Νυμφεύθηκε μία σεμνὴ κόρη θυγατέρα τοῦ βα­σιλέως Ἀρέτα τῆς Ἀραβίας, ἀλλὰ δὲν φάνηκε πιστὸς σ᾽ αὐτήν. Σὲ ἕνα ταξίδι του στὴ Ῥώμη ἔ­πεσε στὰ δίχτυα αἰσχροῦ ἔρωτος· ἡ Ἡρῳδιάς, γυναίκα τοῦ Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ του, νύφη του δηλαδή, αἰχμαλώτισε τὴν καρ­διά του. Ἔτσι καὶ αὐτὴ ἐγκατέλειψε τὸν σύζυγό της, τὸν ἀ­δελφὸ τοῦ Ἡρῴδη, καὶ αὐτὸς ὁ Ἡρῴδης ἐγ­κατέλειψε τὴ νόμιμη γυναῖκα του γιὰ νὰ πάρῃ τὴ συγγενῆ του· ἔγινε αἱμομίκτης.
Ὅταν ἦρθαν στὰ Ἰεροσόλυμα κ᾽ ἐγκαταστάθηκαν στὰ ἀνάκτορα, ὁ Ἡρῴδης ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκα του, τὴ θυγατέρα τοῦ Ἀρέτα· ἐκείνη κατέφυγε στὸν πατέρα της, κ᾽ ἐκεῖνος ἐξωργισμένος κή­ρυξε πόλεμο ἐναν­τίον τοῦ Ἡρῴδου.


Στὰ ἀνάκτορα τώρα πιὰ ἡ Ἡρῳδιάς, ἡ παλλακίδα καὶ ἀνδροχωρίστρα, καμάρωνε ὡς βασίλισσα. Τὸ σκάν­δαλο ἦταν μεγάλο, τὸ συζητοῦ­σαν παν­τοῦ. Μέσα στὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν τόσοι ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, γραμματεῖς, φαρισαῖοι, νομο­μαθεῖς, διδά­σκαλοι. Αὐτοί, ὡς φύλακες τοῦ θείου νόμου, ἔπρεπε νὰ ἐλέγξουν τὴν παράβασι αὐτή, τὸ δη­­μόσιο σκάνδαλο.
Ἤλεγξε κανείς;

«Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπή». Ἐὰν ἤλεγχαν, θὰ ἔχαναν τὶς θέσεις καὶ τὴ ζωή τους.

Κανείς δὲν τολμοῦσε. Ἕνας μόνο, μέσ᾿ στὸ νεκροταφεῖο αὐτὸ ποὺ δημιουργοῦσε ἡ δικτατορία τοῦ Ἡ­ρῴδου, ἕνας παρουσι­άστηκε· ἀνέβηκε στὰ ἀ­νάκτορα κ᾽ ἔρριξε τὸν κεραυνό. Βασιλιᾶ, εἶπε, «οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀ­δελφοῦ σου», δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ ἔχῃς σύ­ζυγο τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου (Μᾶρκ. 6,18).

Πόσες λέξεις εἶν᾽ αὐτές; Οὔτε δέκα, ἀλλὰ ζυγίζουν περισσότερο ἀπὸ χιλιάδες κηρύγμα­τα.

Ὁ Ἰωάννης ἔβαλε τὸν δάκτυλο εἰς «τὸν τύ­πον τῶν ἥλων» (πρβλ. Ἰω. 20,25), ἤ­λεγξε σφοδρῶς τὴ διαφθορὰ τοῦ Ἡρῴδου. Τὸ ἀποτέλεσμα· ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔρριξαν στὶς φυλακὲς τοῦ φρουρίου τῆς Μαχαιροῦν­τος, ἀνατολικὰ τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης.
Στὶς φυλακὲς ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, καὶ στὰ ἀ­νάκτορα ἡ παλλακίδα καὶ αἱμομίκτρια μαζὶ μὲ τὴν κόρη της, ποὺ ἦταν κι αὐτὴ σὰν τὴ μάνα της. Καὶ αὐτὸ τὸ κορίτσι ἔγινε αἰτία νὰ φονευ­θῇ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Πῶς;

Ἡ κόρη τῆς Ἡρῳδιάδος, ἡ Σαλώμη, βρῆκε εὐκαιρία νὰ ἐπιδείξῃ τὸ χορευτικό της ταλέντο ὅταν ὁ Ἡρῴδης ἑώρταζε τὰ γενέθλιά του κ᾽ ἔκα­νε στὰ ἀνάκτορα χοροεσπερίδα καὶ δεῖπνο μὲ προσκεκλημένους τοὺς ἀξιωματού­χους του. Ἐκεῖ ἔτρωγαν κ᾽ ἔπιναν, καὶ στὸ τέλος ἄρχισε ὁ χορός, χορὸς ἀνατολίτικος, ἀνήθικος, ὅπου διέπρεψε ἡ Σαλώμη. Οἱ συνδαιτυμόνες τὴ χει­ροκροτοῦσαν, ἡ μάνα της καμάρωνε, κι ὁ Ἡ­ρῴ­δης μεθυσμένος πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν ἡδονοβλε­ψία τῆς λέει· –Μὲ ἐνθουσίασες, μὲ αἰχμαλώτι­σες, μὲ κυρίευσες· εἶμαι ἕτοιμος νὰ σοῦ δώσω ὅ,τι ζητήσῃς, μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου!

Ἡ κόρη πολλὰ μποροῦσε νὰ ζητήσῃ· παλάτια, κτήματα, ἐκτάσεις, χρυσάφι, ἀσήμι… Δὲν ζή­τησε τίποτε ἀπ᾽ αὐτά. Τί ζήτησε; Πῆγε στὴ μάνα της, κι αὐτὴ τὴ συμβούλεψε· –Ὅσο ὁ Ἰ­ω­άννης ζῇ καὶ ἐλέγχει, ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ἀ­σφα­λεῖς. Ἀσφάλειά μας εἶνε ὁ θάνατός του. Γι᾽ αὐ­τὸ νὰ ζητήσῃς ἕνα καὶ μόνο· τὸ κεφάλι τοῦ Ἰω­άννου τοῦ βαπτιστοῦ… Ὤ κακία γυναικός! ἀνα­φωνεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· σὲ τί βάραθρο μπορεῖ νὰ ὁδηγήσῃ τὴ γυναῖκα ἡ ἐκδίκησι!
Ὁ Ἡρῴδης ἀναγκάστηκε νὰ ὑποκύψῃ· στρα­τιῶτες του πῆγαν στὴ φυλακὴ καὶ ἔκοψαν τὴν κεφαλὴ τοῦ τιμίου Προδρόμου.
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, μὲ συντομία εἶνε τὸ ἱ­στορικὸ τῆς σημερινῆς ἑορτῆς.

* * *

Ἀπὸ τότε, ἀγαπητοί μου, ποὺ μαρτύρησε ­γιος Ἰωάννης πέρασαν 19 αἰῶνες, μὰ διαφθορὰ ποὺ βασίλευε στὰ ἀνάκτορα τοῦ Ἡρῴ­δου ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχῃ καὶ σήμερα, καὶ σὲ μεγαλύτερες διαστάσεις μπορῶ νὰ πῶ.

αἰ­ώνας μας ὀνομάζεται αἰ­ώνας τῶν φώτων, θὰ μείνῃ ὅμως στὴν ἱστορία ὡς πλέον διεφθαρμένος καὶ ἐγκληματικὸς αἰ­ώνας.
Στὸν αἰῶνα αὐτόν, στὴν τόσο διεφθαρμένη κοινωνία μας, χρειαζόταν ἕνας Ἰωάννης! Ὄχι ἕνας Αὐγουστῖνος ἢ ἄλλοι μικροὶ κήρυκες, ἀλ­λὰ ἕνας Πρόδρομος! Ἂν ζοῦσε στὴ γῆ ἐκεῖνος, ἀσφαλῶς δὲν θὰ χαριζόταν σὲ κανένα.

Σὰν νὰ τὸν βλέπω νὰ πηγαίνῃ – ποῦ;

 

Πρῶτα – πρῶτα στὶς ντισκοτὲκς καὶ στὰ νυκτερινὰ κέντρα, ποὺ φύτρωσαν ἀμέτρητα στὴν πατρίδα μας, σὰν μανιτάρια στὴν κοπριά, καὶ δι­αφθείρουν τὴ νεολαία. Ἐκεῖ θὰ πήγαινε καὶ θά ᾽λεγε· Παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ, μακριὰ ἀπὸ ᾽δῶ! «Οὐκ ἔξεστί σοι», δὲν σᾶς ἐπιτρέπεται νὰ ὀρ­γιάζετε ἔτσι, αὐτὸ εἶνε ἔξω ἀ­πὸ τὰ ἤθη σας!…

 

Μετὰ θὰ πήγαινε στὰ σπίτια ποὺ ζοῦν ἀστεφάνωτοι, ποὺ δὲν εἶνε ἕνα καὶ δυὸ ἀλλὰ πλῆ­θος. Πρὶν ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕ­να διαζύγιο, τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο. Τώρα; οἱ δικηγόροι ζοῦν κ᾽ ἔχουν πλουτίσει ἀπ᾽ τὰ δι­αζύ­για, κι ὁ τόπος γέμισε ἀπὸ σπίτια παράνομα μὲ παλλακίδες. Δὲν εἶνε πλέον μία, εἶνε πολλὲς οἱ Σαλῶμες καὶ Ἡρῳδιάδες. Ἐκεῖ λοιπὸν θ᾽ ἀκου­γόταν σὰν κεραυνὸς ἡ φωνὴ τοῦ Προδρόμου· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν» αὐτὴ τὴ γυναῖκα!…

 

Καὶ ὁ Πρόδρομος θὰ συνέχιζε τὸν ἔλεγχο πη­γαίνοντας – ποῦ; Ἐπιτρέψτε μου νὰ μιλήσω ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς συνέπειες.

Θὰ πήγαινε στὴ βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, ποὺ νομο­θετεῖ αὐτόμα­το διαζύγιο καὶ ἀποποινικοποιεῖ τὴ μοιχεία, καὶ θὰ καταντήσῃ αὐτὴ ἡ πατρίδα, νὰ μπορῇ νὰ ἀσελγῇ κάθε ἀσελγὴς δημοσίᾳ στὸ δρόμο, κι ὁ ταλαίπω­ρος ὁ ἀστυνόμος θὰ κρατάῃ τὸ φανά­ρι νὰ τοὺς προστατεύῃ, κι ἀλλοίμονο σ᾽ ἐκείνους ποὺ θὰ διαμαρτύρωνται γιὰ τὴν ἀκολασία τῆς διαφθο­ρᾶς. Ὤ, ἐδῶ χρειαζόταν ἕνας Πρόδρομος, ὄχι ἡ ἀσθενὴς φωνὴ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ Αὐγουστίνου καὶ ἄλλων ἱεροκηρύκων.

 

Τέλος ὁ Ἰωάννης θὰ πήγαινε στὴν Ἱ. Σύν­οδο, ἐκεῖ ποὺ συνεδριάζουν οἱ ἐπίσκοποι, καὶ θὰ ἔ­λεγε καὶ σ᾽ αὐτοὺς τὰ δικά τους «Οὐκ ἔξεστί σοι».

* * *

Ἀδελφοί μου, ζοῦμε σὲ ἐποχὴ μεγάλης διαφθορᾶς, τὰ ἔσχατα. Οἱ θεομηνίες (σεισμοὶ κ.λπ.) δὲν μᾶς σωφρονίζουν. Ἐξακολουθοῦμε τὸ βιο­λί μας, τὴν ἁμαρτία μας. Κλῆρος καὶ λαός, μικροὶ καὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ φτωχοί, ἄρχον­τες καὶ ἀρχόμενοι, ὅλοι ἔχουμε φύγει ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Θ᾽ ἀκούσουμε σήμερα τὸν Ἰωάννη τὸν Προδρόμο; θ᾽ ἀνοίξουμε τὰ αὐτιά μας; Μακάρι. Δὲν τὰ ἀνοίγουμε; τὰ κλείνουμε; Ἔ τότε, δὲν συνεχίζω. Πιάστε τὰ βιβλία, ρωτῆ­στε νὰ μάθετε ποιό ἦταν τὸ τέλος τῆς Σαλώμης, τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ τοῦ Ἡρῴδου, καὶ θὰ φρίξετε· τέλος ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο.

Εἴθε ὁ Κύριος, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἰω­­άν­νου τοῦ Προδρόμου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, ν᾽ ἀνοίξῃ τὰ αὐτιὰ ὅλων μας, ν᾽ ἀκούσουμε τὸ σάλπισμα τῆς μετανοίας, γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὸν ὄλεθρο, ποὺ ὁπωσδήποτε μᾶς περιμένει.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος