«Προσφέρεις 50 χρόνια τώρα τον λόγο του Θεού, και από ότι ξέρω από την πρώτη μέρα που έγινες διάκονος, άρχισες να κάνεις κηρύγματα στην Νέα Μηχανιώνα. Και τα συνεχίζεις μέχρι σήμερα, 50 ολόκληρα χρόνια. Έγραψες και βιβλία πολύ ωφέλιμα. Μπορεί να έσωσες και 100.000 ψυχές και 200.000, ο Θεός ξέρει. Εσύ όμως, θα σωθείς, ή θα κολασθής, τι λές ;»

Τον κοίταξα με βουβό το στόμα και αυτός μού το επαναλαμβάνει «παπά μου, εσύ θα σωθείς ή θα κολαστείς ; »

Πριν από χρόνια, ( μου είπε ο παπα Εφραίμ), και πήγα στο Ντητρόιτ, και κει με κάλεσαν σ’ ένα σπίτι να εξομολογήσω έναν 80χρονο, ο οποίος δεν ήθελε Εξομολόγηση στην ουσία, αλλά ήθελε να του κάνω ερμηνεία ενός ονείρου που είχε δεί.

Εγώ άρπαξα την ευκαιρία, και από το όνειρο έβγαλα την Εξομολόγηση.

Και είπε, είπε…, και είπε… αυτός ο 80χρονος άνθρωπος, πολλές και φοβερές αμαρτίες, ακατανόμαστες, που δεν μπορούμε ούτε καν να τις ονομάσουμε, στις εξωτερικές μας συζητήσεις, όχι μέσ’ την Εκκλησία, αλλά ούτε και έξω απ΄αυτήν ! Τόσο φοβερές ήταν αυτές οι αμαρτίες.

Προσπάθησα λοιπόν να του βάλω την συναίσθηση της βαρύτητος της αμαρτίας, και ότι αύριο μεθαύριο, είτε του αρέσει είτε δεν του αρέσει, είτε το θέλει είτε δεν το θέλει θα βρεθεί μπροστά στην Κρίση του Αγίου Θεού.

Και τότε εκείνος ο άνθρωπος, κάτω απ’ τη χάρη του Αγίου Θεού, ως άλλος ληστής, είπε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», δεν είπε «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου», αλλά είπε «Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλόν», αυτό είπε, και άρχισε να κλαίει… να κλαίει… και να κλαίει …

Μισή ώρα, μια ώρα, μιάμιση ώρα, δύο ώρες έκλαιγε… και ’γω καθόμουν και έκλαιγα μαζί του.
Του διάβασα τη συγχωρητική ευχή, και έφυγα.

Αυτός μετά κάλεσε όλους τους δικούς του, και είπε πόσο ανάλαφρος ένοιωθε, γιατί ήταν και πολύ γεμάτος. Πάμπλουτος εν τω μεταξύ, με εκατομμύρια εκατομμυρίων χρημάτων, και άρχισε να αγκαλιάζει όλους και το υπηρετικό προσωπικό, και από την χαρά του την πολλή να θέλει να χορεύει τους Ελληνικούς χορούς γιατί ξελάφρωσε, πέταξε όλη τη σαβούρα του, και την πήρε ο Σταυρός του Κυρίου, και χαρά, χαρά, χαρά, «πετάω σαν άγγελος, νοιώθω νάχω φτερά, νοιώθω νάχω φτερά» έλεγε, και έψαλλε ό,τι θυμόταν απ’ την πατρίδα του, μικρό παιδί, γιατί ήταν Ελληνοαμερικανός…

 

Και από την πολλή του τη χαρά, αισθάνθηκε κούραση, λέει, «Ας ξαπλώσω παιδιά μου λίγο τώρα, πέντε λεπτά έτσι, να ξεκουραστώ. Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, που δέχτηκες εμένα τον αμαρτωλό, Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ» έλεγε, και ξαφνικά πέθανε…

Θάνατος Οσιακός, όπως αυτού του ανθρώπου, που ήταν απάνω στο Σταυρό του κακούργου.

Άρα λοιπόν όλοι σας, έχετε αυτήν την ευκαιρία, να πείτε Θεέ μου συγχώρεσέ με, τον αμαρτωλό και την αμαρτωλή, αρκεί να τρέξει απ’ τα ματάκια σας, ένα διαμάντι μεγάλης αξίας, το διαμάντι αυτό, να είναι το δάκρυ της μετανοίας, και θα δείτε ν’ ανοίγουν οι ουρανοί, και να σας δέχονται και να σας υποδέχονται, άγγελοι και αρχάγγελοι.

Αλλά εμείς, αλλά εγώ, ο πατήρ Στέφανος, που τον ανεβάζετε και τον κατεβάζετε «άγιο», δεν ξέρω τι άλλο τον λέτε, κουτσομπολεύετε και από πίσω, όχι εσείς, άλλοι…

Εμείς όμως έχουμε αυτό εδώ, (δείχνει το πετραχείλι του ), αυτό έχουμε εδώ, και δω κρέμονται εκατοντάδες και χιλιάδες, και θα δώσουμε λόγον.

Μπορούμε όμως να σωθούμε όλοι μας με ένα απλό «μνήσθητι»;

Άς είναι λοιπόν ευλογημένοι οι λαϊκοί που με έναν λόγο μετανοίας επιστρέφουν στην Βασιλεία του Θεού. Και αλοίμονό σε όλους τους κληρικούς όλου του κόσμου, αλοίμονό τους, διότι σχεδόν και με τα δυό τους πόδια, βρίσκονται στην Κόλαση.

Λοιπόν επομένως να αφήσετε τις αγαπολογίες, και να ασπάζεστε μόνο το χέρι του παπά, αυτό φτάνει. Γιατί τούτο το χέρι δέχτηκε τη φλόγα του Αγίου Πνεύματος, προηγουμένως, και ηγίασε τα Τίμια Δώρα, όπως και του κάθε ιερέως και του πατρός Αντωνίου, όταν ευλογεί τα Τίμια Δώρα.

Αυτή η φλόγα ήταν εκεί στην Πεντηκοστή, που κάλυψε τους μαθητάς και βγήκε κατόπιν ο Απόστολος Πέτρος, και έκανε το κήρυγμα εκείνο στους χιλιάδες ανθρώπους διαφόρων Εθνών και γλωσσών , ώστε να τους νομίσουν πρωί πρωί μεθυσμένους…

 

Και ο Απόστολος Πέτρος, ομιλούσε στην Αραμαϊκή, και ο καθένας άκουγε στην δική του γλώσσα, τά σωτήρια λόγια του Θεού.
Και ρώτησαν:
-Τι να κάνουμε;
-Μετανοείτεεε, φώναξε ο Απόστολος Πέτρος,
-Μετανοείτε !
Και γονάτισαν όλοι, και είπαν
-Μετανοούμε.
Και βαπτίσθησαν αυτομάτως και εσώθηκαν.
Έτσι θα σωθείτε και σείς.
Λοιπόν άρα, πρέπει ή δεν πρέπει να κάνετε προσευχή για τους ιερείς και τον πνευματικό σας;

Που ανα πάσα στιγμή μπορεί να πεθάνει και να κριθεί αυστηρότατα από τον Πανάγιον Θεόν, διότι δεν ετήρησε με ακρίβεια την διαφύλαξη της παρακαταθήκης που του έδωσε ο Θεός εδώ στην παλάμη την ώρα της χειροτονίας του.

Μη μας κολακεύετε λοιπόν και μη μας επαινείτε, και μην αποκαλείτε κανέναν άγιο … είμεθα όλοι αμαρτωλοί.

Εδώ έχομε ένα Ευαγγέλιο. Το βλέπετε; Μπορεί μερικοί από σας, εσύ, εσύ, εσύ, εσύ, εσύ, εσύ, όλο αυτό να το τηρείτε. Όλο. Και να χαίρεστε και να οικοδομείστε. Αλλά ακόμη και όσοι το τηρούν ολόκληρο, πρέπει να αποκαλούν τον εαυτόν τους «αχρείο δούλο». Το λέει, μέσα το Ευαγγέλιο, δεν το λέω εγώ, ο Χριστός το είπε.

 

«Και αν πάντα τα διατεταγμένα ποιήσετε, θα καλείτε τον εαυτό σας αχρείους δούλους». Εγώ που δεν τα τηρώ, πως πρέπει να λέω τον εαυτό μου; Όταν καμιά φορά σας λέω είμαι αμαρτωλός, παραπονείσθε. Γιατί; Γιατί διαμαρτύρεσθε; Εσείς με έναν λόγο σώζεστε, εγώ με πόσους λόγους, θα σωθώ; Κι είμαι και μεγάλος και αύριο πεθαίνω…

Θέλω λοιπόν τις προσευχές σας.
Από τώρα και στο εξής, όσο μ’ αφήσει ο Θεός να ζω, τέτοια κηρύγματα θα σας κάνω.

Σας εύχομαι με όλη μου την καρδιά, με έναν λόγο να βρεθείτε όλοι σας στον Παράδεισο.

Αμήν.

παπα Στέφανος Αναγνωστόπουλος