληνες από τα κοντινά χωριά΄ για δύο Γερμανούς 100 Έλληνες κλπ.
Και επειδή είδα ότι, παρά τς παρακλήσεις που του έκαμα, επέμενε να του ζητήσω άλλη χάρη, του ζήτησα ως μέγιστη χάρη να με πάρει μαζί με τους 125 καταδίκους, καί να με εκτελέσει κι΄εμένα !.

Όταν άκουσε τούτο ο σκληρός εκείνος και απάνθρωπος Διοικητής, κάμφθηκε, μαλάκωσε η καρδιά του, συντρίφθηκε και συγκινημένος μου έδωσε το δεξί του χέρι και μου είπε:

«Σου τους χαρίζω».

Τη στιγμή εκείνη τόση μεγάλη χαρά αισθάνθηκα, όση ποτέ. Είχα βέβαια χαρά ελπίζοντας ότι, εάν δεν άλλαζε γνώμη για τους κατάδικους, θα πέθαινα και εγώ με τα πνευματικά μου παιδιά, αλλά η χαρά εκείνη θα ήταν χαρά μόνο για μένα, ο θάνατος μου δηλ. μόνο σε μένα θα προξενούσε χαρά, ενώ στους αδελφούς της μονής και σε όλα τα πνευματικά μου παιδιά στην Πάρο θα προξενούσε λύπη.

Όμως η χαρά που πήρα, όταν ο Διοικητής μου είπε «Σου τους χαρίζω», ήταν χαρά κοινή, γενική, για όλους: για μένα, για τους κατάδικους, για τους γονείς, αδελφούς, συγγενείς, φίλους και συμπατριώτες, χαρά για όλη την Πάρο.

Εκτός λοιπόν από τη δική μου χαρά, συμμετείχα ως πνευματικός πατέρας και στην κοινή χαρά όλων. Όλοι αυτοί η δραματική υπόθεση είχε ως αφετηρία τον σύνδεσμο της αγάπης διότι, αν δεν με συνέδεε ο σύνδεσμος της αγάπης, της αγάπης της ειλικρινούς, της πνευματικής, της χριστιανικής, της αδελφικής, της πατρικής, με τους κατάδικους, θα έλεγα:

«Τι με μέλει εμένα; Δεν παν να τους σκοτώσουν οι Γερμανοί; Εμένα να μην πειράζουν, και το Μοναστήρι μου. Εγώ να ζήσω και εκείνοι ας πεθάνουν…». ( Είναι όμως αυτό Χριστιανική αγάπη; Ποιόν κοροϊδεύουμε;)

=======================

Θαύματα του Οσίου…

Συνεχίζουμε σήμερα τη δημοσίευση αποσπασμάτων από την Ομιλία του κ. Σ. Κεμεντζετζίδη στη Νάξο σχετικά με τον Οσιακό βίο του μακαριστού γ. Φιλοθέου Ζερβάκου. Στο σημερινό απόσπασμα περιλαμβάνονται αναμνήσεις του γέροντος από θαυμαστά γεγονότα που εβίωσε και μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν εκ του σύνεγγυς. 

 

Ένα εξαίσιο γεγονός...

 

(… Όταν το 1924) επήγα σε προσκύνηση των Αγίων Τόπων, μου συνέβη το εξής γεγονός.

Κάποια ημέρα, που ελειτούργησα στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ όπου γεννήθηκε ως νήπιο ο Βασιλεύς όλων, ο συνέχων διακρατών και διακυβερνών τα πάντα, ενώ κατέβαινα μετά την λειτουργία, προς το μετόχι της Μονής του Αγίου Σάββα προς συνάντηση του οικονόμου της Μονής· και από εκεί θα επισκεπτόμεθα την ιστορική Μονή του Αγίου Σάββα.

Βγαίνοντας από την πόλη της Βηθλεέμ είχα ως βοηθό κάποιον μοναχό του Ναού, ο οποίος, αφού με συνώδευσε λίγο, μου έδωσε σχετικές οδηγίες, για να μη παρεκλίνω. Ενώ όμως κατέβαινα κάποιον ομαλό δρόμο, γύρισα πίσω το βλέμμα μου μήπως δω κάποιον και τον πάρω ως συνοδοιπόρο και ασφαλή οδηγό, βλέπω ξαφνικά σε απόσταση 20-30 μέτρων, δύο ωραιότατα και χαριέστατα αρνιά, τα οποία μου εκίνησαν τον θαυμασμό.
Στην αρχή υπέθεσα πως θα έφυγαν από κάποια κοντινή ποίμνη. Παρατήρησα δεξιά αριστερά, για να φωνάξω τον ποιμένα να έλθη να τα παραλάβη, αλλά πουθενά δε φάνηκε ποίμνη. Άρχισα να προχωρώ και εκείνα, τα ευλογημένα, με ακολουθούσαν και εβάδιζαν με τόση ευταξία, ωσάν να ήσαν στρατιώται. Όσες φορές καθόμουν, κάθονταν και εκείνα, και όσες φορές εβάδιζα, προχωρούσαν και εκείνα.
 
Αυτό συνέβη όχι μια φορά και δύο, αλλά πολλές φορές, ώστε άρχισα να απορώ και να θαυμάζω.Αφού απομακρύνθηκα αρκετά από την Βηθλεέμ περιβλέποντας δε δεξιά και αριστερά και ουδένα θεασάμενος, υπέθεσα ότι τα αρνιά θα ήσαν κάποιου από την πόλι της Βηθλεέμ και ανεχώρησαν από την μάνδρα του. Τότε γύριζα προς τα ωραιότατα και χαριέστατα εκείνα δύο αρνιά, ωσάν να ήσαν λογικά, και τα λέγω:
 
«Καλή είναι και μου αρέσει η συντροφιά σας και η συνοδεία σας, αλλά μου αρκεί στην συνοδοιπορία μου ο φύλακας της ψυχής μου Άγγελος. Λοιπόν, σας παρακαλώ, να επιστρέψετε εις εκείνον απο τον οποίον αναχωρήσατε»· και τα ευλογημένα εκείνα ωραιότατα αρνιά, τα οποία μου φαίνεται ωσάν να τα βλέπω και τώρα που σας γράφω αυτές τις γραμμές, με εκοίταξαν με γλυκό βλέμμα και χαρωπό πρόσωπο, υποκλίθηκαν, εκτύπησαν τα πόδια τους, γύρισαν πίσω και, ως αστραπή, εξαφανίσθηκαν.
 
Αυτό με εξέπληξε και αγνοώ που να το αποδώσω. Ίσως να ήσαν άγγελοι οι παρά Θεού εντεταλμένοι στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, ως φύλακες, φρουροί και βοηθοί των πιστών. Ίσως και από εκείνους που εφάνησαν στους ποιμένες την νύκτα κατά την οποία εγεννήθηκε ο Αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου, ψάλλοντες το «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη…».
 
Οσες φορές ενθυμηθώ, το γεγονός αυτό, οι οφθαλμοί μου πληρούνται δακρύων και η καρδία μου χαράς και πνευματικής αγαλλιάσεως.
 
Επίστρεψον και ποίμενε τα πρόβατά μου
 
Όταν (το 1924) επήγα εις προσκύνησι του Θεοβαδίστου όρους Σινά και ανήλθα εις το όρος Χωρήβ, εισήλθα εις το σπήλαιον του προφήτου Ηλιού και εδεόμην του Κυρίου να ευδοκήση να κατοικήσω εκεί μόνος μόνω Θεώ·
 
άκουσα  φωνής εκ τρίτου να μου λέγη· μη μείνεις εδώ, αλλά επίστρεψον προς την πατρίδα και ποίμενε τα πρόβατά μου.
 
Φοβούμενος να εναντιωθώ εις το θέλημα του Θεού, άκων και μη βουλόμενος επέστρεψα. Από τότε και η προς την έρημον ορμή και έφεσις κατεστάλη, δεν έσβησε όμως, αλλ’ ανάπτει. Δεν θέλω δε να ποιήσω το ιδικόν μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Ουρανίου Πατρός τον Οποίον ικετεύω θερμώς και διηνεκώς να με αξιώση, τον ανάξιον, έστω και εις το γήρας μου δι’ ολίγον διάστημα να επαπολαύσω της ποθουμένης ησυχίας.
 
Για την κακουργία των δαιμόνων
 
Διότι δεν του έκανες τα θελήματά του, όπως οι πολλοί, ξεσήκωσε ο μισάνθρωπος και παγκάκιστος εναντίον σου πόλεμο άγριο για να σε τραυματίσει ο ανθρωποκτόνος…
 
Αυτός ο οποίος ετόλμησε και μου είπε προ ετών, όταν εδιάβαζα σε μία κόρη τους Εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου, την οποία είχε κάμει κατοικητήριό του. Όταν ανέφερα το όνομα Βεελζεβούλ, εφώναξε δυνατά· εγώ είμαι ο Βεελζεβούλ ο άρχων των δαιμονίων.
 
Όταν ετελείωσα τους εξορκισμούς εκαυχάτο και έλεγε· εγώ είμαι ο άρχων του κόσμου, εγώ εξουσιάζω όλους. Όλοι είναι ιδικοί μου. Όλοι μου υποτάσσονται· βασιλείς, πατριάρχαι, μητροπολίται, παπάδες, καλόγηροι, άνδρες, γυναίκες, μικροί, μεγάλοι.Ψεύδεσαι του απάντησα, δεν λες την αλήθεια και μου λέγει· αλλ’ αυτοί είναι πολύ λίγοι, εγώ τους πολλούς έχω. Μένουν εχθροί μου μερικοί κουτοί σαν και σένα.  Λίγοι καλόγηροι και μερικοί παπάδες και λίγοι κοσμμικοί. Μα που θα μου πάνε, θα τους κυνηγήσω. Έχω να τους κάμω πολλά, εάν δε θελήσουν να με ακολουθήσουν. Τους μισώ. Δεν θέλω να τους βλέπω, όπως και αυτή την κακούργα, (εννοούσε την πάσχουσα), η οποία είχε έρωτα με τον ξυλοκαρφωμένον, εννοώντας τον Χριστό, και δεν έκανε άλλη δουλειά παρά διαρκώς να προσεύχεται, να ψάλλη, να μελετά, να τρέχει εις τα κηρύγματα.
 
Και επειδή με εστεναχώρει, με πλήγωνε και δεν είχα άδεια να τη φονεύσω, εζήτησα άδεια από τον ξυλοκαρφωμένο να μου επιτρέψει να την βασανίσω, και μου έδωκε και θα την βασανίζω δώδεκα έτη. Τότε θα έβγω. Θα της κάμω μαρτύρια.Όταν δε είπα εις τον διάβολο· γιατί δεν πηγαίνεις να έμβεις εις τους βλασφήμους, εις τους φθονερούς, εις τους πόρνους, εις τους μοιχούς, τους μέθυσους αλλά βασανίζεις την κόρη αυτή την σεμνή, την ηθική, την φρόνιμη, τότε εσήκωσε το χέρι της πασχούσης και με εμούντζωσε.
 
Να, μου λέγει, κουτέ, αυτοί είναι φίλοι μου, είναι δικοί μου, ό,τι τους πω να κάνουν, το κάνουν, τους έχω εις το χέρι μου, ενώ αυτή είναι εχθρός μου. Συ τους φίλους σου τους αγαπάς ή τους μισείς;
 
***
 
Σε επιστολή του στο Γέροντα ο ευσεβής χριστιανός Μάρκος Σκουλάτος από την Νάξο, πνευματικό του τέκνο, σημειώνει και τα εξής:
 
Το 1978 η κόρη μου Κυριακή 23 ετών, έπεσε σε σιδηροδρομικό δυστύχημα….Ήθελα μια παρηγοριά από πνευματικό γιατρό και επήγα στην Πάρο και ευρήκα τον Άγιο Γέροντα Φιλόθεο και του είπα το συμβάν. Έκλαψε μαζί μου. Με συνεπόνεσε και κατόπιν μου λέγει: Μην κλαις, το παιδί σου είναι κοντά στον Θεό, και μου διηγήθη μια παρηγορητική ιστορία.
 
Όταν αργότερα επήγα και τη σύζυγό μου στην Λογγοβάρδα της Πάρου να την παρηγορήσει από το βαρύ πένθος της κόρης μας Κυριακής, αφού εξομολογηθήκαμε, του λέει η σύζυγός μου: «πάτερ Φιλόθεε, τα άλλα μου παιδιά, τέσσερα στην ζωή, τα βλέπω, τα έχουμε· το άλλο όμως που πέθανε, πότε θα το ίδω;» Της λέγει ο άγιος Γέροντας: «μη λυπήσαι, το έχει κοντά της η Παναγία».
 
Η σύζυγός μου δεν πίστευε στην αρχή από την λύπη της· έκανε όμως, ως φαίνεται προσευχή ο π. Φιλόθεος, και ω του θαύματος εκεί που καθόταν η γυναίκα μου, σαν να την πήρε ο ύπνος και βλέπει την Παναγία και κρατούσε το παιδί μας από το χέρι. Τρομαγμένοι τότε, λέμε στον άγιο Γέροντα το όραμα· και της λέγει: Δεν σου είπα ότι είναι κοντά στην Παναγία! Γι’ αυτό είδες και το όραμα, και είναι αληθινό για να πιστέψεις 
 
***
 
Ο τεχνίτης οικοδόμος Ηλίας Φραγκούλης από την Πάρο, μεταξύ άλλων μας ανέφερε και το εξής γεγονός:
 
Μια φορά με τους μαστόρους και τους εργάτες μου ρίχναμε μπετά και ήλθε ο Γέροντας να μας δει. Εγώ επειδή ήμουν απασχολημένος δεν τον επρόσεξα, και ο Γέροντας προχωρούσε. Οι εργάτες του λέγουν: Γέροντα μη προχωρήτε θα βουλιάξετε, διότι είναι ολόφρεσκο το τσιμέντο. Ο Γέροντας δεν άκουσε και προχώρησε χωρίς να αφήση καθόλου σημάδι. Όλοι μας παγώσαμε, που είδαμε αυτό το παράδοξο φαινόμενο, διότι και γάτα να πατούσε θα άφηνε αποτυπώματα. 
 
Γνώμες από πατέρες της Μ. Λογγοβάρδας
 
Ο Γέροντας ήταν αγωνιστής μεγάλος, και επί 60 χρόνια δεν είχαμε στεναχωρεθή. Ζωή ειρηνική. Πάντοτε παρακλητικά έδιδε τις εντολές και αν αντιδρούσε κανείς υποχωρούσε.Όταν επέστρεφε από περιοδεία και έφθανε αργά την νύκτα με το πλοίο, αμέσως επήγαινε εις τον ναόν μόνος του και έκαμνε την ακολουθίαν. Τα δε ξημερώματα ήταν πρώτος στον Ναό. Έζησε με ακρίβεια και συνέπεια την καλογερική ζωή.Ο Γέροντας ήταν φιλακόλουθος. Εις την τράπεζα ολιγαρκής και ποτέ δεν ζήτησε τίποτε άλλο.
 
Την ελεημοσύνη την είχε πρώτη, και αγαπούσε όλους. Είχε χαρίσματα από Θεού, αλλά είχε και καλή ισόβια επιμέλεια και μεγάλη βία στην τήρηση των εντολών.Ήταν μεγάλος νηστευτής, άνθρωπος προσευχής, ζούσε με απλότητα μικρού παιδιού και με ιδιαίτερη αγάπη μελετούσε τον νόμο του Θεού.Σε κάθε ευκαιρία έκαμνε ομιλίες και παντού τον άκουγαν με ευχαρίστηση μικροί και μεγάλοι.
 
Ο Γέροντας Φιλόθεος ήταν από τους πρώτους στην εκκλησία. Έτρωγε πάντα λίγο. Δεν προσέβαλε ούτε και μάλωνε. Όπου πήγαινε ομιλούσε και εξομολογούσε και τον αγαπούσαν παντού. Είχε πολλά χαρίσματα (πατήρ Δαμιανός).Ήταν πολύ μεγάλο παλληκάρι του Χριστού, αναντικατάστατος. Δεν θα ξαναγίνη. Όλοι πιστεύουμε πως δεν θα ξαναγίνη τέτοιος άνθρωπος.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ:

https://www.monastiriaka.gr/gerontas-filotheos-zervakos--n-95961.html