Στὸν τυφλὸ λοιπὸν τοῦ σημερινοῦ εὐ­αγγελίου, τὸν ἐκ γενετῆς ἀόμματο, δὲν ὑπῆρ­χαν μάτια· δυὸ τρῦπες ὑπῆρχαν, δύο κενὲς κοιλό­τητες σκεπασμένες μὲ ἕνα λεπτὸ δέρμα, μιὰ πέτσα. Αὐτὸν κανένας γιατρὸς δὲν μποροῦ­σε νὰ τὸν γιατρέψῃ.

Οἱ ὀφθαλμίατροι θεραπεύουν βλαμμένα μάτια, ἀλλὰ μάτια ποὺ ὑπάρχουν· ἐδῶ ὅμως δὲν ὑπῆρχαν καθόλου μάτια.

Τί εἶνε τὸ μάτι! Ζητᾶνε θαύματα οἱ ἄπιστοι, μὰ τὸ μάτι θαῦμα εἶνε. Εἶνε ἡ πιὸ τέλεια φωτο­­γραφικὴ μηχανή· παίρνει συνεχῶς τὶς καλύτε­ρες φωτογραφίες, ἔγχρωμες, καθαρές, εὐ­κρι­νεῖς· δὲν τὸ φτάνουν οἱ καλύτερες φίρμες μη­χανῶν.

Ἂν πῇς σὲ κάποιον, ὅτι ἡ φωτο­γραφικὴ μηχανή του φύτρωσε ἔτσι μόνη της στὸ χωρά­φι, ὅπως φυτρώνουν τὰ φασό­λια, θὰ σοῦ πῇ· Τρελλάθηκες; κάποιο ἐργοστάσιο τὴν κατασκεύασε, στὴν Ἰαπωνία ἢ Γερμα­νία ἢ Ἀγγλία. Ὦ κό­σμε ψεύτη, ντουνιᾶ τυ­φλέ!

Δὲν τὸ βλέπεις, ὅ­τι ἡ πιὸ τέλεια φωτογραφικὴ μηχανὴ εἶ­νε τὸ μάτι τοῦ ἀνθρώπου; Αὐτὸ ἀντέγραψαν οἱ ἐπιστήμονες καὶ κα­τα­σκεύασαν τὴ φωτογραφι­κὴ μηχανή. Ὅπως λοιπὸν μιὰ φωτογραφικὴ μη­χα­νὴ «φωνάζει» ὅ­τι κάποιος τὴν ἔφτειαξε, ἔτσι καὶ τὸ μάτι «φωνάζει»· Κάποιος μὲ ἔ­πλασε!

Ὅλοι οἱ ἐπιστήμονες νὰ μαζευτοῦν, ἕ­να ζων­τανὸ μάτι δὲν μποροῦν νὰ φτειάξουν. Λοιπὸν ζητᾷς θαύ­ματα; ῥῖξε μιὰ ματιὰ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἀπὸ τὴν κορφὴ μέχρι τὰ νύχια, πῶς λειτουργεῖ σὰν ἕνα τέλειο ἐργοστάσιο, θαύμασε, πίστεψε καὶ πές· «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε· πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας» (Ψαλμ. 103,24).
Ὁ τυφλὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου δὲν εἶχε μάτια· καὶ ὁ Χριστός μας τοῦ ἔ­φτιαξε μάτια. Πῶς;

Λέει τὸ εὐ­αγγέλιο μὲ ἁ­πλότητα, ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἡμέρα Σάββατο «ἔπτυσε χαμαί», στὴ γῆ, ἔκανε μὲ τὸ σάλιο του λάσπη ( θέλοντας κι΄εδώ να δείξει πώς ο άνθρωπος είναι από τον Δημιουργό του Θεό πλασμένος από χώμα… ), ἐπάλει­ψε μ᾽ αὐτὴν τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ καὶ τοῦ εἶ­πε·

«…Πήγαινε στὴ λιμνούλα τοῦ Σιλωὰμ καὶ πλύ­σου…». Κι ὅταν πῆγε καὶ πλύθηκε, σχηματίστηκαν στὶς κενὲς κόγχες βολβοὶ – μάτια, εἶ­δε τὸ φῶς του καὶ ἐπέστρεψε θεραπευμένος δοξάζοντας τὸ Θεό . Αὐτὸ εἶνε τὸ θαῦμα.
Ὁ τυφλὸς αὐτὸς ἦταν γνωστὸς σὲ ὅλους· χρόνια καθόταν στὸ ἴδιο σταυροδρόμι κι ἅ­πλωνε τὸ χέρι ζητώντας ἐλεημοσύνη ἀπ᾽ τοὺς περαστικούς.

Ὕ­στερα όμως ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐ­τὸ πίστε­ψαν ἆραγε ὅλοι στὸ Χριστό; Ὄχι, δυσ­τυχῶς Όχι ! Δὲν εἴπαμε στὴν ἀρχὴ ὅτι, ὅπως στὸ χωράφι ὑ­πάρχουν τ᾽ ἀγκάθια ἔτσι στὴν κοινωνία ὑπάρ­χουν οἱ ἄπιστοι; Αὐτοὶ δὲν πίστεψαν. Ποιοί δη­λαδή; Ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαναν τὸν γραμματισμένο καὶ νόμιζαν πὼς εἶνε ἀνώτεροι ἀπὸ τὸν ἄλ­λο λαό. Αὐτοὶ εἶπαν·

---Μπᾶ, δὲν εἶν᾽ αὐ­τὸς ὁ τυφλὸς ποὺ ξέραμε, κάποιος ἄλλος θά ᾽νε.

Τὸν φωνάζουν καὶ τὸν ὑποβάλλουν σὲ ἀνάκριση·

–Ποιός εἶσαι;

–Ἐγὼ εἶμαι, δὲν μὲ ξέρετε;

–Καὶ πῶς ἄνοιξαν τὰ μάτια σου;

–Κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ τὸν λένε Ἰησοῦ, μοῦ ἔβαλε λάσπη πά­νω στὰ μάτια, πλύθηκα καὶ βλέπω.

–Ποῦ εἶνε αὐτός;

–Δὲν ξέρω

Τὸν ῥωτοῦν πάλι οἱ Φαρισαῖ­οι, τοὺς περιγράφει τὴν θεραπεία του γιὰ δεύτε­ρη φορά, μὰ πάλι δὲν πιστεύουν. Μερικοὶ κακεντρεχεῖς μάλιστα εἶ­παν·

–Αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ δὲν τηρεῖ τὴν ἀρ­γία τοῦ Σαββάτου, δὲν εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό. Φωνάζουν κατόπιν τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ καὶ τοὺς ῥωτοῦν·

–Αὐτὸς εἶ­νε ὁ γυιός σας; κι ἀφοῦ λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός, πῶς τώρα βλέπει;

–Μποροῦμε νὰ βεβαιώσου­με, ἀπαν­τοῦν οἱ γονεῖς, ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ γυιός μας κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός· πῶς ὅμως τώρα βλέπει ἢ ποιός τὸν θεράπευσε ἐμεῖς δὲν ξέρου­με· ἐν­ήλικας εἶνε, ῥω­τῆστε τὸν ἴδιο νὰ σᾶς πῇ

Ἀ­πήντησαν ἔτσι ἀπὸ φόβο· γιατὶ οἱ Ἰ­ουδαῖοι εἶχ­αν πλέον ἀποφασίσει, ὅποιος ὁμολογήσῃ ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Χριστός, ὁ ἀναμε­νόμενος Μεσσίας, αὐτὸς νὰ ἀποβάλλεται ἀπὸ τὴ συν­αγωγή. Οἱ φαρισαῖοι ἔβλεπαν ποιά εἶνε ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν ἤθελαν νὰ τὴν παραδεχτοῦν. Φωνάζουν πάλι τὸν θεραπευμένο ἄν­δρα καὶ τοῦ λένε·

–Δόξασε τὸ Θεὸ καὶ ἄσ᾽ τον αὐτὸν τὸν Ἰησοῦ. Ἐμεῖς ξέρουμε, ὅτι αὐτὸς δὲν εἶνε τοῦ Θεοῦ, εἶνε ἁμαρ­τωλός.

–Δὲν ξέρω, τοὺς λέει ὁ θεραπευμένος, ἂν εἶνε ἁ­­μαρτωλός· ἕνα ξέρω, ὅτι ἤμουν τυφλὸς καὶ τώ­ρα βλέπω.

–Μὰ πῶς τέλος πάν­των σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια;

–Σᾶς τὸ εἶπα ἤδη· δὲν τ᾽ ἀ­κούσατε; γιατί θέλετε νὰ τὸ ξανακοῦτε; μή­πως θέλετε νὰ γίνετε κ᾽ ἐ­σεῖς μαθητές του;

Ὁ λόγος του αὐ­τὸς τοὺς ἐν­ώχλησε καὶ εἶπαν μὲ θυμό·

–Ἐ­μεῖς μαθητές του; τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ λές; Ἐσὺ εἶ­σαι μαθη­­τής του, ἐ­μεῖς εἴμαστε μαθηταὶ τοῦ Μωυ­σῆ· αὐ­τὸς δὲν ξέρουμε ἀπὸ ποῦ εἶνε.

–Μὰ ἐδῶ εἶνε τὸ θαυμαστό· δὲν ξέ­­ρετε ἀπὸ ποῦ εἶνε, καὶ ὅ­μως αὐ­τὸς μοῦ ἄ­νοιξε τὰ μάτια· τέτοιο πρᾶ­γμα ἀπὸ καταβολῆς κό­σμου δὲν ἀ­κούστηκε· ἂν αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ τίποτα.

Παρ᾽ ὅλη τὴν προσπάθειά τους δὲν κατάφεραν νὰ κλείσουν τὸ στόμα τοῦ πρώην τυφλοῦ. Ὅσο καὶ ἂν τὸν πίεσαν καὶ τὸν ἀπείλησαν, αὐτὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ ὁμολογῇ καὶ νὰ κηρύττῃ, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶνε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Σωτήρας του.

Καὶ μὴ ἔχοντας τί ἄλλο νὰ χρησιμοποιήσουν στὸ τέλος τὸν πέταξαν ἔξω...

* * *

Ἀγαπητοί μου· ὅπως τότε ἐκεῖνοι δὲν πίστεψαν στὸ Χριστό, ἔτσι κάνουν καὶ σήμερα οἱ ἄπιστοι. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς νὰ κατεβῇ πά­λι στὸν κόσμο, καὶ οἱ Άγιοι Απόστολοι νὰ ἐπανέλθουν, καὶ οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας νὰ ξαναπα­ρουσι­αστοῦν, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μέσα του τὸ σκουλήκι τῆς ἀπιστίας, τὸν δαίμονα τῆς ἀρ­νήσεως, δὲν πείθεται. Γιατί ἆραγε;

Αἰτία δὲν εἶνε ἡ ἔλλειψι θαυμάτων· θαύμα­τα ὑπάρχουν, εἶνε ἀδικαιολόγητοι. Αἰτία τῆς ἀ­πιστίας εἶνε ἡ διαφθορὰ τῆς καρδιᾶς, ὁ ἐγωισμός, ἡ ὑπερηφάνεια. Αἰ­τία τῆς ἀ­πιστίας εἶνε ὁ ἁμαρτωλὸς βίος τους· νά τί τοὺς ἐμποδίζει νὰ πιστέψουν στὸ Χριστό. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο τοὺς ζωγραφίζει ἀκριβῶς.

Ξένος χριστιανὸς ἐπιστήμονας εἶπε· Τὰ πάθη σκιάζουν τὸν ἥλιο τῆς πίστεως καὶ τυφλώνουν τὴν ψυχή. Ἂν θέλῃς νὰ πιστέ­ψῃς, μὴ συσ­σωρεύεις λογικὰ ἐπιχειρήματα· καταπολέμησε τὰ πάθη ποὺ σοῦ πνίγουν τὴν καρδιά.

Ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς Αποστόλους· Κηρύ­ξτε ὅπου σᾶς δέχονται· ὅπου σᾶς διώχνουν φύγετε· αὐτοὺς τοὺς περιμένει τιμωρία χειρό­τερη ἀπὸ τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος