Φθάσαμε όσο το δυνατόν αθορύβως εις την εκκλησίαν του Προφήτου, μπήκαμε από την πίσω μικρά πορτούλα. Ως φως είχαμε τα καντήλια, που φώτιζαν τα ιερά πρόσωπα των Αγίων, οι οποίοι μας κοίταζαν σαν να μας γνώριζαν. Η εκκλησία ήτο καταστολισμένη από μορφές αγίων εικόνων, φυσικού μεγέθους…

Τέλος αρχίσαμε τη Λειτουργία. Να βλέπατε τον παπα-Νικόλα με ασυνήθη ευχέρεια να προσπαθή να πάρη καιρό. Να αισθάνεται την νύκτα ότι μας παρεχωρήθη για τον άγιο αυτό σκοπό. Ως τας 3 π. μ. είχαμε τελειώσει την Λειτουργίαν. Αλησμόνητος θα μείνει η Λειτουργία αυτή, που με τόση κατάνυξη, με τόση γαλήνη, ιερεύς και συνοδεία έπαθαν πνευματικήν αλλοίωσιν, κατά ψυχήν τε και διάνοιαν…



λε΄. Κρυφαί λειτουργίαι...



Τας Κυριακάς και τας μεγάλας εορτάς, δεν έλειπε από την ενορία του. Αν και δεν ελάμβανεν μέρος στη Λειτουργία επειδή είχε άλλους δύο ιερείς βοηθούς.

Κάποτε στη Μητρόπολη έμαθαν ότι κρυφολειτουργούσε ο Παππούς στις μεγάλες εορτές (σ. Κ. Σ.: με το Παλαιό) καθώς και τις καθημερινές ημέρες στα ερημοκκλήσια έκανε ότι ήθελε (σ. Κ. Σ.: στα ερημοκλήσια εκκλησιαζόντουσαν τον πρώτο καιρό οι πιστοί του Παλαιού, λόγω των διωγμών).

Τον φώναξαν στη Μητρόπολη να τον παρατηρήσουν. Πήγε μαζί του, όπως πάντοτε, η συνοδός του και ψάλτριά του (σ. Κ. Σ.: Βικτωρία μοναχή). Εκεί ανέλαβε να τον παρατηρήση ένας τότε αρχιμανδρίτης και κατόπιν Αρχιερεύς. Αποσιωπώ το όνομά του – δεν ξέρω αν ζη. Του μίλησε πολύ απότομα. Δεν απάντησε ούτε μια λέξη.

Καταφοβισμένον τον πήρε σπίτι η συνοδός του και τον έφερε στο σπίτι μου. Όλο αυτό το απόγευμα έμεινε άφωνος! Η συνοδός του καθότανε κοντά του και προσπαθούσε να τον παρηγορήση. Πάντοτε σιγή εκείνος! Αυτή την ώρα ήτανε ακριβώς σαν μωρό παιδάκι, που μας λέγει ο Κύριος: “αν δεν γίνετε σαν τα μικρά παιδιά”…



με΄. Εμφάνισις του Προφήτου Ελισσαίου



Εις την εποχήν του πρώτου διωγμού των Παλαιοημερολογιτών, ηθέλησε να λειτουργήση κατά το πάτριον ημερολόγιον την εορτήν του προφήτου Ελισσαίου. Αλλά φοβούμενος μήπως του παρουσιασθούν εμπόδια, συνεφώνησε με την βοηθόν του αφ’ εσπέρας, να πάνε εις τον Άγιον Σπυρίδωνα του Μαντουκά. Το πρωί επήγε η ψάλτριά του και τον περίμενε. Η ώρα παρήρχετο και ο παπάς δεν εφαίνετο να έλθη να λειτουργήση. Απηλπίσθη.

Ενόμισε πως κάτι σπουδαίο θα του έτυχε, και δεν επήγε ως αυτήν την ώρα. Έφυγε και πήγε εις τον Προφήτη Ελισσαίο (διότι εκεί ήταν το “κέντρον των πληροφοριών”), να ρωτήση τι γίνεται ο παπάς, και να, τον βλέπη μέσα στην εκκλησία να ετοιμάζεται να λειτουργήση! Του έκαμεν παρατήρησιν, γιατί ηθέτησε την συνεννόηση που είχανε κάμει, και ακόμη ότι δεν εφοβήθη, παρά ήλθε μέσα στο κέντρον, μέσα στη βράση του διωγμού.

Της λέγει: “Μή με μαλώνεις, γιατί σήμερα το πρωί είδα τον Προφήτη και μου είπε να λειτουργήσω, και να μη φοβηθώ τίποτα, γιατί αυτός θα με προσέχη”. Έμεινε η βοηθός του με την συζήτησιν ατελείωτη!

-”Μα, πως τον είδες”; τον ρωτά. Της λέγει: “Σηκώθηκα σήμερα το πρωί και ετοιμάστηκα για τον Άγιο Σπυρίδωνα. Εκάθησα σε μια πολυθρόνα ως που να μου φέρουν το αμάξι. Αυτή τη στιγμή, βλέπω μπρος μου τον προφήτη Ελισσαίο, και μου λέγει, να πάω στην εκκλησία του να λειτουργήσω”!

Έφεραν οι δικοί του το αμάξι και τους λέγει: “Να πήτε του αμαξά να με πάη στον Προφήτη…”. Άρχισαν τις φωνές οι δικοί του: “Τι είναι αυτά; Αφού είπαμε του αμαξά για τον Άγιο Σπυρίδωνα”.

-”Αυτό που σας λέγω. Να με πάτε στον Προφήτη. Τον είδα εμπρός μου και με διέταξε”.

Ελειτούργησαν αυτήν την ημέρα κατανυκτικώτατα με μεγάλη ησυχία, και το βράδυ επήγε στο συνηθισμένο φιλικό του σπίτι, που πήγαινε πάντοτε. Λέγει η βοηθός του εις την κόρην της οικογενείας:

“Σήμερα ο Παππούς είδε ολοφάνερα τον Προφήτη” κ.τ.λ. Τον πλησίασε τότε η κόρη και προσπαθούσε να τον καταφέρη να της πη ο ίδιος πως είδε τον Προφήτη. Αλλά ήτανε και αυτή η ώρα, μια απ’ αυτές που ήθελε κάτι να κρύπτη από τα ιδιαίτερά του και της λέγει: “Τίποτα δεν είδα, από λόγου μου τα λέω”.

Αλλά αυτό μας το βεβαίωσαν και οι δικοί του, που τους το πρωτοείπε. Κρυφογελάσαμε με τη σπουδή που τον κατέλαβε, να κρύψη και αυτός κάτι, για να μη φωνή η αρετή του, διότι πάντοτε εις τας ομιλίας του έλεγε: “είμαι ανάξιος ιερεύς”.


μστ΄. Το θάρρος που του έδιδεν η πίστη...



Άλλη μια φορά, εις εποχήν διωγμού των Παλαιοημερολογιτών, τον πήρε μια ομάς χριστιανών και τον πήγε σε κάποιο ερημοκλήσι (τέρμα Αχαρνών) να λειτουργήσουν. Εκεί, 5-6 εκ των νεωτέρων, είχον αναλάβει γύρωθεν της εκκλησίας να προσέχουν, δια να προλάβουν να κρύψουν τον παπα-Νικόλα.

Περί το μεσονύκτιον αντελήφθησαν τον κίνδυνον, και επρότειναν στον Παππού να τον κρύψουν ή, με κάθε τρόπον, να τον προφυλάξουν. Αυτός, ατάραχος, δεν τους άκουε που του έλεγαν να τον ξεντύσουν, μόνο τους έλεγε:

“Μη φοβόσαστε, θα ‘ρθουν τα παιδιά, θα προσκυνήσουν και θα φύγουν…”.

Και όντως ήλθανε οκτώ αστυνομικοί, και άκουσαν οι εκκλησιαζόμενοι να λέγη ο ανώτερος: “Αφήστε τους χριστιανούς, δεν κάνουν κανέναν κακό”! Ησπάσθησαν το προσκυνητάρι, που ήτο απ’ έξω από την εκκλησία και έφυγαν.

Το πρωί τους λέγει ο Παππούς: “Ήλθανε τα παιδιά”; Του είπον πως ήλθανε και φύγανε. Τους λέγει: “Δεν σας είπα εγώ να μη φοβόσαστε, γιατί θα ‘ρθουνε να προσκυνήσουν και θα φύγουν;”

Επί τη ευκαιρία αυτή, θα γράψω και κάτι άλλο παρακάτω.

Εις την τελευταίαν εποχήν του διωγμού, μέσα εις τα περιβόλια του Αιγάλεω, ήτανε μια εκκλησία και μαζεύτηκαν πολλοί χριστιανοί να εορτάσουν τα Εισόδια της Παναγίας.

Μετά τα μεσάνυκτα καταφθάνει ένας Μοίραρχος μετά της… κουστωδίας. Θυμώδης, αγέρωχος προχωρεί εις το Ιερόν, και ακούμπησε ασεβέστατα τα νώτα στην Αγία Τράπεζα και διέταξε να φύγουν όλοι.

Τον παπά τον πήρε στην Αστυνομία, σε ένα χωλ, με σπασμένα τζάμια. Το ράσο του ο παπάς πρόφθασε και το έδωσε σε κάποιον, για να μη του το πάρουν οι φανατικοί υποστηρικταί της Μητροπόλεως, οι οποίοι είχον ολόκληρον δωμάτιον γεμίσει από ράσα και καλυμμαύχια, λάφυρα των κατορθωμάτων των.

Και έτσι, χωρίς ράσα, εκρύωσε μέσα σ’ αυτό το γραφείο (εν μηνί Νοεμβρίω) ως επίσης και όλο το εκκλησίασμα. Αφού επήραν τον παπά, δεν άφηναν τον κόσμο μέσα στην εκκλησία ώσπου να ξημερώση ή να ερχότανε στας 10-11 το βράδυ, ούτως ώστε να μπορούν να πάνε στα σπίτια τους ο κόσμος;

Αλλά ήλθαν στας 2 μετά τα μεσάνυκτα και σκόρπισαν οι άνθρωποι μέσα στα χωράφια, τρέμοντας από το κρύο, γυναίκες από το Μαρούσι, από το Φάληρο, από την Αγία Παρασκευή – μαρτυρική βραδυά, ώσπου να ξημερώση. Τον αξιοσέβαστον ιερέα τον πήγαν το πρωί στη Μητρόπολη.

Δια να τον ξυρίσουν ηθέλησαν να τον δέσουν στην κάρέκλα. Δεν το εδέχθη. Αφού τον εξύρισαν του έδωσαν ένα παλιό κασκέτο στο κεφάλι, ένα λειωμένο βελούδινο παντελόνι (με το ένα σκέλος πιο κοντό), ένα παλιό σακκάκι, και με αυτήν την περιβολήν τον έστειλαν εις τον Εισαγγελέα, ο οποίος τον αθώωσε αμέσως με τα χάλια που τον είδε.

Το σκότος της αμαρτίας δεν τους άφηνε να καταλάβουν ότι χλευάζοντες την ιερωσύνην εχλεύαζον και τον ίδιον τον εαυτόν τους
!

(Μαρτυρία μοναχής: από το κεφάλαιο “Ευλαβείς αναμνήσεις από μερικούς χριστιανούς όπου τον εγνώρισαν”):

Και εγώ, 1η Αυγούστου 1928 τον είδα και ερχόταν από μακρυά και, όπως γύρισε και με ατένισε, μου είπε: “Τι κάνεις, ευλογημένη;” (ήμουν ρασοφόρα τότε και με λέγανε Χρυσάνθη). Και, χωρίς να ξέρη το όνομά μου, με εκάλεσε με το όνομά μου και μου είπε: “Σήμερα είναι πρώτη με το ορθόδοξον εορτολόγιον”.

Εγώ του απήντησα: “Ευλογείτε”, βάζοντάς του μετάνοια. Και φιλώντας του το χέρι του είπα:

“Τι θλίψι είναι αυτή, Γέροντα, ανάμεσά μας;” και μου απήντησε:

Μη θλίβεσαι, διότι ό,τι είναι αντικανονικό δεν μένει αιώνιο!”


krufo-sxoleio.blogspot.gr

ΠΗΓΗ:   ΚΛΙΚ

 

Ὑπὸ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Εὐαγγελιστρίας Πειραιῶς ἐξεδόθη σύντομον βιογραφικὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου Πλανᾶ. Αὐτὸ ἔχει ὡς ἀκολούθως:

 «Ὁ Ἅγιος Νικόλαος γεννήθηκε τὸ 1851 στὴ Νάξο, διδάχτηκε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τὸν ἱερέα παππού του, τὸν ὁποῖο καὶ συνόδευε στὶς Λειτουργίες καὶ τοὺς Ἑσπερινούς, βοηθώντας τον στὸ Ἱερὸ καὶ τὸ ψαλτήρι.

Σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν ὁ Νικόλαος ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του καὶ τὴν ἀδελφή του μετακόμισαν στὴν Ἀθήνα.

Ὅταν ὁ Νικόλαος δὲν εἶχε βιοποριστικὲς ἀσχολίες, ἔτρεχε κοντὰ σὲ κληρικοὺς καὶ φωτισμένους μοναχούς, γιὰ νὰ ἀκούει πνευματικοὺς λόγους, σύχναζε σὲ ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ ἀγρυπνίες, βοηθώντας τοὺς ἱερεῖς στὸ Ἅγιο Βῆμα ἤ τοὺς ψάλτες στὸ ἀναλόγιο.

Ἡ μητέρα του, ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ ἱερέα πατέρα της, ἐπιθυμοῦσε νὰ δεῖ τὸν Νικόλαο ἔγγαμο κληρικό.

Σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν, τὴν ἄνοιξη τοῦ 1879, ὁ Νικόλαος παντρεύτηκε τὴν Ἑλένη Προβελεγγίου καὶ στὶς 28 Ἰουλίου τοῦ ἴδιου ἔτους στὸν ἴδιο Ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως στὴν Πλάκα,
χειροτονόθηκε διάκονος.

Τὸ 1880 ἡ διακόνισσά του Ἑλένη, ἀφοῦ γέννησε τὸ παιδί τους ἔφυγε ξαφνικὰ ἀπὸ τὴ ζωή. Ἐδῶ φάνηκε ἡ ἀπέραντη ὑπομονὴ καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη ποὺ εἶχε στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία ἀφέθηκε αὐτὸς καὶ τὸ παιδί του.

Ἀναθέτει τὴ φροντίδα τοῦ γιοῦ του στὴν μητέρα του καὶ τὴν ἀδελφή του καὶ γίνεται μοναχός. Πέντε χρόνια ὑπηρέτησε ὡς διάκονος καὶ στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1884, χειροτονήθηκε ἱερέας.

 

Ἔκτοτε καὶ ἐπὶ 48 χρόνια, μέχρι τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του, διακρίθηκε ὡς ὁ λειτουργικότερος ἱερέας καὶ ἄνθρωπος προσευχῆς, τοῦ ὁποίου ἡ ζωὴ ὑπῆρξε μιὰ ἀδιάκοπη διακονία τοῦ θυσιαστηρίου.

Ἐκοιμήθη στὶς 2 Μαρτίου τοῦ 1932. Μετὰ ἀπὸ αἴτημά του ἐτάφη στὸν περίβολο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ὁδοῦ Βουλιαγμένης».