Πήρα καί τήν εικονούλα στά χέρια μου καί αυτή σάν τηλεόρασι μεγάλωσε, μεγάλωσε, καί έγινε μία μεγάλη εικόνα καί ήταν ο θρόνος τού Θεού πού κρεμόταν στον αέρα. Δέν μπορούσα νά διακρίνω, ήταν ένα πολύ ωραίο πράγμα...

Από τήν μιά πλευρά ήταν όλοι οι Δίκαιοι καί οι Αγιοι, από τήν άλλη ήταν ένα στόμα πύρινο καί κάτω ήταν όλο χάος...

Καί περνούσαν εκείνη τήν ώρα Αρχιερείς, ιερείς γιά νά κριθούν. Καί μόλις γινόταν η δίκη από τον Χριστό, έρχονταν οι λέοντες πού έβγαιναν από τό σκοτάδι καί τούς άρπαζαν καί τούς έρριχναν μέσα στο χάος αυτό. Πολλή ώρα διήρκεσε αύτό τό πράγμα. Από ’κει βλέπω τούς δαίμονες νά είναι φορτωμένοι στον ώμο τσουβάλια καί «εν ριπή οφθαλμού» έρριχναν χιλιάδες ψυχές στο στόμα αυτό.
Ήταν τόσο τρομερό!

Εβλεπες καί γέμιζε τό στόμα αυτό - σάν νά τούς βλέπω τώρα- όπως τούς άδειαζαν μέσα. Επαιρναν τά τσουβάλια πάλι στον ώμο καί έτρεχαν νά τα ξαναγεμίσουν.

Κάπου-κάπου εμφανιζόταν κανένας Αρχιερεύς, ιερεύς, καί έλεγε ο Κύριος με πολλή αβρότητα: «πήγαινε εκ δεξιών μου».

Άλλα δέν θά ξεχάσω αυτόν τον τρόμο, όλη τή νύχτα δέν μπορούσα νά ησυχάσω, μέρες δέν έφευγε από τή διάνοιά μου. Καί λέω, κοίταξε νά δής, ιερείς, αρχιερείς, μοναχοί, λαϊκοί, χαλούσε ο κόσμος…

Μου το έδειξε ο
Θεός, γιά νά ταπεινωθώ, νά δώ τήν ψυχή μου. Δέν είναι μικρό πράγμα ή Κόλασι, «έν ριπή οφθαλμού» νά σε πετούν μέσα στά σκοτάδια, στο πυρ τό αιώνιον.

Έτσι λοιπόν, βρέθηκε η ψυχή μου γιά λίγη ώρα και τρόμαξε ή καρδιά μου, δέν μπορούσα νά σταθώ. Οί λέοντες νά ξεπετάγωνται από μέσα, νά τούς αρπάζουν από τά πόδια και νά τούς πετούν στο χάος.

Με είχε πιάσει ένας φόβος τρομερός και τόπα στον Γέροντα- «Γέροντα, δέν μπορώ νά ησυχάσω».
«Ναί, παιδί μου, μάς τά δείχνει ο Θεός, γιά νά ταπεινωθούμε, μόνο και μόνο, γιά τήν ευθύνη των ψυχών πού έχουμε αναλάβει». Έγώ σάς τά λέω, ώστε και σείς νά διορθωθήτε και ’γώ νά διορθωθώ...

Καί κάτι ακόμη...

Τό μεγαλύτερο θηρίο στον άνθρωπο είναι ο εγωισμός, είναι η υπερηφάνεια. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από το «γιατί», το «πώς» καί το «τί». Εσύ κάνε υπακοή καί θά κάνης φτερά. Σήμερα έσβησε η υπακοή καί η ταπείνωσις από τούς ανθρώπους καί από τούς γονείς, έσβησε καί από τά παιδιά.

Βλέπουμε χιλιάδες τά διαζύγια, η υπακοή έσβησε από τά ανδρόγυνα. Η εκκλησία βρίσκεται σε μία κατάστασι δύσκολη. Στά Μοναστήρια, τα ίδια. Ο διάβολος τώρα γυρίζει, κάνει γύρο στά Μοναστήρια. Όλους τούς κέρδισε.

Οι μοναχοί δύο-τρεις είναι, πέντε είναι, θα πάη νά τούς διαλύση. Νά μή υπάρχη τίποτε. Αφού τά ξεθεμέλιωσε όλα ο διάβολος, δέν ύπάρχει ούτε κράτος ούτε εκκλησία, τίποτε. Γι’ αυτό νά κάνουμε υπακοή, νά σωθούμε, νά πάμε στον ουρανό. 

Γιατί πώς θά αντέξουμε τήν αιώνια Κόλασι;

 Εβλεπα τή θάλασσα κάποτε και έκανα θεωρία και έλεγα: «Χριστέ μου, σκέψου νά ήμουνα ναυαγός και νά πάλευα μέσα στη θάλασσα, νά ξύλιαζα από τό κρύο, νά μή έβρισκα καταφύγιο και από πουθενά βοήθεια». Αυτή η θεωρία δεν έφευγε από τό μυαλό μου και ερχόταν κλαυθμός στήν ψυχή μου καί σκεπτόμουν πώς θά είμαι στήν Κόλασι- «αιώνια Κόλασι!

Φεύγει ο χρόνος και δέν κάνω τό θέλημα του Θεού καί περνούν οι μέρες μου». Ετσι σκεφτόμουν, γιατί είναι φοβερή η Κόλασις.

Μόνο νά πιάνης τό ψηλαφητό σκοτάδι, σέ φτάνει- καί νά αισθάνεσαι αυτή τή μυρωδιά από τό θειάφι! Δέν μπορεί νά τό ζήση κανείς, δέν αντέχεται, τόσο φοβερό είναι!

Καί όταν οδηγηθείς μπροστά στο δικαστήριο του Θεού, στο Δεσποτικό Θρόνο καί βγαίνει η απόφαση καί σε αρπάζουν οι δαίμονες -κοσμικούς, μοναχούς, ιερείς καί αρχιερείς-, σέ τσουβαλιάζουν καί σέ πετάνε στο πυρ τό αιώνιο! 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.
-- ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΑ ΒΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ. --«ΛΟΓΙΑ ΚΑΡΔΙΑΣ».