Παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἱερομονάχου Ἰσαάκ: «Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου» Ἅγιον Ὅρος, τὰ ὁποία ἀναφέρονται σὲ περιστατικὰ ποὺ συνέβησαν ὅταν βρέθηκαν μαζὶ οἱ δύο γέροντες στὸ στρατό.

 

Αὐτοθυσία...

 

Ὁ νῦν µοναχός Ἀρσένιος ἀπό τήν Κέρκυρα ( καί τότε κ. Παντελής Τζέκος), συστρατιώτης τοῦ Γέροντα , διηγεῖται:...

«Στή Ναύπακτο, ἐνῶ ἔπαιρνα ἕνα σῆµα ἀπό τήν Πάτρα, µέ πλησιάζει ὁ Ἀρσένιος (π. Παϊσιος μετέπειτα ) καί µοῦ λέει:

– Ξέρεις; Εἴµαστε ἀδέλφια.

– Ἀπό ποῦ εἴµαστε ἀδέλφια;

Μοῦ προτείνει τά δυό χοντρά δάχτυλα* καί µοῦ λέει:

– Ἔχουµε τά ἴδια δάχτυλα, ὅµοια τά δικά σου καί τά δικά µου, γι᾿ αὐτό εἴµαστε ἀδέλφια».

Ἑνώθηκαν µέ ἀδελφική φιλία καί κάποτε ὁ Ἀρσένιος µέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του τόν ἔσωσε. Ἡ διήγηση εἶναι αὐτούσια τοῦ κ. Παντελῆ, µόνο πού διακόπτεται ἀπό λυγµούς καί ἄφθονα δάκρυα συγκινήσεως καί εὐγνωµοσύνης γιά τόν φίλο καί σωτῆρα του:

«Κοντά στή Ναύπακτο κάναµε µιά µάχη. Ἐκεῖ πού ὑποχωρούσαµε, διότι εἶχαν περισσότερες δυνάµεις οἱ ἀντάρτες, σέ κάποια στιγµή ἔπεσα καί χτύπησα, γιατί εἶχα ἕναν βαρύ ἀσύρµατο στήν πλάτη.

Ὅταν ἔφθασαν οἱ στρατιῶτες στήν γραµµή πού εἶχαν ὁριοθετήσει οἱ ἀξιωµατικοί µας, εἶδε ὁ Ἀρσένιος ὅτι ἔλειπα. Βγάζει τόν ἀσύρµατό του καί τρέχει. Τοῦ φώναζαν οἱ ἀξιωµατικοί καί οἱ στρατιῶτες: «Ἄσ᾿ τον αὐτόν. Πάει αὐτός, χάθηκε!».

Ἦρθε κοντά µου, ὅπως µοῦ εἶπαν µετά οἱ ἄλλοι, µέ σήκωσε, µέ ἔβαλε στήν πλάτη του καί µέ πῆρε στίς γραµµές πίσω. Ὅταν συνῆλθα, ἄκουσα νά τοῦ λέγη ὁ λοχαγός Βουδούρης:

«Ἐσύ κάποιον Ἅγιο ἔχεις καί σέ βοήθησε καί βοήθησες καί τοῦτον ἐδῶ».

Ρώτησα: «Τί ἔγινε παιδιά»; Καί µοῦ ἐξήγησαν. Ἐκεῖ πού ἔπεσα ἦταν ἑκατό µέτρα ἀπό τήν γραµµή τῶν ἀνταρτῶν καί διακόσια ἀπό τήν γραµµή τήν δική µας».

*Ἦταν πράγµατι χαρακτηριστικοί οἱ ἀντίχειρες τοῦ Γέροντα. Ἡ τελευταία φάλαγγα τῶν δακτύλων ἦταν πιό µικρή καί τά νύχια σχεδόν µισά.

 

Προσεύχεται ἐν µέσω σφαιρῶν...

 

«Μιά µέρα», συνεχίζει ὁ κ. Παντελής, «ἤµασταν πάνω σέ ἕνα ὕψωµα πού λεγόταν «Φονιάς». Μᾶς εἶχαν ἀποκλείσει οἱ ἀντάρτες καί δέν µπορούσαµε νά φύγουµε ἀπό πουθενά, γιατί δέν ὑπῆρχε διέξοδος.

Ὁ Ἀρσένιος ἦταν ὄρθιος. Οἱ σφαῖρες ἔπεφταν καί σφύριζαν. Ἐγώ τόν ἔπιανα ἀπό τό χιτώνιο καί τόν τραβοῦσα νά πέση κάτω. Αὐτός τίποτε. Κοίταζε ψηλά καί εἶχε τά χέρια του ἔτσι, σταυρωµένα.

Ἔ, φαίνεται µᾶς λυπήθηκε ὁ Μεγαλοδύναµος, καί κάποια στιγµή ἦρθαν τά ἀεροπλάνα καί ἄνοιξαν δρόµο. Ὅταν φεύγαµε, τοῦ λέω:

– Καλά, Χριστιανέ µου, γιατί δέν ἔπεφτες κάτω;

– Προσευχόµουν.

– Προσευχόσουν; ρώτησα µέ µεγάλη ἀπορία».

Τί δύναµη εἶχε ἡ προσευχή του καί πόσο µεγάλη ἦταν ἡ πίστη του, ὥστε νά ἀψηφᾶ τίς σφαῖρες! Τό πιθανώτερο ἦταν νά παρακαλοῦσε τόν Θεό νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι καί ἄς σκοτωθῆ ὁ ἴδιος.

Γι᾿ αὐτό στεκόταν ὄρθιος καί ἀκάλυπτος. Καί ὁ δίκαιος Θεός, βλέποντας τήν αὐτοθυσία του, τόν ἔσωσε µαζί µέ τούς ἄλλους. (συνεχίζεται...)

 ΠΗΓΗ: original

Ένα μεταθανάτιο θαύμα του...


«…Από τα δώδεκα μου χρόνια υπέφερα από δαιμόνιο. Η ζωή μου είχε γίνει μαρτύριο. Μετά τους εξορκισμούς που μου διαβάζανε αισθανόμουν σαν να με είχαν δείρει.
Το Α’ Σάββατο των νηστειών, το έτος 1995, ο πνευματικός μου προγραμμάτισε να κάνουμε μιά αγρυπνία στην Σουρωτή, στόν τάφο τού γέροντα Παϊσίου...

Πριν ξεκινήσουμε, αισθάνθηκα άγριο πόλεμο. Σε όλη την αγρυπνία δεν αισθάνθηκα καθόλου νύστα. Ήμουν στο κέντρο της Εκκλησίας
κάτω και γύρω-γύρω μοναχές.

Τελείωσε η αγρυπνία και άρχισαν να διαβάζουν αγιασμό. Αγρίεψα πολύ. Με πήγαν να φιλήσω τα λέιψανα του Αγίου Αρσενίου.
Ήταν η πρώτη φορά, το λέω και ανατριχιάζω, που αισθάνθηκα και σωματικά κάψιμο. Στο τέλος γύρισα και είπα

“Παΐ., Παΐ.”. Με ρώτησε η Ηγουμένη : “Παΐσιος;” και κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Τότε αγρίεψα πάρα πολύ, άρχισα να τσιρίζω, με πήγαν στον τάφο, και εκεί φώναξα τρεις φορές “Άγιος”.
Ενώ ήθελα και προσπαθούσα να φύγω με πιάσανε και… με το ζόρι με ξαπλώσανε στον τάφο του Γέροντα ανάσκελα.

Είδα τότε το γέροντα να ανασηκώνεται από τη μέση και πάνω σαν να ξυπνά από ύπνο, όχι σαν νεκρός. Ήταν ακριβώς ο ίδιος με τα γένια και τα ράσα του. Ήταν θέμα δευτερολέπτου. Με ακούμπησε με το χέρι του στο μέτωπο και την ίδια στιγμή είδα να βγαίνει μαύρος καπνός από το στόμα μου...

Ηρέμησα παντελώς, αλλά ο σωματικός πόνος δεν έφυγε αμέσως. Κοιμήθηκα και από τον πόνο ξυπνούσα λέγοντας “Πονάω πολύ”.

Επί σαράντα μέρες όμως ένοιωθα μια τέτοια χαρά, που από την χαρά μου έκλαιγα. Ίσως να ήταν παράτολμο αυτό που είπα :

« Θεέ μου, έστω και μια ολόκληρη ζωή να βασανίζομαι όπως πρώτα, φθάνει να αισθανθώ πάλι, έστω και για ένα λεπτό αυτή την χαρά..».

Πηγή