Αυτό λοιπόν το παιδί χτυπήθηκε από το θανατικό που έγινε πριν από τρία χρόνια στην πόλη μας και κόντευε να πεθάνει.
Καθώς το κρατούσε ο πατέρας του στην αγκαλιά, όπως αναφέρουν όσοι ήταν εκεί παρόντες, το παιδί είδε να έρχονται σε αυτό τα πονηρά πνεύματα και άρχισε να φωνάζει, τρέμοντας και κλείνοντας τα μάτια: «Προστάτεψέ με, πατέρα, προστάτεψέ με».
Και με τις φωνές αυτές γύρισε το πρόσωπο στο στήθος του πατέρα, θέλοντας να κρυφτεί.
Βλέποντάς το ο πατέρας να τρέμει, το ρώτησε τι βλέπει, και το παιδί αποκρίθηκε: «Μαύροι άνθρωποι ήρθαν και θέλουν να με πάρουν». Και λέγοντας αυτά, αμέσως βλαστήμησε το όνομα του μεγάλου Θεού και στη συνέχεια ξεψύχησε.
Θέλοντας δηλαδή ο παντοδύναμος Θεός να δείξει για ποιο αμάρτημα το παιδί παραδόθηκε σε τέτοιους δεσμοφύλακες, το οποίο, όσο ζούσε, ο πατέρας του δεν θέλησε να το εμποδίσει, παραχώρησε να το επαναλάβει όταν πέθαινε.
Και το παιδί αυτό ο Θεός, που με την ευσπλαχνία του το ανεχόταν να ζει βλαστημώντας, παραχώρησε με δίκαιη κρίση να βλαστημήσει και όταν πέθαινε, για να καταλάβει τη δική του αμαρτία ο πατέρας, ο οποίος, αδιαφορώντας για την ψυχή του μικρού του γιου, ανέθρεψε για τη γέεννα της φωτιάς έναν αμαρτωλό όχι μικρό, αλλά μεγάλο.
Από το Γεροντικό
Έλεγαν οι γέροντες: «Παιδαγωγήστε τα παιδιά, αδελφοί, για να μη σας παιδέψουν αυτά».
Πηγή: www.impantokratoros.gr