Θά εἶχε ἀ­κούσει ασφαλώς γι᾿ αὐτὸν ὁ τυφλός. Θά εἶχε ἀκούσει ἀ­πὸ τὴ μάνα του, μικρὸ παιδί, ὅτι κάποτε θὰ ἔρθῃ ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.

Εἶχε ἀκούσει τώρα ἀ­πὸ ἄλλους, ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ εἶ­νε πιὸ γλυκειὰ κι ἀπὸ τ᾿ ἀηδόνια, ὅτι κάνει τὰ πιὸ μεγάλα θαύματα· ὅτι ὅπου ἀκουμπᾷ τὸ χέρι του, οἱ τυφλοὶ βλέπουν τὸ φῶς τους, οἱ κουφοὶ ἀκοῦνε, οἱ μουγγοὶ μιλᾶνε, οἱ λεπροὶ καθαρίζονται, οἱ παράλυτοι σηκώνονται, οἱ νε­κροὶ ἀνασταίνονται. Τὰ εἶχε ἀκούσει αὐτά. Κι ἀμέσως μέσα στὴν καρδιά του σχηματίσθη­κε ἡ ἀκράδαντη πεποίθησι, ὅτι αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὸν κάνῃ καλά.

Ἀλλὰ πῶς νὰ τὸν πλησιάσῃ; Μέσα στὸ πλῆ­θος ἐκεῖνο ἦταν ἀδύνατον. Τί κάνει τότε; Ἀρ­χίζει νὰ φωνάζῃ. Καὶ τί λέει; Αὐτὸ ποὺ λέμε κ᾿ ἐμεῖς τόσες φορὲς στὴ λατρεία, δυὸ λέξεις· «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ ποιά διαφορά! Ἐμᾶς ὁ λόγος μας εἶνε κάλπικο νόμισμα, ἐνῷ ὁ δικός του λόγος εἶνε καθαρὸ χρυσάφι.

Τὸ δικό μας «Κύριε, ἐλέησον» εἶνε ψυχρό, ἐνῷ αὐτὸ ποὺ εἶπε ἐκεῖνος ἔβγαινε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του σὰν φωτιά, σὰν κεραυνὸς καὶ ἀστραπή.

Τί ἔλεγε; «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με» ( λυπήσου με και σώσε με...)

Ὁ κόσμος τοῦ ἔλεγε· Πάψε, μὴ φωνάζεις, μᾶς ἐνοχλεῖς…. Ἀλλ᾿ αὐτός, ὅσο τὸν ἐμπόδιζαν, τόσο ἔκανε τὴ φωνή του σάλπιγγα καὶ φώ­ναζε συνεχῶς· Κύριε, ἐλέησον…
Κάποια στιγμὴ ὁ Χριστὸς λέει· Φέρτε τον ἐ­δῶ. Τοῦ λένε· Σὲ φωνάζει ὁ Χριστός! (Μᾶρκ. 10,49).

Ὁ τυφλός, λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος, πέταξε τὸ πανωφόρι του (ἔ.ἀ. 10,50), γιὰ νὰ τρέξῃ πιὸ εὔ­κολα, καὶ σὰν βέλος φτάνει μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ. «Τί σοι θέλεις ποιήσω;» (Λουκ. 18,41), τὸν ἐρωτᾷ ὁ Χριστός, τί ζητᾷς; Τὸν ἄφησε νὰ ζητήσῃ ὅ,τι θέλει. Κι αὐτὸς ζήτησε ἕνα καὶ μόνο, τὸ φῶς του.

Αλήθεια, πόσο αχάριστοι είμαστε ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε τὰ μάτια μας σήμερα !.

Μᾶς τά ᾿δωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν δοξάζουμε. Κι΄εμείς τα κάναμε μάτια λύκου, μάτια ἀλεποῦς, μάτια χοίρου, ποὺ δὲν ἁρμόζουν στὸν ἄνθρωπο.

Ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς σοῦ ᾿δωσε τὰ μάτια, γιὰ νὰ κοιτάζῃς τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ λὲς «Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε…» (Ψαλμ. 103,24). Δὲν ἐκτιμοῦμε τὴν δωρεά του!
Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Μὲ ὅση εὐκολία ἐμεῖς ἀνοίγουμε τὸ διακόπτη κι ἀνάβει τὸ φῶς, τόσο εὔκολα ὁ Χριστὸς ὁ παντοδύναμος ἔδωσε τὸ φῶς στὸν τυφλό. Καὶ ὁ Βαρτιμαῖος βλέπει τώρα. Καὶ πέφτει καὶ προσκυνάει τὸν Φωτοδότη. Καὶ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ δοξάζει τὸ Θεό. Δὲν φεύγει ἀπὸ κοντά του.

Ὠκεανὸς διδαγμάτων εἶνε, ἀγαπητοί μου, τὸ Εὐαγγέλιο. Ἀπὸ ὅλα θέλω νὰ προσέξετε ἕ­να μόνο. Ποιό; Ὅταν ἄκουσε τὸ θόρυβο καὶ ρώτησε τί συμβαίνει, τί τοῦ ἀπήντησαν;

«Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται», δηλαδή, «περνάει ὁ Χριστός!».

Εἶνε μικρὸ αὐτό; Εἶνε μεγάλο, πο­λὺ μεγάλο· Γιατί  μιὰ στιγμὴ περνοῦσε ὁ Χριστὸς ἀπὸ ᾿κεῖ, καὶ αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ τὴ χάσῃ τὴ στιγμὴ αὐτή.

Ἀλλ᾿ ὅ,τι συνέβαινε στὸν τυφλό, συμβαίνει στὸν κάθε ἄνθρωπο. Φεύγουμε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο. Σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωὴ κάποια στιγμὴ περνάει ὁ Χριστός. Ἂν τὴν πιάσουμε τὴ στιγμὴ αὐ­τή, σωθήκαμε· ἂν δὲν τὴν πιάσουμε, καταστρα­φήκαμε.

Τρέξτε, πετάξτε ἀπὸ πάνω σας ὅ,τι σᾶς βαραίνει.

Κάποια στιγμὴ περνάει και για εσάς, καί για εμάς ὁ Χριστός!

Στὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, τότε ποὺ ἡ μπόττα τῶν Γερμανῶν συνέτριβε τὸν Ἕλληνα, ἐρ­χόμουν μὲ τὸ τραῖνο ἀπὸ Θεσσαλονίκη πρὸς τὸ Κιλκίς. Μέσα σ᾿ ἕνα βαγόνι ἦταν ἕνα ἡρωικὸ παιδί, τραυματίας τῶν ἀλβανικῶν βου­νῶν, ποὺ εἶχε τραυματισθῆ στὴν Τρεμπεσίνα. Καὶ καθὼς ἦταν μέσα ὅλοι, ἀκόμα καὶ Γερμανοί, αὐτὸς εἶχε ἔλθει σὲ μιὰ ἔκστασι καὶ τραγουδοῦσε ἕνα ὄμορφο ἐμβατήριο, ποὺ ἔλεγε·

«Περνάει ὁ στρατός, της Ελλάδος φρουρός…». Τὸ ἔλεγε τόσο ὡ­ραῖα, ποὺ κλάψανε ὅλοι μέσα στὸ βαγόνι ἐ­κεῖ­νο, καθὼς θυμήθηκαν τὴ δόξα τῆς φυ­λῆς…
Ὡραῖα εἶνε ὄντως ὅταν περνάει ὁ στρατός. Ἀλλ᾿ αὐτὸ εἶνε μηδὲν μπροστὰ στὴν κορυφαία ἱερὰ στιγμή, ὅταν περνάει ὁ Χριστός.

Περνάει, λοιπόν, ὁ Χριστός; Μάλιστα. Καὶ πότε περνάει; Ἕνα, δύο, τρία, τέσσερα, πέν­τε θὰ σᾶς πῶ πότε περνάει. Κι ἂν τρέχετε στὶς παρελάσεις ν᾿ ἀπολαύσετε τὸ ὡραῖο θέαμα τοῦ στρατοῦ καὶ δακρύζουν τὰ μάτια σας, ἀπείρως περισσότερο νὰ συγκινῆσθε ὅταν περνάει ὁ Χριστός.

Πότε όμως περνάει ὁ Χριστός;

Πότε περνάει; Εμένα ρωτᾶτε; Ρωτῆστε τοὺς ψυχολόγους. Ἔρχονται στιγμές, ἐκεῖ ποὺ κάθεσαι, καὶ ξαφνικὰ σοῦ ᾿ρχεται μιὰ ὡραία ἰδέα, νὰ κάνῃς τὸ καλό, νὰ κάνῃς κάτι μεγάλο καὶ ὑ­ψηλό. Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ περνάει ἡ ἰδέα αὐτὴ ἀπὸ μπροστά σου, περνάει γιά σένα ὁ Χριστός !
Λένε γιὰ τὸν Μέγα Ναπολέοντα, ὅτι ἦταν κάποτε σὲ μιὰ πεδιάδα ἕτοιμος νὰ παρατάξῃ τὸ στρατό του, γιὰ νὰ δώσῃ μιὰ μεγάλη μάχη. Ξαφνικὰ ἀκούει τὴν καμπάνα ἀπὸ ἕνα ξωκκλήσι· ντάν, ντάν, ντάν…. Ὤ! Θυμήθηκε τὰ παιδικά του χρόνια… Ἄφησε τὰ ἐπιτελικὰ σχέ­δια καὶ εἶπε στοὺς ἀξιωματικούς· Σταματῆ­στε. Γονάτισε καὶ προσευχήθηκε· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…. Ὅταν χτυπάει ἡ καμπάνα, εἶνε ἡ σάλπιγγα τοῦ Θεοῦ· περνάει ὁ Χριστός.

Θέλετε ἄλλη στιγμή; Ἔχετε κάνει κάποια ἁ­μαρτία. Ὑπάρχει κανεὶς χωρὶς ἁμαρτία; κι αὐ­τοὶ ἀκόμα οἱ ἀσκηταὶ ἔχουν ἁμαρτήματα. Κ᾿ ἐ­κεῖ τὰ μεσάνυχτα, ποὺ ξυπνᾷς καὶ δὲν μπορεῖς νὰ κοιμηθῇς, ἔρχεται ἡ μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτία, ποὺ σὰν σκουλήκι καὶ σὰν σκορπιὸς σὲ κεντάει, καὶ ἀκοῦς· Ἄντε νὰ πᾷς νὰ ἐξομο­λογηθῇς τὸ ἁμάρτημά σου, ἄντε στὸν πνευματικό… Τὴν ὥρα ἐκείνη περνάει ὁ Χριστός.

Θέλετε ἄλλη στιγμή; Περνᾷς ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία καὶ βλέπεις κόσμο. Ρωτᾷς· Τί γίνεται; Θεία λειτουργία. Καὶ λές· Ἂς πάω κ᾿ ἐγὼ μέσα· ἐκείνη τὴν ὥρα περνάει ὁ Χριστός.
Ὅταν εἶστε μέσ᾿ στὴν ἐκκλησία, ὅταν ἀκοῦ­τε νὰ ψάλλῃ ὁ ψάλτης, εἶνε σὰν ν᾿ ἀκοῦτε τοὺς ἀγγέλους νὰ τραγουδᾶνε «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ…» (Λουκ. 2,14).

Ὅταν διαβάζεται ὁ ἀπόστολος, εἶνε σὰν ν᾿ ἀκοῦτε τὸν Απόστολο Παῦ­λο. Κι ὅ­ταν περνάῃ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅταν περνοῦν τὰ Άγια, περνάει ὁ Χριστός.

Ἂν πιστεύῃς, νὰ μπαί­νῃς στὴν ἐκκλησία· ἂν δὲν πιστεύῃς, μὴν πηγαίνεις, δὲν σὲ χρειάζεται ὁ Θεός. Κι ὅταν ὁ παπᾶς βγαίνει μὲ τὸ δισκοπότηρο –ὦ Θεέ μου!–, περνάει ὁ Χριστὸς ὁ ἐ­σταυρωμένος· «ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­υψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας»· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος