ΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΝΕΚΡΩΝ...


Ο λαϊκός αχθοφόρος πού ανέστησε νεκρό !!!

Μερικές φορές εμείς οί λεγόμενοι Χριστιανοί, βουτηγμένοι σε  «βαθιές θεολογικές αντιλήψεις», νομίζουμε πως κάνουμε κάτι σπουδαίο και σημαντικό. Έχοντας όμως χάσει την απλότητα, ουσιαστικά χάνουμε και την Αγιότητα... 

Χάνουμε την επαφή με τον Ιησού Χριστό. Αρκεί πολλές φορές, η Αγιότητα ενός ανθρώπου «της διπλανής πόρτας» για να μας υπενθυμίσει να είμαστε απλοί και ταπεινοί, όπως ο απλός αχθοφόρος της ιστορίας, που μάς διηγείται ο Γέροντας Παϊσιος...

" Είχα γνωρίσει κάποτε έναν άνθρωπο πολύ καλό και ευαίσθητο. Αφού να φανταστείς ούτε στο μοναστήρι δεν ερχόταν να φιλοξενηθεί για να μη δώσει βάρος στους μοναχούς... Ήμουν τότε αρχοντάρης στη σκήτη των Ιβήρων, βγαίνω μία στιγμή στο μπαλκόνι το μεσημέρι, βλέπω κάποιον κάτω να ξαπλώνει πάνω στις πέτρες...

Βρε, λέω, τι κάνει αυτός εκεί; ανησύχησα, πήγα και τον βρήκα...

Τι κάνεις εδώ ευλογημένε; Γιατί δεν έρχεσαι στο μοναστήρι να φιλοξενηθείς;

Όχι, όχι, καλά είμαι εδώ, μη στεναχωριέσαι. Τον βίαζα να έρθει και αυτός δεν ήθελε. Μου λέει « Όλη νύχτα οι πατέρες κάνουν αγρυπνία... κουράζονται, νηστεύουν... πάνε να ξεκουραστούν λιγάκι το μεσημέρι, να πάω εγώ να τους ανησυχήσω; Δεν πάει!»

Είδες καλούς λογισμούς που έκανε; αυτό δείχνει ψυχική και πνευματική υγεία... ενώ άλλοι έρχονται με απαίτηση να τους υπηρετήσεις και μετά όλο κακούς, λογισμούς κάνουν... να σε κατηγορήσουν κιόλας. Τέλος πάντων. Τελικά τον έπεισα, τον πήρα στο μοναστήρι, γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι.

Άκου να δεις τι έκανε αυτός ό άνθρωπος. Αυτός από μικρός έμεινε ορφανός, δε γνώρισε γονείς, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Όταν μεγάλωσε, δούλευε αχθοφόρος στο λιμάνι, στη Θεσσαλονίκη.

Παντρεύτηκε και χάρηκε πολύ. Γιατί βρήκε την οικογένεια που του έλειπε. Τα πεθερικά του τα είχε σαν τους γονείς του. Πιασαν ένα σπίτι κοντά στα πεθερικά και τα αγαπούσε πολύ. Αφού να φανταστείς, όταν σχολούσε από τη δουλειά, πρώτα πήγαινε από τα πεθερικά του, να τα χαιρετήσει, να δει αν χρειάζονται τίποτα, και μετά πήγαινε σπίτι να δει τη γυναίκα του.


Ήταν και πολύ ευλαβής. Έλεγε και την ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Κουβαλούσε και προσευχόταν.

Τον στεναχωρούσε το θέμα ότι τα πεθερικά του δεν πίστευαν. Ο πεθερός του μάλιστα βλασφημούσε και αυτό τον πίκραινε πολύ... Παρακαλούσε λοιπόν τον Θεό να μην τους πάρει απ' αυτή τη ζωή πριν μετανοήσουν... Με παρακάλεσε και μένα να κάνω προσευχή γι' αυτό το θέμα.

Μία φορά λοιπόν αρρώστησε ο πεθερός του και τον πήγαν στο νοσοκομείο: Στο ΑΧΕΠΑ. Ήταν μέρες εκεί. Μία μέρα λοιπόν μετά τη δουλειά πήγε στο νοσοκομείο κατευθείαν, χωρίς να περάσει από το σπίτι. Ψάχνει για τον πεθερό του, δεν τον βρίσκει στο δωμάτιο... 

Ψάχνει ρωτάει... «Ποιός, αυτός; πέθανε,... τον έχουν κάτω στα ψυγεία, εκεί πού φυλάν τους νεκρούς» του λένε.

Του ήρθε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. «Γιατί, Θεέ μου, τον πήρες αφού δεν ήταν έτοιμος; αφού δεν πρόλαβε να μετανοήσει; γιατί, Θεέ μου;».

Άρχισε να προσεύχεται με πόνο, βαθειά. «Τι είναι για το Θεό να τον φέρει πίσω; Τίποτα» σκέφτηκε και άρχισε να παρακαλεί τον Θεό.

Κατεβαίνει κάτω, ψάχνει το νεκροτομείο, τον βρίσκει παγωμένο, νεκρό. Τον πιάνει από το χέρι καί τού λέει : «Έλα, πάμε, σήκω νά πάμε σπίτι...».

Ζωντάνεψε ό νεκρός, σηκώθηκε και τον ακολούθησε.

-- Αλήθεια, γέροντα, έγινε αυτό; τον ρώτησα εμβρόντητος.

-- Αλήθεια, βρε, αλήθεια.

-- Και ζει αυτός ο άνθρωπος ακόμα;

-- Όχι, έχει πεθάνει τώρα... έζησε μερικά χρόνια ακόμα, μετανόησε, καλοσύνεψε... έγινε αρνάκι, και τον πήρε ο Χριστός στον Παράδεισο...

Ήμουν κατάπληκτος !

Γίνονται στις μέρες μας τέτοια πράγματα;... ρώτησα με θαυμασμό.

Είδες... και ήταν λαϊκός. Είχε όμως πολύ απλότητα!!! και βαθειά πίστη. 

Δεν λέει κάπου ό Χριστός, «ο πιστεύων εις εμέ α εγώ ποιώ και μείζονα τούτων ποιήσει»; Γιατί να μας φαίνεται παράξενο; Ο Χριστός δεν ανέστησε νεκρούς; Το Λάζαρο, το γιό της χήρας, την κόρη τού Ιαείρου! Οι Απόστολοι δεν ανάσταιναν νεκρούς;... Στους βίους των Αγίων δεν διαβάζουμε τόσα και τόσα;

Γιατί μας φαίνεται παράξενο; "

( Απόσπασμα από το βιβλίο: "Ο πατήρ Παϊσιος μού είπε", του Αθ. Ρακοβαλή, Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", σελ. 166-168)


====================================


Μία σχετική περίπτωση βρήκαμε καί στό γνωστό site : www.athos.edo.gr 

<<...Κάποιο Μεγάλο Σάββατο, μού διαφεύγει ή ακριβής ημερομηνία, πάντως μετά το 2000, στο χωριό Σμίξη Γρεβενών μια μητέρα έχασε το γιο της σε νεαρή ηλικία. 

Πιστή καθώς ήταν, όταν έφτασε η ώρα της Ανάστασης του Χριστού μας, αποφάσισε να πάει στην εκκλησία, παρόλο που ο νεκρός γιος της βρισκόταν ακόμα στο σπίτι. Χαρακτηριστικά είπε, "θα πάμε στην εκκλησία γιατί προηγείται η Ζωή του Θανάτου", εννοώντας ότι επειδή θα γιορταζόταν η Ανάσταση του Θεανθρώπου θα έπρεπε από την ίδια να τιμηθεί η Ζωή, δηλ. ο Χριστός, παρά να επιλέξει να καθίσει στο σπίτι με το νεκρό γιο της, δίνοντας προτεραιότητα στο θάνατο ένα τέτοιο βράδυ... 

Επιστρέφοντας λοιπόν από την εκκλησία, μπαίνει μέσα στο σπίτι με το Άγιο Φως και λέει στο νεκρό γιο της: 

"Χριστός Ανέστη, παιδί μου". 

Καί τότε σηκώνεται εκείνος από το φέρετρο, και της απαντά αμέσως: 

"Αληθώς Ανέστη, μάνα !". 

Νεκρανάσταση λοιπόν, στο χωριό Σμίξη Γρεβενών, πρόσφατα, κάποιο Πάσχα, μετά το 2000....>>

http://www.athos.edo.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=160&mode=thread&order=0&thold=0

Πηγή: www.athos.edo.gr 



====================================



Υπήρχε ένας άνδρας ευσεβούς ζωής ονόματι Βενέδικτος. Καταγόταν από μία καλή οικογένεια καί σπούδαζε στήν Ρώμη. Αλλά επειδή έβλεπε εκεί, πολλούς πού πήγαιναν γιά σπουδές τελικά νά μπλέκουν καί νά γκρεμίζονται στήν αμαρτία, φοβούμενος μή χάσει  κι΄ αυτός τήν ψυχή του, καί επιθυμώντας μόνο στόν Θεό νά αρέσει, αποσύρθηκε 50 μίλια μακρυά από τήν Ρώμη, στήν έρημο τού Subiaco.

Κάποια μέρα, είχε βγεί έξω μαζί μέ άλλους αδελφούς γιά αγροτικές εργασίες. Τότε, ήλθε στό μοναστήρι ένας χωρικός ζητώντας τόν πατέρα Βενέδικτο. Στά χέρια του κρατούσε τό πεθαμένο παιδί του, κλαίγοντας καί θρηνώντας γιά τόν θάνατό του...

Όταν τού είπανε πώς ό πατήρ απασχολείται τώρα στά χωράφια, παράτησε τό πεθαμένο παιδί του μπροστά στήν πύλη τής μονής καί τρέχοντας έψαχνε γιά τόν Βενέδικτο. Μόλις τόν βρήκε ό χαροκαμμένος χωρικός άρχισε νά τού φωνάζει " Δώσε μου πίσω τό παιδί μου, δώσε μου πίσω τό παιδί μου..."

Σ΄ αυτή τήν φωνή ό άνθρωπος τού Θεού κοντοστάθηκε λέγοντάς του,

"Μήπως εγώ σού πήρα τό παιδί σου; "

Κι΄ εκείνος απάντησε,

" Πέθανε ! Έλα κι΄ ανάστησέ το !... "

Αυτό μόλις τό άκουσε ό δούλος τού Θεού, στενοχωρήθηκε πολύ καί είπε,

" Φύγετε αδελφοί, φύγετε. Αυτά πού ζητάτε δέν είναι στά δικά μας μέτρα, αλλά στά μέτρα τών Αγίων αποστόλων πού καί νεκρούς ανάσταιναν. Γιατί ζητάτε νά φορτώσετε σ΄ εμάς φορτία πού δέν μπορούμε νά σηκώσουμε ; "

Όμως, κι΄ εκείνον τόν πατέρα, ό πόνος τόν ανάγκαζε μέ επιμονή νά τόν πιέζει, δίνοντας όρκο πώς δέν θά έφευγε από εκεί άν ό ηγούμενος δέν ανάσταινε τό παιδί του...

Τότε πιά τόν ρώτησε ό δούλος τού Θεού,

" Πού είναι τό παιδί σου ; "

Κι΄ εκείνος απάντησε,

" Νά, τό σώμα του βρίσκεται στήν πύλη τού μοναστηριού σου..."

Σάν κατέφθασε  εκεί ό άνθρωπος τού Θεού, μαζί μέ τούς αδελφούς, γονάτισε δίπλα στό παιδί προσευχόμενος. Σηκώθηκε πάλι όρθιος καί υψώνοντας τά χέρια του στόν ουρανό είπε τά παρακάτω λόγια,

" Κύριε Ιησού Χριστέ, εξ΄ αιτίας τών δικών μου αμαρτιών μή δυσκολευθείς νά βοηθήσεις αυτό πού σού ζητάμε, αλλά κοίταξε τήν πίστι αυτού τού ανθρώπου πού παρακαλεί νά αναστηθεί τό πεθαμένο παιδί του, καί δώσε πίσω σ΄ αυτό τό σωματάκι, τήν ψυχή πού εσύ τού αφαίρεσες".

Κι΄ ενώ δέν είχε καλά - καλά ολοκληρώσει τήν προσευχή του, τό σωματάκι τού παιδιού άρχισε νά τρεμουλιάζει, καθώς ή ψυχή τού μικρού ξαναγύριζε, πρός μεγάλη κατάπληξη τών παρευρισκομένων πού δόξαζαν τόν Θεό γι΄ αυτή τήν νεκρανάσταση !.

 


ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ  ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ...


" ... Κατά τό έτος  1925  ένα πνευματικό παιδί εκείνου τού ταπεινού γέροντος τής Αθήνας, τού παπά-Νικόλα Πλανά, υγιέστατο μέχρι πρίν λίγες μέρες, έπαθε διάρρηξη σκωληκοειδίτιδας, καί έζησε μόνο οκτώ μέρες. Μέσα σ΄ αυτές τίς λίγες μέρες ό παπά Νικόλας, πού τόσα πολλά θαύματα είχε κάνει στόν κόσμο, κατέβασε τόν ουρανό στήν γή μέ τίς προσευχές του γιά νά λυπηθεί ό Χριστός τό αγαπημένο του παιδί καί νά ζήση. Ώσπου ένα βράδυ, γυρνώντας καταλυπημένος στό σπίτι του, λέει στούς δικούς του,

 

--Ό Ηλίας δυστυχώς θά πεθάνει ! Μού τό είπανε χθές, ό Άγιος Ιωάννης ό Πρόδρομος καί ό Άγιος Παντελεήμων...

 

Καί πράγματι, ό Ηλίας δέν έζησε !

 

Πέρασαν τρείς μήνες μέχρι νά συνέλθει από τήν βαριά θλίψη της ή αδελφή τού πεθαμένου, καί ένα απόγευμα τόν ρώτησε γιά εκείνη τήν οπτασία...

 

--Τήν ώρα πού λειτουργούσα, τής είπε ό γέροντας, στό ερημοκλήσι τού  Αη-Γιάννη τού κυνηγού, κάτω στήν Γλυφάδα,  ε ί δ α   α π έ ν α ν τ ί   μ ο υ , πίσω από τήν Αγία Τράπεζα, τούς δυό Αγίους  ο λ ο ζ ώ ν τ α ν ο υ ς , καί μού λέει ό ένας τους,

--Διαβιβάσαμε τήν αίτησή σου είς τόν Δεσπότη Χριστό, καί μάς είπε, ότι ό Ηλίας θά πεθάνη...

Α ν ω τ έ ρ α   διαταγή, δέν μπορούμε νά κάνουμε τίποτα μού είπαν, καί ξαφνικά έγιναν άφαντοι !...