Ἀλλὰ καὶ μόνον αὐτὸς ὁ χιτῶνας αὐτοκρατορικοῦ χρώματος μαρτυρεῖ γιά τὸν Κύριο, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι πράγματι Βασιλιάς.

Οἱ παλικαράδες τοῦ Πιλάτου, λοιπόν, κοροϊδεύοντας στήν πραγματικότητα ἀνακήρυξαν τὸν Κύριο σ’ αὐτό πού πράγματι ἦταν! Κανεὶς ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς δέν μποροῦσε νά διανοηθεῖ ὅτι τὸ βασίλειο τοῦ Χριστοῦ θὰ κυριαρχήσει πάνω στή Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία καὶ σὲ κάθε ἄλλη αὐτοκρατορία τοῦ κόσμου.

Ὁ βρώμικος βασιλιὰς Ἡρώδης, περίμενε πώς ὁ Χριστὸς θὰ κάνει κάποιο θαῦμα μπροστὰ του. Δέν ἐπιθυμοῦσε, βέβαια, κάποιο χρήσιμο καὶ φιλάνθρωπο θαῦμα, ἀλλὰ ἕνα βάρβαρο θαῦμα τὸ ὁποῖο θὰ χρησίμευε μόνο γιά τὴν ἱκανοποίηση τῶν ὀφθαλμῶν του.

Ἐν τῷ μεταξύ, μπροστὰ του στεκόταν τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ κόσμου: ἄνθρωπος καθαρὸς καὶ ἀναμάρτητος. Ἡ ἀκριβὴς ἀντίθεση τοῦ βασιλιᾶ τῆς γενοκτονίας καὶ τοῦ δολοφόνου τοῦ Ἰωάννη τοῦ προδρόμου.

Ἐγὼ κρατῶ ὅτι αὐτὸς ὁ νέος ἀκάθαρτος ἀπόγονος τοῦ Ἠσαῦ μποροῦσε νά πιστέψει σὲ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μὲ τίποτα καί ποτέ στό θαῦμα τῆς ἁγνότητας καὶ τοῦ ἀναμάρτητου ἑνὸς ἀνθρώπου. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ μέγιστο καὶ σπάνιο θαῦμα στάθηκε μπροστὰ του.

Ἀλλὰ αὐτὸς βρώμικος στή ψυχὴ δέν μποροῦσε νά τὸ δεῖ. Ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς προσδοκίες του ὁ Ἡρώδης ἔντυσε μὲ λευκὸ χιτῶνα τὸν Χριστό. Τὸ λευκὸ εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἀθωότητας.

Θὰ διάβασε, βέβαια, ὅτι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζονται μὲ λευκοὺς χιτῶνες. Κι ἔτσι λοιπόν, ὁ ἀκάθαρτος Ἡρώδης πού σκέφτηκε ὅτι ὁ Χριστὸς δεν εἶναι καθαρὸς ὅπως καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι, Τοῦ φόρεσε λευκὸ χιτῶνα, σύμβολο τῆς καθαρότητας καὶ τῆς ἁγνότητας.

Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ στίς δύο περιπτώσεις ἀναγνώριση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς Του, ἔστω κι ἂν αὐτὸ ἔγινε ἄθελά τους καὶ ἀσυνείδητα.

Τέλος, μόνο πρὶν τή σταύρωση ὁ Κύριος ντύθηκε μὲ τὸν δικὸ Του χιτῶνα. Ἦταν ὁ χιτῶνας πού τοῦ εἶχε ὑφάνει ἡ δικὴ Του Ἁγία Μητέρα, ἡ Θεοτόκος. Εἶναι ὁ ἴδιος χιτῶνας μὲ τὸν ὁποῖο περπάτησε στή γῆ καί πάνω στόν ὁποῖο οἱ στρατιῶτες στόν Γολγοθᾶ ῥίχνουν τὰ ζάρια.

Ἀλλὰ δέν βλέπεις σ’ ὅλα αὐτὰ ἕνα μεγάλο δίδαγμα γιά μᾶς; Οἱ ἄνθρωποι συχνὰ ἀποφαίνονται γιά τὸ ἂν εἴμαστε καλοὶ ἢ κακοί. Ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπόφασή τους μᾶς ἐκτιμοῦν, μᾶς θαυμάζουν ἢ μᾶς κατακρίνουν. Οἱ διάφορες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων δέν μοιάζουν γιά μᾶς μὲ χιτῶνες; τή μία μᾶς ντύνουν μὲ τὸν χιτῶνα τοῦ σοφοῦ, τὴν ἄλλη μὲ τὸν μαδνύα τοῦ τρελλοῦ.

Τή μία μᾶς περιβάλλουν μὲ τὸν μανδύα τῆς ἀνδρείας, τὴν ἄλλη μᾶς σκεπάζουν μὲ τὰ κουρέλια τῆς ἀπαξίωσης. Ἀλλὰ ὅλοι οἱ χιτῶνες γρήγορα βγαίνουν κι ἀλλάζουν, ἀνάλογα μὲ τὶς ἀσταθεῖς καί συχνὰ ἐναλλασσόμενες κρίσεις τῶν ἀνθρώπων.

Ὅμως, ἐν τέλει, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς θὰ φανεῖ μὲ τὸ δικὸ του χρῶμα, μὲ τὸν δικὸ του χιτῶνα.