Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τα 50.000 άτομα. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες ανέρχονταν σε 5.000 και 2.000 οι ξένοι, κυρίως Γενουάτες και Βενετοί. Μάλιστα 700 Γενουάτες είχαν φθάσει με δυο καράβια στις 26 Ιανουαρίου 1453 και αρχηγό τον έμπειρο Ιωάννη Ιουστινιάνη.

Τα τείχη είχαν επισκευαστεί βιαστικά, και εκβαθύνθηκε η τάφρος. Συγκεντρώθηκαν τρόφιμα, ενώ τα κειμήλια των εκκλησιών δόθηκαν για να κοπούν νομίσματα και να πληρωθούν οι στρατιώτες.

Επίσης είχαν σταλεί επιστολές βοήθειας σε όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες. Οι Γενουάτες στα τείχη του Γαλατά έμειναν ουδέτεροι και δεν βοήθησαν καθόλου στην άμυνα της πολης.

Η Τουρκική επίθεση άρχισε με βολές πυροβολικού, που άνοιγαν τρύπες στα τείχη, τις οποίες όμως κατάφερναν να κλείσουν οι αμυνόμενοι.

Οι Τούρκοι προσπάθησαν να σπάσουν την αλυσίδα του Κερατίου κόλπου, αλλά δεν τα κατάφεραν . Μάλιστα στις 20 Απριλίου κατόρθωσαν να περάσουν ένα βυζαντινό και τρία Γενουάτικα καράβια με αρχηγό τον Φλαντανελλά διαλύοντας την αντίσταση των Τούρκων. Δυο μέρες αργότερα οι Οθωμανοί κατασκεύασαν διόλκο δώδεκα χλμ. από τον Βόσπορο στον Κεράτιο και πέρασαν με αυτό τον τρόπο 70 πλοία στον Κεράτιο κόλπο.

Στις 21 Μαίου ο Μωάμεθ ζήτησε την παράδοση της πόλης και υπόσχονταν στον Κωνσταντίνο και σε όσους ήθελαν ότι θα μπορούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την πόλη.

Ο Κωνσταντίνος πρότεινε να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας -πλήρωνε 300.000 ασημένια νομίσματα ετησίως-, αλλά να κρατήσει υπό την κατοχή του την Κωνσταντινούπολη: “Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ’ εμόν έστιν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών”.

Στις 27 Μαίου άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός. Δυο μέρες αργότερα ξεκίνησε η τελική επίθεση σε πολλά μέρη των τειχών, αλλά με επίκεντρο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, διότι εκεί το τείχος είχε σχεδόν καταπέσει.

Στην τρίτη τουρκική έφοδο, ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και αποσύρθηκε από τη μάχη. Η αποχώρησή του έφερε σύγχυση στους αμυνόμενους και οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, έπεσε στα τείχη σαν απλός στρατιώτης. Η Πόλις εάλω!


Τά μετά την Άλωση…

Τις τρεις πρώτες ημέρες μετά την Αλωση οι Τούρκοι στρατιώτες κατέστρεφαν και λεηλατούσαν την Πόλη. Ολοι οι χριστιανοί εξανδραποδίστηκαν. Μόνον λίγοι Κωνσταντινουπολίτες κατόρθωσαν να διαφύγουν με πλοία από τον Κεράτιο κόλπο, διότι οι ναύτες των οθωμανικών πλοίων μετείχαν στη λεηλασία της πόλης.

Ο Μωάμεθ μπήκε στην Πόλη και προσευχήθηκε στην Αγία Σοφία, τον κύριο χριστιανικό ναό της πόλης, που είχε χτιστεί από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το έτος 532. Η Αγία Σοφία μετατράπηκε σε τζαμί. Την ίδια ημέρα οι Γενουάτες του Γαλατά δήλωσαν υποταγή στον Μωάμεθ και εκείνος για να τους ανταμείψει τους παραχώρησε προνόμια.

Τις επόμενες ημέρες ο Μωάμεθ διευθέτησε τα σημαντικότερα προβλήματα που είχαν ανακύψει μετά την Αλωση.

Εκτέλεσε όλους τους επιφανείς Βυζαντινούς, ακόμη και τον μέγα δούκα Λουκά Νοταρά, που είχε δηλώσει πριν την Αλωση ότι προτιμούσε τους Οθωμανούς από τους Λατίνους, διόρισε ένα προσωρινό διοικητή (σούμπαση) της πόλης και ηγέτες σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες του κράτους του.

Νέος Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης εκλέχθηκε ο Γεώργιος Σχολάριος (ως Γεννάδιος Β’), ο μέχρι τότε αρχηγός των ανθενωτικών, στον οποίο ο Μωάμεθ έδωσε τόσα προνόμια, ώστε ουσιαστικά τον κατέστησε και πολιτικό ηγέτη των χριστιανών ορθοδόξων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Όταν επέστρεψε στην Αδριανούπολη εκτέλεσε και τον βεζίρη Τσανταρλί Χαλίλ, που είχε αντιταχθεί στην πολιορκία της Πόλης και τον αντικατέστησε με τον Ζαγάνο Μεχμέτ πασά.


Από την Πόλη στην Ισταμπούλ


Μετά την Αλωση ο Μωάμεθ μετέφερε την πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους από την Αδριανούπολη στην Κωνσταντινούπολη.

Όμως η πόλη ήταν ερειπωμένη και ερημωμένη, αφού τα δυο 24ωρα μετά την Αλωση σφαγιάστηκαν περίπου 30.000 κάτοικοί της. Ετσι μια από τις πρώτες ενέργειες του Μωάμεθ Β’ ήταν να φέρει εποίκους στη νέα πρωτεύουσα από άλλες περιοχές του κράτους.

Πρώτα έφερε Τούρκους κυρίως από την περιοχή της Προύσας και αμέσως μετά Ελληνες από τη Θράκη. Οι Ελληνες συγκεντρώθηκε στις συνοικίες Φανάρι, Πύλη της Αδριανούπολης και Ψαμαθιά.

Όμως εκτός από Ελληνες και Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκαν με τη βία Αρμένιοι, δόθηκαν κίνητρα στους Εβραίους της Ευρώπης και της Ισπανίας να μετοικίσουν στην Κων/πολη, ενώ οι Γενουάτες παρέμειναν εγκατεστημένοι στη συνοικία του Γαλατά. Ετσι η Κωνσταντινούπολη απέκτησε ένα πολυεθνικό χαρακτήρα.

Το 1477 η απογραφή πληθυσμού έδειξε ότι 9.486 σπίτια κατοικούνταν από Τούρκους, 3.743 από Ελληνες, 1.647 από Εβραίους, 434 από Αρμένιους, 384 από Αρμένιους, 332 από Φράγκους (κυρίως Γενουάτες), 267 από Χριστιανούς της Κριμέας και 31 από τσιγγάνους.

Συνολικά οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης εκείνη την εποχή υπολογίζονταν σε 80.000 άτομα.

Ο Μωάμεθ στόλισε την Κωνσταντινούπολη όπως άρμοζε σε μια πρωτεύουσα.

Στο κέντρο έχτισε το ανάκτορό του (το Εσκί Σαράι, που κατεδαφίστηκε στη δεκαετία 1870-1880 για να χτιστεί το Υπουργείο Πολέμου και που στεγάζει πλέον το Πανεπιστήμιο).

Αργότερα έχτισε άλλο ανάκτορο στη συμβολή του Βοσπόρου με τον Κεράτιο κόλπο (το Γενί σαράι, που αργότερα ονομάστηκε Τοπ Καπί), το τζαμί Φατίχ στη θέση της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων (Χτίστηκε το 1463 από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή (Φατίχ).

 

Πρόκειται για κτίσμα χωρίς επιδράσεις από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, αντίθετα ενσωματώνει τα περισσότερα στοιχεία της ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Με το Φατίχ τζαμί ήταν συνδεδεμένοι οκτώ μεντρεσέδες, οι καλύτερες θεολογικές σχολές της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Καταστράφηκε από πυρκαιά το 1766) και πολλά δημόσια ιδρύματα.

Ετσι μετά την Αλωση η Κωνσταντινούπολη γνώρισε και πάλι μια εποχή ευημερίας.

Εγινε η πρωτεύουσα μιας λαμπρής αυτοκρατορίας, της οθωμανικής, μόνο που τώρα πια δεν έλαμπε στο χριστιανικό κόσμο, αλλά στον οθωμανικό, ο οποίος άπλωσε την κυριαρχία του σε δυο ηπείρους, την Ευρώπη και την Ασία για τέσσερις αιώνες. Η Κωνσταντινούπολη ήταν το φυσικό κέντρο της.


Οι Πρωταγωνιστές

Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος

Τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, στο πρόσωπο του οποίου η λαική παράδοση έπλασε το μύθο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, που θα ξαναζωντανέψει, όταν η Κωνσταντινούπολη θα ξαναγυρίσει στην κατοχή των Ελλήνων.

Γεννήθηκε το 1405. Ηταν ο τέταρτος γιος του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, πριγκίπισσας της Σερβίας. Όταν ήταν ακόμη νεαρός, ο πατέρας του Μανουήλ του είχε αναθέσει τη διοίκηση πόλεων του Ευξείνου Πόντου. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1427 όπου ανέλαβε με επιτυχία της δεσποτεία της Βοστίτσας.

Η δεσποτεία του ήταν ένας διαρκής αγώνας κατά των Φράγκων και των Τούρκων. Στο διάστημα 1435-1441 μετέβη στην Ιταλία, όπου μετείχε στις επιτροπές των Βυζαντινών, που προσπαθούσαν να πετύχουν την ένωση των Εκκλησιών (Ορθοδόξων-Καθολικών).

Τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μιστρά. Σκοπός του ήταν να δημιουργήσει ένα ισχυρό κράτος με κέντρο την Πελοπόννησο και πρωτεύουσα τον Μιστρά. Οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου, και επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Όμως ο Μουράτ Β’ οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Τούρκο σουλτάνο.

Τον Οκτώβριο του 1448 ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ πέθανε και ο λαός και η εκκλησία εξέλεξαν νέο αυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο. Το βυζαντινό κράτος που παρέλαβε αποτελούνταν ουσιαστικά από την ίδια την Πόλη, κάποιες πόλεις στον Εύξεινο Πόντο και κάποια νησιά του Αιγαίου. Ο Κωνσταντίνος κατανοώντας ότι ο νέος Οθωμανός σουλτάνος, Μωάμεθ, επιζητούσε την κατάληψη της Πόλης, περίμενε βοήθεια από τη Δύση υπενθυμίζοντας την ένωση των Εκκλησιών. Όμως σημαντική βοήθεια δεν έφτασε ποτέ.

Επισκεύασε βιαστικά τα τείχη της Πόλης, από τα οποία περίμενε ότι θα αποκρούσουν και αυτή τη φορά την επίθεση των εισβολέων. Όμως το βαρύ πυροβολικό του Μωάμεθ προξένησε μεγάλα ρήγματα στα τείχη. Η Πόλη έπεσε στις 29 Μαίου 1453 και ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ προτίμησε να πέσει ως απλός στρατιώτης στο πεδίο της μάχης, παρά να διαφύγει.

Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής (1432-1481)

Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έμεινε στην ιστορία ως ο Πορθητής της Κωνσταντινούπολης και της κατάλυσης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Διαδέχθηκε τον πατέρα του Μουράτ Β’ σε ηλικία 12 ετών το 1444. Όμως τα χριστιανικά κράτη της Ευρώπης, η Ουγγαρία, η Βλαχία, η Βενετία, βλέποντας την παρουσία ενός άπειρου σουλτάνου επικεφαλής των Οθωμανών δημιούργησαν στρατιωτικό συνασπισμό και ξεκίνησαν πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του.

Ο Μεγάλος Βεζύρης Τσανταρλί Χαλίλ επεδίωξε και πέτυχε την επάνοδο του πατέρα του Μουράτ Β’, ο οποίος και νίκησε το χριστιανικό στρατό. Όταν ο Μουράτ πέθανε το 1451, ανέβηκε και πάλι στο θρόνο ο Μωάμεθ.

Ονειρο του νεαρού σουλτάνου ήταν η δημιουργία μιας αυτοκρατορίας παρόμοιας με εκείνη των Ρωμαίων. Αλλωστε το Οθωμανικό κράτος χρειαζόταν μια πρωτεύουσα αντάξια της έκτασης και της δύναμής της. Επίσης στην πόλη αυτή είχαν βρει καταφύγιο πολλοί διεκδικητές του οθωμανικού θρόνου. Ετσι έθεσε στόχο του την άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Εκλεισε συνθήκη με την Ουγγαρία και τη Βενετία και έχτισε οχυρό για τον έλεγχο του Βοσπόρου, το Ρούμελι Χισσάρ, ενώ έφερε στόλο και κανόνια. Η πολιορκία ξεκίνησε στις 6 Απριλίου 1453. Ο μεγάλος βεζύρης Τσανταρλί Χαλίλ ήταν αντίθετος στην άλωση της Πόλης.

Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών στις 29 Μαίου 1453 ύστερα από γενική επίθεση και λεηλατήθηκε σκληρά. Ο σουλτάνος εισήλθε στην Πόλη την επόμενη ημέρα, πήρε τον τίτλο του Πορθητή (Fatih) και μετέτρεψε την Αγιά Σοφιά σε τζαμί.

Προσπάθησε να ξαναδώσει στην Κωνσταντινούπολη (την οποία μετονόμασε σε Ισταμπούλ, από το ελληνικό “Εις την Πόλιν”) την χαμένη της αίγλη κατασκευάζοντας παλάτια, τζαμιά, αγορές και εποικίζοντάς της με πληθυσμό από τις άλλες πόλεις που καταλάμβανε.

Πρόσθεσε στους τίτλους του αυτόν του Ρωμαίου Καίσαρα. τα επόμενα χρόνια έκανε πολλούς πολέμους, κατέλαβε και τα τελευταία υπολείμματα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και πολλά εδάφη από τα γειτονικά κράτη.

Αναδιοργάνωσε τη διοίκηση του κράτους τοποθετώντας δικούς του ανθρώπους σε όλες τις θέσεις κλειδιά. Ετσι όρισε Μεγάλο Βεζύρη τον Ζαγάνο Μεχμέτ πασά, υποστήριξε ως Οικουμενικό Πατριάρχη τον ανθενωτικό Γεώργιο Σχολάριο -Γεννάδιο Β’-, εγκατέστησε Εβραίο μεγάλο ραβίνο και Αρμένιο πατριάρχη. Δεν διακρινόταν για την ευσέβειά του στην ισλαμική πίστη, αντίθετα θαύμαζε την τέχνη της δυτικής Ευρώπης και συγκέντρωσε στην αυλή του πλήθος Ευρωπαίων καλλιτεχνών. Δήμευσε πολλά εκκλησιαστικά κτήματα και τα έδωσε σε αξιωματικούς -τους σπαχήδες-. Επέβαλλε σειρά νέων φόρων στο εξωτερικό εμπόριο με αποτέλεσμα να περάσει το μεγαλύτερο μέρος του στα χέρια των Οθωμανών.

Πέθανε το 1481 σε ηλικία 49 ετών και τον διαδέχθηκε ο γιος του Βαγιαζήτ Β’.