- Ήταν να παρουσιαστώ μπροστά τους; Τα ίδια καί χειρότερα θά πάθαινα. Θά με έκριναν κατάσκοπο καί τότες αλλοίμονο σ’ εμένα...
- Ένα απομεσήμερο έφθασαν έδώ μπροστά πού μιλούμε τώρα ομάδα ανταρτών. Είχαν μαζί τους ένα παπά. Τό τί τον βασάνιζαν δεν μπορώ νά σού περιγράφω· λιγώνεται ή ψυχή
μου. Μού ’ρθε νά βάλω φωτιά στον τόπο, αλλά φοβήθηκα. Τό πιο τρομερό απ’ όλα ήταν πώς τά βασανιστήρια τά ’φτιαχναν γυναίκες, πού εμείς τις θεωρούμε τρυφερές υπάρξεις.

Στο τέλος τον έγδυσαν, τον διαπόμπευσαν, τον έδεσαν κάτω σ’ αυτήν τήν αυλή τού Αγίου Δημητρίου καί οί άσπλαχνοι άνδρες έκαναν χάζι μαζί τους. Μιά σκύλα τού απέκοψε με τσεκούρι τά γεννητικά όργανα καί έβαψε τούς παραστάτες τής εκκλησιάς. Δεν είναι, παιδί μου, χρώμα αυτό πού θωρείς.

Είναι αίμα μαρτυρικό καί μάλιστα λευϊτικό. Διάβασα όλους τους βίους των Αγίων έδώ που βόσκω τα πρόβατά μου. Τέτοιο μαρτύριο δεν βρήκα στα Συναξάρια. Άπό τότε κανείς δεν
άσπρισε ούτε έβγαλε αύτό τό βάψιμο.

Καί αναλύθηκε ό γέρος σε δάκρυα καί στεναγμούς.
- Γιατί κλαις;
- Δεν κλαίω τον μάρτυρα, άλλα τους ανθρώπους, πού χωρίς τον Θεόν γίνονται των θηρίων αγριότεροι. Άλλα γιατί, δέσποτα, ή Εκκλησία δεν τούς τιμά τούς μάρτυρες αύτούς ως
Αγίους; Λένε: «Γιά να μην ανάβουν τα μίση». Αυτοί άναψαν καί έκαψαν καί τώρα πού θά δροσίσουν την Εκκλησία, αφήνουμε την μαρτυρία καί τα μαρτύρια καί καταπιανόμαστε με χωρατά καί παραμύθια; Αλλοίμονο μας, πάτερ, όποιος και να είσαι.

Κατέβηκα μιά βόλτα στην πόλη. Μπήκα σε μιά μεγάλη εκκλησιά να χαιρετίσω τις εικόνες. Ένα παλληκαρούδι είχε συναγμένα παιδιά καί δίδασκε. Ρώτησα τί ’ναι πού κάνουν
καί μου απάντησαν «Κατηχητικό».

Κάθισα παράμερα ν’ ακούσω. Πάντα αγαπώ τά λόγια του Θεού. Αφουγκράστηκα. Πήγα καί πιο κοντά καί άκουσα χωρατά, τραγούδια και πράγματα πού δεν ήτανε γεγονά. Στο τέλος έπιασα τον δάσκαλο.
-- Παιδί μου, έχουμε ζωντανά πράγματα στην πίστη μας κι εσύ λες παραμύθια; Μη χειρότερα. Κάθισα καί τού διηγήθηκα αύτήν την ιστορία. Καί αυτός, καλε μου πάτερ, ούτε πού συγκινήθηκε ούτε πού δάκρυσε.
Μάλλον με αποστράφηκε, γιατί ήμουνα κακοντυμένος καί αγράμματος. Μη χειρότερα. «'Όσο πάει καί γερνούμε, άλλα πράγματα θωρούμε».
Ό γέρος είχε πολλή διάθεση γιά διδαχή, άλλ’ ήδη έκλινε ή ημέρα καί βρισκόμαστε στις πρώτες ώρες τής νύχτας καί έπρεπε να φύγουμε. Σίγουρα τώρα πού γράφω θά έχη κοιμηθή.
Άς είναι ή μνήμη του αιωνία, γιατί αληθινά μιλούσε.

ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ