Ο ταλαίπωρος αυτός μοναχός, αντί να ειπεί την ευχή και να επικαλεστεί τη θεία βοήθεια στην εργασία του, προτίμησε να μνημονεύσει τον διάβολο, ο οποίος δεν άργησε αλλά κάτι τέτοιες ευκαιρίες ζητάει, γι΄ αυτό παρουσιάστηκε μπροστά του, ο διάβολος, μ΄ όλη την αγριωπή μορφή του και του είπε :
«Με φώναξες γέροντα, τί είναι, τί θέλεις ; Εδώ είμαι ΄ γω για να σε βοηθήσω».
Ο Γέρο – Ιωσήφ τρομαγμένος έκαμε το σταυρό του, παράτησε το σανίδι κι έτρεξε στον Πνευματικό του να εξομολογηθεί, αλλά από τότε μέχρι σήμερα έχουν περάσει περισσότερα από 30 χρόνια και δεν μπορεί να συνέλθει, του έμεινε ο φόβος και μια αφηρημάδα στο μυαλό, σαν αντιμισθία από τον διάβολο.
Τούτο ας γίνει μάθημα σε όλους, μικρούς και μεγάλους, να μη λένε το διάβολο, ούτε για αστεία.
Επειδή, ο διάβολος βάνει τον άνθρωπο να θυμώνει και στον θυμό του επάνω, τον βάνει να βρίζει ή να βλασφημεί τα θεία, κι αν δεν κατορθώσει τούτο, τον πείθει να ειπεί στον συνάνθρωπό του, στον αδελφό του, στο παιδί του, ή και στον εαυτό του ακόμη, «Άει στο διάβολο». Τούτο γίνεται κακίστη συνήθεια και πολλοί γονείς στέλνουν τα παιδιά τους στον διάολο.
Ενώ μπορεί ο άνθρωπος να αποκτήσει καλές συνήθειες κι αντί να λέει «άει στο διάβολο», να λέει «άει στην ευχή» ή «άει στο καλό σου» ή όπως συνηθίζουν οι πατέρες να λένε «να σε πάρει η ευχή» ή «ο Θεός να σ΄ ελεήσει», που είναι το καλύτερο απ΄ όλα.
Έτσι συνηθίζει ο άνθρωπος να εύχεται και να λέει πάντοτε τα καλά, σύμφωνα με την Αγία Γραφή «ευλογείτε και μη καταράσθε» (Ρωμ. 12, 14».
ΠΗΓΗ : ΑΝΔΡΕΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, τομ. Α΄, ΑΘΗΝΑΙ
ΕΝΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ...
Κάποια φορὰ ὁ Γέρων Πορφύριος ξεκίνησε μαζὶ μὲ τρία πνευματικὰ τέκνα του νὰ πᾶνε σ’ ἕνα μοναστήρι, γιὰ νὰ τελέσουν ἕνα Ἑσπερινό. Ἀρχικά, εἶπαν νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια. Ἀφοῦ, ὅμως, περπάτησαν κάποια ἀπόσταση κι ἐπειδὴὁ Γέρων Πορφύριος ἦταν
κουρασμένος, σκέφτηκαν, μιὰ καὶ τὸ μοναστήρι ἐκεῖνο ἦταν κάπως μακριά, νὰ βροῦν ἕνα μεταφορικὸ μέσον, ἀντὶ νὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια.
Ἐκείνη τὴν ὥρα φάνηκε ἀπὸ μακριὰ ἕνα ταξί.
Εἶπαν τότε στὸν Γέροντα οἱ συνοδοί του – καὶ οἱ τρεῖς λαϊκοί, ὄχι κληρικοί– νὰ κάνουν ἕνα νεῦμα στὸ ταξὶ νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ ρωτήσουν τὸν ὁδηγὸ ἂν μποροῦσε νὰ τοὺς μεταφέρει στὸ μοναστήρι.
«Μὴ φοβᾶστε», τοὺς εἶπε, «θὰ σταματήσει μόνος του ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί. Ἀλλά, ὅταν θὰ μποῦμε στὸ ταξί, νὰ μὴ μιλήσει κανένας σας στὸν ὁδηγό, μόνο ἐγὼ θὰ τοῦ μιλήσω».
Ἔτσι κι ἔγινε. Σταμάτησε ὁὁδηγὸς τοῦ ταξί, χωρὶς αὐτοὶ νὰ τοῦ κάνουν νεῦμα, μπῆκαν μέσα καὶὁ πατὴρ Πορφύριος εἶπε στὸν ὁδηγὸ τὸν προορισμό τους.
Μόλις ξεκίνησαν, ὁὁδηγὸς τοῦ ταξὶἄρχισε νὰ καταφέρεται ἐναντίον τῶν κληρικῶν καὶ νὰ τοὺς κατηγορεῖ γιὰ χίλια δυὸ πράγματα. Καὶ κάθε φορά, ποὺἔλεγε κάτι, ἀπευθυνόταν στοὺς τρεῖς λαϊκούς, οἱὁποῖοι κάθονταν στὸ πίσω μέρος τοῦ ταξὶ καὶ τοὺς ρωτοῦσε: «Ἔτσι δὲν εἶναι, βρὲ παιδιά; Τί λέτε κι ἐσεῖς;».
Ἐκεῖνοι, ὅμως, τσιμουδιά∙ δὲν ἔλεγαν τίποτε, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντος. Ἀφοῦ εἶδε κι ἀπόειδε ὁὁδηγὸς ὅτι δὲν τοῦἀπαντοῦσαν οἱἄλλοι, στράφηκε στὸν Γέροντα Πορφύριο καὶ τοῦ εἶπε:
«Ἔτσι δὲν εἶναι, παππούλη; Τί λὲς κι ἐσύ; Δὲν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ τὰ γράφουν κι οἱ ἐφημερίδες;».
Τοῦ λέει τότε ὁ Γέρων Πορφύριος: «Παιδί μου, θὰ σοῦ πῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία, θὰ σοῦ τὴν πῶ μιὰ φορά∙ δὲν θὰ χρειαστεῖ δεύτερη». Κι ἄρχισε νὰ τοῦ ἀφηγεῖται:
«Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ τάδε μέρος (ὁ Γέροντας τὸ ἀνέφερε), ποὺ εἶχε ἕνα ἡλικιωμένο γείτονα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα μεγάλο κτῆμα. Μιὰ νύκτα τὸν σκότωσε καὶ τὸν ἔθαψε. Στὴ συνέχεια, μὲ διάφορα πλαστὰ χαρτιά, πῆρε τὸ κτῆμα τοῦ γείτονά του καὶ τὸ πούλησε.
Καὶ ξέρεις τί ἀγόρασε μὲ τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα πῆρε πουλώντας αὐτὸ τὸ κτῆμα; Ἀγόρασε ἕνα ταξί».
Μόλις ἄκουσε αὐτὴ τὴν ἀφήγηση ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξί, τόσο πολὺ συγκλονίστηκε, ποὺ σταμάτησε τὸ αὐτοκίνητο στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου καὶ φώναξε: «Μὴ πεῖς τίποτε, παππούλη∙ μόνο ἐγὼ τὸ ξέρω αὐτὸ κι ἐσύ».
«Τὸ ξέρει κι ὁ Θεός», τοῦ ἀπάντησε ὁ Γέρων Πορφύριος.
«Ἐκεῖνος μοῦ τὸ εἶπε, γιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ. Καὶ νὰ φροντίσεις ἀπ’ ἐδῶ κι ἐμπρὸς ν’ ἀλλάξεις ζωή».
Διήγηση τοῦ Παν. Σωτήρχου. Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κλείτου Ἰωαννίδη «Ὁ Γέρων Πορφύριος. Μαρτυρίες καὶ Ἐμπειρίες».
porphyrios.net
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΕ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ
Εμφανίσεις του Κυρίου μας έχουμε και σε νεώτερα χρόνια, σε απλούς αλλά πιστούς και καθαρούς στην καρδιά ανθρώπους. Ο Κύριος εμφανίστηκε σ’ αυτούς είτε για να βραβεύσει την πίστη τους είτε για να βοηθήσει δι’ αυτών μερικούς άλλους ολιγόπιστους ή και απίστους, ώστε να θεραπευθεί η φοβερή ασθένεια της απιστίας ,που οδηγεί στον πνευματικό θάνατο.
Τα ακόλουθα περιστατικά συνέβησαν μέσα στη δεκαετία 1980-1990.
Ένας νέος , πιστός Χριστιανός από ευσεβή οικογένεια, πήγε να εκπληρώσει την στρατιωτική του θητεία. Παρουσιάστηκε σ’ ένα από τα εκπαιδευτικά στρατιωτικά κέντρα της Πελοποννήσου, όπου παρέμεινε τον πρώτο καιρό.
« …Ήταν χειμώνας – διηγήθηκε – και είχα σκοπιά τη νύχτα. Επειδή έκανε πολύ κρύο, στον προθάλαμο του θαλάμου υπήρχε μία ξυλόσομπα και εμείς οι φρουροί στα πεταχτά μπαίναμε λίγο μέσα , παίρναμε λίγη ζέστη και ξαναβγαίναμε.
Στον προθάλαμο εκείνο το βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, ήταν τρεις-τέσσερις στρατιώτες και ένας υπολοχαγός και συζητούσαν χαμηλόφωνα καπνίζοντας.
Ένας από τους στρατιώτες ήταν κουμπάρος μου και υπηρετούσαμε μαζί. Καθώς μπήκα για μια στιγμή στον προθάλαμο, τους άκουσα να συζητούν περί της υπάρξεως του Θεού. Ο υπολοχαγός αρνείτο με πείσμα την ύπαρξή Του, ενώ κάποιος άλλος ομολογούσε Πίστη και οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν σιωπηλοί τον διάλογο.
-- Αφού , λοιπόν, υπάρχει Θεός, πού είναι; Γιατί δεν μας παρουσιάζεται;
Μην αντέχοντας την άρνηση αυτή του Θεού και την πρόκληση, μπήκα στη συζήτηση και είπα:
- --Ο Θεός είναι παντού και κοντά μας. Δεν έχετε διαβάσει στο άγιο Ευαγγέλιο το λέει ο Χριστός; «Ού γάρ εισί δύο ή τρείς συνηγμένοι είς το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» ( Ματθ. 18,20 ) .
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και ανάμεσά μας φάνηκε να περνάει η Θεία Μορφή του Ιησού σαν άυλο φως, αλλά σχηματισμένη όπως Τον βλέπουμε σε μερικές εικόνες! Πέρασε ανάμεσά μας σαν αέρας, αλλά εμφανώς! Τον είδαν όλοι!!!
Μας κατέλαβε δέος και συγκίνηση.
Ο κουμπάρος μου έπεσε στα γόνατα ,έκλαιγε και ζητούσε συγχώρηση, γιατί ήταν αθυρόστομος και μερικές φορές βλαστημούσε. Εγώ έτρεμα από τη συγκίνηση και έκλαιγα, έκλαιγα από αγάπη…
Ο υπολοχαγός είχε γίνει άσπρος σαν τον τοίχο! Την άλλη μέρα ημέρα τον μετέθεσαν για αλλού. Δεν γνωρίζω τί απέγινε.»
Αυτά τα αφηγήθηκε ο σεμνός νέος κατόπιν παρακλήσεως ,γιατί αποφεύγει να ομιλεί γι’ αυτό το συνταρακτικό γεγονός της ζωής του, μάλλον για λόγους ταπεινοφροσύνης.
Ευτυχισμένοι όσοι Σε αντίκρισαν , Κύριε! Τον αληθινό όμως μακαρισμό τον πήραν από Εσένα αυτοί που δεν είδαν κι όμως πίστευσαν. “Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες”. ( Ιωάν. Κ, 29 ) .
Πηγή: «ΝΕΩΤΕΡΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΗ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑ & ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ»
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΜΟΝΑΣΤΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΒΑΡΝΑΚΟΒΑΣ
http://eisdoxantheou-gk.blogspot.gr/2014/04/blog-post_6956.html
----------
Η ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ...
Οι χριστιανοί παλαιότερα σέβονταν πολύ την αργία, την τηρούσαν με φόβο Θεού, δεν ήταν μια απλή τυπική πράξη. Η τήρησή της ήταν πρόξενος ευλογίας και η παράβαση επέφερε δοκιμασίες και όλεθρο.
Σ’ ένα προσφυγικό τραγούδι λέγεται ότι έχασαν το ωραίο τους χωριό, γιατί δεν τηρούσαν Κυριακές και γιορτές:
Αυτό μας έμελλε να πάθουμε,
Διότι δεν τηρούσαμε Κυριακές και γιορτές.
Αδιάβαστοι μείνανε των γονέων οι τάφοι.
Αχ ,Θεέ μας, εσύ λυπήσου μας.
Η αργία άρχιζε από τον Εσπερινό του Σαββάτου ή της παραμονής της εορτής. Μόλις χτυπούσε η καμπάνα οι γυναίκες έκαναν τον σταυρό τους και σταματούσαν το πλέξιμο ή τον αργαλειό. Ούτε και την σειρά δεν τελείωναν.
Επίσης οι γεωργοί που όργωναν, μόλις άκουγαν την καμπάνα του Εσπερινού , ξέζευαν τα βόδια και επέστρεφαν στο χωριό. Εθεωρείτο ντροπή και σκάνδαλο η παράβαση της αργίας και αποδοκιμαζόταν από όλους.
Προτιμούσαν να πάθουν καμιά ζημιά υλική στην σοδειά τους, παρά να καταπατήσουν την αργία και να αμαρτήσουν στον Θεό, παραβαίνοντας την εντολή Του.
Η τήρηση της αργίας ήταν από τα πιο βασικά καθήκοντά τους, μαζί με τη νηστεία, την προσευχή, την ελεημοσύνη, τον εκκλησιασμό, φυσικά την εξομολόγηση αλλά και την Θεία Κοινωνία.
Τα Μετέωρα επί Τουρκοκρατίας είχαν ένα μετόχι. Μία Κυριακή πρωί πήγαν οι εργάτες και έσπειραν σιτάρι. Όταν το έμαθε ο Ηγούμενος , αγανάκτησε και είπε ότι αυτό είναι αφωρισμένο διότι το έσπειραν την Κυριακή , και μάλιστα την ώρα που γινόταν η Θεία Λειτουργία.
Όταν ήρθε ο καιρός του θερισμού πήγε ο Ηγούμενος και έβαλε φωτιά στο σιτάρι. Κάηκε όλο το κομμάτι που ήταν σπαρμένο την Κυριακή και το υπόλοιπο δεν το πείραξε καθόλου η φωτιά, αλλά έσβησε μόνη της.
Η Γεωργία από το Νεοχώρι Μεσολογγίου σύζυγος του Επαμεινώνδα Μωραϊτου και κατόπιν κάτοικος Μεσολογγίου , διηγήθηκε:
«Είχαμε την αγία Αικατερίνη ως προστάτρια του σπιτιού μας και αυτή την ημέρα κάναμε αργία. Μια φορά όμως ξεμείναμε από ψωμί και είπαμε να ζυμώσουμε καθώς εξημέρωνε η ημέρα της αγίας Αικατερίνης. Πράγματι, πιάσαμε το προζύμι, ζυμώσαμε και το αφήσαμε να φουσκώση, εν τω μεταξύ δε ετοιμάσαμε τον φούρνο. Όταν κοίταξα να δω αν σηκώθηκε το ζυμάρι για να το φουρνίσω, τι να δω! Μέσα από το ζυμάρι έβγαιναν μεγάλα σκουλήκια. Τότε κατάλαβα ότι η Αγία έδειξε το θαύμα της για να τηρούμε αργία στην μνήμη της».
Εκτός από την ακριβή τήρηση των καθιερωμένων αργιών άξιο θαυμασμού είναι και ο μεγάλος σεβασμός που είχαν οι γιαγιάδες μας και οι μητέρες μας στην Τετάρτη και την Παρασκευή.
Διότι την Τετάρτη ημέρα επωλήθη και την Παρασκευή εσταυρώθη ο Κύριος. Αυτή την ευαισθησία την διαπιστώνουμε και στην ζωή πολλών Αγίων. Π.χ. ο άγιος Αυξέντιος κάθε Παρασκευή έκανε αγρυπνία για να τιμήση το πάθος του Κυρίου.
Αυτές τις ημέρες δεν τηρούσαν φυσικά αργία διότι δεν προβλέπεται. Πήγαιναν στο χωράφι, αλλά απέφευγαν επιμελώς να πλύνουν, να μπαλώσουν να λουσθούν και να ζυμώσουν. Αν είχε τελειώσει το ψωμί, έπαιρναν δανεικό.
Διηγείται η Βαρβάρα Αχιλλέως Τζίκα ότι στο χωριό Αύρα Καλαμπάκας, στα χρόνια της μητέρας της γύρω στα 1900, μία γυναίκα ζύμωσε ημέρα Παρασκευή και όταν ξεφούρνισε το ψωμί ήταν μέσα κατακόκκινο σαν να είχε αίμα. Γι’ αυτό μέχρι σήμερα τιμούν αυτές τις ημέρες και αυτή η τιμή ανάγεται στο πάθος του Χριστού.
Από το βιβλίο: «ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Α΄
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2011
Ιερόν Ησυχαστήριον
Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος
Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής
http://agiosmgefiras.blogspot.gr/2014/04/blog-post_1426.html