᾿Επειδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἤθελε νὰ μιλήσει, ὁ Γέροντας ἐπέμενε πολλὴ ὥρα παρακαλώντας τον. Τελικὰ ὑποχώρησε ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπε:

---«Μία φορὰ μόνο τρώω ὅλο-ὅλο, τὸ βράδυ.

Καὶ ὅταν βλέπω τὰ ἔσοδά μου τὸ βράδυ, παίρνω μόνο τὸ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ συντήρησή μου. Τὸ ὑπόλοιπο τὸ δίνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.

Καὶ ἄν φιλοξενήσω κάποιους δούλους τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτοὺς τὸ ξοδεύω.

Τὸ πρωὶ μόλις σηκωθῶ, πρὶν καθήσω στὸ ἐργόχειρό μου, λέω ὅτι ἡ πόλι αὐτὴ ἀπὸ τὸν πιὸ μικρὸ μέχρι τὸν πιὸ μεγάλο μπαίνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γιὰ τὶς ἀρετές τους, ἐνῶ ἐγὼ μόνον κληρονομῶ τὴν Κόλαση γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου.

Τὸ βράδυ πάλι λέω τὸ ἴδιο, πρὶν κοιμηθῶ».

῞Οταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Γέροντας, σκέφτηκε:
---«Καλὴ βέβαια εἶναι ἡ ἐργασία αὐτή, ἀλλὰ ὄχι καὶ ἄξια νὰ ξεπερνάει τοὺς κόπους ποὺ ἔκανα τόσα χρόνια εγώ…»

᾿Ενῶ ἦταν ἡ ὥρα νὰ φᾶνε, ὁ Γέροντας ἄκουσε κάποιους νὰ τραγουδᾶνε στὸν δρόμο -τὸ σπίτι τοῦ λαχανοπώλη βρισκόταν σὲ κεντρικὸ μέρος.

Τοῦ λέει ὁ Γέροντας:

---«᾿Αδελφέ, ἀφοῦ θέλεις μὲ τόση ἀκρίβεια νὰ ζεῖς σύμφωνα μὲ τὸ τὶ θέλει ὁ Θεός, πῶς μπορεῖς καὶ μένεις σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο; Τώρα δὲν ταράζεσαι, ὅταν ἀκοῦς αὐτὰ τὰ τραγούδια;».

Τοῦ λέει ὁ ἄνθρωπος:

---«᾿Αββᾶ, σοῦ λέω ὅτι οὐδέποτε ταράχθηκα ἤ σκανδαλίσθηκα».

Σὰν τ᾿ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Γέροντας ρώτησε:

---«Τί σκέφτεσαι μέσα στὴν καρδιά σου, ὅταν τ᾿ ἀκοῦς όλα αὐτά;».

᾿Απάντησε:

---«Συλλογίζομαι ὅτι ὅλοι πηγαίνουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». 

Στὰ λόγια αὐτὰ θαύμασε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε:

---«Αὐτὴ λοιπόν εἶναι ἡ ἐργασία ποὺ ξεπέρασε τὸν τόσων χρόνων δικό μου κόπο ! ».

῎Εβαλε μετάνοια καὶ εἶπε:

---«Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ. Εγώ δὲν ἔφτασα ἀκόμη σ᾿ αὐτὸ τὸ μέτρο».

Καὶ χωρὶς νὰ καθίσει γιὰ φαγητό, ἔφυγε πάλι γιὰ τὴν ἔρημο…

Από τὸ «Μέγα Γεροντικό