Ε
χε γύρω του καί λους τούς αλικούς του, πως ρμόζει σ᾿να βασιλέα. Ταξιδεύοντας λοι ατοί στήν γωνία το δρόμου συνάντησαν δύο νδρες, νδυομένους μέ ξεσχισμένα καί βρώμικα ροχα, λλά μέ τίς μορφές τους χαρούμενες καί φωτεινές.

  βασιλεύς τούς νεγνώρισε τι ταν γιοι νθρωποι το Θεο, τν ποίων εχαν λειώσει καί καταμαρανθ τά σώματα πό τήν νηστεία, πό τούς σκητικούς κόπους καί πό τήν ϋπνία. ταν τούς εδε κενος βασιλεύς, κατέβηκε γρήγορα κάτω πό τήν μαξα καί πεσε γονατιστός μπροστά στά πόδια τους γιά νά τούς προσκυνήση.
Κατόπιν σηκώθηκε, τούς
πρε τό χέρι καί τό σπάσθηκε μέ σεβασμό.

Ἀλλά οἱ φίλοι καί συνεργάτες του, δέν ἐχάρησαν μ᾿ αὐτή τήν πρᾶξι του καί ἔλεγαν μεταξύ τους:
-Δέν πρέπει αὐτός, πού εἶναι βασιλεύς, καί ἔ
χει τόση τιμή, νά κάμνη τέτοια πράγματα.
λλά δέν τολμοσαν νά τό επον το βασιλέως. μως βασιλεύς εχε να δελφό καί ολλοι αλικοί το επαν:
-Σέ παρακαλο
με νά επς στό βασιλέα μας λλη φορά νά μήν ξευτελίζη τήν τιμή του καί τό βασιλικό του στέμμα.
πότε ατός τό επε στόν βασιλέα, λλά ατός τόν κατέκρινε γιά τήν περισκεψία του καί τήν νοησία του καί τόν διωξε πό κοντά του.

βασιλεύς εχε συνήθεια, ταν πρόκειτο νά τιμωρήση κάποιον μέ θάνατο, νά στέλλη στήν πόρτα του ναν γγελιοφόρο, ποος νά τόν εδοποι μέ τήν σάλπιγγα. Καί κενος πού θά κουγε τήν φωνή τς σάλπιγγος ξω πό τό σπίτι του νά γνωρίζη τι τήν δεύτερη μέρα δέν θά πάρχη στόν κόσμο.
τσι, ταν βράδυασε, στειλε βασιλεύς τόν γγελιοφόρο μέ τήν σάλπιγγα νά σαλπίση ξω πό τήν πόρτα τοδελφο του. Καί ἐκεῖνος πού θ᾿ἄκουγε τήν σάλπιγγα τοῦ θανάτου, θά ἔχανε κάθε ἐλπίδα γιά τήν ζωή του καί ὅλη ἐκείνη τήν νύκτα ἦταν σέ ἀγωνία καί μέ λογισμούς ἀπελπισίας.

πότε τακτοποίησε τό σπίτι του καί τοίμασε τά πάντα μέ τάξι, διότι γνώριζε τι πρόκειται νά πεθάνη. Τό πρωΐ, ταν ξημέρωσε, φόρεσε μαρα καί πένθιμα ροχα. Τό διο ντύθηκε γυνακα του καί τά παιδιά τους. Κι ατός πγε στό κρεββάτι το βασιλέως κλαίγοντας καί στενάζοντας μέ πολύ πόνο.
ταν τόν εδε βασιλεύς νά κλαίη μέ τόσο πόνο, τόν κάλεσε κοντά του σ᾿να σωτερικό δωμάτιο καί το επε:

-ε, νθρωπε, νόητε καί περίσκεπτε! άν φοβσαι τόσο πολύ τήν σάλπιγγα το θανάτου καί τόν δελφό σου ποος εναι νθρωπος σάν καί σένα, στόν ποον δέν σφαλες σέ τίποτε, οτε εσαι νοχος σέ κάτι, τότε πς κατηγορες μένα, τι σπάσθηκα μέ ταπείνωσι τούς γγελιοφόρους το Θεο μου, οποοι μοπενθυμίζουν τόν θάνατο καί τήν φοβερή κρίσι το Θεο, πολύ περισσότερο  πό ,τι σάλπιγγα το θανάτου;

νθρωπος εμαι κι γώ κι χω σφάλλει στήν ζωή μου καί χω κάνει μεγάλες μαρτίες νώπιον το Θεο. Τώρα θέλω νά σο δείξω τήν νοησία σου καί σέ τρόμαξα μ᾿ ατό τό εδος τς σάλπιγγας το θανάτου.

Καί ὁ ἀδελφός του εἶπε στόν βασιλέα:
-Συγχώρεσέ με, διότι
μουν περίσκεπτος καί σέ κατέκρινα, χωρίς φόβο καί σύνεσι.
-Σέ λίγο, το
επε βασιλεύς, θά δείξω τήν νοησία καί τν λλων, οποοι σέ προέτρεψαν νά λθης νά μιλήσης σέ μένα.

Καί φο τόν παρηγόρησε τόν δελφό του καί τόν δίδαξε τήν πνευματική σοφία καί σύνεσι, τόν φησε νά πάη στό σπίτι του. Κατόπιν τόν πρόσταξε νά φτιάξη δύο ξύλινα κιβώτια. Τό να τό κάλυψε λόκληρο μέ φύλλο χρυσο καί βαλε μέσα κόκκαλα καί τό σκέπασε μέ πίχρυσο καπάκι. Τό λλο τό λειψε μέ πίσσα ξωτερικά καί τό γέμισε μέ πολύτιμες πέτρες καί μαργαριτάρια καί μέ λλα θαυμαστά πράγματα καί μυρωδικά. Κατόπιν τό περιετύλιξε μέ να πλεκτό πό τρίχες γίδας.

Κατόπιν κάλεσε βασιλεύς τούς ρχοντές του καί τούς φίλους τους, τούς ποίους εχε μαλώσει καί βαλε νώπιόν τους ατά τά κιβώτια καί τούς επε νά κτιμήσουν πόσα θά πληρώσουν γι᾿ ατό, πού χει πικαλυφθ μέ φύλλο χρυσο καί πόσο θά πληρώσουν γιά κενο πού χει ξωτερικά να στρμα πίσσας.
Α
τοί δωσαν περισσότερα χρήματα γιά τό κουτί πού ταν ξωτερικά πενδεδυμένο μέ φύλλα χρυσο, πιστεύοντας τι μέσα πάρχουν θησαυροί καί κριβά πράγματα καί βασιλικά νδύματα, ν στό λλο τό λειμμένο ξωτερικά μέ πίσσα, δέν τοδωσαν καμμία ξία. Τότε βασιλεύς τούς επε:

-Ἤξερα πολύ καλά ὅτι θά εἰπῆτε ἔτσι, ὅπως εἴπατε! Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό σωστό. Δέν πρέπει νά κρίνουμε ἀπό τά ἐξωτερικά γνωρίσματά του ἕνα πρᾶγμα ἤ ἕναν ἄνθρωπο, ἀλλά νά βλέπουμε τί πρᾶγμα εἶναι μέσα, ἐάν δηλαδή αὐτό τό ἐσωτερικό εἶναι ἀξιοτίμητο ἤ ἄξιο περιφρονήσεως.
Καί ε
πε βασιλεύς ν᾿ἀνοίξουν τό λόχρυσο ξωτερικά κουτί. ταν τό νοιξαν, ξλθε πό μέσα μία σχημη μυρωδιά καί εδαν τι ταν πράγματα ξιοκαταφρόνητα.
Μετά ε
πε βασιλεύς:
-
τσι μοιάζουν ονδεδυμένοι μέ κριβά καί ραα ροχα, περηφανευόμενοι γιά τήν πολλήν περιουσία καί τήν δόξα τους, ν μέσα στήν καρδιά τους εναι γεμτοι πό κακά ργα, μαρτωλά καί βρώμικα.
Μετά ε
πε βασιλεύς ν᾿νοίξουν καί τό κουτί πού ταν  λειμμένο μέ πίσσα. ταν τό νοιξαν ξλθε πό μέσα μία ραία μυρωδιά καί εδαν τι σαν θαυμαστά πράγματα, κριβά καί ραα. πότε επε βασιλεύς πρός ατούς:

τά τά κιβώτια γνωρίζετε μέ τί παρομοιάζουν; μοιάζουν μέ δύο ταπεινούς νθρώπους, οποοι ταν νδεδυμένοι μέ σχισμένα ροχα καί ξεραμένα τά μάγουλά τους, κίτρινα τά πρόσωπά τους πό τήν σκησι καί τούς κόπους, τῶν ὁποίων ἐσεῖς ἐκυττάξατε τήν μορφή τους ἐξωτερικά καί ἐμένα μέ κατεκρίνατε, ἐπειδή τούς ἐπροσκύνησα μέχρι τοῦ ἐδάφους.

νγώ κατανοώντας καί γνωρίζοντας μέ τά σωτερικά μου μάτια τήν καθαρότητα καί τήν λαμπρότητα τν ψυχν τους, τι ταν θαυμαστές καί γιώτερες πό ,τι τό στέμμα μου καί βασιλική τιμή μου καί τι δόξα μου νώπιόν τους δέν εναι τίποτε, τούς πλησίασα καί τούς προσκύνησα μέχρι δάφους ζητντας τήν ελογία τους.

τσι τούς δίδαξε σοφός βασιλεύς νά μή ζητον τήν ξία το κάθε πράγματος καί το κάθε νθρώπου πό τά ξωτερικά του, λλά πό τά σωτερικά του πρτα γνωρίσματα.
Παρόμοια νά κάνουμε κι
μες, πως κανε ατός καλός καί σοφός βασιλεύς καί νά τιμομε τούς δούλους το Θεο, διότι ατοί εναι δελφοί Του.
Διότι
ὁ Θεός στήν κρίσι δέν θά ἐξετάση τήν ἐξωτερική ὄψι, ὅπως εἶπε καί ὁ προφήτης Σαμουήλ, ὅταν ἐξέλεξε γιά βασιλέα τόν Δαβίδ, από βοσκός προβάτων πού ήτανε...

Θεός ξετάζει καί τώρα τήν καρδιά τονθρώπου, διαίτερα τότε τήν μέρα τς σχάτης Κρίσεως. Τότε θά δοξασθον ο ταπεινοί, ο περιφρονημένοι, ο περιγελώμενοι, ο διωγμένοι γιά τήν θεία δικαιοσύνη, ο πτωχοί στό πνεμα, οποοι πιστεύουν τι τά ργα τους εναι λεεινά καί χρηστα, ο ζητοντες τήν δικαιοσύνη το Θεο, ατοί δηλαδή πού πιθυμον νά φαρμόζεται στόν κόσμο θεία δικαιοσύνη καί λους σους μακάρισε Κύριος.

Τότε θά μακαρισθοῦν οἱ περιφρονημένοι, αὐτοί πού ἐπίστευαν ὅτι ἦταν τό σκουπίδι τῆς κοινωνίας.
Οἱἀνόητοι καί περιφρονημένοι τοῦ κόσμου θά ἐντροπιάσουν τούς σοφούς. Οἱ μικροί καί ἀδύνατοι θά ἐντροπιάσουν τούς ἰ
σχυρούς.

Γι᾿ ατούς λέγει Σωτρας μας τι ο τελευταοι θά γίνουν πρτοι. Ατούς τούς ποίους μες θεωρομε σήμαντους καί ποτυχημένους τς ζως, πειδή προσεύχονται στόν Θεό μέ λη τήν καρδιά τους, θά λάμψουν περισσότερο πό τόν λιο στήν βασιλεία τν ορανν.
ν ο βασιλες το κόσμου καί ο δυνατοί τς γς θά εναι γυμνοί πό ρετές νώπιον το Θεο, άν δέν πιστεύσουν στόν Θεό. Καί θά γίνουν λες ατές ολλαγές καί κπλήξεις, διότι Θεός εναι δίκαιος καί δικαιοσύνη του μένει στόν αἰῶνα.

( ήταν ένα κείμενο τού Ρουμάνου ασκητού Κλεόπα Ηλίε)

 Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 1998

ναβάσεις