Ἦταν παροῦσες ἀκόμη καὶ ὅταν ἦρθε τὸ τέλος, ὅταν ἔφτασαν οἱ ἡμέρες τοῦ φρι­κτοῦ μαρτυρίου του· ὅταν ὁ Διδάσκαλος, ὁ Ἥλιος τῶν ψυ­χῶν, εἰσερχόταν πλέον στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου καὶ φαινόταν στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅτι πάει νὰ δύσῃ καὶ νὰ ἐξαφα­νιστῇ γιὰ πάντα· ὅταν ὑψώθηκε ἐπάνω στὸ σταυρὸ ἐ­κεῖ στὸ Γολγοθᾶ ἀνάμεσα σὲ δύο λῃστάς.

Οἱ μαθηταὶ τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει, ἀλλ᾿ αὐτὲς ἔ­­μειναν ἐκεῖ «ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι» (Ματθ. 27,55. Μᾶρκ. 15,40. Λουκ. 23,49) –ὅσο δηλαδὴ τοὺς ἐπέτρεπαν– κοντὰ στὸ σταυρό, καὶ μὲ σπαραγμὸ καρ­διᾶς παρακολουθοῦσαν τὴν ἀ­γωνία τοῦ ἐ­σταυρωμένου Υἱοῦ τῆς Παρθένου.

Κι ἀφοῦ ἦταν παροῦσες κατὰ τὴ σταύρωσι, παροῦσες βρέθηκαν καὶ κατὰ τὴν ἀποκαθήλωσι καὶ τὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου. Ὅπως σημειώνει γι᾽ αὐτὲς ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «ἐθε­ά­σαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐ­τοῦ»· παρακολούθησαν δηλαδὴ τὴν ταφὴ μέχρι τὶς τελευταῖες λεπτομέρειες (Λουκ. 23,55).

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ταφὴ πῶς μποροῦσαν νὰ λησμονήσουν Ἐ­κεῖνον ποὺ εἶχε γίνει τὸ κέν­τρο ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς τους ζωῆς; «Ὑποστρέψασαι ἡτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα» καὶ «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων (=τὴν Κυρι­­ακή) ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα» (ἔ.ἀ. 23,56 – 24,1).

Καὶ ἐκεῖ ἀκριβῶς εἶχαν τὴ μοναδικὴ εὐλογία ν᾽ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἀγγέλου, πρῶ­τες αὐτές, τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα· «Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠ­γέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν» (Μᾶρκ. 16,6).

* * *

Ὁ ἅγιος αὐτὸς ὅμιλος τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, ἀγαπητοί μου, παραμένει ἔκτοτε γιὰ τὶς Χριστιανὲς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν ὡς ὑπόδειγμα θερμῆς πίστεως καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν ἀναστάντα Κύριο.

Καὶ εἶνε πολὺ παρήγορο τὸ γεγονός, ὅτι σὲ κάθε ἐποχή, καὶ στὴ δική μας, συναντᾷ κανεὶς γυναῖκες ποὺ ἡ καρδιά τους πλημμυρίζει ἀπὸ τὰ ἅγια αἰσθήματα ἀφοσιώσεως καὶ λατρείας στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· στὰ πρόσωπα τῶν γυναικῶν αὐτῶν διαιωνίζεται στὸν κόσμο ἡ ἀ­φοσίωσι καὶ ἡ λατρεία τῶν Μυροφόρων.

Θέλετε ἀποδείξεις;

Ἂν οἱ Μυροφόρες μὲ τὴν καρδιὰ νὰ πάλει ἦλθαν «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἐ­πὶ τὸ μνῆμα» (Λουκ. 24,1), μήπως καὶ σήμερα δὲν βλέπουμε γυναῖκες πού, μόλις ἀκούσουν τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες ἑορτὲς τὴν καμπάνα τῆς Ἐκκλησίας, τρέχουν στοὺς ναοὺς γιὰ νὰ παρακολουθήσουν μὲ εὐλάβεια καὶ κατάνυξι τὸν ὄρθρο, τὴ θεία λειτουργία, ἀκολουθίες μὲ τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ἀναπαριστάνει τὴ σταύρωσι, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάστασι τοῦ Σω­τῆρος Χριστοῦ;

Ἂν οἱ Μυροφόρες ἑτοίμασαν τὰ πολύτιμα μύρα καὶ ἀρώματα γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, μήπως καὶ σήμερα δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ εἶνε ἕτοιμες νὰ προσ­φέρουν κά­θε ὑπηρεσία γιὰ τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο εἶνε «τὸ σῶ­μα αὐτοῦ» (Ἐφ. 1,23);

Ἂν οἱ Μυροφόρες βάδιζαν μὲ θάρρος πρὸς τὸν τάφο, ὅπου ὑπῆρχε ἡ φρουρὰ τῶν Ῥωμαί­ων στρατιωτῶν, καὶ μὲ φρόνημα ἡρωικὸ περιφροροῦσαν κάθε κίνδυνο, μήπως καὶ σήμερον δὲν ὑπάρχουν γυναῖκες ποὺ γιὰ τὴν ἀ­γάπη τοῦ Χριστοῦ ἀψηφοῦν κινδύνους καὶ μὲ ὅλη τους τὴν προθυμία τρέχουν ἐκεῖ ποὺ τὶς καλεῖ τὸ χριστιανικὸ καθῆκον;

μήπως δὲν βλέπουμε σὲ νοσοκομεῖα καὶ διάφορα ἄσυλα γυναῖκες νοσοκόμες, οἱ ὁποῖες μὲ αὐταπάρνησι ἐξυπηρετοῦν ἐκείνους ποὺ πάσχουν, αὐ­τοὺς τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ Χριστοῦ; μήπως γυναῖκες, σὰν ἄλλες Μυροφόρες, δὲν πρωτοστατοῦν στὴν ἵδρυσι καὶ λειτουργία φιλανθρωπικῶν συλλόγων, διὰ τῶν ὁποίων διαχέεται στὴν κοινωνία τὸ πολύτιμο ἄρωμα τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης;

Καὶ τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς γυναῖκες ἐκεῖνες, ποὺ σὰν μητέρες, σὰν σύζυγοι, σὰν ἀδελφές, σὰν θυγατέρες μὲ ἰώβειο ὑπομονὴ ὑποφέρουν τὰ δεινὰ τοῦ οἰκογενειακοῦ βίου, κατευνάζουν τὰ πάθη τῶν ἀνδρῶν, εἰ­ρηνεύουν τὰ διεστῶτα καί, σὰν ἄλλες εὐαγ­γελίστριες, εὐαγγελίζονται στοὺς ἐν σκότει ζῶν­τας πατέρες, συζύγους καὶ ἀδελφούς των τὴ χαρὰ τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ;

* * *

Οἱ γυναῖκες αὐτές, ἀγαπητοί μου, ποὺ μιμοῦνται τὸ παράδειγμα τῶν Μυροφόρων, εἶ­νε οἱ ἡρωίδες τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Διὰ μέσου αὐτῶν πνέει ἀθόρυβα μέσα στὴν κοινωνία αὔρα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Διὰ τῶν γυναικῶν αὐ­τῶν Χριστὸς κατακτᾷ ψυχὲς καὶ ἐξημερώνει τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων. Διότι γυναίκα, ποὺ πιστεύει εἰλικρινῶς στὸ Χριστὸ καὶ ζῇ κατὰ τὶς ἅγιες ἐντολές του, εἶνε μεγάλο σχολεῖο ἀρετῆς γιὰ τὸν ἄντρα της ἂν εἶνε ἔγγαμη, γιὰ τὰ παιδιά της ἂν ἔχῃ παιδιά, γιὰ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία ἂν παραμείνῃ παρθένος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὴ γυναῖκα αὐτή, ὅ­που κι ἂν βρίσκεται, ὁ Κύριός μας τὴν χρησιμοποιεῖ ὡς εὐαγγελίστριά του μέσα στὸν κόσμο.

Ἐὰν στὸ δρᾶμα τῆς ἠθικῆς καταστροφῆς τοῦ κόσμου ἡ γυναίκα ἔπαιξε καὶ ἐξακολουθῇ νὰ παίζῃ ῥόλο σημαντικώτατο, ἀλλὰ καὶ στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας ἔπαιξε διὰ τῆς Θεο­τόκου ῥόλο μοναδικό, ἀλλὰ καὶ στὸ ἔργο τῆς ἠ­θικῆς ἀναπλάσεως τοῦ κόσμου κάθε γυναίκα μπορεῖ νὰ διεκδικήσῃ θέσι περίλαμπρη, ὑπὸ ἕναν ὅμως ὅρο· ν᾿ ἀγαπήσῃ ὅπως ἡ Παναγία καὶ οἱ Μυροφόρες τὸ Χριστό, νὰ ἀφοσιωθῇ σ᾽ αὐ­τὸν καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ παντοῦ.

Τότε ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν θὰ εἶνε πλέον ἕνα σκεῦος ὀργῆς καὶ κατάρας καὶ ἕνα ὄργανο σατανικό, ἀλλὰ θὰ εἶνε πολύτιμο σκεῦος Χριστοῦ· τότε ἡ καρδιὰ τῆς γυναίκας θὰ γίνῃ μία θαυμάσια λύρα, στὶς χορδὲς τῆς ὁποίας οἱ ἄγγελοι θὰ παίζουν τὸ ὡραιότερο ᾆσμα τῆς ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως στὸ Χριστό.

Ἂς εὐχηθοῦμε, ὁ κύκλος τῶν Χριστιανῶν γυναικῶν –Χριστιανῶν ὄχι μόνο στὸ ὄνομα ἀλ­λὰ καὶ στὴν πραγματικότητα– νὰ διευρύνεται συνεχῶς καὶ ἡ γυναικεία καρδιὰ ν᾽ ἀγαπήσῃ πιὸ θερμὰ τὸ Χριστό, γιὰ νὰ ὑποστῇ τὴν ψυχι­κὴ ἐκείνη ἀλλοίωσι, ποὺ τόσο θαυμάζουμε στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων Μυροφόρων. Εἴθε οἱ Μυροφόρες γυναῖκες ποτέ νὰ μὴ λείψουν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς Γῆς, ἀλλὰ τὸ ἄρωμα τῆς ἀρε­τῆς τους νὰ μεταδίδεται πλουσιώτερο ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεά.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος