«Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου…» λέει κάποια υμνωδία των Θεοφανείων.

Τὸ πιστεύεις; ἔλα τότε στὴν Εκκλησία· δὲν τὸ πιστεύεις; κάνε τὸ ρεβεγιόν σου. Εἶνε πιά ζήτημα πίστεως.

Ἂν όμως πιστεύῃς ὅτι πραγματικὰ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς σώσῃ, τότε ὁ Χριστὸς θὰ γεννηθῇ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ὄχι πλέον στὴ φάτνη ἀλλὰ στὴν καρδιά σου, οἱ οὐρανοὶ θ᾿ ἀνοίξουν, ἡ φύσις θ᾽ ἀγάλλεται καὶ θὰ χαίρῃ, οἱ ἄγγελοι θὰ ψάλλουν τὸ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14).

Στὴ δημιουργία μιᾶς τέτοιας ἱερής ἀτμόσφαιρας συντελεῖ καί ἡ ἀνυπέρβλητη ὑμνῳδία τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.

Κανένα δόγμα, καμμία θρησκεία δὲν ἔχει ὕμνους μέ νόημα σὰν αὐτούς ( όπως στην Ορθόδοξη Εκκλησία ).

Ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς μᾶς προτρέπει· «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός» Ἂς γυρίσουμε λοιπὸν πίσω, στὶς ἡμέρες τῆς Γεννήσεως· κι΄ἂς μεταφερθοῦμε για λίγο ἐκεῖ…

Τί ήταν τότε ἡ Βηλθεέμ; Μία μικρὴ πόλις τῆς Ἰουδαίας, ποὺ ἐκεῖνες τὶς μέρες παρουσίαζε ἔκτακτη κίνησι.

Ὁ Αὔγουστος Καίσαρ εἶχε διατάξει ἀπογραφὴ σὲ ὅλη τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία.
Ἔτσι καὶ οἱ Ἑβραῖοι στὴν Παλαιστίνη, ἀναλόγως τῆς φυλῆς, πήγαιναν καθένας στὸν τόπο ὄχι τῆς γεννήσεως ἀλλὰ τῆς καταγωγῆς του, στὶς περιοχὲς τῶν δώδεκα φυλῶν.

Καὶ ἡ Παρθένος Μαρία λοιπὸν μὲ τὸν Ἰωσὴφ ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ ὅπου ἔμεναν, βάδισαν χιλιόμετρα, μέρες καὶ νύχτες, μῆνα ὁλόκληρο, καὶ ἔφτασαν ἐπὶ τέλους στὸν τόπο τῆς καταγωγῆς τῶν προγόνων τους, στὴ Βηθλεέμ.

Ἦταν χειμώνας, φυσοῦσε ἀέρας, ἔκανε κρύο. Ζήτησαν νὰ μείνουν κάπου. Χτύπησαν πόρτες, ἀλλὰ κανένα σπίτι δὲν ἄνοιξε. Ἔτσι ἀναγκάστηκαν, ἡ ἔγκυος κόρη μὲ τὸν προστάτη της τον Ιωσήφ, να πᾶνε ἔξω ἀπὸ τὸν κατοικημένο χῶρο, ὅπου ὑπῆρχαν φυσικὲς σπηλιὲς ποὺ χρησίμευαν εἴτε ὡς στάβλοι καὶ μαντριὰ, εἴτε ὡς πρόχειρα Πανδοχεία – χάνια.

Ἐκεῖ λοιπὸν γέννησε ἡ Παναγία μας!

Γέννησε, ἀλλὰ δὲν εἶχε κούνια· ἐνῷ σήμερα καὶ ὁ πιὸ φτωχός διαθέτει μιὰ κούνια, ὁ νεογέννητος Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ δὲν εἶχε. Κούνια του ἔγινε ἡ φάτνη τῶν ἀλόγων, τὸ παχνὶ ὅπου οἱ βοσκοὶ βάζουν τὰ ἄχυρα γιὰ τὰ ζῷα.Ἐκεῖ λοιπὸν γεννήθηκε ὁ Χριστός, στὴ φάτνη, κάτω ἀπὸ τις πιο ταπεινὲς συνθῆκες…

Πέρασαν ἀπὸ τότε 2.000 χρόνια. Τί μεταβολή αλήθεια !

Γιατί όχι πλέον σὲ σπήλαιο, στάβλο καὶ φάτνη, ἀλλὰ σὲ Ναοὺς μεγαλοπρεπεῖς, ποὺ ἔχτισαν διάσημοι ἀρχιτέκτονες, ἐκεῖ λατρεύεται τώρα ὁ Χριστός.

Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶνε· Εκεῖνος, μένει ἆραγε εὐχαριστημένος ἀπὸ τοὺς Ναούς, τὰ ἄμφια, τὰ κεριὰ, καὶ τὰ λιβανίσματά μας;

Ὁ Χριστὸς ζητεῖ κάτι παραπάνω ἀπ᾿ ὅλη τὴ μεγαλοπρέπεια τῶν ἡμερῶν αὐτῶν, ἡ ὁποία ναὶ μὲν δὲν εἶνε τελείως ἀπόβλητη ―μέχρι ενὸς ὁρίου―, δὲν ἀρκεῖ ὅμως. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ ζητεῖ κάτι ἄλλο.

Τί ζητάει από εμάς ο Χριστός;

Ζητάει μόνο τὶς καρδιές μας! Θέλει, νὰ ἔχῃ Αὐτὸς τὴν πρώτη θέσι στὴν καρδιά μας· θέλει, νὰ ῥυθμίζῃ ὁ νόμος Του τὴν ἀτομική, τὴν οἰκογενειακή, τὴν ἐθνικὴ καὶ τὴν πανανθρώπινη ζωή μας.

Καὶ ἐρωτῶ· ἔχει ὁ Χριστὸς τὴν πρώτη θέσι μέσα μας;

Νομίζω πώς, ὄχι !

Διαπράττουμε καὶ ἐμεῖς δυστυχῶς τὸ ἁμάρτημα τῶν Βηθλεεμιτῶν. Ὅπως ἐκεῖνοι δὲν ἄνοιξαν τὴν πόρτα τους στὴν Παναγία, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, νέοι Βηθλεεμῖτες στὸν αἰῶνα μας, δὲν θέλουμε ὁ Χριστὸς ν᾽ ἀποτελῇ τὸ κέντρο καὶ τὸν ἄξονα τῆς ζωῆς μας, νὰ κατέχῃ τὴν πρώτη θέσι.

Ἀμφιβάλλετε;

Παρακολουθῆστε λοιπὸν γύρω σας τὰ πρόσωπα καὶ τὶς ἐκδηλώσεις τους, σήμερα, τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα των Χριστουγέννων, καὶ θὰ βγάλετε συμπέρασμα ἀπὸ τὶς συζητήσεις πού γίνονται, τὶς διασκεδάσεις, τὰ τραγούδια...

Γιατί είναι γνωστό σε όλους μας, ότι ὁ ἄνθρωπος μιλάει μόνο για εκείνο πού ενδιαφέρεται και αγαπάει…Γι᾽ αὐτὸ μόνο μιλάει. Ἐὰν λοιπὸν στήσετε αὐτί, θ᾽ ἀκούσετε νὰ συζητοῦν ἄλλοι γιὰ γάμους, άλλοι για συνοικέσια καὶ διαζύγια, ἄλλοι γιὰ ἐμπόρια ἐπιχειρήσεις καὶ κέρδη, ἄλλοι γιὰ ἀθλητισμὸ ὁμάδες καὶ ἀγῶνες, ἄλλοι γιὰ διασκεδάσεις ταξίδια καὶ ἀγορές, ἄλλοι γιὰ πολιτικὴ καὶ κόμματα.

Γιὰ ὅλα συζητοῦν, γιὰ ἕνα μόνο δὲν συζητοῦν.

Γιὰ τὸ Χριστό λοιπόν, οὔτε λέξη !

Σὰν νὰ μὴ γεννήθηκε, σὰν νὰ εἶναι ἄγνωστος, ὁ Μέγας ἄγνωστος.

Τὴν λέξη "Χριστὸς" τήν λένε ―ἀλλοίμονο― μόνο ὅταν Τὸν βλασφημοῦν!

Ὁ Χριστὸς μένει ἔξω καὶ ἀπὸ τὰ θεσμικὰ ὄργανα καὶ τὰ ὁμαδικὰ ἐν διαφέροντα. Ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια, ὅπου οὔτε προσευχὴ δεν γίνεται οὔτε λατρεία προσφέρεται, οὔτε Εὐαγγέλιο διαβάζεται, οὔτε ἀγάπη καὶ ἑνότης τῆς οἰκογενείας ὑπάρχει.

Ἔξω ἀπὸ τὰ σχολεῖα, ὅπου τώρα τὰ παιδιὰ δὲν μαθαίνουν ὅπως ἄλλοτε «γράμματα σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα», ἀλλὰ διδάσκονται θεωρίες ἐξελίξεως, ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸ χιμπαντζῆ καί ἀπὸ τὰ κτήνη.

Ἔξω ἀπὸ τὰ δικαστήρια, ὅπου παρὰ τὴν δική του ἐντολὴ νὰ μὴν Ορκιζόμαστε καθόλου («μὴ ὀμόσαι ὅλως»–Ματθ. 5,34), πλῆθος χέρια καθημερινῶς παλαμίζουν τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἔξω ἀκόμα ἀπὸ τὶς στρατιωτικὲς μονάδες, ὅπου ἀξιωματικοὶ καὶ ὁπλῖτες μέρα καὶ νύχτα βρίζουν τὰ θεῖα.

Ἔξω τέλος, και ἀπὸ τὴ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ὅπου ἡ πρότασι νά ἀναρτηθῇ στὴν αἴθουσά της ἡ Εἰκόνα Του ἀπορρίφθηκε μὲ εἰρωνικὰ σχόλια, καὶ ὅπου ψηφίζονται νόμοι φανερὰ ἀντιχριστιανικοί.

Καὶ γενικὰ, μέσα στὸν κόσμο ὁ Χριστὸς εἶναι και πάλι ὁ διωγμένος ἀπὸ τοὺς κρατοῦντας· δὲν εἶνε ἀρεστὸς στὰ διοικητήρια, στὶς κυβερνήσεις, στὰ κοινοβούλια, στοὺς Διεθνεῖς Οργανισμούς.

Ἄλλοι ἐπικρατοῦν ἐκεῖ, ἄνθρωποι ἀλαζόνες, κούφιοι, ἢ καὶ ἐγκληματίες. Γιὰ τὸ Χριστό, ὅπως τότε στὴ Βηθλεέμ, δὲν ὑπάρχει θέσι!

Μία τέως βασίλισσα τῆς Ὁλλανδίας, ἡ ὁποία πρὶν τὸ τέλος τῆς ζωῆς της πίστεψε στὸ Χριστό, ἡ Βιλελμίνη, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο, ἀπομονώθηκε κάπου καὶ ἔγραψε ἕνα βιβλίο μὲ θέμα «Ὁ Χριστὸς ὁ μεγάλος ἄγνωστος τῆς Εὐρώπης».

Καὶ ἕνας Γάλλος ἀνθρωπιστὴς καὶ φίλος τῶν λεπρῶν, ὁ Ραοὺλ Φολλερώ, ἔγραψε ἄλλο βιβλίο μὲ θέμα «Ἂν αὔριο ὁ Χριστὸς χτυπήσῃ τὴν πόρτα σας, θὰ τοῦ ἀνοίξετε;».

Καὶ ὅταν πρὸ ἐτῶν κάποιος πρότεινε νὰ τεθῇ στὸν καταστατικὸ χάρτη τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν ἡ ῥήτρα ὅτι τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα στηρίζονται στὴν θεμελιώδη ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε βελτιωμένη ἔκδοσι τοῦ κτήνους ἀλλὰ εἶνε ένα Θεϊκό δημιούργημα πλασμένο «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,26), ἡ πρότασις ἀπερρίφθη.

Τί δείχνουν όλα αὐτά; ὅτι γιὰ τὸ Χριστὸ ἰσχύει καὶ σήμερα τὸ «οὐκ ἦν τόπος ἐν τῷ καταλύματι», δὲν ἔχει θέσι ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο αὐτόν. Φαινομενικὰ ἑορτάζουμε μιὰ Χριστιανικὴ ἑορτή· στὴν πραγματικότητα ἑορτάζουμε σὰν εἰδωλολάτρες.

Ὅσοι πίνουν καὶ παραδίδονται στὴ μέθη, λατρεύουν τὸ Βάκχο· ὅσοι βουλιάζουν στὰ σαρκικὰ πάθη καὶ τὸν πανσεξουαλισμό, λατρεύουν τὴν Ἀφροδίτη· ὅσοι ἀπορροφῶνται ἀπὸ τὸ ἐμπόριο καὶ τὰ λεφτά, λατρεύουν τὸν κερδῷο Ἑρμῆ.

Φτάσαμε στὸ σημεῖο, ἐνῷ ἄλλοτε ἡ Ἑλλὰς περίμενε τὴν Αγία αὐτὴ νύκτα, νὰ χτυπήσουν οἱ καμπάνες καὶ νὰ τρέξουν ὅλοι στοὺς Ναούς, τώρα οἱ ἄνθρωποι δὲν ἑορτάζουν τὴν ἑορτὴ αὐτὴ στοὺς Ναούς·

τρέχουν σὲ καφετέριες, σὲ λέσχες, σὲ νυκτερινὰ κέντρα γιὰ ρεβεγιόν (σατανικὸ ἔθιμο), κ᾽ ἐκεῖ ἑορτάζουν μὲ χοροὺς ἔξαλλους, μὲ μουσικὴ θορυβώδη. Καὶ ἔπειτα λεγόμαστε Χριστιανοί.

Δὲν εἴμαστε Χριστιανοί, εἴμαστε εἰδωλολάτρες μετὰ Χριστόν, καὶ ακόμη χειρότεροι...

Ν᾽ ἀπελπιστοῦμε λοιπόν; Ὄχι.

Μολονότι γνωρίζουμε ὅτι θὰ ἔρθουν χρόνια χειρότερα, μολονότι ὡρισμένοι λένε ὅτι ἦρθε ὁ Αντίχριστος ―κ᾽ ἐγὼ παραδέχομαι ὅτι ἀκούγονται τὰ βήματά του καὶ βρισκόμαστε στὴν τροχιὰ τοῦ Αντιχρίστου―, μολονότι ἔρχεται ὁ Ἁρμαγεδὼν τῆς Ἀποκαλύψεως ( 16,16), ἕνα εἶνε βέβαιο· ὅτι παρ᾿ ὅλα αὐτὰ, θὰ ἔρθῃ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία θὰ λάμψῃ πάλι στὸν κόσμο τὸ ἄστρο τῆς Βηθλεὲμ μὲ μία λάμψι μοναδική !

Καὶ τότε λαοὶ καὶ ἔθνη, Ἀνατολὴ καὶ Δύσις, Βορρᾶς καὶ Νότος, θὰ βροῦν τὸν σωστὸ τὸν δρόμο, ποὺ χάραξε ὁ Χριστός, καὶ σὰν τοὺς μάγους θὰ ἔρθουν ὅλοι στὴ φάτνη, νὰ προσκυνήσουν Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖο· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος