Επιστολή 1η


ΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ...


"Μάς είχαν συλλάβει οικογενειακώς μέ τό πρόσχημα, μή πληρωμή στούς φόρους. Κάθε πρωϊ σηκωνόμασταν πρίν φέξει γιά τήν δουλειά. Ή μητέρα καθάριζε τά γραφεία τής φυλακής. Έπρεπε πρίν τίς 8 νά λάμπουν όλα. Νά είναι τά τζάμια καθαρά, τά κομπιούτερ, οί ναργιλέδες, καί ειδικά τό γραφείο τού διευθυντού.

Μιά μέρα, δέν θά τήν ξεχάσω ποτέ, πήγα μαζί της νά τήν βοηθήσω, επειδή είχε πυρετό. Έκαιγε ολόκληρη καί έτρεμε. Μέ μιά κουβέρτα σκεπαζόμασταν όλοι, κι΄ αυτή ήταν καί τρύπια. Εκείνη έκανε τήν ηρωϊδα, δήθεν ότι δέν κρύωνε, γιά νά σκεπαζόμαστε εμείς...

Τό κρύο, στούς 10 υπό τό μηδέν, καί τό νερό παγωμένο. Εκείνο τό πρωϊ, σάν άνοιξαν τήν πόρτα τού κελιού γιά νά βγεί, παρακάλεσα τόν υπάλληλο νά πάω νά τήν βοηθήσω γιατί ζαλιζόταν, κρύωνε, καί έτρεμε. Είδαν τά χάλια της καί μέ άφησαν.

Εκείνη τήν μέρα δέν τά κατάφερνε καλά ή μάννα μου. Εγώ έκανα ότι μπορούσα, νά φέρω νερό, νά πετάξω τά σκουπίδια. Αργήσαμε, καί μάς πρόλαβε ό διευθυντής στό γραφείο του, όταν ήλθε.

--Ακόμη εδώ είστε, είπε. Τί χάλια είναι αυτά;

Τό πώς βρέθηκε ένα τσιγάρο πατημένο κάτω, ούτε πού τό καταλάβαμε. Φώναζε σάν υστερικός λές καί είχαμε κάνει έγκλημα.

--Συγγνώμη, είπε ή μητέρα μου πηγαίνοντας νά μαζέψει τήν γόπα.

Ό διευθυντής όρμησε βίαια επάνω της, καί μέ μιά δυνατή κλωτσιά μέ τήν μπότα του τήν κόλλησε επάνω στόν τοίχο. Χτύπησε κάπου τό κεφάλι της, κι΄ έμεινε αναίσθητη πεταμένη στό πάτωμα. Έτρεξα κοντά της, κι΄ είδα τό αίμα νά τρέχει από τό κεφάλι της. Δέν άντεξα κι΄ άρχισα νά φωνάζω καί νά κλαίω. Όρμησα επάνω του καί τόν χτύπησα μέ τό ξύλο τής σκούπας στήν πλάτη...

Εκείνος, σφύριξε τότε, κι΄ όρμησαν μέσα οί άνδρες τής φρουράς. Μέ σάπισαν μέ τά γκλόπς στό ξύλο. Βάραγαν στό κεφάλι, στήν πλάτη, χέρια, πόδια, όπου έβρισκαν...

Γεμάτο αίματα μέ βάλανε στήν απομόνωση γιά 10 μέρες...


ΕΝΑΣ  ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ  ΗΛΙΟΣ  ΜΕ  ΖΕΣΤΑΙΝΕ...



Ήταν σάν νά βρισκόμουνα στήν κόλαση. Πυκνό σκοτάδι,γύρω-γύρω ντουβάρι, τσιμέντο χωρίς φώς. Κρύο μέσα, πολλούς βαθμούς κάτω από τό μηδέν, καί ανά δύο ώρες άνοιγαν οί  11  βρύσες από τό ταβάνι καταβρέχοντάς με μέ κρύο, παγωμένο νερό...

Έτρεμα ολόκληρος. Είχα μελανιάσει, περιμένοντας τό τέλος μου. Τό ήξερα ότι δέν θά άντεχα γιά πολύ. Δέν μπορώ νά υπολογίσω πόσες μέρες πέρασαν καθώς βρισκόμουν σέ αφασία καί σέ κώμα. Αλλά τότε ακριβώς έζησα ένα θαύμα.Τό πιό όμορφο συναίσθημα τής ζωής μου...

Εκεί, πάνω στην οροφή, είχε ανοίξει ένα μεγάλο τετράγωνο, και από εκεί έμπαινε ένας Ήλιος !...

Ενας λαμπερός Ήλιος, που με έκαιγε στην κυριολεξία. Όχι απλώς με ζέσταινε, αλλά με τσουρούφλιζε, σε σημείο που να έχω μαυρίσει μετά, και στο πρόσωπό μου.

Κάθε μέρα, για ώρες πολλές ενας υπέροχος Ήλιος με ζέσταινε, και με βοηθούσε να μην κρυώσω. Ούτε πεινούσα. Ένιωθα τόσο καλά, αφού το νερό που έτρεχε από 11 βρύσες με δρόσιζε... 

Ήταν απίστευτη αυτή η εμπειρία που είχα ζήσει εκεί, 40 μέρες μέσα στην απομόνωση.

Ένιωθα τόσο δυνατός και χορτάτος, που η κατάξερη φέτα το ψωμί που μου έφερναν, καθώς καί το νερό, ούτε που τα είχα πιάσει τόσες μέρες στα χέρια μου. Πρέπει 40 μέρες να μην έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, ούτε γουλιά νερό νά ήπια...

Και όμως, ούτε πείνασα, ούτε δίψασα, ούτε γραμμάριο βάρους έχασα, ούτε λιποθύμησα. Ένιωθα ζεστός, χαρούμενος, χορτάτος, και έγιναν καλά και οι πληγές, από το πολύ ξύλο που είχα φάει...

Όταν μέ πήγαν πάλι στο κελλί μου, έλαμπα από ζωντάνια, από χαρά, από δύναμη και ήμουν κατάμαυρος, λες και είχα κάνει επί ώρες  ηλιοθεραπεία... 

Όταν διηγήθηκα στους γονείς μου τα καθέκαστα, γονάτισε η μητέρα μου και ευχαρίστησε τον Θεό που εισάκουσε τις προσευχές της. « Μέγας είσαι Κύριε, είπε, και θαυμάσια τα έργα Σου. Δόξα σοι ο Θεός».

Άλλωστε, μέσα στο κελλί μας είχε έλθει ό Χριστός, πολλές φορές... 

Είχαμε νοιώσει τήν χάρι Του, είχαμε ιδεί την ευλογία Του. Τον ζήσαμε ! 

Ήταν ο μόνος επισκέπτης πού είχαμε δεί εκεί, τόσα χρόνια...

 Άς είναι δοξασμένος, ό ζωντανός καί αληθινός Θεός μας !

 


Επιστολή 2η


ΜΑΡΤΥΡΗΣΑ 35 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΚΕΛΛΙ ΜΟΥ...

" Αύτη ή ημέρα Κυρίου, αγαλλιασόμεθα καί ευφρανθώμεν εν αυτή"



Θυμόμουν πάντα αυτή τήν φράση τού Πάσχα, καί γελώντας μέ ειρωνεία έλεγα. " Γιά πιά αγαλλίαση, γιά πιά ευχαρίστηση, καί γιά πιά ευφροσύνη, πρέπει νά χαίρομαι;

Μήπως γιά τίς μέρες πού μέ έδερναν οί δεσμοφύλακες, πού μέ έβαζαν νά περπατάω γυμνή πάνω σέ πάγους, ή γιά τίς μέρες πού μέ βίαζαν όταν ήμουν μικρή κοπέλα;

Μέ θεωρούσαν ένα ζωντανό κρέας  καί μέ δεμένα χέρια, φιμωμένο στόμα, καί σκεπασμένα μάτια, ικανοποιούσαν επάνω μου  κάθε κτηνωδίας τους...

Πότε νά χαρώ; Όταν εκαίγανε τά τσιγάρα τους πάνω μου; Όταν μού κόβανε τά μαλλιά;

Πότε νά χαρώ;

Ή μόνη μου ελπίδα γιά νά ησυχάσω, γιά νά λυτρωθώ, ήταν ό θάνατος. Αυτόν περίμενα. Νά πεθάνω, νά ησυχάση καί ή ψυχή μου καί ή σάρκα μου...

Γιά 35 χρόνια ανηφορικός Γολγοθάς, αγκάθια,πέτρες, ξύλο, βάσανα, καί τίποτα άλλο. Στέρεψαν τά μάτια μου από τά δάκρυα...

Ώσπου...

Πρίν λίγες μέρες, όταν κτύπησε ή πόρτα τού κελλιού τής φυλακής μου, μού έδωσαν έναν φάκκελο. Έμεινα !

"Ποιός είσαι άνθρωπε; " τόν ρώτησα.

"....Δέν είμαι τίποτα εγώ, μού είπε. Είμαι ένας ταχυδρόμος κάποιων άλλων, πονόψυχων ανθρώπων πού προσπαθούν νά σάς βγάλουν από εδώ. Καί τώρα σέ παρακαλώ, διάβασε τό γράμμα τους καί τά βιβλία πού σού στέλνουν, καί μέ τά χρήματα πού έχουν μέσα αγόρασε κάτι από τήν καντίνα τής φυλακής, γιά νά φάς καί νά συνέλθεις. Καί κάνε πολύ προσευχή νά δώσει ό Θεός, νά βγήτε από εδώ μέσα καί νά πάτε στά σπίτια σας..."

Έκλεισε τήν πόρτα καί έφυγε...Νόμιζα ότι ακόμα κοιμάμαι, ότι ονειρεύομαι...

Όταν όμως πρόσεξα τόν φάκκελο πού κρατούσα στά χέρια μου, συνήλθα καί κατάλαβα, ότι δέν ήταν όνειρο.

Έσκισα βιαστικά τόν φάκκελο, βρήκα καί τό γράμμα. Στάθηκα κοντά στό παράθυρο πού έφεγγε λίγο, καί άρχισα νά διαβάζω μή πιστεύοντας στά μάτια μου.

....Καί θυμήθηκα τότε τά λόγια τού παπά, " Αύτη ή μέρα Κυρίου..."

Ήταν λοιπόν γιά μένα  αυτή ή χαρά σήμερα, είχε έλθει ή ημέρα μου από ανθρώπους τού Κυρίου !

"Τό γράμμα σας, άγνωστε κύριε... μέ αναγέννησε. Από τήν μέρα πού τό πήρα κλαίω μέ λυγμούς, μέ δάκρυα, μέ χαρά. Καί μέσα από τήν καρδιά μου σάς ευχαριστώ πολύ γιά τό ενδιαφέρον σας, γιά όλα. Ό Θεός νά σάς πληρώση γιά όλα αυτά, πού κάνετε γιά εμένα. Μέ αγωνία μετρώ, λεπτό - λεπτό, τό πώς θά βγώ από εδώ, πότε, καί μέ ποιόν τρόπο. 

Ό Θεός νά σάς έχει πάντα καλά..."

 


Επιστολή 3η

 ΟΝΕΙΡΑ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΖΩΗ...


Μεγάλωσα μόνος, κατάμονος, κι΄ εγκαταλελειμένος. Από οικογένεια, από αρχές, από σχολεία... Από μικρός, θυμάμαι πάντα τόν εαυτό μου,  μ΄ ένα δισάκι στόν ώμο νά τρέχω γιά ένα μεροκάματο από φίλο σέ φίλο...

Καμιά άσπρη μέρα, καμιά χαρά γιά μένα. Καί τά βράδυα νά ψάχνω νά βρώ κάποια γωνιά  νά ξαποστάσω, νά φάω, νά κοιμηθώ.

Εμένα ή ζωή, ποτέ δέν μού χαμογέλασε όπως σέ τόσους άλλους. Ζούσα μόνος, χωρίς στοργή, χωρίς αγάπη, καί κανένας  ποτέ δέν νοιάστηκε γιά μένα, άν ζώ ή άν πέθανα...

Κοιτώντας ατέλειωτες ώρες τήν θάλασσα ονειροπολούσα γιά μεγάλα ταξίδια, μεγάλα λιμάνια, μεγάλη καί ευχάριστη ζωή. Ήθελα νά φύγω, νά βρώ τό μέλλον μου, τήν ζωή μου. Έσπαζα τό κεφάλι μου νά βρώ τόν τρόπο τής μεγάλης αυτής αλλαγής...

Ώσπου κάποια μέρα, ένα μεγάλο καράβι από τήν Αμερική ήλθε στό λιμάνι μας. Ζητούσαν εργάτες γιά ξεφόρτωμα. Δούλεψα σκληρά γιά 4 μέρες εκεί, ξεφορτώνοντας κούτες καί κιβώτια. Ζήτησα νά μέ πάρουν μαζί τους γιά μούτσο στό καράβι καί δέχτηκαν. Έδιναν καλά λεφτά, καί στίς 22 Ιουνίου 19... σάλπαραν γιά νέα λιμάνια. Πάντα θά θυμάμαι τήν μέρα αυτή πού μπήκα στόν αγύριστο δρόμο τής καταστροφής μου...

Είμαστε 70 άνθρωποι στό καράβι. Παίζαμε κανένα χαρτάκι, κανένα τάβλι, καί είχαμε  καλά φαγητά καί ποτά άφθονα. Κάποιο βράδυ, μεσάνυκτα ήταν, ταξιδεύοντας στίς θάλασσες τής Ιαπωνίας πέσαμε σέ μεγάλη φουρτούνα, μέσα στό κατακαλόκαιρο. Τεράστια κύματα ανεβοκατέβαζαν τό καράβι σάν καρυδότσουφλο. Ποτέ μου δέν είχα συναντήσει τέτοια φουρτούνα. Βγάζαμε συνεχώς τά νερά από μέσα, αλλά φαινόταν ότι θά βουλιάζαμε  από στιγμή σέ στιγμή... Ήταν ή πρώτη φορά στήν ζωή μου πού έβλεπα νά στεκόμαστε έτσι, ξεκρέμαστοι, μεταξύ ουρανού καί θάλασσας. Τότε κατάλαβα, ότι ό άνθρωπος είναι από μόνος του, ένα μεγάλο μηδέν...

Γιά πρώτη φορά στάθηκα φοβισμένος καί κλαίγοντας απέναντι τού Θεού, καί είπα:

" Σέ παρακαλώ Θεέ μου, άν μπορείς νά μέ ακούσεις, βοήθησέ με. Τίποτα ακόμη δέν κατάφερα στήν ζωή μου, τίποτα ! Σώσε με, βοήθησέ με, καί γίνε γιά μένα ό μεγάλος μου αδελφός..." 

Είπα ότι ήξερα, ότι μπορούσα νά ειπώ. Δέν ήξερα από προσευχές, ούτε καλά-καλά τόν σταυρό μου δέν ήξερα νά κάνω. Ποτέ μου μέχρι τότε, δέν είχα ασχοληθεί μέ τόν Θεό, αλλά ήταν ή πρώτη φορά πού μιά εσωτερική ανάγκη μέ πίεζε νά τό κάνω...

Καί αλήθεια...

Μετά από ώρες ταλαιπωρίας ήλθε ή θάλασσα στά ίσα της, ήλθε μπουνάτσα. Καί κουρασμένος στό δωμάτιό μου, τσακισμένος ψυχολογικά, πρόσεξα γιά πρώτη φορά μιά μικρή χάρτινη εικόνα κολλημένη δίπλα στό κρεβάτι μου. Από κάτω έγραφε:

" Ιδού, ό Νυμφίος έρχεται, (γιά τήν σωτηρία σου). Κάλεσέ τον... "

Ευχαριστούσα, κοιτώντας τόν Χριστό, σάν νά μιλούσα στόν καλύτερό μου φίλο. Έφαγα λίγο ψωμί καί έπεσα νά κοιμηθώ, κατάκοπος καί διαλυμένος...

Δέν θά είχε περάσει πολύ ώρα, όταν ξύπνησα έντρομος από μία φωνή πού μού έλεγε.

" Μή μέ ευχαριστείς τώρα. Άλλωστε, σάς τό έχω πεί, στά Ευαγγέλια:

" Μεθ΄υμών είμι πάσας τάς ημέρας τής ζωής υμών...". Ακόμα όμως, δέν αρχίσαμε μαζί...Θά μέ χρειαστείς πολλές φορές, καί μή ξεχνάς, ότι θά είμαι δίπλα σου. Όπου εσύ, κι΄εγώ..."

Ξύπνησα μούσκεμμα στόν ιδρώτα. Γεμάτος απορία καί αγωνία. Τί είπε; Τί έλεγε; Τί άραγε εννοούσε;



ΕΝΑ ΜΟΙΡΑΙΟ ΛΑΘΟΣ...



Λίγες μέρες μετά, έκανα τήν μεγαλύτερη βλακεία τής ζωής μου. 

Ναρκωτικά !

Εύκολο πούλημα, πολύ κέρδος. Καί μέ 2 - 3 τέτοιες δουλειές θά έφτιαχνα τό μέλλον μου, θά γινόμουν πλούσιος. Τό θέμα ήταν εύκολο. Μόλις γυρνούσαμε πίσω, θά αγοράζαμε μεγάλη ποσότητα σκληρού ναρκωτικού καί θά τό ρίχναμε στήν Ευρώπη. Εκεί ψοφάνε γιά τέτοια πράγματα...

Πίστεψα ό ανόητος τά λόγια τού επόπτη εργασίας,

" Μή είσαι κορόϊδο, μόνο μέ τόν ξερό μισθό θά μένουμε; Χέρι μέ χέρι, ότι θές μπορείς νά κουβαλήσεις..."

Καί στό πρώτο λιμάνι πού πιάσαμε, βρήκα έναν έμπορο πού μού συνέστησε ό φίλος μου. Θά έπαιρνα από τήν μεταπώληση, μέσα σέ λίγα λεπτά τής ώρας, τά χιλιαπλάσια. Δέν σκεπτόμουν τότε καθόλου, πόσους αδελφούς μου θά νάρκωνα καί  θά σκότωνα, γιά νά έχω τήν μεγάλη ζωή πού πάντα ονειρευόμουνα...

Καί χαρούμενος, μέ 2  κιλά ηρωϊνη στά χέρια μου, γυρνούσα στό καράβι μου, όταν...

Ένας δυνατός προβολέας μέ σάρωσε πέφτοντας επάνω μου. Ούτε κατάλαβα πότε μέ περικύκλωσε ή αστυνομία...

Μέ ρίξανε στήν φυλακή, ένοχος καί  μέ αποδείξεις ατράνταχτες. Έφαγα ισόβια κάθειρξη σύν 10 χρόνια ακόμη, σάν έμπορος, σάν χρήστης, καί σάν εξαγωγέας λαθραίου συναλλάγματος είς βάρος τής χώρας.

Έφαγα τό ξύλο τής ζωής μου. Κλωτσιές, γροθιές, γκλόπς, μέ ότι μπορεί καθένας νά φανταστεί. Θέλανε νά τούς μαρτυρήσω όλη τήν σπείρα, όλη τήν συμμορία...

Έκλαιγα στό κελί μου μέ λυγμούς, ζητώντας από τόν Θεό νά μέ συγχωρέσει, χτυπώντας  τό κεφάλι μου στόν τοίχο... 

Στό Εφετείο ή ποινή πήγε στήν μέση, αλλά ήξερα ότι ποτέ δέν θά έβγαινα από μέσα. Πέρασαν 20 ολόκληρα χρόνια, χωρίς νά βγώ ούτε στό προαύλιο τής φυλακής. Γέρασα από τά βάσανα, ξέχασα ποιός είμαι καί πώς μέ λένε...


ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΤΗ ΕΡΗΜΩ...


Πρίν 10 χρόνια, τό 199... ήλθε ένα χαρτί από τό Υπουργείο Δικαιοσύνης. Έλεγε ότι θά μπορούσα νά βγώ έξω λόγω καλής διαγωγής καί πρότερου έντιμου βίου, αρκεί νά πλήρωνα στό Δημόσιο 5.000 έως 7.000 δολλάρια USA.

Δέν είχα δραχμή, δέν είχα κανένα. Θά σάπιζα λοιπόν, καί θά πέθαινα εκεί μέσα...

Τότε, γιά πρώτη φορά ένιωσα αηδία, γιά όλους καί γιά όλα. Ένιωσα ντροπή ακόμη καί γιά τόν Κύριο, τόν Θεό μου...

" Πού είσαι; " τού έλεγα. " Εσύ είσαι πού μού έλεγες ότι θά ήσουν δίπλα μου; πού πάντα θά μέ βοηθούσες; Δέν πειράζει...Άλλωστε ποιός νιάστηκε ποτέ γιά μένα; Ποιός; Καί ακριβοπλήρωσα αυτή τήν αμαρτία μου τόσα χρόνια, όσο ελάχιστοι άλλοι σήμερα..."

Κάθε βράδυ έκλαιγα μέ λυγμούς, μέ δάκρυα, μέ σπαραγμό. Μάταια όμως...

" Φωνή βοώντος εν τή ερήμω", καί είς μάτην... Έτσι ενόμιζα. 

Όμως...


Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΕΙ...




Τρείς μέρες μετά από αυτά, άρχισα νά ακούω στόν ύπνο μου, τήν ίδια φωνή, τό ίδιο ύφος, τά ίδια λόγια...

" Σέ λίγες μέρες θά είσαι έξω, κοντά στήν φύση, ελεύθερος νά χαρείς τήν ζωή. Ελπίζω νά μή επαναλάβεις πιά αυτά, πού έκανες πρίν..."

Καί κάθε φορά πού ξυπνούσα, καθισμένος στό κρεββάτι μου καί ταξιδεύοντας μέ τό μυαλό μου σέ χώρες μακρυνές, θυμόμουν καί  τά λόγια αυτά τού ύπνου, νομίζοντας ότι ήταν τής φαντασίας μου. Ώσπου μιά επόμενη μέρα, ξύπνιος τώρα, άκουσα τήν ίδια φωνή, ζωντανή καί αέρινη νά μού λέει:

" Έκανες τήν υπομονή σου. Ξεπλήρωσες απέναντί μου τό χρέος σου. Τώρα θά βγείς, καί θά ζήσεις...Μόνο πρόσεξε πώς θά ζήσεις, καί μέ ποιόν τρόπο..."

Δέν πρόλαβα νά σκεφτώ τίποτα άλλο. Τό επόμενο λεπτό άκουσα τό κλειδί τού δεσμοφύλακα νά ανοίγει τήν σιδερένια πόρτα τού κελλιού μου. 

Μπήκαν μέσα δυό κύριοι. Μού μίλησαν ώρες. Μού έδωσαν βιβλία, γλυκά, ότι είχαν. Μού είπαν, ότι παρ΄ όλο πού τό ποσόν πού ζητούσε τό κράτος ήταν μεγάλο, παρ΄ όλο πού τά πράγματα είναι δύσκολα, πιστεύουν ότι σύντομα θά βγώ έξω. Μού είπαν νά κάνω λίγη ακόμη υπομονή, καί πολύ προσευχή...

Καί τώρα, ελπίζοντας στόν Θεό αλλά καί απορώντας, γιά τό πού θά βρεθούν τά 5.000 δολλάρια τής αποφυλάκισής μου, παραμένω εδώ φυλακισμένος, περιμένοντας μέ υπομονή, καί τήν δική μου ανάσταση. 

Θά έλθει  άραγε σύντομα;...

Επιστολές ( από πραγματικά γεγονότα  πού περιέχονται στό βιβλίο " Συγκλονιστικές μαρτυρίες φυλακισμένων". Εκδόσεις: "Ορθόδοξη Κυψέλη" --Θεσ/κη )