Η απομόνωση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε όταν κάποτε το απαίτησε να έλθει σε μια δίκη ένας δεινός ρήτορας σε λόγο του αμφισβήτησε κάν την ύπαρξη μιας γυναίκας.

Η γυναίκα καλής οικογενείας παρέμενε στον σπίτι τριγυρισμένη από τις υπηρέτριες της και έβγαινε μόνο για να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα.

Η ζωή της παντρεμένης γυναίκας ήταν πολύ περιορισμένη δεν μπορούσε να βγει από τον γυναικωνίτη χωρίς την άδεια του άντρα της, όπως σημειώνει ο Μένανδρος τα όρια μέσα στα οποία κινείτο ήταν η αυλόπορτα, η αύλειος θύρα.

Σε κείμενο του Αριστοφάνη δηλώνεται ότι απαγορευόταν ρητώς να βγαίνουν οι γυναίκες από το σπίτι. (Θεσμοφοριάζουσαι 790).
Η γυναίκα αν ήταν πλούσια ή και απλώς εύπορη δεν πήγαινε ποτέ στην αγορά, ούτε έστελνε τις υπηρέτριες της, όλα τα ψώνια της τα έκανε ο άντρας, συχνά μπορούσε να δει κανείς έναν στρατιώτη πάνοπλο να αγοράζει σαρδέλες ή σύκα.Και όταν οι γυναίκες έβγαιναν με άδεια του συζύγου από το σπίτι βρίσκονταν υπό επιτήρηση.

Από την εποχή του Σόλωνος υπήρχαν οι γυναικονόμοι που έλεγχαν την διαγωγή τους, είχαν και δικαίωμα να επιβάλλουν ποινές.

Για τις γυναίκες δεν έπρεπε να γίνεται λόγος, όσο ποιο λίγο ακουόταν το όνομα τους στις διάφορες συζητήσεις τόσο πιο ευυπόληπτες θεωρούνταν. Δεν υπήρχαν δεσμοί για να ενώνουν τις γυναίκες με τον δημόσιο βίο, οι γυναίκες αποκλείονταν από κάθε δημοσιότητα και από κάθε πολιτική δραστηριότητα.

Στην αρχαία Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε τους Δωριείς, θεωρούσαν τις γυναίκες κατώτερες των ανδρών, ικανές να εκτελούν μικρής σημασίας εργασίες και χρήσιμες σαν βοηθούς.

Ο Αριστοτέλης σημειώνει, το άρρεν προς το θήλυ φύση το μεν κρείττον το δε χείρον, και το μεν άρχον το δε αρχόμενον. (Πολιτικά α2). Ο άνδρας δηλαδή εκ φύσεως είναι καλύτερος και ανώτερος, ενώ η γυναίκα είναι υποδεέστερη, ο άνδρας είναι αρχηγός και εξουσιάζει ενώ η γυναίκα εξουσιάζεται.

Όταν οι Αθηναίοι έπρεπε να μιλήσουν για τις γυναίκες τους και τα παιδιά του πρώτα ανέφεραν τα δεύτερα λέγοντας, τέκνα και γυναίκες, δεν τις είχαν σε εκτίμηση, ήταν δηλαδή κοινώς αποδεκτό ότι η γυναίκα βρίσκονταν σε κατώτερο επίπεδο από τον άνδρα.

Σε κάθε φάση της ζωής της έπρεπε να έχει από πάνω της ένα αφεντικό, ένα άνδρα προστάτη που ήταν είτε ο πατέρας της είτε ο σύζυγος της είτε κάποιος συγγενής.Ήταν για όλη της την ζωή ανήλικη και βρισκόταν πάντα υπό καθεστώς κηδεμονίας.

Η γυναίκα δεν μπορούσε η ίδια να αποφασίσει ποιον άνδρα θα πάρει, στο θέμα γάμος και εκλογή συζύγου δεν ήταν ελεύθερη να κάνει την επιλογή της, ποιον θα συζευχθεί το αποφάσιζε ο πατέρας της.
Μελετώντας μια περικοπή από τον λόγο του Δημοσθένους (Κατ' Αφόβου ι' 4-5) καταλαβαίνομε ότι άλλος αποφάσιζε για το μέ ποιον θα συνδεθεί μια κοπέλα. Η αδελφή του Δημοσθένους ήταν κοριτσάκι 5 ετών, όταν ο πατέρας της την παραμονή του θανάτου του την υποσχέθηκε, καθόρισε τον μελλοντικό σύζυγο της.

Ο γάμος δεν ήταν ποτέ μια ελεύθερη επιλογή εκ μέρους της νέας γυναίκας είναι ο πατέρας της ή ο νόμιμος κηδεμόνας της αυτός που επιλέγει τον οίκο στον οποίον θα την οδηγήσει και η τύχη της αποφασίζεται ανάμεσα σε δυο άνδρες.

Πριν από τον γάμο γινόταν η εγγύη.Τι ήταν η εγγύη;

Θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε με την λέξη αρραβώνας.Η Ελληνίδα γυναίκα δεν ήταν νομικό πρόσωπο όταν πούμε ότι η τάδε ήταν Αθηναία πολίτης εννοούμε ότι ήταν νόμιμο τέκνο προερχόμενο από νόμιμο αστικό γάμο. Για να προχωρήσει η ίδια σε νόμιμο γάμο γινόταν η εγγύη, δηλαδή μια προφορική υπόσχεση ενώπιον μαρτύρων με την οποία ο πατέρας δίνει την κόρη στον μέλλοντα σύζυγο της, κάτι σαν συμβόλαιο ανάμεσα σε σπιτικά.Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε γαμήλιο συμβόλαιο.

Τότε κανονιζόταν και η προίκα που θα έδινε η ένοικη. Η προίκα συνίστατο σε χρήματα και σε ακίνητα συνήθως έφτανε στις 1000 δραχμές το κατώτερο και 6000 το ανώτερο.

Πρόκειται για αρκετά αξιόλογο ποσό, ας σημειωθεί ότι το ημερομίσθιο ενός ειδικευμένου εργάτη στα τέλη του 4ου πΧ αιώνος έφτανε την μια η τις δυο δραχμές. Και ένα ζευγάρι παπούτσια κόστιζε περίπου 7 δραχμές, μιλούμε για την Αρχαϊκή και Κλασσική Αθήνα.

Η εγγύη δεν συνδεόταν κάποιο τελετουργικό τυπικό ούτε με έκδοση ληξιαρχικής πράξεως από το Δημόσιο, είχε τον χαρακτήρα ιδιωτικής συμφωνίας.

Ας δούμε και το θέμα της λύσεως του γάμου, του διαζυγίου.

Και εδώ η γυναίκα βρισκόταν σε υποδεέστερη θέση από τον άνδρα, ο σύζυγος χωρίς να απευθυνθεί σε κάποια αρχή, από μόνος του, είχε δικαίωμα να διώχνει την γυναίκα του. Τις περισσότερες φορές η απόφαση διακοπής μιας ενώσεως προερχόταν από τον σύζυγο, σε αυτήν την περίπτωση έστελνε πίσω στον πεθερό του την γυναίκα και την προίκα και ήταν πλέον αυτός που αναλάμβανε να ξαναπαντρέψει την κόρη του.
Την γύριζε στο πατρικό της σπίτι χωρίς να χρειάζεται να απευθυνθεί σε κάποια δημόσια αρχή και να ζητήσει έγκριση, ενώ στην αντίθετη περίπτωση όταν το διαζύγιο το ήθελε η σύζυγος μπορούσε να εγκαταλείψει τον άνδρα της αλλά έπρεπε να δώσει στον άρχοντα αίτηση διαζυγίου και στη συνέχεια αυτός να το εγκρίνει και να το γνωστοποιήσει.

Είπαμε ότι ο σύζυγος όταν χώριζε την γυναίκα του την έστελνε πίσω στον πατέρα της, επιστρέφοντας συγχρόνως και την προίκα, αλλά ο σύζυγος εν τω μεταξύ μπορούσε να εκποιήσει τα ακίνητα που πήρε ως προίκα, μπορούσε να εξανεμίσει την προίκα, κανένας νόμος δεν περιόριζε τον σύζυγο στο πως θα χειριστεί την περιουσία που πήρε από την γυναίκα του, εάν τύχαινε για τον α ή β λόγο είτε από κακή πρόθεση είτε όχι, να εξαφανίσει ο σύζυγος την περιουσία και εάν οι συγγενείς της συζύγου δεν μπορούσαν να την δεχτούν σπίτι τους, τότε αυτή καταντούσε άπορη και δυστυχισμένη.

Η γυναίκα στην Αρχαία Αθήνα βρισκόταν σε υποβαθμισμένη τάξη και ως προς το θέμα της ιδιοκτησίας.Ο νόμος δεν της επέτρεπε να έχει και να διαχειρίζεται περιουσία, η γυναίκα δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι ιδιοκτήτρια ακινήτων και η προίκα που έφερνε πήγαινε στην κυριότητα του συζύγου της και αυτός είχε το πλήρες δικαίωμα διαθέσεως της.

Πάμε σε άλλο θέμα, στα θεατρικά έργα στην αρχή όλα τα πρόσωπα ήταν άνδρες, δεν υπήρχαν γυναικείοι ρόλοι αλλά και όταν αυτοί εμφανιστήκαν δεν παίζονταν από γυναίκες αλλά από άνδρες ηθοποιούς.

Εκτός αυτού οι γυναίκες δεν επιτρεπόταν να παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις. Όταν επρόκειτο για ένα οικογενειακό πρόβλημα, να ερωτηθεί λόγου χάριν το μαντείο των Δελφών, δεν επιτρεπόταν να πάει να ρωτήσει γυναίκα αλλά ο άνδρας.

Ο άνδρας δεν συνηθιζόταν να δίνει δικαίωμα στην γυναίκα του να συζητούν πολύ μεταξύ τους, η σύζυγος κατά ταύτα δεν μπορούσε να είναι για τον άνδρα συνομιλήτρια και αυτός ο φρόνιμος άνδρας, ο οποίος σε σοβαρά ζητήματα εμπιστεύεται την γυναίκα του πρέπει να παραδεχτεί ότι συζητούν ελάχιστα μεταξύ τους.

Η σύζυγος είχε ελάχιστες ευκαιρίες να υποβάλει ερωτήσεις, το ίδιο και για να βλέπει και για να ακούει και για να μαθαίνει και αυτά την καθιστούσαν ιδανική σύζυγο, παράβαλε Ξενοφώντος (Οικονομικός 7,5).Η γυναίκα που ρωτούσε που έβλεπε που άκουγε, που μάθαινε, που μορφωνόταν εθεωρείτο ότι υφίσταται μια παραμόρφωση.

Και στο θέμα των συζυγικών σχέσεων η σύζυγος βρισκόταν μειωμένη, έτσι για το σύζυγο δεν υπήρχε κανένα σεξουαλικός περιορισμός και είχε για αυτό οποιαδήποτε ελευθερία κατά αντίθεση προς την γυναίκα του μερικές πηγές δίνουν την αφορμή να πιστέψουμε ότι η σύζυγος μόλις ικανοποιείτο ο σκοπός της εγκυμοσύνης και είχαν γεννηθεί πολλά παιδιά δεν αγγιζόταν πια καθόλου.

Στο καθημερινό οικογενειακό τραπέζι ο τρόπος με τον οποίον καθόταν η γυναίκα δήλωνε τον υποβαθμισμό της, στην διάρκεια του γεύματος ο οικοδεσπότης συνήθως είναι ξαπλωμένος σε κρεβάτι ενώ η γυναίκα του κάθεται σε σκαμνί.
Συχνά οι αρχαίοι Έλληνες καλούσαν και άλλους για να συνφάγουν, δεν το είχαν καλό να τρώνε μόνοι, η φιλοξενία ήταν πολύ διαδεδομένη. Όταν το σπίτι είχε φιλοξενούμενους δεν επιτρεπόταν να τους υποδεχτούν οι γυναίκες.
Όταν κάπου γινόταν συμπόσιο δεν προσκαλούνταν γυναίκες αλλά μόνο άντρες. Καλούσαν τον σύζυγο όχι όμως την σύζυγο, στα συμπόσια ανοιγόταν συζήτηση υψηλού επιπέδου κάτι που δεν ταίριαζε σε γυναίκες γιατί η συζήτηση θα είναι ή φιλοσοφική, επομένως ακατανόητη για τις γυναίκες και τα παιδιά ή καθαρά ανδρική επομένως ακατάλληλη για τα αυτιά των γυναικών.

Πράγματι αντίθετα από ότι στην Ρώμη, όπου ήδη συμμετέχουν όλο και συχνότερα στα γλέντια δίπλα στους άνδρες, οι Ελληνίδες αν είναι ελευθέρας υποστάσεως δεν παρακολουθούν ποτέ τα συμπόσια, διασκέδαση αποκλειστικά ανδρική.

Μουσικοί χορεύτριες ή πόρνες γίνονται δεκτές επειδή έχουν ένα διακοσμητικό ρόλο και σχεδόν δεν θεωρούνται ανθρώπινα όντα καθ' ολοκληρία, είτε το θέλουν είτε όχι, δίνουν στους συνδαιτυμόνες την χαριτωμένη εικόνα της γιορτής και της τέρψεως ακόμη και εάν η γιορτή για αυτές αποτελεί μόνο ένας τρόπος για να μην πεθάνουν της πείνας.
Σε διάφορα αγγεία παρουσιάζονται πολλών ειδών παραστάσεις εικονίζεται λόγου χάριν μια συντροφιά ανδρών και γυναικών σε σχέσεις όχι ευπρεπείς και σεμνές οι επιστήμονες που μελετούν αυτές τις παραστάσεις εξάγουν κάποια συμπεράσματα για την ζωή της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα.
Όταν οι σκηνές είναι από συμπόσια οι μελετητές δεν χρειάζονται να σκεφτούν πολύ για τις εικονιζόμενες γυναίκες, αντιλαμβάνονται ότι αυτές είναι εταίρες, για αυτές θα μιλήσουμε άλλη φορά, αυτό το καταλαβαίνουν ένεκα της απομονώσεως της αστής γυναίκας η οποία ήταν αποκλεισμένη από το συμπόσιο και δεν εμφανιζόταν ανάμεσα στην συντροφιά περισσοτέρων ανδρών ούτε τους υποδεχόταν στο σπίτι της.

Οι γυναίκες δεν είχαν δικαίωμα να λάβουν μέρος στους διάφορους αγώνες που διοργανώνονται, κατά διαστήματα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδος, ακόμα και στην Σπάρτη όπου οι γυναίκες βρισκόταν σε καλύτερη μοίρα από ότι στις Ιωνικές πόλεις, οι παντρεμένες γυναίκες αποκλείονταν από τα γυμνάσια και την παρακολούθηση αγώνων.
Είναι γνωστό ότι τους Ολυμπιακούς αγώνες τους παρακολουθούσαν μόνο άνδρες, φυσικά άνδρες ήταν και όλοι οι αθλητές.

Υποβιβασμός της γυναίκας

+ Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλη

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com

17    ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2014