ΤΙ ΕΙΔΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ...
 

( από Ρωσσικό κείμενο καί από τό βιβλίο "Τό τέλος τού Κόσμου" τού Σέρβου μοναχού Αρχιμ. Στέφανου -- Καρούλια, Άγιον Όρος )

epistrofi2


" Όταν πεθαίνει ο άνθρωπος τότε η ψυχή του υπερίπταται επάνω από το ακίνητο και νεκρό σώμα του και διερωτάται: 

« Μά, πώς συμβαίνει τώρα να είμαστε δύο , ενώ πρώτα ήμουν μόνο εγώ; » Κάθε ψυχή έχει το ίδιο σχήμα πού είχε όταν ζούσε ό άνθρωπος και αναγνωρίζεται από άλλες, γνώριμες ψυχές…"


  ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ  ΙΣΤΟΡΙΑ...


Ήμουν άθεη.

Έβριζα πολύ καί φοβερά τόν Θεό. Ζούσα μέσα στήν ντροπή καί στήν πορνεία καί ήμουν σάν νεκρή πάνω στήν γή. Όμως, ό ελεήμων Θεός δέν μέ άφησε οριστικά νά χαθώ, αλλά μέ οδήγησε στήν μετάνοια.

Στά 1962 αρρώστησα από καρκίνο καί ήμουν άρρωστη 3 χρόνια. Δέν παρέμενα βέβαια στό κρεββάτι, αλλά εργαζόμουνα καί έκανα θεραπεία σέ γιατρούς, ελπίζοντας νά γίνω καλά. Τούς τελευταίους 6 μήνες είχα πολύ αδυνατίσει, μή μπορώντας νά πιώ ούτε νερό. Μόλις τό έπινα, αμέσως έκανα εμετό.

Μέ πήγαν τότε στό Νοσοκομείο, καί κάλεσαν έναν καθηγητή από τήν Μόσχα γιά νά μέ χειρουργήσει.

Μόλις μού άνοιξαν τήν κοιλιά, κάτι συνέβει καί αμέσως πέθανα !

Ή ψυχή μου βγήκε από τό σώμα καί στέκονταν ανάμεσα σέ δυό γιατρούς, ενώ εγώ μέ μεγάλο φόβο καί τρόμο κύτταζα τό ανοιγμένο σώμα μου. Ολόκληρο τό στομάχι καί τά έντερά μου ήταν προσβεβλημένα από τόν καρκίνο.

Όπως κοιτούσα τό σώμα μου ξαπλωμένο στό χειρουργείο, σκεπτόμουν μέ απορία, πώς είμαστε δύο; Δέν μπορούσα νά καταλάβω αυτό, γιατί πρώτη φορά μού συνέβαινε...

Δέν είχα ιδέα ότι υπάρχει ψυχή. Οί κομμουνιστές μάς φούσκωναν καί μάς δίδασκαν ότι ψυχή καί Θεός δέν υπάρχουν, ότι αυτά είναι επινόηση τών παπάδων, γιά νά ξεγελούν τόν λαό καί νά τόν κρατούν σέ φόβο τόν κόσμο, γιά κάτι πού δέν υπάρχει.

Κοιτούσα τόν εαυτό μου νά στέκεται όρθια στόν αέρα, αλλά έβλεπα καί τό σώμα μου πάνω στό χειρουργείο...

Οί γιατροί μού έβγαλαν έξω όλα τά εντόσθια καί αναζητούσαν τό δωδεκαδάκτυλο. Αλλά εκεί υπήρχε μόνο πύον, τά πάντα ήταν κατεστραμμένα καί χαλασμένα, τίποτα δέν ήταν υγιές. Τούς άκουσα νά λένε:

" Αυτή, δέν είχε τίποτα σωστό γιά νά ζήσει..."


ΕΒΛΕΠΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ ΝΕΚΡΟ 

ΣΤΟ ΧΕΙΡΟΥΡΓΕΙΟ...


Όλα τά έβλεπα φοβισμένη καί σκεπτόμουνα πάντα τό ίδιο πράγμα:

" Πώς, καί από πού είμαστε δύο; Στέκομαι, καί ταυτόγχρονα είμαι καί ξαπλωμένη!!"

Είδα τούς γιατρούς νά ρίχνουν όπως - όπως τά εντόσθια μέσα στό σώμα, καί άκουσα πού έλεγαν ότι πρέπει νά δοθεί τό σώμα μου στούς νέους ειδικευόμενους γιατρούς γιά τήν διδασκαλία τους.

Μετέφεραν τελικά τό σώμα μου στό Νεκροστάσιο, ενώ εγώ πήγαινα κοντά τους χωρίς αυτοί  νά τό καταλαβαίνουν...

Μέ άφησαν ξαπλωμένη καί γυμνή πάνω στό μάρμαρο, σκεπασμένη ώς τόν λαιμό μέ ένα σεντόνι.

Μετά από λίγη ώρα βλέπω ότι ήλθε ό αδελφός μου καί έφερε τόν μικρό μου γυιό. Ήταν έξη χρονών καί ονομάζονταν Αντρούσκα ( Αντρέϊ ).

Ό γυιός μου πλησίασε τό σώμα μου, καί μέ φίλησε στό κεφάλι. Άρχισε νά κλαίει λέγοντας: " Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Είμαι ακόμη μικρός, πώς θά ζήσω τώρα χωρίς εσένα; Πατέρα δέν έχω, κι΄ εσύ πέθανες !..."

Εγώ τότε τόν αγκάλιασα καί τόν φίλησα, αλλά αυτός δέν τό κατάλαβε, ούτε τό είδε καί τό πρόσεξε. Κύταζε μόνο τό νεκρό μου σώμα...

Έβλεπα επίσης πώς έκλαιγε καί ό αδελφός μου...

Μετά από αυτό, βρέθηκα ανεξήγητα στό σπίτι μου. Είδα τήν πεθερά μου από τόν πρώτο μου γάμο νά μπαίνει στό σπίτι, καθώς καί τήν μητέρα μου καί τήν αδελφή μου. Τόν πρώτο μου σύζυγο τόν είχα εγκαταλείψει γιατί πίστευε στόν Θεό.

Σέ λίγο όλοι αυτοί, άρχισαν τήν διανομή τών πραγμάτων μου. Ζούσα τότε πλούσια καί μέ πολυτέλεια αλλά μέ χρήματα αποκτημένα μέ τήν αδικία καί τήν πορνεία. Ή αδελφή μου άρχισε νά αφαιρεί τά πιό ωραία από τά πράγμάτά μου, ενώ ή πεθερά μου ζητούσε νά αφήσει καί κάτι γιά τόν μικρό γυιό μου. 

Ή αδελφή μου δέν έδινε τίποτα, αλλά επί πλέον άρχισε νά εμπαίζει τήν πεθερά μου λέγοντάς της:

" Αυτό τό παιδί δέν είναι από τόν γυιό σου, καί εσύ δέν τού είσαι τίποτα τώρα..."

Μετά από κάποια φασαρία βγήκαν αυτές έξω κλείνοντας τό σπίτι. Ή αδελφή μου πήρε μαζί της καί έναν μεγάλο μπόγο μέ πράγματα. 

Ενώ όμως αυτές μάλωναν γιά τά πράγματα, είδα μέ τρόμο γύρω μας νά χορεύουν καί νά χαίρονται διάβολοι...

Ξαφνικά βρέθηκα στόν αέρα, σάν νά πετούσα μέ αεροπλάνο. Αισθανόμουν ότι κάποιος μέ συγκρατούσε καί ότι υψώνομαι όλο καί περισσότερο. Βρέθηκα πάνω από τήν πόλη Barnaul, αλλά αμέσως τήν έχασα πέφτοντας σέ βαθύ σκοτάδι. Σέ λίγο άρχισε νά έρχεται ένα φώς πού όλο καί δυνάμωνε, φθάνοντας σέ σημείο νά μή μπορώ πιά νά τό κοιτάξω.

Μέ έβαλαν πάνω σέ μιά μαύρη πλάκα γύρω στό ενάμισυ μέτρο, ενώ έβλεπα γύρω μου τεράστια δένδρα μέ πανέμορφα φυλλώματα, καθώς καί σπίτια καινούργια αλλά χωρίς νά βλέπω πρόσωπα. Έβλεπα τίς καταπράσινες κοιλάδες διαλογιζόμενη " πού βρίσκομαι άραγε τώρα; "

Άν βρίσκομαι στήν γή, έλεγα, τότε γιατί δέν βλέπω ανθρώπους, εργοστάσια, δρόμους, συγκοινωνίες... Τί  μέρη είναι εδώ αυτά,  χωρίς ανθρώπους, καί ποιοί ζούν τέλος πάντων εδώ;


  ΟΙ  ΜΕΣΙΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ !



Καί ενώ σκεπτόμουν αυτά, μιά πανέμορφη ψηλή γυναίκα ντυμένη μέ βασιλικά φορέματα, διέκοψε τίς σκέψεις μου!

Περπατούσε τόσο ανάλαφρα πού τό χορτάρι δέν λύγιζε από τό βάρος της. Κοντά της πήγαινε ένα νεαρό πρόσωπο κλαίγοντας, μέ σκεπασμένο τό πρόσωπό του μέ τίς παλάμες του. Έκλαιγε πικρά, καί σάν κάτι νά τήν παρακαλούσε, αλλά γιά ποιό λόγο δέν μπορούσα νά ακούσω.

Σκέφθηκα μήπως ήταν γυιός της, καί μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιά τήν αδιαφορία της.     ( Θά καταλάβαινα βέβαια πολύ αργότερα, ότι τό πρόσωπό αυτό ήταν ό φύλακάς μου άγγελος πού μού είχε δοθεί στήν βάπτισή μου καί πού τώρα έκλαιγε γιά τήν απώλεια τής ψυχής μου πού θά πήγαινε στήν Αιώνια Κόλαση. Παρακαλούσε τήν Παναγία νά μεσιτεύσει στόν Χριστό γιά νά γλυτώσω...)

Όταν αυτοί μέ πλησίασαν είδα τόν νέο αυτό νά πέφτει μπροστά στά πόδια τής πανέμορφης αυτής γυναίκας, νά τήν παρακαλεί εντονώτερα οδυρώμενος, καί νά τής ζητεί κάτι. Αυτή, κάτι τού είπε, αλλά δέν μπόρεσα νά καταλάβω τά λόγια της.

Ήθελα νά τούς ρωτήσω " πού βρίσκομαι; " , όταν είδα τήν γυναίκα αυτή νά σταυρώνει τά χέρια στό στήθος της, καί κοιτώντας τόν ουρανό τήν άκουσα καθαρά νά λέει:

" Κύριε, πού θά πάει αυτή, έτσι όπως είναι; "

Άρχισα τότε νά τρέμω, καί κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, μέ τήν ψυχή μου νά βρίσκεται στόν ουρανό καί τό σώμα μου πάνω στό μάρμαρο τού Νεκροστασίου...

Άρχισα νά κλαίω καί νά οδύρομαι συναισθανόμενη πιά τήν βαρύτητα τής θέσης μου όταν άκουσα μιά φωνή νά λέει:

" Νά τήν γυρίσετε στήν γή, χάρη καί μόνο γιά τίς αγαθοεργίες τού πατέρα της..."

Άλλη φωνή όμως απάντησε:

" Βαρέθηκα πιά τήν αμαρτωλή καί διεφθαρμένη ζωή της. Εγώ ήθελα νά τήν εξαφανίσω από προσώπου γής χωρίς μετάνοια, αλλά μέ παρεκάλεσε γι΄ αυτήν ό πατέρας της. Δείξτε της τό μέρος γιά τό οποίο άξιζε νά πάει..."


ΣΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΗ  ΚΟΛΑΣΗ...




Αμέσως βρέθηκα στόν Άδη.

Τότε άρχισαν να έρπουν μέχρις εμένα, φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες που ξερνούσαν φωτιά και άλλες αποκρουστικές ακαθαρσίες. 

Η βρώμα ήταν αβάσταχτη. 

Αυτά τα φίδια τυλίχτηκαν γύρω μου και ταυτόχρονα από κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ίσαμε τά δάχτυλα, με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγγιστρα. Αυτά έμπαιναν σε όλα τα ανοικτά μου μέρη, στα αυτιά, στα μάτια, στη μύτη κλπ. και έτσι με βασάνιζαν και εγώ κραύγαζα εσωτερικά, καί όχι με την φωνή μου. 

Αλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε βοήθεια, ούτε έλεος από κανένα. 

Εκεί είδα πως παρουσιάστηκε καί μιά γυναίκα που πέθανε από άμβλωση, και άρχισε να παρακαλεί τον Κύριο για έλεος...

Άκουσα μιά φοβερή φωνή νά τής λέει: 

«Εσύ στην γη δεν με αναγνώριζες, σκότωνες τα παιδιά στη κοιλιά σου, και επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους:  "δεν πρέπει να γεννάτε παιδιά, τα παιδιά είναι περιττά ". 

Όμως σ΄ Εμένα  δεν υπάρχουν  περιττά. 

Σ΄ Εμένα υπάρχουν τα πάντα, και για όλους αρκετά !!!

Καί απευθυνόμενος σέ μένα είπε:

«Εγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά εσύ με έβριζες ως το τέλος της ζωής σου και δεν με αναγνώριζες. Γι΄αυτό ακριβώς κι΄ εγώ τώρα, δεν σε αναγνωρίζω ! Καί όπως στην γη έζησες χωρίς  Κύριο καί Θεό, έτσι και εδώ θα ζήσεις χωρίς Εμένα...!».

Καί ξαφνικά όλα αυτά παίρνοντας μιά άλλη όψη, άλλαξαν... 

Ήταν σάν κάπου νά πέταξα. Η βρώμα και ο δυνατός οδυρμός χάθηκαν,  και εγώ ξαφνικά είδα την εκκλησία που ενέπαιζα. Άνοιξε η  Ωραία πύλη και από αυτήν  βγήκε ό ιερέας ντυμένος στα άσπρα. Στέκονταν με σκυμμένο κεφάλι ενώ κάποια φωνή μού απηύθηνε λόγο: 

«Ποιός είναι αυτός;»

Εγώ απάντησα, « είναι ο ιερέας μας».

«Εσύ δέν ήσουν πού έλεγες ότι είναι χαραμοφάης ; Όμως αυτός δεν είναι χαραμοφάης, αλλά πραγματικός ποιμένας! Δεν είναι μισθωτός καί μισθοφόρος πού έλεγες...

Καί μάθε ακόμη, πως μπορεί νά είναι ένας απλός παπάς, όμως υπηρετεί πιστά Εμένα. Καί άν αυτός δεν σου διαβάσει  την ευχή της συγχώρησης στήν εξομολόγηση, εγώ δεν πρόκειται ποτέ νά σε συγχωρήσω»! 

Τότε άρχισα να παρακαλώ:

«Κύριε, γύρισε με στη γή, έχω έναν μικρό γιό». 

Ο Κύριος είπε:

«Γνωρίζω ότι έχεις μικρό γιό, καί είναι κρίμα γι' αυτόν...»

«Είναι κρίμα Κύριε" , τού απάντησα. 

«Εγώ σας λυπάμαι όλους, είπε. Και τρείς φορές σας  λυπάμαι... Όλους σας περιμένω... Αλλά επί τέλους, πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό όνειρο πού ζείτε, πότε επί τέλους θά μετανοήσετε  και θα έλθετε στον εαυτό σας;»

Καί λέγοντας αυτά είδα καί πάλι τήν  Μητέρα του Θεού. Πήρα το θάρρος να τη ρωτήσω:

«Υπάρχει εδώ σε σάς, Παράδεισος;». 



ΕΙΣΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ  ΤΩΡΑ...


Αλλά, αντί για απάντηση στήν αμφισβήτησή μου αυτή καί στήν απορία μου, ξαναβρέθηκα πάλι στην κόλαση καί στον Άδη. Οί δαίμονες έρχονταν τρέχοντας με καταλόγους δείχνοντας  τα αμαρτήματά μου καί φωνάζοντας:

«Εσύ μας υπηρέτησες όταν ήσουν στη γή. Είσαι δική μας τώρα !...»

Άρχισα να διαβάζω τα αμαρτήματά μου καί όλα μου τα έργα, που ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα, ανάμεσα σέ μεγάλο φόβο. 

Έβλεπα από τα στόμα τους πού έβγαινε φωτιά καθώς με κτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες πυρκαγιάς και με έκαιγαν. Γύρω μου ακουγόταν φοβερός θρήνος, βρόντος φοβερός, και κοπετός πολλών ανθρώπων. 

Όταν ή φωτιά δυνάμωνε έβλεπα γύρω μου τά πάντα. Οί ψυχές είχαν φοβερή όψη. Άλλες σακατεμένες μέ τεντωμένους λαιμούς, κι΄ άλλες μέ πρησμένα μάτια.

Μού έλεγαν:

 "Είσαι συντρόφισσά μας,( εννοώντας προφανώς τόν κομμουνιστικό χαιρετισμό), καί είσαι υποχρεωμένη κι΄ εσύ νά ζήσεις τώρα μαζί μας...

Όπως εσύ, έτσι κι΄ εμείς, όταν ζούσαμε πάνω στήν γή δέν αναγνωρίζαμε τόν Χριστό, βρίζαμε καί βλαστημούσαμε, κάναμε κάθε κακό, καί ιδιαίτερα τήν πορνεία, τήν υπερηφάνεια, και ποτέ μας δέν μετανοήσαμε. 

Πολλοί αμάρτησαν αλλά μετάνοιωσαν καί πήγαιναν μετά στήν Εκκλησία, προσεύχονταν στόν Θεό, ελεούσαν τούς φτωχούς, καί βοηθούσαν στήν ανάγκη του κάθε άνθρωπο. Όλοι αυτοί είναι τώρα εκεί πάνω, μακρυά μας... ( εννοώντας προφανώς τόν Παράδεισο, τόν οποίον δέν ήθελαν νά  αναφέρουν ούτε μέ τό όνομά του...)

Εγώ φοβήθηκα ακούγοντας τά λόγια αυτά, καί μάλιστα ότι θά ζούσα στούς φοβερούς αυτούς τόπους γιά όλη τήν αιωνιότητα...

Μετά από αυτά μέσα σέ ένα φώς πού έδιωξε τό σκοτάδι εμφανίστηκε πάλι ή Μητέρα τού Θεού. Οί δαίμονες τράπηκαν σέ φυγή, ενώ οί ψυχές πού βασανίζονταν άρχισαν μέ μεγάλες φωνές νά τήν ικετεύουν γιά έλεος:

"Ουράνια βασίλισσα, μή μάς αφήνεις άλλο εδώ, Μητέρα τού Θεού σέ παρακαλούμε, καιγόμαστε καί δέν υπάρχει σταγόνα νερού νά σβήσουμε τήν δίψα μας..."

Εκείνη έκλαιγε συμπονετικά μαζί τους, αλλά μή έχοντας καί  εξουσία απολυτρώσεως τούς έλεγε:

"Όσο ζούσατε κάτω στήν γή δέν μέ αναγνωρίζατε, μάλιστα καί μέ βλαστημούσατε. Δέν μετανοούσατε γιά τίς αμαρτίες σας απέναντι τού Γυιού μου καί Θεού σας, γι΄ αυτό κι΄εγώ τώρα δέν μπορώ νά σάς βοηθήσω. Αλλά ούτε καί ό Χριστός δέν μπορεί νά παραβεί τήν επιθυμία τού Πατέρα Του !

Βοηθώ μόνο αυτούς γιά τούς οποίους παρακαλούν οί συγγενείς τους καί προσεύχεται γι΄ αυτούς ή αγία εκκλησία"

Μετά από τά λόγια αυτά αρχίσαμε νά υψωνόμαστε, ενώ από κάτω οί φωνές τών κολασμένων δυνάμωναν: "Μητέρα τού Θεού μή μας αφήνεις..."

 

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ...



Βρέθηκα πάλι σέ σκοτάδι πάνω στήν ίδια πλάκα, ενώ ή Θεοτόκος σταυρώνοντας πάλι τά χέρια στό στήθος καί υψώνοντας τά μάτια στόν ουρανό άρχισε νά προσεύχεται λέγοντας:

" Τί νά κάνω μ΄ αυτήν, Κύριε, πού νά τήν βάλω;" ενώ μιά φωνή τής απάντησε:

" Γυρίστε την πάλι στήν γή, γυρίστε την πίσω...

Είδα τήν Μητέρα τού Θεού νά μέ σπρώχνει στήν γή, καί περνώντας αόρατη τούς τοίχους βρέθηκα στό Νεκροστάσιο καί στό ψυγείο  κοιτάζοντας καί τά άλλα πτώματα.

Είπα μόνη μου στήν ψυχή μου:

"πήγαινε τώρα στό σώμα σου", ενώ ένα ισχυρό ψύχος μέ κυρίευσε. Τήν ίδια στιγμή κάποιος άναψε τό φώς φέρνοντας καινούργιο νεκρό. Πρόσεξαν τό γύρισμά μου από τήν ύπτια θέση πού συνήθως βάζουν τούς νεκρούς στό ψυγείο, καί όλοι οί νοσοκόμοι πανικόβλητοι διασκορπίσθηκαν...

Επέστρεψαν γρήγορα μέ δυό γιατρούς, πού άρχισαν νά ζεσταίνουν τόν εγκέφαλό μου μέ λάμπες. Υπήρχαν στό σώμα μου οκτώ τομές, τρείς στό στήθος καί πέντε στήν κοιλιά. Δυό ώρες μετά τό ζέσταμα τού κεφαλιού άνοιξα τά μάτια μου, καί μόλις μετά από δώδεκα μέρες κατόρθωσα επιτέλους νά μιλήσω.

Μού έφεραν πρωϊνό, τηγανίτες μέ βούτυρο καί καφέ. Τούς είπα, ότι σήμερα είναι ημέρα νηστείας καί δέν θά φάω από αυτά. Οί νοσοκόμοι έφυγαν πάλι, καί ήλθαν κάποιοι γιατροί. Μέ ρώτησαν γιατί αρνούμαι νά φάω. Τούς απάντησα: 

"Καθήστε, καί θά σάς διηγηθώ, τί είδε  ή ψυχή μου. Όποιος δέν νηστεύει τίς μέρες τής νηστείας, αυτός τελικά θά ζήσει σέ μιά φοβερή καί σιχαμερή κατάσταση. Γι΄ αυτό δέν θέλω νά αρτυθώ,  εγώ πού πρώτα δέν πίστευα σ΄ αυτά..."

Οί γιατροί από τήν έκπληξη, τήν μιά κοκκίνιζαν καί τήν άλλη κιτρίνιζαν, αλλά οί μαζεμένοι γύρω μου ασθενείς μέ άκουγαν προσεκτικά. Μαζεύτηκαν κατόπιν πολλοί γιατροί. Τούς είπα ότι τώρα δέν έχω τίποτα, δέν πονάω πουθενά. Έδειχνα τίς πληγές μου καί διηγόμουνα στόν κόσμο πού κατέφθανε τά περιστατικά πού έζησα. Τελικά επενέβη ή αστυνομία, μέ πήραν από εκεί καί μέ πήγαν σέ άλλο νοσοκομείο.

Εκεί ανάρρωσα τελείως, αλλά παρακάλεσα τούς γιατρούς νά δούν καί πάλι χειρουργικώς τήν κατάστασή μου. Μέ έβαλαν πάλι στό χειρουργείο καί όταν άνοιξαν τήν κοιλιά μου είπαν:

"Τά εντόσθιά σας είναι απολύτως υγιή καί καθαρά, όπως ενός παιδιού" . 

Ήλθαν καί οί γιατροί πού είχαν κάνει τήν πρώτη εγχείρηση καί πέθανα, καί απόρησαν:     " Πού είναι ή αρρώστια της; Τά εντόσθιά της ήταν όλα σάπια καί διαλυμένα από καρκίνο καί τώρα τά βλέπουμε τελείως καλά !..."

Τούς απάντησα:

" Ό Κύριος καί Θεός φανέρωσε τό έλεός του πάνω σ΄ εμένα τήν αμαρτωλή, δίνοντάς μου ζωή γιά νά μαρτυρήσω καί σέ άλλους ό, τι μού συνέβει. Ό Χριστός, πήρε από μέσα μου ότι κατεστραμμένο υπήρχε καί μού τό έδωσε γερό. Βλέπετε κύριε, είπα στόν χειρούργο από τήν Μόσχα, ότι τελικά γελαστήκατε; Τί μπορείτε νά πείτε τώρα;"

"Είναι αλήθεια, απάντησε εκείνος, ότι τίποτα υγιές δέν υπήρχε μέσα σου. Φαίνεται σέ αναγέννησε ό Υπέρτατος ( ό Ύψιστος)"

Τού απάντησα:

" Άν πράγματι πιστεύετε σ΄ Αυτόν, κάντε τόν σταυρό σας, καί παντρευτείτε χριστιανικά" Ο γιατρός κοκκίνησε γιατί ήξερα ότι ήταν Εβραίος...


ΕΠΙΛΟΓΟΣ



Φεύγοντας από τό νοσοκομείο, κάλεσα τόν ιερέα πού νωρίτερα τόν ενέπαιζα, λέγοντάς τον "χαραμοφάη". Τού διηγήθηκα όσα μού συνέβησαν, εξομολογήθηκα τίς αμαρτίες μου, καί αφού έκανα τόν κανόνα μου μετέλαβα τών Αγίων τού Χριστού μυστηρίων. Ακόμη, τόν κάλεσα καί ευλόγησε τό σπίτι μου, γιατί ώς τώρα σ΄ αυτό βασίλευε ή αμαρτία, τό μεθύσι, ή μικρότητα, ό εμπαιγμός, καί οί φασαρίες.

Σήμερα, εγώ ή αμαρτωλή Κλαυδία Νικίτισνα, μέ τήν βοήθεια τού Θεού καί τής Ουράνιας Βασίλισσας Θεοτόκου, είμαι  40 χρονών, ζώ χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στήν εκκλησία, στόν Ναό τού Θεού καί ό Κύριος μέ βοηθάει. Μέ επισκέπτονται άνθρωποι από όλα τά μέρη τού κόσμου γιά νά ακούσουν καί προσωπικά τήν ιστορία μου...

Άς είναι δοξασμένος ό Χριστός μας, ό Κύριός μας καί Θεός μας!

Όλους τούς συμβουλεύω νά προσέχουν πώς ζούν, γιατί υπάρχει πράγματι άλλος κόσμος καί άλλη ζωή, καί θά δώσουμε λόγο γιά τίς πράξεις μας εδώ στήν γή. Μή μάς ξεγελάει κανείς, ότι τίποτα δέν υπάρχει, γιατί θά βρεθούμε μπροστά σέ μία τραγική πραγματικότητα πού δέν θά παίρνει διόρθωση, γιά εκατομμύρια χρόνια...Νά ζήτε όλοι χριστιανικά καί κατά Θεόν. Αμήν.

Ουστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα



ΜΙΑ ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ...



Εκεί στη Σκήτη της Μικρής Αγίας ΄Αννης, περί τα τέλη του 15ου αιώνα, ζήσανε δυο μεγάλοι φωστήρες και πνευματικοί Πατέρες, ο άγιος Διονύσιος ΄ο Ρήτωρ΄ και ο υποτακτικός του άγιος Μητροφάνης ο πνευματικός.

α) Ό άγιος Διονύσιος ήταν ιερομόναχος, ρήτωρ, διδάσκαλος και πνευματικός από την ιερά Μονή του Στουδίου προερχόμενος, δεν εχομε πολλά στοιχεία για την καταγωγή του, ούτε γνωρίζομε πότε ήρθε στο ΄Αγιον ΄Ορος, μόνο ξέρομε πώς ήταν νηπτικός Πα­τήρ, πλήρης χάριτος θεού, ποδηγέτης του ασκητισμού, διότι είναι σχεδόν οι πρώτοι με τον υποτακτικό του πού κατοίκησαν στην πε­ριοχή αυτή της Μικρής ’γιάννας και ότι εκοιμήθη το έτος 1606, που όμως εκοιμήθη, μας είναι άγνωστο.

β) Ό άγιος Μητροφάνης ήταν, όπως είπαμε, ενάρετος απλός και σοφός πνευματικός και επειδή στα ζοφερά χρόνια της Τουρκο­κρατίας, οι χριστιανοί σ΄ όλη την Ελλάδα υπέφεραν πολλά δεινά, από την περιφέρεια της Χαλκιδικής, κατά καιρούς οι προύχοντες, ζητούσαν από τον ΄Πρώτο΄ του Αγίου ΄Όρους να τους στείλουν ένα δυνατό, ενάρετο και διακριτικό πνευματικό έξομολόγο, για να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους χριστιανούς.

  Ό ΄Πρώτος΄ του Αγίου ΄Ορους, πιεζόμενος συχνά από όλα σχεδόν τα χωριά της Χαλκιδικής, και μη γνωρίζων τι να κάμει, ζή­τησε τη γνώμη και συμβουλή για την προκειμένη περίπτωση του άγιου Διονυσίου του Ρήτορος, ο Όποιος ασκήτευε στο σπήλαιο του, στην έρημο του ΄’θωνα και του Οποίου ή ασκητική μορφή και φή­μη αγίου ήταν διάχυτη σ* όλο το ΄Αγιον ΄Ορος.  

Ό άγιος Διονύσιος, επειδή γνώριζε την πνευματική δύναμη, κατάρτιση και διακριτικότητα του μαθητού και συνασκητου του, αγίου Μητροφάνη, υπέδειξε στον ΄Πρώτο΄ του ΄Ορους, σαν πιο κα­τάλληλο, για τη διακονία αυτή, να στείλει τον άγιο Μητροφάνη, ο όσιος με προθυμία δέχτηκε και με τη χάρη και θεία δύναμη πού ήταν προικισμένος, από τον Πανάγαθο θεό, πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες και βοήθησε πολύ τους χριστιανούς σ1 ολόκληρη τη Χαλ­κιδική.

Κέντρο της παραμονής του, είχε τον ΄Ισβορο, πού σήμερα λέ­γεται Στρατώνι, και το ονομάζει ο άγιος Μητροφάνης ΄Χώρα με­γάλη΄.

Κατά το διάστημα της ιεράς αυτής αποστολής και ευαγγελικής περιοδείας του, ενήργησαν ο Θεός πολλά σημεία και θαύματα.΄Ένα απ΄ αυτά είναι και ή φοβερή Οπτασία, ενός ευλαβούς χωρικού εκεί Δημητρίου, την οποία ο ίδιος έγραψε στην καθαρεύ­ουσα, κατόπιν εντολής και προτροπής, του Γέροντος του αγίου Διονυσίου. 

Εδώ όμως, για να γίνει περισσότερο καταληπτή, απο­δίδεται σε ελεύθερο νόημα, περιληπτικά στην καθομιλούμενη γλώσσα:΄

Στην κωμόπολη ΄Ισβορο λοιπόν, κοντά στα σημερινά Μεταλλεία του Μποδοσάκη, το έτος 1520 ζούσε ευσεβής χριστιανός, με το όνομα Δημήτριος, ο όποιος εργάζονταν στα Μεταλλεία, για να συντηρεί την οικογένειά του.   Από τα μέλη της οικογένειας του, είχε απομείνει, ή γυναίκα του και ένα αγοράκι, πού στα δώδεκα του χρόνια πέθανε κι αυτό, όπως κι αλλά τρία που του είχαν πεθάνει πρωτύτερα.  

Το αγοράκι αυτό, σαν μονάκριβο πού τους είχε μείνει, επειδή ήταν πολύ φρόνιμο, συνετό και υπάκουο, το αγαπούσαν πολύ, ο πατέρας και ή μητέρα του. ’λλα ο Πανάγαθος θεός, πού έχει την εξουσία της ζωής και του θανάτου, τα κριματα του Όποιου εί­ναι ανεξιχνίαστη άβυσσος, θέλησε να πάρει πρόωρα την ψυχή του, έπεσε βαρεία άρρωστο και σε δεκαπέντε μέρες πέθανε.Τούτο λύπησε πολύ τους γονείς του παιδιού, πού έκλαιγαν απαρηγόρητα, περισσότερο δε ο πατέρας του Δημήτριος, ο όποιος από την πολλή θλίψη έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος και δεν ήθελε ούτε να φάει ούτε να πιει τίποτε επί δεκαπέντε μέρες.

Στην κατάσταση αύτη βρισκόμενος, ο Δημήτριος, τη δέκατη πέμπτη μέρα λιποθύμησε και φαινόταν σαν να πέθανε. Τότε ή γυ­ναίκα του και ή πεθερά του, πού βρίσκονταν κι αυτή στο σπίτι τους άρχισαν τους θρήνους, οδυρμούς και αναστεναγμούς τόσο, που μα­ζεύτηκαν όλοι οι γείτονες και συγγενείς τους κι έκλαιγαν κι αυ­τοί απαρηγόρητα το θάνατο του Δημήτρη, και κατά τη συνήθεια του κόσμου, άρχισαν να ετοιμάζουν τα κόλλυβα, θυ­μιάματα, κεριά και 8,τι άλλο θεωρείται απαραίτητο για την κη­δεία και την ταφή. 

Εκεί όμως, που κατά την τάξη τον άλλαζαν, παρατήρησαν, πώς τα μεν άκρα χέρια και πόδια και όλο το κορμί ήταν νεκρωμένα και κρύα, κοντά δε στο στέρνο και την καρδιά ήταν ακόμη ζεστός και ο σφυγμός διετηρειτο πολύ αραιός κι αδύνατος, πλην όμως δεν είχε σταματήσει τελείως και γι΄ αυτό αποφάσισαν να μην τον θάψουν, αν δεν νεκρωθεί όλο το σώμα.Πέρασαν πολλές ώρες, ήρθαν τα μεσάνυχτα και ή κατάσταση του Δημήτρη εξακολουθούσε να παραμένει ή ίδια. Τότε όλοι νύ­σταξαν κι αποσύρθηκαν λίγο ν1 αναπαυθούν.

Το πρωί της επόμενης ημέρας, ο Δημήτρης, αναστέναξε βαθιά κι ανασηκώθηκε στο κρεβάτι. Εκείνοι που τον παράστεκαν, βεβαρημένοι από τη νύστα, σαν άκουσαν τον αναστεναγμό ξύπνη­σαν και είδαν το Δημήτρη να ζωντανεύει, θαύμασαν κι χάρηκαν όλοι τους και πιο πολύ ή γυναίκα και ή πεθερά του, οι όποιες τον ρώταγαν να τους ειπεί το τι συνέβη. 

  Ό Δημήτρης καθιστός στο κρεβάτι, έβαλε το χέρι στο μέτωπο του κι έβλεπε κάτω, ήταν πολύ σκεφτικός, φαινόταν αφηρημένος και τρεις μέρες δεν έτρωγε, δεν έπινε και δε μίλαγε σε κανέναν.  Ή γυναίκα του, είδε από το σπίτι έξω στο δρόμο παιδιά, συνομήλικα με το δικό της, να παίζουν, θυμήθηκε το παιδί της κι άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα κ αϊ να χύνει πικρά δάκρυα. Τότε Ο Δη­μήτρης, σαν είδε τη γυναίκα του να κλαίει, έλυσε τη σιωπή του και της είπε: 

΄Γιατί κλαις και κόπτεσαι γυναίκα μου χωρίς να ξέρεις τι κάνεις και τι λες; Το παιδί μας δεν πέθανε όπως νόμιζα με πριν, ούτε αφανίστηκε ούτε σάπισε στον τάφο, άλλα ζει και ειναι σε τόπο λαμπρό, φωτεινό, ψηλό και ωραίο, σε φως πού δε λέ­γεται, δε μοιάζει ούτε παριστάνεται με τα φώτα του κόσμου τού­του.
Μακάρι ν΄ αξιωθούμε να πάμε κι εμείς στο μέρος εκείνο πού είναι τα παιδιά μας, να ζούμε κι εμείς τη μακαριά εκείνη ζωή, στην Οποία δεν υπάρχει θλίψη, πόνος και αναστεναγμός, άλλα είναι φως το αιώνιο και ζωή χωρίς αρχή και τέλος , ατελεύτητη.
Ή γυναίκα του, από τη πολλή θλίψη, δεν έδωσε προσοχή στα λόγια αυτά του συζύγου της, αλλά ή γριά μάνα της, σαν άκουσε τα λόγια αυτά, ρώτησε το γαμπρό της λέγουσα: 

΄Παιδί μου, Δη­μήτρη, πώς γνωρίζεις ότι ζει το παιδί σου και βρίσκεται στη μακάρια, όπως λες, ζωή;΄ Κι ο Δημήτρης, στην πεθερά του, είπε: ΄Είδα εγώ με τα μάτια μου σε ποίοι χαρούμενο και φωτεινό τόπο βρίσκονται τα παιδιά μας!΄ ΄Πες μου, Δημήτρη, σε παρακαλώ, εξακολούθησε να λέγει με αγωνία ή γριά, εκείνα που είδες και άκουσες και μη μας κρύψεις τίποτα΄.  


Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΟΠΤΑΣΙΑ



 ΄΄Όταν κειτόμουν στο κρεβάτι άρρωστος, σε μια στιγμή, βλέπω μπροστά μου ένα λαμπροφορεμένο άντρα, πού έμοιαζε με αστραπή, το κάλλος και ή ομορφιά του είναι απερίγραπτη. Τα φο­ρέματα του χρυσουφαντα και ποικιλόχρωμα, ακτινοβολούσαν από λαμπρότητα, θείο φωτισμό και χάρη πού σου φέρνει ουράνια γα­λήνη και χαρά.
΄

Από τη στιγμή πού τον είδα, κάθε σκέψη και νόημα, για τα πράγματα της ζωής αυτής, χάθηκαν από το μυαλό μου και τη θύ­μηση μου, και προσηλώθηκα εξ ολοκλήρου σ΄ αυτόν.Εκεί πού ήμουν αφοσιωμένος στη θεωρία του, μου φάνηκε πώς χωρίστηκα από τα ανθρώπινα και βρέθηκα στην αγκαλιά του, με πήρε και πετάξαμε μαζί στους ουρανούς. ΄

Όταν ανεβαίναμε μου φάνηκε πώς περάσαμε επτά κύκλους ουρανών. Οι κύκλοι αυτοί φαίνονταν από κάτω προς τα άνω £ως ότου τους περάσαμε όλους.΄Ανεβαίνοντας συναντούσαμε φως με ομίχλη, όταν φτάσαμε ψηλότερα είδα φως λαμπρότερο και γη ωραία και θαυμαστή, ομα­λή και καθαρή με φώτα και παντός είδους ανθισμένα δέντρα, των Οποίων την ευωδιά και το κάλλος δεν μπορεί ανθρώπινη γλώσσα να διηγηθεί.΄΄Όταν περάσαμε την ωραία εκείνη γη, βρεθήκαμε μπροστά σε δυο σιδερένιες και καλά σφραγισμένες πόρτες. Στην δεξιά πόρτα φύλαγαν ωραίοι λευκοφόροι νέοι και την αριστερή τη φύλαγαν άνδρες μαύροι με φοβερή όψη. Σαν φτάσαμε μπροστά στις πόρτες εκείνες, 

Ο συνοδός μου Άγγελος, μου είπε σκύψε σύντομα και προ­σκύνησε, κι εγώ αμέσως έσκυψα και προσκύνησα. Σκυφτός καθώς ήμουνα στη γη, άκουσα ναρχεται από μακριά φωνή και να λέγει: ΄τι έφερες αυτόν εδώ; Δεν σοι είπα να φέρεις τούτον, αλλά τον γείτονα του Νικόλαο, αυτός δε, έχει να ζήσει ακόμη επί της γης΄.΄Μετά από τη φωνή αυτή, ο Οδηγός μου με σήκωσε κι αμέσως με πήρε και πήγαμε κατά ανατολάς, προχωρήσαμε και βρεθήκαμε σε ανθισμένη και απέραντη πεδιάδα, με πολύ ωραία δέντρα δια­φόρων κατηγοριών.

Στον ίσκιο κάθε δέντρου, κάθονταν κι από ένας άνθρωπος, οι δε άνθρωποι εκείνοι ήταν όλοι μιας ηλικίας, αλλά τα πρόσωπα τους, άλλων ήσαν λαμπρά και ωραία κι ακτινοβολούσαν από χαρά, όλων τα πρόσωπα ήσαν στυγνά και λίγο μαύρα, και άλλων κα­τάμαυρα και σκοτεινά, κι 0 καθένας άπ' αυτούς είχε φανερά τα σημεία των πράξεων τους, είτε καλά είτε κακά, κι άπ' αυτά φαί­νονταν καθαρά σε όλους τα έργα πού κάνανε στη ζωή αύτη, κι γνώριζε ο ένας τον άλλον.

΄΄Όταν διαβαίναμε την ωραία εκείνη πεδιάδα, κοίταζα δεξιά κι αριστερά, είδα πολλούς, πού τους γνώριζα στη ζωή αυτή και οι όποιοι έχουν πεθάνει από πολύν καιρό. Επίσης γνώρισα πολλές γυναίκες. Είδα κει και μια γνωστή γυναίκα πόρνη, πού από την εξωτερική εμφάνιση διακρινόταν ή ζωή της πού έκανε δω στη γη. Είδα κι άλλους πολλούς κακοποιούς, που στη ζωή αύτη είχαν καταδικαστεί σε κρεμάλα, κι άλλους πού έκαναν διάφορες αμαρ­τίες, να χουν φανερά τα σημεία των κακών πράξεων τους, όπως διακρίνονταν και τα καλά έργα. 

Είδα επίσης και πολλούς φίλους και συγγενείς μας να βρίσκονται στον τόπο εκείνον.΄Κει πού βαδίζαμε, με το συνοδό μου ΄’γγελο, στην ωραία κι ανθοστολισμένη εκείνη πεδιάδα, καθώς παρατηρούσα τα ωραία τοπία, τα δροσερά λιβάδια, τα πανύψηλα δέντρα, κι άλλα ωραία και απερίγραπτα πράγματα, είδα να κάθονται τέσσερα Λάμπρο-φορεμένα παιδάκια πολύ όμορφα πού λάμπα σαν τον ήλιο. Στάθηκα και θαύμαζα τα ωραία εκείνα μέρη και κοίταζα αχόρταγα τα όμορφα εκείνα παιδάκια. Ό συνοδός μου  Άγγελος τότε μου είπε:

΄Αδελφέ, γνωρίζεις αυτά τα ωραία παιδάκια; Μήπως ξέρεις τίνος είναι;΄ 

Τότε πήγα πιο κοντά, κοίταξα με προσοχή και είδα ότι τα παιδιά εκείνα ήταν τα δικά μας. Είδα τα τρία πού μας είχαν από χρόνια πεθάνει και το τελευταίο δωδεκάχρονο να το έχουν στη μέση. Στον Άγγελο είπα: ΄Ναι, κύριε μου, πολύ καλά τα γνω­ρίζω, είναι τα παιδιά τα δικά μου΄. Ή χαρά μου ήταν απερίγρα­πτη πού γνώρισα και είδα τα παιδιά μας να είναι σε τόση χαρά δόξα και λαμπρότητα. Παρακάλεσα τον οδηγό μου Άγγελο, να μου επιτρέψει να μείνω κι εγώ εκεί κοντά στα παιδιά μου για πάν­τα, να αισθάνομαι τη χαρά τους και να μην τα αποχωριστώ ποτέ! Κι ο ΄’γγελος μου αποκρίθηκε πώς δεν ήρθε ακόμη ο καιρός για να μείνεις κι εσύ εδώ και με πήρε αμέσως από τον τόπο εκείνον.

΄΄Όταν φεύγαμε, από την ωραία εκείνη πεδιάδα με το ευώδη άνθη, τον ουράνιο φωτισμό και την αιώνια λαμπρότητα, ρώτησα το συνοδό μου: ΄Κύριε μου, τούτος ο ωραίος τόπος, είναι ο λεγό­μενος Παράδεισος του θεού ή βασιλεία των ουρανών;΄ Εκείνος είπε: ΄Αυτός ο τόπος, ούτε ο Παράδεισος, ούτε ή βασιλεία των ου­ρανών είναι, αλλά είναι αυτό που λέγει ή αγία Γραφή, ή γη των ΄Πραέων΄ και ο τόπος της αναπαύσεως των ψυχών των δικαίων και ορθοδόξων χριστιανών, τον οποίον ώρισεν ο Πανάγαθος θεός, να αναπαύονται οι ψυχές ως την ήμερα της ΄Δευτέρας του Χριστού παρουσίας΄, του Κυρίου ημών 'Ιησού Χριστού, του Δίκαιου Κριτή, πού θα 'ρθει να κρίνει τον κόσμο και να αποδώσει στον καθένα κα­τά τις πράξεις και τα έργα πού έχει κάνει. 

Ή δε βασιλεία των ου­ρανών και τα αιώνια αγαθά, πού θα απολαύσουν οι Δίκαιοι, όπως και τα αιώνια κολαστήρια και οι τιμωρίες πού είναι γι΄ αυτούς, πού δεν πίστεψαν στο Χριστό και τους αμετανόητους αμαρτωλούς, είναι εκεί πού είδες τις δυο κλεισμένες και σφραγισμένες πόρτες, τη χρυσή και λαμπρή πόρτα, πού Οδηγεί στη βασιλεία του θεούκαι τη σιδερένια και φλογερή, πού οδηγεί στην Κόλαση, πού είναι φτιαγμένη για τους δαίμονες και τα όργανα τους, πού είναι- όλοι οι κακοί και αμετανόητοι άνθρωποι΄.΄

Τότε ρώτησα τον ΄’γγελο: ΄Τώρα, Κύριε μου, ποίοι είναι στη βασιλεία των ουρανών, και ποίοι είναι στην Κόλαση;΄ Κι εκείνος μου απεκκριθεί : ΄Τώρα κανένας δεν έχει πάει στη Βασιλεία των ουρανών, ούτε στην Κόλαση, αλλά οι μεν Δίκαιοι απολαμβάνουν μέ­ρος από τα αιώνια αγαθά, στο διορισμένο από το Θεό τόπο και οι αμαρτωλοί πάλι, μέρος από τις τιμωρίες υφίστανται, και όπως εί­παμε, οι Δίκαιοι και οι Αμαρτωλοί την τέλεια απολαβή των αιω­νίων αγαθών ή των αιωνίων τιμωριών θα πάρουν μετά την Δεύτε­ρη ένδοξη του Κυρίου Παρουσία, πού θα γίνει τότε, ή αιώνια πλη­ρωμή ή αιώνια καταδίκη.

΄Οι ψυχές όμως των μεγάλων Αγίων, εξακολούθησε να μου λέγει ο οδηγός μου, από τώρα βρίσκονται σε πολύ ψηλότερο, ω­ραιότερο και φωτεινότερο τόπο από τούτον εδώ, εκεί πού είναι με­γάλο και πολύ λαμπρότερο φως, από το όποιο φως, έρχονται εδώ οι ακτίνες και λαμπηδόνες, πού φωτίζουν τον τόπο τούτον΄.΄΄Όταν είπε αυτά, ο οδηγός μου Άγγελος, ξεκινήσαμε να πά­με κατά το Νοτιά, βγήκαμε από το φωτεινό και λαμπρό εκείνο μέ­ρος και φτάσαμε σε σκοτεινό και καλυμμένο από μούχλα και σα­πίλα τόπο, από τον όποιον έβγαινε πολύ βρώμα και δυσωδία. 

Εκεί είδαμε πολύ πλήθος ανθρώπων, πού είχανε ηλιοκαμένοι και πολύ λυπημένη όψη. Ρώτησα, τι άνθρωποι είναι αυτοί πού βρίσκον­ται εδώ μέσα; Κι αυτός μου είπε: ΄Αυτοί πού βλέπεις εδώ, είναι οι Εβραίοι πού δεν πίστεψαν στο Δεσπότη Χριστό΄.

΄Προχωρήσαμε πιο πέρα. Εκεί βρήκαμε πιο σκοτεινό και βρωμερότερο μέρος, είχε μέσα κι αυτό πλήθος πολύ λάου, πού φαίνονταν σαν μικροί άνθρωπίσκοι, σαν μικρά παιδιά και σκουλήκια, πού κυλιόντουσαν μέσα σε λάσπη από κοπριά. 

Ρώτησα τον οδηγό μου γι αυτούς και μου είπε, πώς αυτοί είναι οι Τούρκοι και άπιστοι ΄Αγαρηνοί, και όλοι οι αιρετικοί και κακόδοξοι άνθρωποι. Εκεί γνώρισα και πολλούς από τους Αθίγγανους Γύφτους πού τους ήξερα από τη ζωή αυτή κι είχανε τα πρόσωπα τους πολύ με­λανά.΄΄Όταν βγήκαμε άπ' εκεί, γυρίσαμε κι άλλους τέτοιους σκο­τεινούς και βρωμερούς τόπους, γεμάτους από ανθρώπους κάθε θρησκείας, κάθε αιρέσεως, άθεους, ειδωλολάτρες και λαούς αού διάφορα έθνη.

Σε ερώτηση μου αν αυτή είναι ή Κόλαση, ο Οδηγός μου είπε : ΄Όπως και πρωτύτερα σου είπα αυτά πού είδες, δεν είναι ούτε ή Κόλαση, ούτε ο Παράδεισος, αλλά όλα αυτά είναι προσωρι­νά μέχρι τη δεύτερη του Χριστού Παρουσία. Πρέπει να ξέρεις και τούτο, πώς ή Κόλαση είναι μία, άλλα τα βάσανα και οι τιμωρίες εί­ναι πολλές και διάφορες, όπως και ή Βασιλεία των ουρανών είναι μία, αλλά έχει κι αυτή διαφορά στις κατοικίες και τις απολαύσεις για τους Δικαίους, ανάλογα με τις αρετές και την προσφορά της θυσίας του καθενός στη ζωή τούτη, όπως λέγει κι ο Δεσπότης Χρι­στός στο Ιερό ευαγγέλιο Του: ΄

Εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισιν΄ (΄Ιωάν. ΙΔ' 2).΄Εκεί πού ο οδηγός μου έλεγε αυτά, άκουσα άρχεται από κάτω βαθιά τρομακτική και βροντερή φωνή βρυχώμενου δράκον­τα και αγρίου θεριού, και να βγαίνει βρώμα και δυσωδία ανυπό­φορη. Από τη φωνή αυτή τραβήχτηκα και τρόμαξα τόσο, πού προ­σπάθησα να κρυφτώ στην αγκαλιά του φύλακα συνόδου μου και τρέμων από το φόβο μου, τον ρώτησα;

" Τί φωνή είναι αυτή, Κύριε μου και ή πολλή αυτή βρώμα πουθε έρχεται;΄ 

Και κείνος μου είπε: ΄Αυτός πού φωνάζει και βρυχιέται είναι ο παμφάγος ΄’δης, ο όποιος δέχεται όλους τους άπιστους και περιφρονητές αμαρτω­λούς κατ΄ εξακολούθηση, πού δεν πίστεψαν στο Χριστό και δε μετανοήσαν ποτέ για ότι κακό έκαναν ατή ζωή τους.

΄Οποίος απ΄ αυτούς πεθάνει, περνάει από τον Άδη, ο όποιος τους ξερνάει, στους τόπους της καταδίκης πού είδες και δε χορταίνει ποτέ΄.

΄Αμέσως άκουσα άλλη φωνή ποϋρχονταν από ψηλά και έλεγε: ΄Τι φωνάζεις, τι κλαις και στενοχωριέσαι; Περίμενε λίγο και θα χορτάσεις από ανάξιους ιερείς, αρχιερείς, επίσκοπους και μοναχούς, δόκιμους και χριστιανούς αμελείς και περιφρονητές στην καλοσύνη και πρόθυμους για το κακά΄. ΄

Και κει πού ή φοβερή αυτή φωνή σφύριζε ακόμη στα αυτιά μου, βρέθηκα αμέσως στο σπίτι μου, είδα το σώμα μου νεκρό, άσχημο και παγωμένο, δεν ήθελα να μπω μέσα σ' αυτό, αλλά ο οδηγάς μου μ΄ έβαλε με το ζόρι χωρίς να θέλω να μπω μέσα, κι αι­σθάνθηκα δριμύ πόνο και να σαλεύουν όλα τα νεύρα, οι αρθρώσεις και τα κόκκαλα΄.
 

Ή γυναίκα του Δημήτρη και ή πεθερά του άμα άκουσαν αυ­τά, έμειναν κατάπληκτες και διηγούμενες αυτά, άπα στόμα σε στό­μα διαδόθηκαν όχι μόνο στον ΄Ισβορο, αλλά και σ' όλη τη Χαλκι­δική. Τούτο έφτασε και στα αυτιά του αγίου Μητροφάνη, ο όποιος πήγε στο σπίτι του Δημήτρη, από τον όποιον βεβαιώθηκε για την αλήθεια της θείας αυτής οπτασίας, την οποίαν ο Δημήτρης επανέλαβε και διηγήθηκε στον ίδιο δυο και τρεις φορές, ακριβώς όπως μας την περιέγραψαν ο ίδιος, ο άγιος Μητροφάνης.

  Ή οπτασία αυτή του Δημήτρη, βεβαιώθηκε κι από το γεγονός, πού ακολούθησε, γιατί όταν άκουσε τη θεία εκείνη φωνή, πού λέ­γε στον οδηγό του Άγγελο; "Δεν σου είπα να φέρεις αυτόν, αλ­λά το γείτονα του Νικόλαο", τούτο πραγματοποιήθηκε, γιατί δυο μέρες μετά την οπτασία, πού είδε ο Δημήτρης, ο γείτονας του Νι­κόλαος καίτοι ήταν πολύ καλά στην υγεία του, ξάφνου χωρίς νάχει καμιά αρρώστια πέθανε και τις ετοιμασίες πού είχαν για την κηδεία του Δημήτρη, τις χρησιμοποίησαν για την ταφή του Νικολάου.

Μερικοί αρχιερείς και ιερείς, από φθόνο του διαβόλου, κινή­θηκαν να διασύρουν την Οπτασία αυτή σαν ψεύτικη, προσπάθησαν να σπείρουν απιστία και αμφιβολία, με τη δικαιολογία, ότι, ή φω­νή πού άκουσε, ο Δημήτρης, άνωθεν να λέγει στον Άδη, έτι θα χορτάσει από αρχιερείς, ιερείς και μοναχούς αμελείς και ράθυ­μους, προς τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα τους και ότι δεν θα έπρεπε να λέγει γι΄ αυτούς, αλλά να έλεγε, πώς θα γεμίσει από άπιστους, ασεβείς και αμαρτωλούς, αν ήταν αληθινή!

Ταλαίπωροι άνθρωποι, σ΄ οποία τάξη κι αν ανήκετε, οποίο βαθμό και αξίωμα φέρετε, γιατί ΄προφασίζεστε προφάσεις εν αμαρτίαις΄; ΄Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία, ίνα τι αγα­πάτε ματαιότητα και ζητείτε ψευδώς;΄ ΄Πώς θέλετε ο καθένας σας να δικαιολογείστε και να κρύβεστε πίσω από το δάκτυλο σας΄; Αυτά είπε προς αυτούς, ο άγιος Μητροφάνης, και επιπροσθέτως έλεγε:

΄Αδελφοί, εμείς οι κληρικοί, πού ταχθήκαμε να υπηρετού­με την Κύριο, να γνωρίζουμε καλά, πώς πρέπει να είμαστε τύπος και υπόδειγμα ενάρετης ζωής, να είμαστε φως και Οδηγοί στους ανθρώπους, όπως λέγει και ο Κύριος μας:

΄Υμείς εσταί το φως του κόσμου, υμείς εσταί το άλας της γης΄ (Μάτθ. Ε' 13, 14) και ως τοι­ούτοι θα πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να χύνομε περισσότερο φως και όχι να συσκοτίζομε πιο πολύ τα απλά και θεια αυτά πράγ­ματα, πού ο θεός αποκαλύπτει στους πιστούς, για να διορθωθού­με και να διορθώσουμε και τον κόσμο, πού έχει σκοτάδι και ά­γνοια μεγάλη, του θείου νόμου και των εντολών του Θεού. 

΄Αντί, με τα καλά μας λόγια, με τα καλά μας έργα και την καθαρή πο­λιτεία της ζωής μας να γινόμαστε το καλό παράδειγμα, να φανούμε άξιοι εργάτες της κλήσεως μας και καλοί οικονόμοι να μεταδίδουμε τη χάρη, πού από το θεό μας δόθηκε, εμείς γινόμαστε προσκόμματα του κάλου, αιτία σκανδάλου και κακό παράδειγμα,στους πιστούς με την απιστία και την αμφιβολία πού μεταδίδουμε στον πιστό και απλό λαό και με τον τρόπο αυτόν βλάπτουμε τις ψυχές τους, για τις όποιες, ο Χριστός, επάνω στο Σταυρό, θυσιά­στηκε και παρέδωσε την ψυχή του λύτρον αντί πολλών΄. 

Αντί να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να ωφελήσομε τον πλησίον μας, εμείς με κάθε τρόπο τον βλάπτομε, με το να λέμε και να διαδίδομε πώς οι Οπτασίες αυτές και αποκαλύψεις, οι όποιες μας φέρνουν σε αί­σθηση, σε φόβο θεού, σε μετάνοια και επίγνωση του εαυτού μας, να λέμε δεν είναι αληθινές; Δεν είναι πραγματικές;

Μήπως γιατί αποκαλύπτουν τα κακά έργα του καθενός; Και φανερώνουν τις τι­μωρίες που μας περιμένουν; ΄Η την δίκαιη αντιμισθία και ανταμοι­βή πού θα λάβουν από τον Δίκαιο Κριτή εκείνοι πού εργάστηκαν το καλό και την αρετή;

Πρέπει να ξέρουμε πώς οποίοι κι αν είναι αυτοί, απλοί άνθρωποι, ή ιερείς, αρχιερείς, Πατριάρχες, Βασιλείς, Στρατηγοί ή Στρατιώτες, όλοι όμοια και δίκαια θα κριθούν, από τον απροσωπόληπτο Κριτή, το θεό. Και συνέχισε ο άγιος Μητρο­φάνης, να διδάσκει και να λέγει στο λαό: ΄΄Ας ξυπνήσομε, αδελ­φοί, ας έλθομε στον εαυτό μας όσον είναι ακόμη καιρός, γιατί το κουδούνι του κινδύνου, για τον καθένα μας, κάθε λίγο κτυπάει, δεν ξέρουμε πότε το τέλος και σε μας θα έλθει. ΄

Ας προσπαθήσουμε να μιμηθούμε τους καλούς ιερείς, αρχιερείς, μοναχούς και όλους εκείνους τους καλούς χριστιανούς, οι όποιοι εργάζονται το καλό, την αρετή και τη δικαιοσύνη, για να γίνουμε κι εμείς φώτα σωστικά, παραδείγματα αρετής και καλοσύνης στους πιστούς α­δελφούς μας, 6πως μας παραγγέλλει ο Κύριος λέγων: ΄

Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως εϊδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ούρανοις΄ (Ματθ. Ε' 16) για να λάβομε κι εμείς τη δίκαιη ανταμοιβή και να ζήσομε αιώνια με το θεού στη βασιλεία των ουρανών. 

μήν΄. Άγνωστο επίσης σε μας είναι, που κοιμήθηκαν οι άγιοι Πα­τέρες αυτοί, Διονύσιος ο ρήτωρ και Μητροφάνης και μέχρι σήμερα δε βρέθηκαν τα αγία Λείψανα τους.

Επί των ήμερων μας το έτος 1956, ο ευλαβέστατος υμνο­γράφος της Μεγάλης του Χρίστου Εκκλησίας Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, με την επίσης ευλαβέστατη συνοδεία του, με πολλούς κόπους και πόνους, κατόπιν εμφανίσεως και αποκαλύψεως των αγίων αυτών, κατόρθωσε να καθαρίσει το σπήλαιο εν­τός του οποίου έφτιαξε ωραία εκκλησία στο όνομα τους εκεί πού πέρασαν οι όσιοι Διονύσιος και Μητροφάνης την ασκητική ζωή

http://geoment.e-e-e.gr/xrisosodigos.htm