Μια κυρία από ένα χωριό, ήρθε πριν μερικά χρόνια να με δη. Μου είπε ότι ήρθε στις Ροβιές στο πανηγύρι και κατά το έθος κοινώνησε.

Όμως, ενώ κατάπιε το “ζμι” (ζουμί–αίμα Κυρίου), το “κοψίδι” (ψίχα–σώμα Κυρίου) έμεινε κάτω από την γλώσσα και δεν μπορούσε να το καταπιή.

Πήγανε σε ένα σπίτι, τους κέρασαν καφέ και παξιμάδι, τα έφαγε, αλλά το κομματάκι δεν κατέβαινε.

Το είπε στην γειτόνισσα και την παρακάλεσε να το σκουντήση με το χέρι της. Φύγανε μετά από τις Ροβιές.

Στον δρόμο είχανε ψωμί και τυρί και φάγανε σε μια πηγή που σταματήσανε. Αισθάνθηκε ότι είναι ακόμα εκεί το ψιχουλάκι και αισθανόταν ότι μοσχοβολάει.

Έβαλε το δάκτυλο και το σκουντούσε και αυτό έβγαινε έξω πάλι στην γλώσσα της.

— Τι ήταν αυτό, π. Ιάκωβε; με ρώτησε.

— Μήπως είχες κανένα αμάρτημα και πήγες να κοινωνήσης και δεν ήσουν άξια και ικανή να πας να κοινωνήσης; Μήπως με καμμιά σου γειτόνισσα τα είχες χαλάσει;

— Ναί, παπά μου! Ήρθε η κόττα της γειτόνισσας στην αυλή μου και την έδιωξα λέγοντας “ να πάς να φας την νοικοκυρά σου, να ψοφήση η νοικοκυρά σου!”.

Και ύστερα σαν να με φώτισε ο Θεός το βράδυ και μου είπε: “Δεν πας να πάρης συγχώρηση από την γειτόνισσα;”.

“Να πάω”, είπα.

Στον δρόμο όμως που πήγαινα, μου είπε ο λογισμός: “Ε! δεν είναι καί τίποτα αυτό.... Και η δική μου πάει σε αυτήν και αυτής έρχεται σε μένα”.

«Βλέπετε τι της είπε ο διάβολος; Και ενώ πήγε να κοινωνήσει, δεν κοινώνησε, διότι είχε καταραστεί την γειτόνισσά της...».

«Και μια άλλη φορά, ένα παλληκάρι ήρθε να κοινωνήση και δίσταζα λίγο μέσα μου να το κοινωνήσω.

Φαίνεται θα είχε κάποιο πνευματικό κώλυμα.

Όταν, λοιπόν, το κοινωνούσα, ένας παρευρισκόμενος μοναχός, αρετής άνθρωπος, είδε να φεύγη από την αγία Λαβίδα μια χρυσή λάμψη, να περνά πάνω από το κεφάλι μου και να πάη μέσα, πάνω στην Αγία Τράπεζα όπου και κάθησε εκεί.

Μετά την ακολουθία,  μου είπε ο μοναχός τί ακριβώς είχε ιδεί...


ΑΠΟΣΜΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ: Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ