Τήν ἴδια ἐμπειρία εἶχε καί  Δανόςσυγγραφέας, Ηans Christian Anderson, πού καί αὐτός ἐπισκέφθηκε τήν  πατρίδα μας (1841). 

Ἔλεγε:   Πρίν ἀπό τό Πάσχα ἔχουν μιά νηστεία μεγάλη καί αὐστηρή, πού δέν τήν παραβαίνουν. Οἱ χωρικοί στήν πραγματικότητα ζοῦν μόνο μέ ψωμί καί κρεμμύδι  καί νερό.  (A Poet's Bazaar, Pictures of Travel in Germany , Italy , Greece and the Orient". Books.google.gr.). 

Δέν εἶχαν σιδερένιο σῶμα, ἀλλά σιδερένια θέληση!

  

Αὐτός ὁ σεβασμός πρός τή νηστεία  ἦταν «ζωντανός» μέχρι τά τέλη  τοῦ περασμένου (20ου) αἰώνα.  Ἕνας συγγενής μου, ὁ μακαρίτης Ἰ. Μ.,  χρειάσθηκε νά παντρευθεῖ στή νηστεία τῶν Χριστουγέννων (   δεκαετία τοῦ 1940 ). Στό γαμήλιο «τραπέζι» σάν κύριο φαγητό εἶχε κραμπολάχανα ἀπό τόν κῆπο  του! 

«Ὅταν ἤμουν παιδάκι 14 ἐτῶν (μοῦ διηγήθηκε  ἐν ἔτει 1970, ἕνας   70χρονος)  εἶχα ἀρρωστήσει σοβαρά, καί ὁ γιατρός εἶπε νά φάω  κρέας. Ἦταν Μ. Τεσσαρακοστή. Οἱ γονεῖς μου ἔσφαξαν ἕνα κατσικάκι, ἔφαγα ὅσο χρειαζόταν,  καί τό ὑπόλοιπο τό πέταξαν στό ποτάμι, ἄς μήν εἶχαν τί νά φᾶνε».

Νήστευαν καί οἱ στρατιῶτες μας πού πολέμησαν τό 1940 στά βουνά τῆς Πίνδου. Ὁ αὐτόπτης μάρτυρας Ἀρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος γράφει σέ βιβλίο του:   «Τό σπουδαῖο εἶναι, ὅτι τήν νηστεία τήν τηροῦσαν καί πολλοί στρατιῶτες, παρ΄ὅλες τίς δυσκολίες,περισσότερο καί ἀπό ἁγιορεῖτες μοναχούς. 

Μοῦ ἔλεγε, κατά τήν ὀπισθοχώρησι, ἕνα πολεμιστής τῆς πρώτης γραμμῆς:  «Μέ τήν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας κράτησα ὅλη τή Τεσσαρακοστή. Τρώγοντας μόνο κουραμάνα καί λίγα γραμμάρια σταφίδα πού χωροῦσαν στήν φοῦχτα τοῦ ἑνός χεριοῦ».   

«Τήν Μ. Ἑβδομάδα, πού  γινότανε ἡ ὀπισθοχώρηση,οἱ στρατιῶτες παρ’ὅλη τήν κακουχία, τήν ἄϋπνία, τήν ἐξάντληση, διότι ὑποχωροῦσαν ἀμυνόμενοι, ὅλοι οἱ στρατιῶτες , νηστέψανε καί περάσανε τίς μέρες αὐτές σάν ἀσκητές.

Μόνο μέ ψωμί καί νερό. Οἱ ἐφοδιασμοί εἶχαν ἄφθονα τυριά καί κονσέρβες, ἀλλά κανένας δέν γύριζε μάτια σ’αὐτά» (Τό θαῦμα τῶν Ἑλλήνων τοῦ Σαράντα. σελ.126-127).

Τήν Μ. Παρασκευή  ἔπαιρναν λίγη καπνιά (κάτι σάν στάχτη)  την ἀνακάτευαν μέ  ξύδι, καί αὐτό ἦταν τό φαγητό τους. Κάθε φορά πού στό χωριό τους  ἔπεφτε  δοκιμασία  (ξηρασία, θανατηφόρος ἐπιδημία κ.λ.π.), νήστευαν μιά ἑβδομάδα, ἔκαναν Λειτουργία, καί ὁ Θεός  ἔκανε τό θαῦμα.

Κάθε φορά πού πέθαινε κάποιος δικός τους ἄνθρωπος, νήστευαν 40 μέρες γιά τήν ψυχή του,  ἰδιαίτερα στήν Ἤπειρο, ἐκφράζοντας ἔτσι μέ πόνο τήν ἀγάπη τους γιά τόν νεκρό. Ἀλλά καί κάθε φορά πού  κοινωνοῦσαν,  ἀπεῖχαν  μιά ἑβδομάδα  ἀπό ψάρι, γαλακτοκομικά  καί  κρέας. 

Ἀκόμα καί σήμερα οἱ παλαιότεροι ρωτᾶνε: «Ἄν φᾶμε  ψάρι τῶν Βαϊων,  κοινωνᾶμε τή Μεγάλη Πέμπτη;». Ἀπεῖχαν ἐπίσης ( γιά νά κοινωνήσουν)  καί  τρεῖς μέρες ἀπό λάδι.   «Ὁ παπποῦς μου, ὅταν ἦταν νά κοινωνήσει, ἐπί τρεῖς μέρες δέν ἔπινε οὔτε νερό», μοῦ ἀνέφερε ἕνας μοναχός  τῆς Ἱ. Μ. Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους.    

  Αὐτό τό «ἀνέλαιο τριήμερο» πρό τῆς Θ. Κοινωνίας ἦταν νόμοςἀπαράβατος. Πήγαιναν  (23 Αὐγούστου)  ὁδοιπορῶντας (15-18 ὧρες) στήν Ἱ .Μ.  Προυσσοῦ Εὐρυτανίας,  γιά νά προκυνήσουν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας.

Καί κατά τό κοπιαστικό τους  ταξίδι, ἀνεβαίνοντας πανύψηλα βουνά, ἦταν νόμος νά μήν καταλύουν οὔτε λάδι! Δέν κατέλυαν λάδι οὔτε  τά παιδιά, πού τούς ἀκολουθοῦσαν στό κοπιαστικό  προσκύνημα! 

Φθάνοντας στό Μοναστήρι, παρακολουθοῦσαν τή Λειτουργία, χωρίς νά διανοηθοῦν νά κοινωνήσουν, γιατί δέν νήστεψαν τό λάδι τρεῖς μέρες.

«Πάτερ, ἄν πιοῦμε τσάϊ  Τρίτη τό ἀπόγευμα, κάνει νά κοινωνήσουμε τήν Τετάρτη τό ἀπόγευμα στήν Προηγιασμένη;!».

Έτσι ρώτησαν, πρίν δέκα περίπου χρόνια,  τόν Ἱερέα τους κάποιοι ὑπερήλικες χριστιανοί  τῆς Ἱ.Μ. Νικοπόλεως.

Μάλιστα, τέτοιος σεβασμός υπήρχε πρός τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου!   Ἀκρότητες, θα πούνε μερικοί; Ναί...! Ἀλλά  γιά τήν ἐποχή μας πού θυμίζει ἐποχή Aντιχρίστου, πού τήν ευλάβεια τήν θεωρούμε ακρότητα...!   

«Νηστείαν ποθήσωμεν, μητέρα ἀρετῶν, τρυφήν βδελυξώμεθα, γεννήτρια παθῶν» (Τριώδιον. Γ΄Ἑβδομάδα Νηστειῶν. Ὄρθρος Παρασκευῆς,  ὠδή η΄). 

«Οἱ πατέρες μας καί ἡ νηστεία», ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη