Πού ακριβώς θα Τον προϋπαντήσουμε και με ποιόν τρόπον θα υψωθούμε μέχρι τον Ουράνιο θρόνο Του;

Γιατί αυτά ψάλλαμε και αυτά ζητάει η Εκκλησία μας αυτές τις ημέρες.
Αν μέσα μας αδελφοί μου δεν ζήσουμε μια ζωογόνο αλλαγή, μεταβολή της ψυχής μας σε φάτνη πνευματική, τότε σε τίποτα δεν θα μας ωφελήσουν οι διακοσμήσεις, τα δώρα, οι χαιρετούρες και τα γιορταστικά φαγοπότια !

Αν εσείς και γω δεν βιώσουμε την προσωπική μας αναγέννηση, και αν μέσα στις καρδιές των παιδιών μας δεν γεννήσουμε την ελπίδα της σωτηρίας, ότι « ο Χριστός, ο αληθινός Θεός εγεννήθη εν Βηθλεέμ τη πόλη» μέσα σε ένα στάβλο, από μια παρθένα γυναίκα, την Μαριάμ, την Υπεραγία Θεοτόκο.

Αν λέω δεν γίνουν όλα αυτά, τότε οι γιορτές απέτυχαν τον σκοπό τους.

Και τον απέτυχαν επειδή βρήκαν τις καρδιές μας παγωμένες, αδιάφορες, κλειστές, πού για άλλα ενδιαφέρονται και για άλλα τρέχουν με το μυαλό τους…

Οι γιορτές που έρχονται αδελφοί μου, κάθε χρόνο δεν είναι μόνο για ευχές και «χρόνια πολλά», αλλά για Ευαγγελικούς και πνευματικούς προβληματισμούς.
Στο πώς δηλαδή θα γίνουμε σωστότεροι χριστιανοί, και με περισσότερο ταπεινό πνεύμα, με περισσότερη υπομονή, μακροθυμία και ανοχή.
Με περισσότερη αγάπη στις πράξεις μας, που δυστυχώς δεν την έχουμε αυτήν την αγάπη, ούτε εσείς ( υποθέτω ) αλλά ούτε κι΄ εγώ.
Με περισσότερη πίστη προς τον Θεόν και με περισσότερη αληθινή και συντετριμμένη μετάνοια…
Όλα τα άλλα μπορεί να χρειάζονται, και τα παιχνίδια και τα δώρα και τα στολίσματα, όπως τα τονίσαμε προηγουμένως, αλλά χωρίς Χριστόν τα πάντα είναι ανώφελα, άχρηστα, ένα τίποτα.

Γιατί όλα αυτά είναι μόνο για την κατανάλωση , και τίποτα για την ψυχή μας...

Όμως τα πάντα για την ψυχή προσφέρονται μόνο μέσα στον Ναό. Μέσα στην Εκκλησία, τις ιερές ακολουθίες, τις ιερότατες αυτές ακολουθίες αυτών των ημερών με τα υπέροχα γράμματα που ψάλλει η Εκκλησία μας.

Τελειώνοντας θα ήθελα επίσης δύο πράγματα να σας πω από την παιδική μου ηλικία, για να τα συγκρίνουμε κι΄αυτά με την σημερινή άνοστη πραγματικότητα…

Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που εμείς τα παιδιά βλέπαμε εκείνη την εποχή του 1935, του ’38 και του 1940 και ’45, ήταν το γενικό άσπρισμα στις μέρες των μεγάλων γιορτών. Άσπριζαν τις μάντρες, τις αυλές, τα πέτρινα πεζοδρόμια, τα σπίτια μέσα και έξω, τους κορμούς των δένδρων μέχρι τη μέση. Άσπρίζαμε τα πάντα ! Γενικό καθάρισμα και απολύμανση μέσα - έξω.

Ακολουθούσε βέβαια ( ή, και προηγείτο μερικές φορές ) και ο γενικός «καθαρισμός» της μέσα ψυχής μας, μικρών και μεγάλων, μέσα από την Ιερή Εξομολόγηση.

Είτε στον παπά της Ενορίας μας, είτε και στον αμέσως παρακάτω,  (αν της Ενορίας μας ήταν και πολύ αυστηρός) γιά να πούμε τα όποια κρίματά μας…

Γιατί, πώς να το κάνουμε τώρα,  Χριστούγεννα έρχονταν, τι σόϊ  Γέννηση Χριστού θα κάναμε στερημένοι σαν φτωχοί, ακόμη και την  Αγία Κοινωνία ;
Και βέβαια ούτε κάν περνούσε από το μυαλό μας, άς είμαστε και παιδιά, να πάμε χωρίς Εξομολόγηση  να πλησιάσουμε τον Χριστό μέσα στην Αγία Κοινωνία.
Το τι  γίνεται βέβαια σήμερα πού γίναμε όλοι «άγιοι», άστα και κλάφτα…

Στα σπίτια τώρα ο στολισμός ήταν πολύ φτωχικός. Εκείνο στο οποίο επέμεναν ήταν η καθαριότητα και η εξωτερική και η εσωτερική.
Έτσι το πρωινό των Χριστουγέννων, ξυπνούσαν μια ώρα νωρίτερα οι νοικοκυρές, για να συγυρίσουν και στρώσουν το σπίτι, έτσι ώστε όταν θα γυρίσουν από την Εκκλησία, να τους περιμένει ολοκάθαρο το σπιτικό.

Γιατί;

Εμείς όλα τα πιτσιρίκια εκείνης της εποχής ρωτούσαμε «γιατί αυτή η τόση σχολαστικότητα στο άσπρισμα και γενική ετοιμασία του σπιτιού;» και η απάντησις των μεγάλων ήταν συνήθως διπλή:

Πρώτον, γιατί ήταν Χριστούγεννα, και  δεύτερον…

Δεύτερον λοιπόν, γιατί ο Χριστός που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ  θα ήταν ο ΠΡΩΤΟΣ επισκέπτης στο σπίτι μας, μαζί με τους Αγγέλους και τους μάγους εκ Περσίας.

Πω ! πώωωωω, λέγαμε εμείς, θα ήρχετο ο Χριστούλης; Στο σπίτι μας; Μα πώς; Πότε; Πώς μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα; Με ποιό τρόπο;

Και οι μεγάλοι μας απαντούσαν με πολλή φυσικότητα, απάντηση που πρέπει να δίδετε και σεις οι γονείς σήμερα στα παιδιά σας. 

«Δεν θα πάμε όλοι μαζί οικογενειακώς να κοινωνήσουμε; Ναι, Έ, λοιπόν όλοι εμείς, ο μπαμπάς, η μαμά, ο παππούς, η γιαγιά, τα παιδιά, μαζί με τη Θεία Κοινωνία θα φέρουμε και τον Χριστό στο σπίτι μας.

Μαζί Του θα γιορτάσουμε, μαζί Του θα περάσουμε καλά και αγιασμένα Χριστούγεννα…»

Καταπληκτικό, θαυμάσιο και εξαίσιο αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει αυτό σήμερα στην εποχή μας, είναι πάρα πολύ σπάνια. Ο Χριστός στο φτωχικό μας, στην καλύβα μας, ή και στο αρχοντικό μας.
Επαναλαμβάνω Χριστούγεννα με τον Χριστό στο σπίτι ! Με τον Χριστό στο σπίτι και στην οικογένειά μας ! Έτσι το νοιώθαμε ότι «μυστικά» συμβαίνει κι΄είμαστε χαρούμενοι κι΄όχι δυστυχισμένοι, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι με τα παιδιά τους σήμερα…

Δυστυχώς σήμερα οι περισσότεροι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, γιορτάζουν Χριστούγεννα χωρίς Χριστό ! Άδειες ψυχές, άδεια τα πάντα...
Το δεύτερο πράμα που ήθελα να σας πω, αναφέρεται στα δώρα. Τα  δώρα τότε χαρίζονταν σε δυο κατηγορίες !

Τα πρώτα είχαν σχέση με τα Χριστούγεννα, και ήταν συνήθως ένα ζευγάρι κάλτσες, ένα ζευγάρι παπούτσια, το παντελόνι, μια γραβάτα, ένα πουκάμισο και τα λοιπά και τα λοιπά, ένα παλτό, ένα φόρεμα,… Αυτά τα φορούσαν οι Χριστιανοί τα Χριστούγεννα για πρώτη φορά, για να αγιαστούν και αυτά μέσα στην Εκκλησία.

Όπως η Εκκλησία αγιάζει τα σπίτια, αγιάζει τα χωράφια, τα αμπέλια και τις στάνες με τα ζώα τους κήπους και τα πηγάδια, τα γεννήματα με τους καρπούς και τόσα άλλα, έτσι και στο Χριστουγεννιάτικο Εκκλησιασμό κάθε τι καινούργιο που φορούσαμε πάνω μας, έπρεπε να αγιαστεί εκείνη την ημέρα για να στεριώσει, για να φορεθεί με υγεία, με χαρά πνευματική.
Χάθηκε και αυτό το ευλογημένο έθιμο, έθιμο που έφερνε πιο κοντά τον άνθρωπο με την Εκκλησία και τις γιορτές, που τον έντυνε πνευματικά γιατί τα πάντα αγιάζει ο Χριστός με την Εκκλησία Του.

Τα δεύτερα δώρα ήταν για την Πρωτοχρονιά και ήσαν βέβαια διάφορα παιχνιδάκια για τα μικρά παιδιά που «έφερνε» συνήθως ο Άγιος Βασίλειος ή αργά το βράδυ ή το πρωί πρωί τα βάζανε οι γονείς κρυφά στις θέσεις τους...

Εμείς τώρα, τί απ΄όλα αυτά, καί τί είδος Χριστούγεννα εφέτος  θα κάνουμε ;


Αδελφοί μου, αυτή τήν χαρά των Χριστουγέννων την εύχομαι σε σας και στις οικογένειές σας, αλλά και σείς όμως να την εύχεσθε και σ΄ εμένα…

π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος