Ἔπρεπε όμως έτσι νὰ γίνει, γιὰ νὰ ἔρθει ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὴν κυοφοροῦσα Μαρία ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ στὴ Βηθλεέμ, στὴν πόλη τοῦ προγόνου τοῦ Δαβίδ. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν, γιὰ νὰ γεννηθεῖ ὁ Μεσσίας σ᾽ αὐτὴ τὴν πόλη, ὅπως ἦταν ξεκάθαρα γραμμένο, και να επαληθευτεί και η αρχαία Προφητεία. Αὐτὸ ἦταν οὐσιαστικὰ τὸ νόημα τοῦ διατάγματος τῆς ἀπογραφῆς.

Ἄλλο λοιπόν σκέφτεται ὁ ἄνθρωπος καὶ ἄλλο ὁ Θεός.

Ἡ Ναζαρὲτ εἶναι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ. Εἶναι πολὺ μακριὰ οἱ δύο πόλεις γιὰ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ καὶ γιὰ τὰ τότε μεταφορικὰ μέσα. Ὁ Ἰωσὴφ ἔπρεπε νὰ περπατάει καὶ νὰ ὁδηγεῖ τὸ γαϊδουράκι, στὸ ὁποῖο καθόταν ἡ Ἁγία Παρθένος Μαρία, ποὺ κουβαλοῦσε μέσα της τὸν ὥριμο εὐλογημένο καρπό.

Ἤδη εἶχαν περάσει ἐννιὰ μῆνες ἀπὸ τὴν εὐχάριστη εἴδηση τοῦ Αρχαγγέλου, τὴν ὁποία δέχτηκε η Παναγία μας στὴν Ναζαρέτ. Ἦταν πολὺ κοντὰ ἡ στιγμὴ τοῦ τοκετοῦ της. Γι᾽ αὐτὸ τὸ λόγο ἔπρεπε νὰ ταξιδεύουν πιὸ σιγά.

Ἔτσι κι ἀλλιῶς ὁ δρόμος διαρκοῦσε τρεῖς μέρες, ἦταν μακρὺς καὶ κουραστικός. Ἀλλὰ ἔτσι, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδώσουν «τὰ τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι» (Ματθ. κα´ 21) ὅπως ἀργότερα αὐτὸς ὁ Ἴδιος εἶπε. Ἡ Ἁγία Παρθένος ἦταν ἔγκυος. Εἶναι προφανὲς λοιπὸν ὅτι ἡ ἁγία οἰκογένεια θὰ χρειάστηκε πολὺ περισσότερο χρόνο γιὰ νὰ φτάσει στὴν πόλη τοῦ Δαβίδ.

Πόσο δύσκολο, πόσο κουραστικὸ πρέπει νά ᾽ταν τὸ ταξίδι αὐτό! Πρῶτα ἔπρεπε νὰ διασχίσουν τὴ μεγάλη καὶ μονότονη πεδιάδα τῆς Γαλιλαίας, μετὰ ν᾽ ἀνεβοκατέβουν τὰ βουνὰ τῆς Σαμαρείας καὶ μετὰ νὰ περάσουν μέσα ἀπὸ τὴν κακοτράχαλη καὶ γεμάτη ἀγκάθια ἔρημο τῆς Ἰουδαίας.

Κι ἂν ἀκόμα στὴ μακρὰ καὶ δύσβατη αὐτὴ διαδρομή, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κούραση δὲν πείνασαν, σίγουρα δίψασαν, καθὼς σ᾽ ὅλο αὐτὸ τὸ δρόμο ὑπάρχουν μόνο τρεῖς πηγές. Εὔκολα μπορεῖ νὰ φανταστεῖ κανεὶς πόσα πλήθη συνωστίζονταν σὲ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς πηγὲς αὐτὲς τὸν καιρὸ τῆς ἀπογραφῆς. Ὁ ταπεινὸς καὶ ὑπάκουος Κύριος ὅμως ἦρθε στὸν κόσμο ἀπὸ ἕναν κακοτράχαλο δρόμο, ταξιδεύοντας σ᾽αὐτὸν μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας Του.

Ὁ Καίσαρας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μετρηθοῦν ὅλοι οἱ ὑπήκοοί του. Κι Ἐκεῖνος στὸν Ὁποῖο ὑπακούουν τὰ Σεραφεὶμ πήγαινε ὑπάκουα γιὰ νὰ καταγραφεῖ σὰν ὑπήκοος τοῦ ἐπίγειου Καίσαρα. Προτοῦ πεῖ στὸν Πρόδρομο κι ἐξάδελφό του ὅτι «πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. γ´ 15), τὸ εἶχε κιόλας ἐφαρμόσει αὐτὸ «ἐκ κοιλίας μητρός».

Καὶ προτοῦ διατυπώσει τὴ διδασκαλία Του, «ἀπόδοτε τοίνυν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ», τὸ εἶχε ἐφαρμόσει κυριολεκτικὰ προτοῦ βγεῖ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς Μητέρας Του.              

Ὁ Ἰωσὴφ ἀνέβηκε στὴν Βηθλεὲμ «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ» (Λουκ. β´ 5). Ὁ ἅγιος Εὑαγγελιστὴς Λουκᾶς τόσο μὲ τὴν σοφία του ὅσο καὶ μὲ τὴν ἔμπνευση καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίνει ἰδιαίτερη ἔμφαση στὸ γεγονὸς τῆς ὑπερφυσικῆς συλλήψεως τῆς Παρθένου. Σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἴσως σκανδαλίζονται μὲ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἔρχεται νὰ καθησυχάσει τὴν συνείδησή τους.

Ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἦταν γιατρός, ἀρχικὰ τῶν σωμάτων, ἀργότερα καὶ τῶν ψυχῶν. Σὰν σπουδασμένος γιατρὸς τῶν σωμάτων προφανῶς εἶχε μελετήσει καὶ γνώριζε καλὰ τὰ αἴτια καὶ τ᾽ ἀποτελέσματα τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Εἷχε ὅμως καὶ τὴν ἔμπνευση ἀλλὰ καὶ τὸ θάρρος νὰ διαβεβαιώσει καὶ ν᾽ ἀποτυπώσει στὸ χαρτὶ ἕνα μοναδικὸ γεγονός. Ἕνα γεγονὸς κατὰ τὸ ὁποπῖο ἀνώτερες δυνάμεις ἐπενέβησαν στοὺς φυσικοὺς νόμους καὶ μιὰ ζωὴ ἦρθε στὴν ὕπαρξη μ᾽ ἕναν ἐξαιρετικὰ ἀσύλληπτο καὶ ὑπερφυσικὸ τρόπο.
.              

Μιὰ μαρτυρία σὰν κι αὐτὴ ἀπὸ ἕνα γιατρὸ ἔχει πραγματικὰ ἀνεξήγητη ἀξία.

Ὁ ἅγιος Λουκᾶς ἐπισημαίνει περισσότερο ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὲς τὴν σύλληψη τῆς Παρθένου Μαρίας. Πρῶτα-πρῶτα ἀναφέρει περισσότερα γιὰ τὴν συνομιλία τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ μὲ τὴν ἁγία Παρθένο (βλ. Λουκ. α´ 26-38). Ἐδῶ μᾶς λέει πὼς ὁ Ἰωσὴφ ταξίδεψε στὴν Βηθλεὲμ μζὶ μὲ τὴν Μαρία, τὴν μνηστή του, ποὺ ἦταν ἐγκυος, γιὰ ν᾽ ἀπογραφοῦν.             

Μ᾽ ὅλο ποὺ ὁ Ἰωσὴφ ἦταν ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ κι ὁ Δαβὶδ καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ, οὔτε ὁ Δαβὶδ οὔτε ὁ τελευταῖος ἀπόγονός του δὲν εἶχαν κάποιο συγγενῆ στὴ Βηθλεέμ. Ὁ Ἰωσὴφ πῆγε στὴ Βηθλεὲμ ποὺ μόνο ἱστορικὰ καὶ πνευματικὰ ἦταν ἡ πόλη του. Τίποτ ἄλλο δὲν τὸν συνέδεε μαζί της.

Δὲν ὑπῆρχε κανένας συγγενὴς γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ, οὔτε κάποιος γνωστὸς ἢ φίλος. «Οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι». Τὰ σπίτια ἀνῆκαν σὲ ἄλλους, ὅπου οἱ οἰκοδεσπότες περίμεναν συγγενεῖς καὶ φίλους. Ὁ Ἰωσὴφ ἔψαξε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ μὰ δὲν βρῆκε τίποτα, παρὰ μονάχα ἕνα σπήλαιο ὅπου οἱ βοσκοὶ μάζευαν τὰ ζωντανά τους.

Δὲν βρέθηκε γιὰ αὐτοὺς πουθενὰ μέρος γιὰ διανυκτέρευση, οὔτε σὲ πανδοχεῖο, οὔτε σὲ χάνι, οὔτε σὲ κανένα σπίτι. Οἱ καλύτερες θέσεις ἦταν κατειλημμένες ἀπὸ Ρωμαίους ἀξιωματούχους, ἀπογραφεῖς καὶ διερμηνεῖς. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα μέρη ἦταν κατειλημμένα ἀπὸ ψυχὲς ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Δαυΐδ (Λουκ. θ´ 58).

Οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν καταφύγια καὶ τὰ πουλιὰ φωλιές, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὅμως δὲν ἔχει ποῦ νὰ γείρει τὸ κεφάλι (Ματθ. η´ 20).
Τὸ μέρος ὅμως ποὺ δὲν βρέθηκε γιὰ Αὐτὸν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, βρέθηκε ἀνάμεσα στὰ ζῶα. Βρέθηκε μία ἄδεια σπηλιά ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλη, ποὺ δὲν τὴν εἶχε πιάσει κανεὶς καὶ ἤτανε μέρος γιὰ ἀστέγους.

Στὴν Παλαιστίνη ὑπάρχουν πολλὲς ὡραῖες πηγές, ποὺ βρίσκουν καταφύγιο ἄνθρωποι ῆ ζῶα, ὅμως καμιὰ σπηλιὰ δὲν εἶναι ( και δεν ήταν…) τόσο ταπεινή, ὅσο αὐτὴ, ἡ σπηλιὰ στὴ Βηθλεέμ. Οἱ σπηλιὲς τοῦ Κολοράντο στην Αμερική, σὲ σύγκριση μὲ ἐκείνη μοιάζουν μὲ παλάτια.

Ἡ σπηλιὰ τῆς Βηθλεὲμ όμως βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴ γῆ.

Καὶ σήμερα γιὰ νὰ τὴν κατέβουμε, πρέπει νὰ περάσουμε ἀπὸ ἀπόκρημνες σκάλες, ποὺ εἶναι χαραγμένες στὸν βράχο. Εἶναι χαμηλὴ καὶ σκοτεινή, βαθουλωμένη, σὰν ἀπὸ χέρι γλύπτη, σὲ ἕνα τεράστιο καὶ αἰώνια ἀκίνητο βράχο. Οἱ μοναδικὲς ἀνέσεις της εἶναι ἡ δροσιὰ ποὺ ἔχει τὸ καλοκαίρι καὶ ἡ ζεστασιὰ τὸν χειμώνα.

Δὲν μποροῦσαν λοιπὸν οἱ βοσκοὶ νὰ βάλουν ἐκεῖ τὰ κοπάδια τους, ὅπως πολλοὶ πιστεύουν, ἐπειδὴ ἦταν ὑπερβολικὰ στενή. Ἔβαζαν μόνο γιὰ λίγο καιρὸ μερικὰ νεογέννητα ἀρνάκια καὶ τὶς μάνες τους. Γι᾽ αὐτὸ τὸν λόγο, ὅπως ἔχει γραφεῖ, στὴν περιοχὴ ἐκείνη πράγματι ὑπῆρχαν βοσκοί, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἔμεναν ἔξω στὴν ὕπαιθρο φυλάγοντας βάρδιες τὴ νύχτα καὶ τὸ κοπάδι τους (Λουκ. β´ 8). Ἐκείνη λοιπὸν τὴν ἐποχή, ἐπειδὴ ἦταν χειμώνας, τὰ πρόβατα δὲν εἶχαν ἀρχίσει νὰ γεννοῦν καὶ ἔτσι ἡ σπηλιὰ ἦταν ἄδεια.
.            

Ἐὰν οἱ ἅγιοι φιλοξενούμενοι ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ ἐρχόντουσαν ἄνοιξη, ὅταν τὰ πρόβατα γεννᾶνε, δὲν θὰ ἔβρισκαν οὔτε αὐτὸ τὸ μέρος ἄδειο. Καὶ αὐτὸ λοιπὸν ἦταν ἐκ τῶν προτέρων σχεδιασμένο ἀπὸ τὴν οὐράνια λογική.

Σὲ αὐτὸ λοιπόν τὸ ἀσυνήθιστο μέρος γέννησε ἡ παρθένος Μαρία «τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκο». Ναί, τὸν πρωτότοκο καὶ τὸν πιὸ ἀγαπημένο, τὸν ἕνα καὶ μοναδικό. Ἐπειδὴ γεννώντας τὸν «Ἥλιο» θὰ ἦταν ἀστεῖο να λέμε ότι, ἂν συνέχιζε έτσι θα γεννούσε και… μετεωρίτες !
           

Τὸν σπαργάνωσε καὶ τὸν ξάπλωσε σὲ ἕνα παχνὶ (Λουκ. β´ 7) χωρὶς γιατρό, χωρὶς μαμή, χωρὶς βοηθούς, χωρὶς φάρμακα, χωρὶς τίποτε ἀπ᾽ όλα αὐτὰ ποὺ ὑπάρχουν σήμερα στὸν πολιτισμό μας. Σήμερα εἶναι λίγες οἱ μάνες ποὺ τολμοῦν νὰ γεννήσουν χωρὶς αὐτά. Γέννησε ἐντελῶς ἁπλά, σὰν μιὰ ἁπλὴ γυναίκα τοῦ χωριοῦ.

Μόνη της Τὸν γέννησε χωρὶς κανενὸς τὴ βοήθεια μόνη της Τὸν ἔπλυνε, Τὸν τύλιξε στὶς πάνες, Τὸν τάισε μὲ γάλα ἀπὸ τὸ στῆθος της,

Τὸν ξάπλωσε στὴν φάτνη, πάνω σὲ ἄχυρα γιὰ νὰ κοιμηθεῖ. Ἐν συνεχείᾳ καὶ μετὰ ἀπὸ προσευχὴ εὐχαριστίας στὸν Θεό, ξάπλωσε κάτω στὴν γῆ, δίπλα στὴν φάτνη καὶ ξεκουράστηκε κι΄αυτή.

Ἄραγε αὐτὸ συνέβη τυχαία; Ἦταν τυχαῖο ποὺ ὁ Μεσσίας, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου γεννήθηκε σὲ αὐτὸ τὸ σκοτεινὸ βράχο;

Ἀπὸ τὸ βιβλίο Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΓΗΝ
Ἁγ. Νικολάου Ἀχρίδος (Βελιμίροβιτς)
«Ὁ Μόνος Φιλάνθρωπος»- ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/νίκη