Τον Απόστολο Κατσιμπίρη πού ήταν δίπλα μου τον έριξαν κάτω. Έμεινα μόνος και ακολουθώντας ένα ρέμα με έχασαν...
Όμως, κοντά στα σύνορα των χωριών Ριζώματος - Βασιλικής με έφτασαν πάλι

Ήσαν 10 άτομα και με τον αρχηγό 11 , τρέχοντας πάνω σε άλογα για να με πιάσουν. Έβριζαν καθώς με κυνηγούσαν, και έριχναν με τα Στεν, χωρίς να μπορούν να με σκοτώσουν.

Οι σφαίρες τρύπαγαν τα ράσα μου, τις καταλάβαινα, αλλά κυλούσαν στο χώμα χωρίς να με τραυματίζουν...
Με πλησίασαν στα 50 μέτρα γύρω γύρω, με περικύκλωσαν φωνάζοντας, "κερατά τράγο, πού θα μας πας ; " βρίζοντάς με χυδαία...
Και τότε εγώ, βρισκόμενος στη μέση κινδύνου ζωής και θανάτου, σταμάτησα, σήκωσα τα χέρια μου προς τον ουρανό, και από το βάθος της ψυχής μου φώναξα, «Μιχαήλ Αρχιστράτηγε των Αγγέλων, σώσε με, κινδυνεύω !...»
Και ώ, του θαύματος !

Σαν αστραπή παρουσιάσθηκε ό Αρχάγγελος Μιχαήλ στον αρχηγό. Είδε έναν νέο με σπαθί, όπως ομολογούσε κι ο ίδιος αργότερα, που κόβοντας με μια σπαθιά τα σχοινιά από την σέλα του, τον έριξε κάτω σπάζοντας την σπονδυλική στήλη του.

Οι υπόλοιποι δέκα, έμειναν ακίνητοι, κεραυνόπληκτοι !...

Οι ενορίτες του χωριού Βασιλική φύγανε από την Εκκλησία και βγαίνοντας έξω κοιτάζανε τί θα γίνει. Ακούω μια φωνή. Ήταν του αρχηγού τους,

«Να μας συγχωρέσεις παπά μου, είπε, και να πας στο καλό. Έχεις όριο ζωής και υψηλούς προστάτες...»

Ευχαριστώ, τούς απάντησα. Τούς συγχώρεσα, και τους ευχήθηκα ο Θεός να τους φωτίσει, να μετανοήσουν και να γίνουν καλοί άνθρωποι. Να λέτε την αλήθεια, τούς είπα, και να έχετε τον Θεό βοήθεια. Πήραν τον τραυματισμένο σύντροφό τους και έφυγαν μαζεμένοι...


Ποιός  ήταν ο  παπαΔημήτρης  Γκαγκαστάθης ;


Ο παπά – Δημήτρης γεννήθηκε το 1902 στον Πλάτανο Τρικάλων, χωριό που για 42 ολόκληρα χρόνια, (1931-1973) υπηρέτησε ως εφημέριος.

Και εκεί στις 29 Ιανουαρίου, 1975, «εξήχθη εις αναψυχήν, συναντήσας το Φως της ζωής». Η φτώχεια δεν του επέτρεψε να πάρει μόρφωση και μικρός έγινε τσοπανόπουλο. Βόσκοντας, όμως, τα πρόβατα, άρχισε να έχει τις πρώτες πνευματικές εμπειρίες. Γράφει ο ίδιος:

“Για να ενδυναμώσω την πίστη μου διάβαζα στην καλύβα μου βίους Αγίων. Απέφευγα τις συναναστροφές του κόσμου.

Επί τούτου επήγαινα στις πιο βαθιές χαράδρες και προσευχόμουν. Πολλά βράδυα έρχονταν οί  δαίμονες  για να με εξοντώσουν αλλά οι Αρχάγγελοι δεν τους επέτρεπαν και έφευγαν άπρακτοι...”.

Σε ηλικία 19 ετών κατατάχθηκε στην Χωροφυλακή. Πριν φύγει από το χωριό πέρασε από τους προστάτες του Αρχαγγέλους. “Τους προσκύνησα και τους παρακάλεσα: Με καλεί η πατρίδα να πηγαίνω. Σας θέλω να με ενισχύσετε, να με βοηθήσετε και να έλθω πάλιν σώος και αβλαβής, όπως φεύγω τώρα”.

Πολέμησε στην Μικρά Ασία. Στην μεγάλη καταστροφή της Σμύρνης, οι προστάτες του Αρχάγγελοι τον έσωσαν θαυματουργικώς πολλές φορές. Γράφει ο παπα-Δημήτρης:

“Έφθασα στην Σμύρνη Σάββατο, την ώρα που κτυπούσαν οι καμπάνες. Τι συγκινητικόν ήτο! Αργά την νύκτα έρχεται και πάλιν ο γέρων (εννοεί τον Αρχάγγελο Μιχαήλ ) και μου λέγει:

" να  πας εις το δεύτερο λιμάνι ( όχι εδώ ). Περί ώρα 9, παρά τέταρτο, να μπεις εις το πλοίον και θα βγείς εις την Χίον. Εγώ είμαι μαζί σου, μη φοβείσαι..."

Έτσι και έγινε. Βγήκα εις την Χίο και έπειτα στην Αθήνα. Από την Αθήνα με έστειλαν εις την Κομοτηνή. Εκεί τακτικά εκκλησιαζόμουν και έμαθον και την ψαλτική. Γυρίζοντας από το στρατιωτικό εγράφηκα εις άλλο Δημοτικό Σχολείο και πήρα απολυτήριον έκτης Δημοτικού, για να γίνω Ιερεύς.

Την 24ην Μαΐου 1931 έγινα Διάκονος και εις τας 26 του ιδίου μηνός έγινα Ιερεύς”. Τότε άρχισε η θαυμαστή ποιμαντική, ασκητική, ιερατική, εθνική και κοινωνική ζωή του παπα-Δημήτρη. Ως πατέρας (εννέα παιδιών μάλιστα), ιερεύς και ποιμένας, πονούσε με αγάπη ολόκληρο το ποίμνιο του, ολόκληρο το χωριό του. Είχε γεμίσει όλους τους χώρους του μικρού χωριού του με εικονοστάσια, σταυρούς, εικόνες κλπ.

Ήταν φιλάνθρωπος, ελεήμων, ανοιχτόκαρδος, κοινωνικός, έχοντας πάντοτε καραμέλες για τους μικρούς και μικροποσά για τους φτωχούς μεγάλους. Ενδιαφερόταν για βιβλιοθήκες, έκανε επισκέψεις, έδινε δώρα, έστελνε επιστολές. Ήταν μέσα σ΄ όλα, αλλά ουσιαστικά ζούσε έξω από όλα. Ήταν ασκητής στον κόσμο, έχοντας απόλυτη άνεση, με τον Θεό, με τους Ταξιάρχες και τους Αγίους.

Μια φορά όταν πέρασε ένα πλημμυρισμένο ποτάμι, ( για να σωθεί έτσι από εχθρούς ) χωρίς να βρέξει ούτε τα πόδια του, τότε πολύ απλά είπε: “Ε ! τον τσακώσαμε τον Γιώργη ( τόν Άγιο Γεώργιο ), τον πιάσαμε τον Ευεργέτη”.

Ο Ηγούμενος τους Ι.Μ.Σιμωνόπετρας Αγίου Όρους, π. Αιμιλιανός, που είχε στενό σύνδεσμο με τον παπα-Δημήτρη, γράφει: “Και ο ύπνος του σώματος του και η νήψις τους ψυχής του και η μύησις των οφθαλμών του και ο λόγος του και η σιωπή του ήσαν στοιχεία και μέσα επικοινωνίας με τον Θεόν και τους φίλους του Θεού. Εζη συνηρμοσμένος εν τω μυστικώ σώματι τους Εκκλησίας, έζη την Βασιλείαν του Θεού, τα φαινόμενα θεωρών, τα αόρατα κατανοών”.

Η πνευματικότητα, η πίστη του και η γενναιότητά του, φάνηκαν στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Η ευρύτερη περιοχή γύρω από τον Πλάτανο ελεγχόταν από τον ΕΛΑΣ. Ο παπα- Δημήτρης, μόνος παπάς τότε σε όλη την περιοχή, αρνιόταν να συνοδοιπορήσει με τους κομμουνιστές. Κατήγγειλε τα άθεα πιστεύω τους.

Κυνηγήθηκε αλύπητα και κινδύνευσε πολλές φορές. Πολλοί, ακόμα και οι οικείοι του, του έλεγαν να σωπάσει, αλλά αυτός αρνιόταν. Γράφει:

“Μου λέει η παπαδιά μου. Παπά χαζάθηκες τελείως; Εσύ θα φέρεις το αποτέλεσμα; Δεν βλέπεις όλους τους παπάδες των χωριών, που κάθονται στα σπίτια τους, δουλεύουν και τρώγουν με τους οικογένειες τους; Εγώ τους απαντώ. Θα πεθάνω για τον Χριστό και όχι για τον χρυσό. Κομμουνιστής εγώ δεν γίνομαι.”

Ο παπα-Δημήτρης δεν φοβόταν γιατί συνοδοιπορούσε με τους Αγίους, τους Ταξιάρχες και τον Αη-Νικόλα.

Η ζωή του έκτοτε και μέχρι της ασθενείας του ήτο μία διαρκής κένωση του εαυτού του υπέρ πάντων. Τον άκουγες να λέγει “Τρέξε παπα- Δημήτρη, τρέξε, ο διάβολος έζωσε και πάλι το χωριό”.

Το κομποσχοίνι έλιωνε στα χέρια του υπέρ πάντων και όταν καμμιά φορά αγνοούσε τα ονόματα, μουρμούριζε: “υπέρ του διευθυντού του ΚΤΕΛ, υπέρ του οδοντιάτρου, υπερ…υπέρ…”.

Επισκεπτόταν μοναστήρια για πνευματική αναψυχή και δύναμη, είχε αναπτύξει πνευματικό δεσμό με τους μακάριους γέροντες π. Φιλόθεο Ζερβάκο, π. Αμφιλόχιο Μακρή, π. Εφραίμ Κατουνακιώτη, με τους οποίους αλληλογραφούσε και Εξομολογείτο. Αν και ασπούδαστος, είχε ακέραιη Ορθόδοξη πίστη, γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα και διάκριση πνευμάτων.

Γράφει ο ίδιος: “Όταν το 1971 ήλθαν οι μεγάλοι των ξένων εκκλησιών στα Τρίκαλα, πήγα και τους είδα και λέγω: φύγε Παπαδημήτρη ογλήγορα και μην κοιτάς πίσω...”.

Όταν του διαγνώσθηκε καρκίνος, τον Φεβρουάριο του 1970 υπεβλήθη σε εγχείριση στον Ευαγγελισμο. Θαύμα μεγάλο και ζωντανό έγινε. Γράφει ο ίδιος σε επιστολή του:

“Οι ιατροί του ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ μου το ανήγγειλαν καθαρά το πικρό φιρμάνι.

Εγώ εδόξαζα τον Θεόν, που μου έδωκε αυτό το μεγάλο δώρον, τον καρκίνον, για να με δοκιμάσει. Η εγχείρισις κράτησε 5 ώρες. Τις επόμενες ημέρες είχα μία διάθεση που μου ερχόταν να κατέβω από το κρεββάτι. Δεν αισθανόμουν τίποτα. Το βράδυ, που έμεινα μόνος, ήλθαν δύο άγνωστοι ( άγγελοι ) και με φύλαγαν και με ανακούφιζαν. Χαρά Θεού και ευλογία Θεού εκείνο το βράδυ, που δεν μπορώ να περιγράψω. Ολοι εθαύμασαν πως έζησα...”.

Επέστρεψε ο πατήρ-Δημήτριος στο χωριό του, έχοντας υγεία πλέον, ιδιαίτερα εύθραυστη. Το 1973 νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ για «ανώτερες σπουδές», όπως έλεγε χαριτολογώντας. Ο Θεός προετοίμαζε τον δούλο του.

Στις 29/1/1975, μετά πολύμηνους φρικτούς πόνους ο Θεός τον δέχθηκε. Πριν αναχωρήσει για τις σκηνές των δικαίων έλεγε: “Όταν βρώ εκεί θέσιν, τότε θα έρχομαι και θα σας βοηθώ. Αμ, πώς! Θα ξεχάσω τα πνευματικά μου παιδιά;”


( του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου δασκάλου – συγγραφέα )

http://aktines.blogspot.gr/2014/01/291-1975.html